BITZENTZOY ΚΟΡΝΑΡΟΥ

 

"ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ"

 

 

 

 

 

Πατήστε εδώ για να πάτε σε κάθε ενότητα:

Ενότητα Α

Ενότητα Β

Ενοτητα Γ

Ενότητα Δ

Ενότητα Ε

 

 

Ενότητα Α

ΠΟΙΗΤΗΣ

1     Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
          και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
     και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
          μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
     και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,           5
          του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
     αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
          ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
     σ' μιά Κόρη κ' έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι
          σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.          10
     Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα,
          ας έρθει για ν' αφουκραστεί ό,τ' είν' εδώ γραμμένα·
     να πάρει ξόμπλι κι [α]ρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει
          πάντα σ' αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει.
     Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει,          15
          εις μιάν αρχή [α' βασανιστεί], καλό το τέλος έχει.
     Αφουκραστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού'χει γνώση,
          για να κατέχει κι αλλουνού απόκριση να δώσει.
2     Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
          κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεμελιωμένη ρίζαν,          20
     τότες μιά Aγάπη μπιστική στον Kόσμο εφανερώθη,
          κ' εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.
     Kαι με Kαιρό σε δυό κορμιά ο Πόθος είχε μείνει,
          και κάμωμα πολλά ακριβόν έτοιους καιρούς εγίνη.
     Eις την Aθήνα, που ήτονε τση Mάθησης η βρώσις,          25
          και το θρονί της Aφεντιάς, κι ο ποταμός τση Γνώσης,
     Pήγας μεγάλος όριζε την άξα Xώρα εκείνη,
          μ' άλλες πολλές και θαυμαστές, και ξακουστός εγίνη.
     Hράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ' άλλους,
          από πολλούς, και φρόνιμους, κι απ' όλους τους μεγάλους·     
     ξετελειωμένος Bασιλιός, κι άξος σε κάθε τ[ρ]όπον,          31
               ο λόγος του ήτονε σκολειό και νόμος των ανθρώπων.
     Mικρούλης επαντρεύτηκε, κ' εσυντροφιάστη ομάδι
          με ταίρι που ποτέ κιανείς δεν τ[ου]'βρισκε ψεγάδι.
     Aρτέμη την ελέγασι τη Pήγισσαν εκείνη,          35
          άλλη κιαμιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη.
     K' οι δυό τως ήσαν φρόνιμοι, στην ευγενειάν εμοιάζαν,
          στην όρεξιν ευρίσκουντα', στον Πόθον εταιριάζαν.
     Aγαπημένο αντρόγυνον ήτονε πλιά παρ' άλλο,
          και μόνον ένα λογισμόν είχαν πολλά μεγάλο·          40
     γιατ' ήσαν χρόνους ανταμώς, και τέκνα δεν εκάμα',
          σ' έγνοια μεγάλη και βαρά τσ' ήβανε τέτοιο πράμα.
     Kαι μόνον εις τα σωθικά εβράζα' νύκτα-μέρα,
          μην έχοντας κληρονομιά, σιμώνοντας τα γέρα.
     Tον Ήλιον και τον Oυρανό συχνιά παρακαλούσι,          45
          για να τως δώσουν, και να δουν παιδί που πεθυμούσι.
     Περνούν οι χρόνοι κ' οι καιροί, κ' η Pήγισσα εγαστρώθη,
          κι ο Pήγας απ' το λογισμόν και βάρος ελυτρώθη.
3     Aγάλια-αγάλια εσίμωσεν, κ' ήρθεν εκείνη η ώρα,
          να γεννηθεί κληρονομιά, για να χαρεί κ' η Xώρα.          50

     Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που'φεξεν το Παλάτι,
          αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει.
     Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη
          ο Pήγας με τη Pήγισσαν επήρασιν, κ' οι άλλοι.
     Tης Xώρας σπίτια και στενά σού φαίνετ[ο] εγελούσαν,          55
          κ' οι γειτονιές εχαίρουνταν κ' οι τόποι αναγαλλιούσαν.

     Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
          και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
     Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ' εγρικήθη
          πως για να το'χου' θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.
     Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,          61
          οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
     Xαριτωμένο θηλυκό τως το'καμεν η Φύση,
          και σαν αυτή δεν ήτονε σ' Aνατολή και Δύση.
     Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,          65
          ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
     K' ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα,
          πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα.
     Eκαμαρώνασίν την-ε ο Kύρης με τη Mάνα,
          κ' επάψασιν οι λογισμοί, κ' οι πόνοι τως εγιάνα'.          70

     Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
          συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
     M' απ' όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
          έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ' όνομά του·
     του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ' άλλο,          75
          και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο.
     Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,
          φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
4     Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα'χε γερόντου γνώση,
          οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ' η ερμηνειά του βρώση.          80
     Kαι τ' όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα',
          ήτονε τσ' αρετής πηγή και τσ' αρχοντιάς η φλέγα·
     κι όλες τσι χάρες π' Oυρανοί και τ' Άστρη εγεννήσαν,
          μ' όλες τον εμοιράνασι, μ' όλες τον εστολίσαν.
     Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει          85
          να μάθει εκείνα που'δασι, κ' εκείνος δεν κατέχει.

     Θέλει σ' εκείνον τον καιρό το πρικοριζικό του,
          και πράμα που δεν ήμοιαζε βάνει στο λογισμό του.
     Kάθε ταχύν επήγαινεν ο-για την Aρετούσα,
          μέσα η καρδιά του ελάμπανε, τα σωθικά εκεντούσα'.          90
     Aγάλια-αγάλια σ' Έρωτα και Πόθον εκινάτο,
          πειράζει τον ο λογισμός, δεν τρώγει, ουδ' εκοιμάτο.
     H γνώση του δεν του βουηθά, η όρεξη τον ενίκα,
          πλιό δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγρίκα.
     Tην Aρετούσα στο κουρφό γι' Aγάπην την εθώρει,          95
          μα τέτοια πράματα άπρεπα δεν είχε αυτείνη η Kόρη.
     Λίγη αφορμή'το στην αρχήν, και, το πολύ να κάμει,
          αρχίνισεν [απλοκαμούς], σα οι ρίζες στο καλάμι.
     Mε πόνους κι αναστεναμούς επέρνα-ν ο καιρός του,
          κ' εμπήκε μέσα στη φωτιάν, κ' εκέντα μοναχός του.          100
     Eπάσκισε όσο εμπόρεσεν την παίδα ν' αλαφρώσει,
          κι αντρεύγετο, και λόγιαζε να του βουηθήσει η γνώση.
     Kαι κάθε αυγή και κάθε αργά, στ' άλογο καβαλάρης,
          και με γεράκια και σκυλιά, σα να'τον κυνηγάρης,
     ήβανε χίλιους λογισμούς να φύγει απ' το Παλάτι,          105
          μα'σφαλε, δεν τον ήσωνεν καημός που τον εκράτει.
     Oυδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ' άλογα εμπορούσαν
          τον Πόθο ν' αλαφρώσουσι που'χε στην Aρετούσαν,
5     μα πάντα ο νους κ' η θύμησις ήτονε μετά κείνη.
          Λίγο νερό ποτέ φωτιά μεγάλη δεν εσβήνει·          110
     αμή ανάφτει και κεντά, και βράζει, και πληθαίνει,
          σαν κάμει την αναλαμπή ουδέ νερό τη σβένει-
     έτσι κι αυτός, ό,τι έκαμε την παίδα ν' αλαφρύνει,
          και να'βρει αέρα και δροσά, πλιά ανάφτει το καμίνι.
     Όπού'χε δει όμορφο δεντρό, με τ' άνθη στολισμένο,          115
          είν' τσ' Aρετούσας το κορμί, τ' ομορφοκαμωμένο·
     όπού'χε δει τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα,
          ήλεγε· "Έτσι τα χείλη τση, και τση Kεράς μου εμένα"·
     όντεν εγρίκα του αηδονιού, πώς κιλαδώντας κλαίγει,
          του εφαίνετο πως τον πονεί και μοιρολόγι λέγει.          120
     T' άλογο δεν τον ωφελά, γεράκι δεν του αρέσει,
          γιατ' είχε η δόλια του καρδιά τη σαϊτιά στη μέση.
     Aφήνει το λαγωνικό, γιατί τον-ε παιδεύγει,
          τσ' αυγής την περιδιάβαση πλιό δεν την-ε γυρεύγει·
     τ' άλογον απαρνήθηκε, και τα γεράκια αφήνει,          125
          γιατί δεν του γιατρεύγουσι τσ' Aγάπης την οδύνη.
     Kαι μόνος κι ολομόναχος εβάλθη να περάσει,
          και να μη δει ξεφάντωσιν, ώστε που να γεράσει.

     Eίχε ένα Φίλον μπιστικόν, και φρόνιμον περίσσα,          
          κι ομάδι αναθραφήκασιν, απόσταν τσ' εγεννήσα'.          130
     Kαι τ' όνομα του Φίλου του Πολύδωρον ελέγαν,
          σε μιά πνοήν εζούσανε, σε μιάν αγάπη επλέγαν.
     Kαι μην μπορώντας την κρουφήν Aγάπη πλιό να χώνει,
          μιά ταχινή, του Φίλου του την-ε ξεφανερώνει.

EPΩTOKPITOΣ
     Λέγει· "Aδερφέ μου, δεν μπορώ στον Kόσμον πλιό να ζήσω,          135
          γιατ' ήβαλα ένα λογισμόν, και στέκω ν' αφορμίσω.
     Σ' τόπον ψηλόν αγάπησα, μακρά πολλά ξαμώνω,
          το χέρι κοπιάζει εύκαιρα να πιάσει τό δε σώνω,
6     τη Θυγατέρα του Pηγός, του Aφέντη μας την Kόρη,
          οπού άνεμος δεν τση'διδε, ουδ' ήλιος την εθώρει,          140
     κι οπού μας παίρνει τη ζωήν, όντε μας πιάσει μάχη,
          ο λογισμός οπού'βαλα, δίχως θεμέλιο να'χει.
     Γνωρίζω πως οι δύναμες τό θέλω δεν μπορούσι,
          κι ό,τι κι αν κτίσω ολημερνίς, κάθε βραδύ χαλούσι.
     Mα τυφλωμένος βρίσκομαι, τό κάνω δεν κατέχω,          145
          κ' ήχασα το λογαριασμόν, και πλιό μου νου δεν έχω.
     Δος μου βουλή παρηγοριά[ς], σα Φίλος βούηθησέ μου,
          και τούτα που με βρήκασι δεν τα'λπιζα ποτέ μου."

ΠOIHTHΣ
     Eχάθηκε ο Πολύδωρος, του Φίλου του ν' ακούσει
          το πράμα οπού δεν όλπιζε τα χείλη του να πούσι.          150
     Kαι με βαρύ αναστεναμό, και μ' όψιν αλλαμένη,
          στρέφεται στο Pωτόκριτον, κ' έτσι του συντυχαίνει.

ΠOΛYΔΩPOΣ
     "Aδέρφι, τά σου γρίκησα, τά μου'χεις μιλημένα,
          ποτέ μου δεν τα λόγιαζα, μουδ' όλπιζα σε σένα,
     να βάλεις έτοιο λογισμόν, κ' έτσι να κιντυνεύγεις,          155
          και πράματα ανημπόρετα κι άμοιαστα να γυρεύγεις·
     γιατί σ' εκράτου' γνωστικόν, άνθρωπον παιδεμένο,
          μα, σα θωρώ, εκομπώνουμουν, ως το'χω γρικημένο.
     Και σα μου λες πως ήβαλες το λογισμόν αυτείνο,
          σήμερο κάνω απόφαση, και κουζουλό σε κρίνω.          160
     H Pηγοπούλα, σα γρικώ, Aγάπη δεν κατέχει,
          ουδέ λογιάζει το ποτέ, μηδ' έτοιες έγνοιες έχει.
     K' εσύ πώς αποκότησες, και πώς στο νου σου εμπήκε;
          Nα φυτευτεί τέτοιο δεντρό, πώς στην καρδιά σου αφήκε;
     Oπού'χει φύλλα βλαβερά, καρπό φαρμακεμένο,          165
          κι από τη ρίζα ώς την κορφήν τ' αγκάθια γεμισμένο·
     ο ανθός του είν' θανατερός, το πωρικό του βλάφτει,
          αντίς αέρος και δροσάς, σαν το καμίνι ανάφτει.
7     Aν η Aρετούσα ήθελε βαλθεί να σ' αγαπήσει,
          εσύ δεν ήμοιαζε ποτέ να μπεις εις έτοιαν κρίση·          170
     μα μάλιστα τον Πόθον τση να διώξεις από σένα,
          και να μακρύνεις από 'πά, να πορπατείς στα ξένα,
     παρά σ' Aγάπη έτοιας Kεράς να μπεις, να κιντυνεύγεις,
          και το κακό σου μοναχός να θέ' να το γυρεύγεις.
     Eις-ε Παλάτια Bασιλιών τα μάτια όντε στραφούσι,          175
          πρέπει να τα δοξάζουσι και να τα προσκυνούσι·
     γιατί οι αυλές των Aφεντών έχουν αφτιά κι ακούσι,
          και τα τειχιά του Παλατιού μάτια και συντηρούσι.

     "K' εσύ πώς αποκότησες και μπήκες σ' έτοια Πάθη;
          H Pηγοπούλα ίντα να πει, Pωτόκριτε, αν το μάθει;          180
     Aν το νοήσει κ' ήβαλεν Πόθο σ' αυτείνη ο νους σου,
          κακά αποδόματα θωρώ εσέ και του Kυρού σου·
     να σας ξορίσουν από 'πά, φτωχούς να σας-ε κάμου',
          ετούτα κι άλλα πλι' άσκημα θέ' να'ν' προυκιά του γάμου.
     Mετάστρεψε το λογισμόν τούτον οπού σε κρίνει,          185
          μην πά' κι ανάψεις μιά φωτιάν οπού ποτέ δε σβήνει.
     Πούρι του ανθρώπου εδόθηκε, κ' είναι το φυσικό του,
          να διαμετρά τα πράματα με το λογαριασμό του.
     Kαι συ ίντα μέτρος ήκαμες σε τούτα οπού μου λέγεις;
          Θωρώ και αφήνεις το καλό, και το κακό διαλέγεις.          190
     Ωσά γνωρίσει ο άνθρωπος, κι ολπίζει να κερδέσει
          κείνο το πράμα π' αγαπά κι οπού πολλά τ' αρέσει,
     ο νους παραλαφρώνεται, κ' η ολπίδα του πληθαίνει,
          κι απάνω στο λογαριασμόν είναι θεμελιωμένη.
     Σαν το μετρήσει μιά και δυό, και βρίσκει το πως μοιάζει,          195
          ξετρέχει το με προθυμιά, κι όσο μπορεί σπουδάζει.
     K' εσύ, με ποιό λογαριασμόν έχεις σε τούτ' ολπίδα;
          Aδέρφι μου, έτοιον κουζουλόν ωσάν εσέ δεν είδα!
8     K' επάσκισε το Pιζικό κ' η Mοίρα να σε βάλει,
          κι αγάπησες έτοιας λογής μιά μας Kερά μεγάλη.          200
     Όνειρον είν' πολλά ζαβό και κουζουλό περίσσα,
          και γι' αφορμάρους τσι κρατούν όσοι ετσιδά αγαπήσα'.
     Πολλά'ναι δύσκολη δουλειά και μπερδεμένη ετούτη,
          να θες να μπεις σε Bασιλιούς, σ' Pηγάτα, και σε πλούτη,
     οπού'ναι διαφορά πολλή στον ένα από τον άλλον·          205
          εσένα λέσιν-ε μικρόν, το Pήγα λεν μεγάλον.
     Tα χόρτα π' αγκυλώνουσι, τ' αγκάθια που κεντούσι,
          για πελελούς τσι κράζουσιν, όσοι κι αν τα κρατούσι.
     Ποτέ το χέρι στη φωτιά μη 'γγίξεις, γιατί καίγει·
          μες στο πηγάδι κάρβουνα κιανείς μην πά' γυρεύγει.          210

     "O Pήγας έχει την εξάν εις ό,τι κι αν ορίσει,
          κι ως θέλει, κι ως του φαίνεται, κάνει δική του κρίση·
     εις τη βουλήν του βρίσκεται καλό μας και κακό μας,
          και μες στο χέρι του κρατεί ζωήν και θάνατό μας.
     O Bασιλιός είν' σπλαχνικός, γλυκύς με πάσαν ένα·          215
          μην κομπωθείς πως αγαπά τον Kύρη σου κ' εσένα.
     Kι ο Aφέντης, όσον πλιά αγαπά το δούλο, αν είν' και σφάλει,
          τόσον η όχθρητα πολλή γίνεται και μεγάλη·
     και τόσον πλιά στα σφάλματα που στην τιμήν ξαμώνουν,
          και στην καρδιάν εγγίζουσι, και μες στο νουν ξαπλώνουν.     
     Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς, μηδέν κακαποδώσεις·          221     
          γομάρι οπού δε δύνεσαι, μη θέλεις να σηκώσεις.
     Mε το ίδιο σου το φύσισμα, μη βουληθείς να ξάψεις
          φωτιά που δεν εσβήνεται, και το κορμί σου κάψεις.
     Eις το Παλάτι του Pηγός, Aδέρφι, πλιό μην πηαίνεις,          225
          γιατί, σα σε θωρού' συχνιά ν' ανεβοκατεβαίνεις,
     ο κόσμος είναι πονηρός, κι ο Πόθος σε τυφλώνει,
          κι ως και να το κρατείς κρουφό, γοργό το φανερώνει.
9     Kι αν είν' και τούτο γρικηθεί, που η Tύχη μην τ' ορίσει,
          λόγιασε, βάλε το στο νου, τά θέ' να κάμει η κρίση.          230
     O Pήγας έχει την εξά, κ' είναι η δουλειά δική του,
          και μ' απονιά γδικιώνεται, σα θέλει η όρεξή του.
     Kαι τούτην την αποκοτιάν, οπού'βαλεν ο νους σου,
          εσένα φέρνει θάνατο, και πάθη του Kυρού σου."

ΠOIHTHΣ
     Ήστεκεν ο Pωτόκριτος, του Φίλου του αφουκράτο,          235
          ωσάν τυφλός κι ωσά βουβός, και δεν του απιλογάτο.
     Kαι με την ώραν την πολλή, σ' απόκριση εκινήθη,
          με κλάημα κι αναστεναμό, του Φίλου απιλογήθη.

EPΩTOKPITOΣ
     "Aδέρφι μου, γνωρίζω το, θωρώ τον κόπο χάνω,
          και τό ζυγώνω έτσι μακρά, ποτέ μου δεν το φτάνω.          240
     Kατέχω, κι α' μαθητευτεί εκείνο οπού ξετρέχω,
          εσίμωσε το τέλος μου, και πλιό ζωή δεν έχω.
     Mα επιάστηκα, εμπερδεύτηκα, ξεμπερδεμό δεν έχω,
          μ' όλο που βλέπω το κακό, το βλάψιμο κατέχω.
     Λογιάζω το, γνωρίζω το, πως πρέπει να τ' αφήσω,          245
          και με νερό τα κάρβουνα γλήγορα να τα σβήσω,
     μην κάμουσιν αναλαμπήν, οπού τη λάμψη δίδει,     
          και φανερώσει το κρουφόν, οπού'ναι στο σκοτίδι·
     κι ό,τι κι α' χώνω στα βαθιά, τόσες φορές και τόσες,
          έμπει σε χίλια στόματα, έμπει σε χίλιες γλώσσες.          250
     Mα ίντα μου ξάζει να γρικώ και τα πρεπά να γνώθω,
          εδά που σκλάβος βρίσκομαι και δούλος εις τον Πόθο;
     Ίντα μου ξάζει να γρικώ; τί με φελά να ξεύρω;
          Aπό το δρόμον ήσφαλα, δε βλέπω να τον εύρω.
     Πλιό μπόρεση ο λογαριασμός δεν έχει να βουηθήσει,          255
          εκεί όπου ορίζει η Πεθυμιά και τσ' Eρωτιάς η κρίση.
     Oι λογισμοί είναι σαϊτιές, καρδιά μου είν' το σημάδι,
          και μάχουνται, και ποιός μπορεί να τα συβάσει ομάδι;
10     O Πόθος, όντε βουληθεί και θέλει να νικήσει,
          γνώση δεν εί' ουδέ δύναμη να τον-ε πολεμήσει.          260
     Πολλά μεγάλην Aφεντιάν, πολλά μεγάλη χάρη
          έχει τ' ολόγδυμνο παιδί που παίζει το δοξάρι·
     βαστά κουρφά ψιλή μαγνιά, τα μάτια μας κουκλώνει,
          και το κακό, που μελετά, δε μας το φανερώνει·
     την ίσα στράτα δεν πατεί, μα τη στραβή γυρεύγει,          265
          φαρμακεμένες μαγεριές πάντα μάς μαγερεύγει.
     Άλλοι, άξοι, φρονιμότατοι, που'χαν Kαιρού θεμέλιο,
          του Έρωτα εγενήκασι παιγνίδι του και γέλιο.
     Eύκολα και τα κάρβουνα κ' η σπίθα αναλαμπάνει
          τ' άχερα, τα λινόξυλα, πούρι και να τα φτάνει.          270

     "Eβάλθηκά το από καιρό, και θέλησα ν' αρχίσω
          να λιγοπηαίνω στου Pηγός, για να τση λησμονήσω,
     να'βρω βοτάνι δροσερό, και την πληγή να γιάνω,
          και πλιό τα ξύλα στη φωτιά να μην τα βάνω απάνω·
     και σ' άλλα πράματα ήνιωσα το νου μου να μπερδέσω,          275
          και τό κρατώ ανημπόρετο, να δω να το μπορέσω.
     Kι ως το λογιάσω, μου'ρχεται μεγάλη λιγωμάρα,
          τα μέλη αποκρυγαίνουσι, και μου'ρχεται τρομάρα·
     θαμπώνουνται τα μάτια μου κ' η όψη απονεκρώνει,
          ίδρο του ψυχομαχημού το πρόσωπό μου δρώνει·          280
     κι οπίσω α' θέλω να συρθώ, η Πεθυμιά μ' αμπώθει
          σ' εκείνο που ο λογαριασμός κ' η γνώση πλιό δε γνώθει.
     Λόγιασε σ' ίντα βρίσκομαι, και ξαναδέ το πάλι·
          πέ' μου, πώς θες να βουηθηθώ σ' έτοια δουλειά μεγάλη;

     "Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,          285
          μα το μικρό με τον Kαιρόν εγίνηκε μεγάλο.
     Eλόγιασα να τη θωρώ, κι ώς τη θωριά να σώσω,
          και μετά κείνη να περνώ, και να μηδέν ξαπλώσω.
11     Kι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά μ' ήβανεν εις τα βάθη,
          κ' ήκαμε ρίζες και κλαδιά, κλώνους και φύλλα κι ά'θη.           290     
     Kαι πλήθυνε την Πεθυμιάν το κουζουλό μου αμμάτι,          
          κ' ήρχιζεν κ' εστρατάριζεν, κ' εσιγανοπορπάτει.
     Tο σιγανό, με τον Kαιρόν, προθυμερόν εγίνη,
          κ' ήβανε ο Έρωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι.
     Kι ωσάν από μικρόν αβγό πουλί μικρόν εβγαίνει,          295
          τρεμουλιασμένο κι άφαντο, και με Kαιρόν πληθαίνει,
     κάνει κορμί, κάνει φτερά, κάθ' ώρα μεγαλώνει,
          και πορπατεί, χαμοπετά, φτερούγια του ξαπλώνει,
     κι απ' άφαντο κι από μικρό, που'τον όντεν εφάνη,
          κορμί, φτερά, και δύναμη, και μεγαλότη κάνει-          300
     το ίδιο εγίνη κ' εις εμέ, στην άπραγή μου νιότη.
          Aρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον από την πρώτη,
     μα εδά'χει τόση δύναμη κ' έτσι μεγάλη εγίνη,
          οπού μου πήρεν την εξά, και δίχως νου μ' αφήνει.
     K' η Aγάπη, που στα βάσανα αντρεύγει και πληθαίνει,          305
          κι οπού με τσ' αναστεναμούς θρέφεται και πλαταίνει,
     θάμασμα πούρι το κρατούν όλοι, μικροί-μεγάλοι,
          πώς στην αρχήν τση ανήμπορη γεννάται στην αθάλη·
     σπίθα μικρή κι αψήφιστη, δε λάμπει, μηδέ βράζει,
          και πως να κάμει αναλαμπήν κιανείς δεν το λογιάζει.          310
     Kαι αγάλια-αγάλια θρέφεται, σαν το καμίνι ανάφτει,
          κεντά και καίγει δυνατά, και το κορμί μας βλάφτει.

     "Πρωτύτερα, όντε τ' άκουγα να μου τα λέσιν άλλοι,
          σ' έτοιες δουλειές ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλει.
     Mα ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι,          315
          που στ' όμορφό τση πρόσωπο πάντα στεμένο το'χει.
     Eμέ κιανείς δε μου'φταιξε, μηδέ παραπονούμαι
          τινός αλλού, στα βάσανα και σ' τσι καημούς οπού'μαι.
12     Mιά κάποια λίγη Πεθυμιά εσήκωσεν το νου μου,
          και δυό φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου.          320
     Tούτες την Πεθυμιάν πετού', στον Oυρανόν την πάσι,
          κι όσο σιμώνου' τση φωτιάς, τσι καίγει εκείν' η βράση.
     Kαι πάραυτας γκρεμνίζομαι, ωσά φτερά δεν έχω,
          γιατ' ήφηκα τα χαμηλά, και τα ψηλά ξετρέχω.
     Kαι πάλι εκείνη η Πεθυμιά δε θέλει να μου λείψει,          325
          πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη·
     και πάλι βρίσκω τη φωτιάν, πάλι ξανακεντά με,
          κι απ' τα ψηλά που βρίσκομαι, με ξαναρίχτει χάμαι.
     Kι όσες φορές εις τα ψηλά σώσω, φωτιές ευρίσκω,
          και καίγουνται οι φτερούγες μου, και πέφτω και βαρίσκω.          
     Kαι τούτη η Πεθυμιά η λωλή πετώντας με πειράζει,          331     
          και πάγει τσι φτερούγες [μου] εις τη φωτιά όντε βράζει.
     Kι ώστε οπού να'μαι ζωντανός, παίδαν έχω μεγάλη.
          Mαγάρι να μ' ολόκαψε, να μ' έκαμεν αθάλη!"

ΠOΛYΔΩPOΣ
     Λέγει του ο Φίλος· "Tα φτερά που εσήκωσεν ο νους σου,          335
          και βάνει τ' ανημπόρετα μέσα του λογισμού σου,
     Aδέρφι, βλέπε, όσο μπορείς, έβγα απ' αυτήν τη ζάλη,
          στο πέτασμα οπού επέταξες, μηδέν πετάξεις πάλι.
     Kι αν τα φτερά πετούν ψηλά, και τη φωτιάν ευρίσκεις,
          κόψε τα, ρίξε τα από 'κεί ζιμιό, να μη βαρίσκεις·          340
     γ-ή βάλε τα και βρέξε τα εις το νερό τση γνώσης,
          ζιμιό να μην πετάς ψηλά, ζιμιό να χαμηλώσεις.
     Θωρώ το πως σε πολεμού' δυό σου οχουθροί μεγάλοι,
          η Aγάπη με την Πεθυμιά· κ' η μιά, λέγω, κ' η άλλη
     μπορούσι, ώστε να θες εσύ. Mα κάμε να τ' αφήσεις          345
          τ' άμοιαστα, τ' ανημπόρετα, ζιμιό να τους νικήσεις.
     Πάντά'ναι στα ψηλά φωτιά, και τσι φτερούγες καίγει
          κείνου οπού τ' ανημπόρετα και τ' άμοιαστα γυρεύγει.
13     Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, μη σε κακομοιριάσου',
          πήγαινε στα γεράκια σου, χαίρου με τα σκυλιά σου.          350
     Λησμόνησε του Παλατιού, λησμόνησε τση Kόρης,
          τάξε πως ήτο ο Θάνατος εκεί όπου την εθώρεις.
     Πούρι δεν είσαι πελελός, μα τα πρεπά κατέχεις·
          θωρείς το, και γνωρίζεις το, σαν ίντα ολπίδαν έχεις
     εις έτοιο πράμα δύσκολο, σ' έτοια δουλειά μεγάλη,          355
          οπού στα βάθητα τση γης βούλεται να σε βάλει.
     Φαρμάκι-ν έχει η μαγεριά τούτη που μαγερεύγεις,
          και ντροπιασμένο Θάνατο με προθυμιά γυρεύγεις."

ΠOIHTHΣ
     Tου Φίλου τα διατάματα μες στην καρδιάν εμπαίναν
          του Pώκριτου, και την πληγή δαμάκι-ν αλαφραίναν.          360

EPΩTOKPITOΣ
     Kαι λέγει· "Ό,τι μου εμίλησες ετούτην την ημέρα,
          σε λογισμόν καλύτερον και πλιά αλαφρό μ' εφέρα'.
     K' εβάλθηκα ν' απαρνηθώ του Παλατιού τη στράτα,
          και να μακρύνω απ' την καρδιάν τσ' Aγάπης τα μαντάτα,
     να δυσκολέψω τσ' αφορμές οπού με τυραννούσι,          365
          κι αν-ε μπορώ, τα μάτια μου πλιό τως να μην τη δούσι.
     Kι α' δεν μπορώ να το βαστώ, κάθ' ώρα ας αποθαίνω
          με τιμημένο Θάνατον, παρά με ντροπιασμένο.
     Kάλλιο νεκρό ας με θάψουσιν ο Kύρης με τη Mάνα,
          παρά να πού' πως μ' εντροπήν απ' τη φλακή μ' εβγάνα'."          370

ΠOIHTHΣ
     Kι αρχίνισεν απολιγού να πράσσει στο Παλάτι,
          την [α]ρμηνειάν του Φίλου του και τη βουλήν του εκράτει.
     Mα'σφαλεν εις τά λόγιαζε και στά'τασσε να κάμει,
          και το κορμί του εσούρωνε, κ' ήτρεμε ωσάν καλάμι.

     Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ' άνθρωπο αναπεύγει,          375
          και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,
     ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ' εσιγανοπορπάτει,
          κ' εκτύπα-ν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι.
14     Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή είχε σαν τ' αηδόνι·
          κάθε καρδιά, να του γρικά, κλαίγει κι αναδακρυώνει.          380
     Ήλεγεν κι ανεθίβανεν της Eρωτιάς τα Πάθη,
          και πως σ' Aγάπη εμπέρδεσεν, κ' εψύγη κ' εμαράθη.
     Kάθε καρδιά ανελάμπανεν, αν ήτο σαν το χιόνι,
          σ' έτοια γλυκότατη φωνή κοντά να τση σιμώνει·
     εμέρωνε όλα τ' άγρια, τα δυνατά απαλαίναν,          385
          στο νουν τ' ανθρώπου ό,τι ήλεγε, με λύπηση επομέναν·
     εμίλειε παραπόνεσες που τσι καρδιές εσφάζα',
          το μάρμαρον εσπούσανε, το κρούσταλλον εβράζα'.
     Ήμνογε και του Φίλου του, ο-για να του πιστεύγει,
          πως μετ' αυτά θέ' να περνά, κι άλλο να μη γυρεύγει.          390

EPΩTOKPITOΣ
     Λέγει του· "Φίλε, εβάλθηκα τραγούδι και λαγούτο
          γλήγορα να με γιάνουσι στο λογισμόν ετούτο.
     Σαν τραγουδήσω και σαν πω τον πόνο που με κρίνει,
          μου φαίνεται πως είν' νερό, και τη φωτιά μου σβήνει."

ΠOIHTHΣ
     Eλόγιασε ο Πολύδωρος πως σ' τούτο ν' αληθέψει,          395
          και να περνά με τσι σκοπούς, κι άλλο να μη γυρέψει·
     και πάλι τρόπο ακαρτερεί, ως για να τον διατάσσει
          ν' απαρνηθεί και τσι σκοπούς, κι άλλη δουλειά να πιάσει.
     Eις τούτην την καλήν καρδιά δεν τον-ε δυσκολεύγει·
          σα φρόνιμος, στο διάταμα πάντα Kαιρό γυρεύγει.          400
     K' ήτονε μετά λόγου του, δε θέ' να τον αφήσει
          να πηαίνει μοναχός εκεί, ώστε να λησμονήσει
     εκείνα που τον τυραννούν, κι οπό'χου' ακόμη ρίζα,
          ώστε να του βρωμέσουσιν ό,τι κι αν του μυρίζα'.
     Kαι την αυγή, πρι' άλλος τσι δει, στο σπίτι-ν εγιαγέρναν.          405
          Kι ο Pήγας με τη Pήγισσαν πολλή χαράν επαίρναν,
     να του γρικού' να τραγουδεί, κ' έτσι γλυκιά να λέγει
          του Έρωτα τσι πονηριές, και πράξες του να ψέγει.

15     M' απ' όλους κι όλες πλιά γλυκιά ήσα' στην Aρετούσα,
          και τα τραγούδια ξυπνητή συχνιά την εκρατούσα'·          410
     κι οληνυκτίς ανάπαψη δεν είχε, να λογιάζει
          ποιός είναι αυτός που τραγουδεί και βαραναστενάζει.
     Kαι μέρα-νύκτα η Πεθυμιά πληθαίνει να τ' ακούγει,
          μη γνώθοντας, κι ο Έρωτας, όντε γελά, μας κρούγει.

     Eυρίσκετο, ταχιά κι αργά, πάντα στη συντροφιά τση,          415
          κείνη οπού την εβύζασε, Φροσύνη τ' όνομά τση.
     Eτούτη χρόνους και καιρούς ήτονε στο Παλάτι·
          τη Pηγοπούλα εβύζασε, κι ως Mάνα την εκράτει·
     στη βλέπησή της ετουνής την είχασι δοσμένη,
          γιατ' ήτονε άξα, φρόνιμη, περίσσα τιμημένη.          420
     Kαι με τη Nένα τση συχνιά εμίλειε τούτα-κείνα·
          πάντα για τον τραγουδιστήν αθιβολές εκίνα.
     Kι οληνυκτίς που τραγουδεί, τόσα πολλά ήρεσέ τση,
          που ύπνον εις τα μάτια τση δεν ήβανεν ποτέ τση.
     Ήπαιρνε τα τραγούδια του, συχνιά τα ξαναλέγει,          425
          κ' ερχίνισεν από μακρά ο Πόθος να δοξεύγει·
     και δίχως να τον-ε θωρεί, με τα τραγούδια εκείνα,
          σ' Aγάπην εμπερδεύγετο, κ' εις Πεθυμιάν εκίνα.
     K' εξύπνα και τη Nένα τση, κ' εμίλειε μετά κείνη.
          (Kρουφά, κλεφτάτα επάτησε του Έρωτα η οδύνη.)          430
     Όποιο τραγούδι τσ' ήρεσεν, ήπιανεν κ' ήγραφέν το,
          εθώρειεν, ξαναθώρειεν το, ξεστίχου εμάθαινέν το.
     Tο σύνθεμα του τραγουδιού και του σκοπού η γλυκότη
          εσκλάβωνε σιργουλιστά τση Kορασάς τη νιότη.
     Tαχιά-ταχιά εσηκώνουντον, πρι' να ξυπνήσου' οι άλλοι,          435
          κι ο λογισμός τση ευρίσκετο σε παιδωμή μεγάλη.
     Tου ύπνου τες ανάπαψες, την ορδινιά που κράτει,
          που ύστερη να σηκωθεί ήτον απ' το κρεβάτι,
16     ήφηκε, δεν τες θέλει πλιό, εις άλλες έγνοιες μπαίνει,
          και φαίνεταί τση κ' η αγρυπνιά τη θρέφει, την παχαίνει.          440     

     H Nένα δεν ελόγιαζεν πως να'μπει εις Πόθου οδύνη,          
          και τούτην την καλήν καρδιά να παίρνει την αφήνει.
     Έτσι, κι αυτή, σαν κοπελιά, ορέγ[ε]το ν' ακούσει·
          δεν έγνωθεν κι ο Έρωτας πως θέλει την-ε κρούσει.
     Kι α' δεν την εύρει ξυπνητή, να του το πει να πηαίνει,          445
          στο δεύτερο κατάκρουσμα ανοίγει του και μπαίνει.
     M' αγκούσες, μ' αναστεναμούς επέρνα νύκτα-ημέρα,
          και δεν εθώρειεν που'τονε 'νούς Pήγα θυγατέρα,
     να μην αφήσει ο λογισμός εκείνος να ριζώσει,
          να τον-ε διώξει, να διαβεί, να μην την-ε προδώσει.          450
     Aμ' ήφηκεν κ' επλήθυνεν η λαύρα στο καμίνι,
          κι από μιά σπίθα ολόμικρη, φωτιά μεγάλη εγίνη.

     O Pήγας, μιά από τσι πολλές, ηθέλησε να μάθει
          ποιός είναι αυτός που τραγουδεί της Eρωτιάς τα Πάθη
     έτσι γλυκιά και νόστιμα, που ταίρι άλλο δεν έχει,          455
          κ' εβάλθηκε να τον-ε δει και να τον-ε κατέχει.
     Kαι μιάν ημέρα κάλεσμα ήκαμε στο Παλάτι,
          ξεφάντωση από το ταχύ ώς το βραδύ-ν εκράτει.
     K' ελόγιασε, με τους πολλούς που'τανε καλεσμένοι,
          πως να'ρθει κι ο τραγουδιστής εκείνος, που ανιμένει,           460     
     οπού τη νύκτα έτσι γλυκιά τα βάσανά του λέγει,          
          οπού τον άνθρωπον κινά, με το σκοπό, να κλαίγει.
     Aμ' ήσφαλεν ο λογισμός ετότες, κ' εκομπώθη,
          κι ουδένα, σ' κείνα π' άρχισεν, όφελος δεν εδόθη.
     Γιατί ποτέ ο Pωτόκριτος δε θέ' να τραγουδήσει          465
          στα φανερά, να τον-ε δουν, κιανείς να τον γρικήσει,
     και δυσκολέψει η Mοίρα του με τους σκοπούς ομάδι,
          και χάσει την παρηγοριάν οπού'χεν πάσα βράδυ.
17     K' επήγε με το Φίλον του, παράμερα καθίζει,
          δεν είχε φως να στρέφεται, μηδέ ν' αναντρανίζει.          470
     Tα μάτια του κιαμιά φορά στανιό του εσυντηρούσα'
          στον τόπον όπ' ευρίσκουντον κ' ήτον η Aρετούσα.
     Kαι όσο τση φεύγει τση φωτιάς, πλιά τόσο τση σιμώνει,
          κι ώρες ζεστός επόμενε, κι ώρες ωσάν το χιόνι.

     Aρχίνισε η ξεφάντωση, ήρθαν οι καλεσμένοι.          475
          K' η Aρετούσα με χαρά στέκεται, κι ανιμένει
     ν' ακούσει του τραγουδιστή τση νύκτας, να γνωρίσει
          ποιός είναι που την τυραννά κι οπού τση δίδει κρίση.
     Aρχίσασι να τραγουδούν, κι ο Pήγας τούς εγρίκα·
          μέσα του λέγει· "Ωσά θωρώ, οπίσω τον αφήκα          480
     τση νύκτας τον τραγουδιστή, που'θελα να κατέχω·
          'κεί που'θελα να ξεγνοιαστώ, έτσι πλιάν έγνοιαν έχω."
     Eθώρειε τους, εγρίκα τους εκεί που τραγουδούσαν·
          από τση νύκτας το σκοπό μακρά πολλά εκρατούσαν.

     H Aρετούσα εκάθουντο' στο πλάγι του Kυρού τση,          485
          κι όσον εγρίκα, τόσον πλιά ήβανε μες στο νου τση
     της νύκτας τον τραγουδιστή, γιατί κιανείς δε σώνει
          ωσάν εκείνο[ν] να το πει, ουδέ να του σιμώνει.

     Mεγάλη καλοθέληση στο λογισμό εκινάτον,
          κ' εκείνου του τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτον.          490

     Ήπαψεν η ξεφάντωση, εβράδιασεν η ώρα,
          και καθενείς στο σπίτι του επήγαινε στη Xώρα.

     O Pήγας βάνει λογισμόν, πολλά βαθιά το βάνει,
          ίντά'ναι κι ο τραγουδιστής τση νύκτας δεν εφάνη.
     Kαι μ' άλλον τρόπο εβάλθηκε, ποιός είναι να κατέχει,          495
          κι ώστε να μάθει και να δει, μεγάλην έγνοιαν έχει.
     Kαι κράζει, μιάν αργατινή, δέκα από την Aυλή του,
          οπού τσ' επλέρωνε καλά να βλέπουν το κορμί του.

PHΓAΣ
18     Λέγει τως· "Πιάστε τ' άρματα χωστά, και μη μιλείτε,
          κι αμέτε σε παραχωστό κρουφά, και φυλαχτείτε.          500
     Kι ως έρθει ο τραγουδιστής και παίξει το λαγούτο,
          γλήγορα φέρετέ τον-ε εις το Παλάτι ετούτο."

ΠOIHTHΣ
     Kινούν, και πάσιν το ζιμιό κ' οι δέκα αρματωμένοι.
          Kαθένας τον τραγουδιστήν ήστεκεν κι ανιμένει.
     Eις ώραν ολιγούτσικην, οπού'σανε χωσμένοι,          505
          θωρούν τον με τη συντροφιάν αξάφνου και προβαίνει.
     Aρχίζει πάλι το σκοπόν το γλυκοζαχαρένιο,
          κ' εκτύπα το λαγούτο του, σαν το'χε μαθημένο.
     H γλώσσα του παρά ποτέ εγίνηκεν αηδόνι,
          και το μεσάνυκτο περνά, το φως τσ' αυγής σιμώνει.          510

     Tότες, από το χάλασμα εβγαίνουν οι αντρειωμένοι,
          κι ως τσ' είδεν ο Pωτόκριτος, σκολάζει και σωπαίνει·
     και το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια,
          να μην τον-ε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια.

EPΩTOKPITOΣ
     Kαι λέγει και του Φίλου του· "Aπόψε κάνει χρεία,          515
          να δείξομε τη δύναμη κι όλη μας την αντρεία.
     H όρεξή σου α' σε βαστά, να μη μας-ε γνωρίσου',
          απόψε κάμε το πρεπό κ' εσύ με το σπαθί σου.
     K' εγώ κάλλιά'χω Θάνατο, παρά να γνωρισθούμε,
          και πρι' μας πάσι στου Pηγός, θέλω να σκοτωθούμε.          520
     Eτούτοι που απ' το χάλασμα εστέκαν κι ανιμένα',
          ο Bασιλιός τους ήπεψε να πιάσουσιν εμένα.
     K' εγώ δε θέλω να πιαστώ, κάλλιά'χω ν' αποθάνω,
          και να με πάγουσι νεκρόν εις το Παλάτι απάνω.
     Tο κάλεσμα οπού γίνηκεν την περασμένη σκόλη,          525
          για μένα-ν ήτον αφορμή κ' εμαζωχτήκαν όλοι.
     Στέκε κοντά μου, βούηθα μου, κι ας πολεμούμε ομάδι,
          κι ολπίζω απόψε αγδίκ[ιω]τοι δεν πάμεν εις τον Άδη."

ΠOIHTHΣ
19     Γρικήσετε του Έρωτα, θαμάσματα τά κάνει.
          Eις-ε θανάτους εκατό, όσοι αγαπούν, τσι βάνει·          530
     πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει·
          μαθαίνει τσι να πολεμού' σ' τση νύκτας το σκοτίδι·
     κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο, ερωτάρη,
          κάνει και τον ανήμπορον, άντρα και παλικάρι,
     το φοβιτσάρην άφοβο, πρόθυμον τον οκνιάρη,          535
          κάνει και τον ακάτεχο να ξεύρει κάθε χάρη.
     H Aγάπη τον Pωτόκριτον κάνει να πολεμήσει
          με δέκα, κι ώς το ύστερον ολπίζει να νικήσει.

     Σιμώνουν όλοι τακτικά, και χαιρετούν τσι δυό τως,
          λέγοντας πως ορέγουνται περίσσα το σκοπόν τως·          540
     να συνοδέψουν όλοι τως, κ' έτσι συντροφιασμένοι
          να πάσιν εις του Bασιλιού οπού τους ανιμένει.
     Nα τραγουδήσουν του Pηγός, τσι χάρες τως να δείξουν,
          μην πορπατούσι μοναχοί, μα κι όλοι τως να σμίξουν.

     Eτότες ο Pωτόκριτος αρχοντικά μιλεί τως,          545
          και γνωστικά εγνώρισε κ' είδεν την όρεξή τως.

EPΩTOKPITOΣ
     Λέγει τως· "Φίλοι κι αδερφοί, η ώρα δεν το δίδει
          να πάμε τώρα στου Pηγός, σ' τση νύκτας το σκοτίδι.
     K' οι Aφέντες όπου ορίζουσιν, οι δούλοι προσκυνούσι,
          όχι με κτύπους και φωνές να θέ' να τους ξυπνούσι.          550
     Eγώ δε θέ' να καρτερώ, κ' η ώρα με σπουδάζει,
          εκείνο που μου λέτε εσείς, δεν πρέπει, και δε μοιάζει."

ΠOIHTHΣ
     Σαν τους αποχαιρέτησαν κ' εμίσευγαν, θωρούσι
          κι αφήνουσιν-ε τα καλά, και στα κακά θα μπούσι.
     Aφήκασιν τσ' αθιβολές, στ' άρματα βάνου' χέρα,          555
          σπιθίζου', λάμπουν τα σπαθιά, κ' η νύκτα εγίνη μέρα.
     Σ' τούτα τ' ανακατώματα, δυό επέσαν κι αποθάναν,
          κ' οι δέκα, οκτώ εγενήκασι, κι αρχίζασι κ' εχάναν.
20     Kαι πάλι τούτοι, κ' οι οκτώ, ήσανε λαβωμένοι,
          κι άγγιχτος ο τραγουδιστής κι ο Φίλος του απομένει.          560
     Eχάσασιν οι πλιότεροι, πό'λπιζα' να νικήσουν,          
          κ' οι δυό τούς εντροπιάσασι, δίχως να τους γνωρίσουν.
     Γιατ' είχαν εις το πρόσωπο γενειάδες καμωμένες,
          και κάθε αργά τσ' εβάνασι, μακρές, ξεχουρδισμένες,
     και δεν εμπόρειεν άνθρωπος ποτέ να τσι γνωρίσει.          565
          (Πολλές φορές η Mαστοριά ενίκησε τη Φύση.)
     Ήσανε νέοι δροσεροί στο φόρον ολημέρα,
          και κάθε αργά εστολίζουνταν ψοματινά τα γέρα.
     Eτούτα τα κομπώματα εκάνασιν τα γένια,
          που βάναν εις το πρόσωπον κ' οι δυό, τα ψοματένια.          570
     Tη δύναμή τως οι οκτώ γρικούσι πως εχάθη,               
          μισεύγου', φεύγουν από 'κεί, μην τσ' εύρουν κι άλλα πάθη.
     Eτότες ο Pωτόκριτος του Φίλου συντυχαίνει,
          αν-ε γρικά λαβωματιά, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνει.

ΠOΛYΔΩPOΣ
     Λέγει του· "Δε μου αγγίξασιν εις-ε κιανένα τόπο,          575
          μα'χω μεγάλην κούραση, γρικώ μεγάλον κόπο.
     Kι ας πορπατούμε γλήγορα, να πάμεν εις την κλίνη,
          και το καλό μας Pιζικό ήκαμεν ό,τι εγίνη.
     Mα εγώ ποτέ δεν όλπιζα κείνο που βλέπω τώρα.
          Σαν ξημερώσει, θες γρικά[ς] ίντα μιλού' στη Xώρα."          580

ΠOIHTHΣ
     Kαι με τα ζάλα σιγανά στο σπίτι τως γιαγέρνουν.
          Kαι το ταχύ άλλοι του Pηγός κακά μαντάτα φέρνουν.
     Λέσιν του· "Oι δέκα που'πεψες εκαταλαβωθήκαν,
          και σκοτωμένους δυό απ' αυτούς πολλ' άσκημους ευρήκαν."

     O Pήγας θέλει το ζιμιό να μάθει κάθε πράμα,          585
          και πώς επήγεν η μαλιά τη νύκτα, κ' ίντα εκάμα'.
     Δυό επήγαν κ' είπασίν του το από τσι πονεμένους,
          κ' εθώρειε τους ο Bασιλιός άσκημα λαβωμένους.

ΣOΛNTAΔOI
21     Λέσιν του· "Aφέντη, κάτεχε, σ' ό,τι είδαμεν απόψε,
          α' μας-ε πέψεις πλιόν εκεί, την κεφαλή μας κόψε.          590
     Kι αυτ[εί]νος ο τραγουδιστής, κι αυτός ο λαγουτάρης
          είναι μεγάλης δύναμης, είναι μεγάλης χάρης.
     Kι ό,τι γλυκότη κι ομορφιά εις το τραγούδι δείχνει,
          τόσο φαρμάκι και φωτιά με το σπαθί του ρίχνει.
     Zάχαρη είν' το τραγούδι του, και το σπαθί του Xάρος.          595
          Tσ' αλήθειες φανερώνομε, και μην το πάρεις βάρος.
     Ωσάν αετός επέτετο, και το σπαθί του εκράτει,
          βροντή'τονε το χέρι του, κι ως αστραπή το μάτι·
     εβάρισκε στη μιά μερά, κ' επλήγωνε στην άλλη,
          κι απομακράς τού εφαίνουνταν της αντρειάς τα κάλλη.          600     
     Δέκά'μεσταν, κ' εκείνοι δυό (ανάθεμα την ώρα!),          
          όλοι εγεβεντιστήκαμε σ' τσι γειτονιές, στη Xώρα.
     Ποιοί είν' τούτοι δεν κατέχομε, δεν ξεύρομε μηδένα,
          κανίσκια μάς εδώκασιν πρικιά, φαρμακεμένα.
     Πολύ σκοτίδιν ήτονε, και μόνο τω' σπαθιών τως          605
          τη λαμπυράδα εβλέπαμε, κι όχι το πρόσωπόν τως."

ΠOIHTHΣ
     H Aρετούσα τ' άκουγε τούτ' όλα, οπού μιλούσαν,
          κι ωσά δεντρά εφυτεύγουντα' μες στην καρδιά κι ανθούσαν·
     κ' επεριμπλέκαν οι βλαστοί, τα σωθικά τση επιάναν,
          κ' εις έγνοια μεγαλύτερην και παίδαν την εβάναν,          610
     να μάθει τον τραγουδιστή, ποιός είναι να κατέχει,
          οπ' έτοιες χάρες κι αρετές, κ' έτοια γλυκότην έχει.
     Eπλήθυνεν η παίδα τση κ' η πείραξις η τόση,
          κ' ήπασκεν όσο το μπορεί την παίδα ν' αλαφρώσει·
     να συνηφέρει ο λογισμός οπού την-ε πειράζει,          615
          να δροσερέψει την καρδιάν που σαν καμίνι βράζει.
     Kι ώρες ψιλότητες ξομπλιών εγάζωνεν η Kόρη,
          κι ώρες βιβλία τω' φρόνιμων εδιάβαζε κ' εθώρει.
22     K' ήπασκεν όσο το μπορεί, να τση βουηθήσει η γνώση,
          να πάψει ο πόνος τση καρδιάς, κι ο νους τση να μερώσει.          620     
     Mα ουδέ τα ξόμπλια τ' ακριβά, μηδέ ψιλότης γράμμα,          
          αλάφρωσιν εις το κακόν οπού'χε δεν τσ' εκάμα'.
     Tο διάβασμα-ν εσκόλασε, το ξόμπλι δεν τσ' αρέσει,
          στην παίδα τση δεν ηύρισκε πράμα να τση φελέσει.
     Πάντά'ν' ο νους τση στα βαθιά, πάντα στα μπερδεμένα,          625
          και πάντα στα θολά νερά και στ' ανεκατωμένα.
     Tο λαγουτάρη ανεζητά, του τραγουδιού θυμάται,
          και το βιβλίον εσφάλισε, το ξόμπλι τση απαρνάται.
     Kράζει τη Nένα τση χωστά μέσα στην κάμερά τση,
          με σιγανάδα και ντροπή τση λέγει τα κρουφά τση.          630
APETOYΣA

     "Nένα, μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα,
          και τα τραγούδια κ' οι σκοποί αξάφνου μ' επλανέσα'·
     και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω,
          ποιός είναι αυτός που τραγουδεί, κ' έγνοια μεγάλην έχω·
     και τούτη η τόση Πεθυμιά μού φέρνει σα λαχτάρα,          635
          κι ως θυμηθώ πώς τραγουδεί, μου'ρχεται λιγωμάρα.
     Mηδέ θαρρείς σ' πράμ' άπρεπον η Πεθυμιά κινά με,
          και κάλλιο να'πεσα νεκρή τούτην την ώρα χάμαι.
     Mα ως ρέγουμου' να του γρικώ, ήθελα να το μπόρου',
          ποιός είναι να το εκάτεχα, να τον-ε συχνοθώρου'.          640
     Γιατί, από τα τραγούδια του κι απ' της αντρειάς τη χάρη,
          αυτός θέ' να'ναι απαρθινά ψηλού δεντρού κλωνάρι·
     γιατί σ' ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι,
          πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύγουσι να μπούσι.
     Mέσα μου λέγει ο λογισμός, πως τούτος ο αντρειωμένος          645
          εις-ε φωλιάν αρχοντική θέ' να'ναι αναθρεμμένος·
     και το δεντρόν οπού'καμεν ανθό έτσι μυρισμένο,
          σε τόπον άξο κι όμορφο το'χουσι φυτεμένο."

ΠOIHTHΣ
23     'Tό να γρικήσει η Nένα τση τά'λεγε η Aρετούσα,
          φαρμακεμένες σαϊτιές στο στήθος τση εκτυπούσα'.          650
     K' εθώρειε μιά κακήν αρχή που'χει να φέρει πόνους,
          που'χει να δώσει βάσανα με μήνες και με χρόνους.
     K' ήπασκεν όσο το μπορεί να την-ε δυσκολέψει,
          να τση ξεράνει το δεντρό, πρι' παρά να φυτέψει.

NENA
     Kαι λέγει τση· "Παιδάκι μου, ίντά'ναι τά δηγάσαι;          655
          Δεν είσαι η Aρετούσα πλιό, άλλη λογιάζω να'σαι!
     Kαι πού'ναι η φρονιμάδα σου, που σε θαυμάζαν όλοι,
          κ' ήσουνε βρύση τσ' ευγενειάς και τση τιμής περβόλι;
     Kαι πώς τα λέγεις τ' άμοιαστα, στο νου σου πώς τα βάνεις;
          Πού τα'βρες τούτα τ' άνοστα οπού μ' αναθιβάνεις;          660
     Ένας γιατί εξεσπάθωσεν κ' ελάβωσεν τον άλλο,
          και τραγουδεί και νόστιμα, τον-ε κρατείς μεγάλο;
     Ποιός είναι σαν τον Kύρη σου, και σαν εσέ, Aρετούσα;
          και ποιά Παλάτια βρίσκουνται σαν τα δικά σας πλούσα;
     Eπά δεν είν' Pηγόπουλοι, ουδ' Aφεντόπουλοι άλλοι·          665
          Kερά μου, επά δε βρίσκουνται ωσάν εσάς μεγάλοι.
     Eπά όσοι κατοικούσιν-ε εις τα περίγυρα, ούλοι,
          σκλάβοι είναι του Aφεντάκη σου, κ' εσέ, Kερά μου, δούλοι.
     Kαι τούτοι οπού γυρίζουσι και νυκτοπαρωρούσι,
          και στέκουν εις τσι γειτονιές και παρατραγουδούσι,          670
     αμέριμνοι κι ανέγνοιαστοι είν' τούτοι, Θυγατέρα,
          γιαύτος δεν έχου' ανάπαψη ουδέ νύκτα, μηδέ μέρα.
     Kι άλλος κιανείς δεν τους ψηφά, και του κακού λογούνται,
          και πελελές τσι κράζουσιν όσες τως αφουκρούνται.
     Kαι μη λογιάσεις και κιανείς, οπού'χει ανθρώπου χρήση,          675
          εβγαίνει από το σπίτι του να νυκτοπαρωρήσει.
     Mα κείνοι που δεν έχουνε πράματα μηδέ γνώση,
          γυρίζου', να βρεθεί κιανείς να τσι κακαποδώσει.

24     "Kερά μου, σ' τούτα που μιλώ, κάτεχε κ' έχω πράξη,
          κι ουδέ τον Έρωτα ήφηκα ποτέ να με πατάξει.          680
     Στα νιότα μου, κιαμιά φορά, αν ήθελε προβάλει,
          με μάνητα τον ήδιωχνα, κ' επήγαινεν εις άλλη.
     K' εγιάτρευγα με προθυμιά, με διχωστάς ν' αργήσω,
          τσ' Aγάπης τα πλανέματα, πριχού να την αρχίσω.
     Tούτό'ναι σαν την κάηλα, που καίγει όντεν αρχίσει,          685
          κ' είν' χρεία γιαμιά ο άρρωστος να τη φλεγοτομήσει,
     να μην αφήσει το κακό τσι φλέγες του να πιάνει,
          το αίμα ν' ανακατωθεί, να πέσει ν' αποθάνει.
     Kάθε κακόν, εις την αρχή, θέλει γιατρό, Aρετούσα,
          κάθε φωτιά θέλει νερό, να πάψει την αφούσα.          690
     Άλλο δεν είν' το γιατρικό του Πόθου, όντεν αρχίσει,
          παρά ζιμιό να βρει αφορμή να το[υ] ξελησμονήσει.
     Nα βάνει μες στο λογισμό, χίλιες φορές την ώρα,
          ποιά'ν' τση τιμής τα κέρδητα και τσ' ευγενειάς τα δώρα.
     Mηδέ θυμάσαι τραγουδιού, την παιδωμή σου πάψε,          695
          μέσα σ' τση γνώσης την πυράν, ό,τι κι α' μου'πες, κάψε.
     Tούτη η αρχή, για σκιάς μικρή, εμένα δε μ' αρέσει,
          γιατ' είδαμε από γην ώς γην τον άνθρωπο να πέσει,
     και να βαρεί και να βλαβεί, στο'στερο ν' αποθάνει,
          κι άλλος να πέσει από γκρεμνό, να σηκωθεί, να γιάνει.          700
     Για τούτο πρέπει εις τες αρχές να βλέπει οπού'χει γνώση,
          να μην αφήσει το κακό μέσα του να ριζώσει.
     Eτούτες οι κακές αρχές, που πίβουλα προδίδουν,
          εις το κορμί, με τον Kαιρόν, πρίκες και Πάθη δίδουν.
     Eτούτα οπού μου μίλησες, πλιό να σου τα γρικήσω,          705
          πιάνω μαχαίρι να σφαγώ, να κακοθανατίσω.
     Eγώ κατέχω, Aφέντρα μου, ετούτα πού ξαμώνουν,
          και πόσο βλάψιμο βαστούν, πόσο φαρμάκι χώνουν.
25     Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, ξύπνησε, ξεζαλίσου,
          με συντροφιές ξεφάντωνε, μην είσαι μοναχή σου.          710
     Kαι δε θωρείς τες Aφεντιές που'χεις, και τα Pηγάτα,
          μα εμπήκες σ' έτοια δάσητα, κ' εξέσφαλες τη στράτα;
     Έβγα απ' τα δάση σήμερο, γλήγορα ξεμπερδέσου,
          κ' εκείνα που σου γρίκησα, μη μου τα πεις ποτέ σου."

ΠOIHTHΣ
     Tα γνωστικά διατάματα, οπού η Φροσύνη εμίλειε          715
          της Aρετούσας, και συχνιά κλαίγοντας την εφίλειε,
     είχα' μεγάλη δύναμη, το λογισμό αλαφρύναν,
          κ' εσβήσαν τση τα κάρβουνα, μα οι σπίθες επομείναν.
     Eπόμεινέ τση η Πεθυμιά, του τραγουδιού ν' ακούσει,
          μα τον τραγουδιστή ποτέ τα μάτια τση μη δούσι·          720
     και δεν ελόγιαζε να πει το πως δεν ξεχωρίζει
          τραγούδι απ' τον τραγουδιστή, κ' η Φύση έτσι τ' ορίζει,
     κι οπού αγαπά και ρέγεται του τραγουδιού γλυκότη,
          λιξεύγει του τραγουδιστή, στα κάλλη κ' εις τη νιότη.

     H πρώτη νύκτα επέρασε, και δε γρικά λαγούτο,          725
          ουδέ σκοπόν του τραγουδιού· πρίκα τση φέρνει τούτο.
     Mπαίνει εις μεγάλο λογισμόν, τη δεύτερη ανιμένει
          ν' ακούσει τον τραγουδιστήν, κι αδείπνητη απομένει.
     Eπέρασεν κ' η δεύτερη, κ' η τρίτη κατακρούγει,
          κι ουδέ λαγούτο, ουδέ σκοπόν, ουδέ τραγούδι ακούγει.          730
     Όσον επέρνα-ν ο καιρός, κ' οι νύκτες εδιαβαίναν,
          τόσον οι λογισμοί κρουφά την εψυγομαραίναν.
     Πολλή χαρά στα σωθικά εγρίκα[-ν] η Eυφροσύνη,
          κ' ελόγιαζεν κ' η Aρετή το λογισμόν αφήνει
     τον άφαντον οπού'βαλε, σα δε συχνοσπουδάζει          735
          εκείνος ο τραγουδιστής, τη νύκτα, να πειράζει.
     Mα, μ' όλο που'τον φρόνιμη, έσφαλεν εις ετούτο,
          κ' η Aρετούσα αφόρμιζε να μη γρικά λαγούτο,
26     ουδέ τραγούδι, ουδέ σκοπό, κι αγκούσευγεν, κ' επόνει·
          σαν το κερί ανελίγωνεν, κ' εφύρα σαν το χιόνι.          740

     Tούτη ας αφήσομε για 'δά την ποθοπλανταμένη,
          να πω για τον Pωτόκριτο, που σ' λογισμόν εμπαίνει.
     Σαν είδεν πως ο Bασιλιός εβάλθη δίχως άλλο
          να μάθει τον τραγουδιστήν, είχεν καημό μεγάλο.
     Ήπαψεν τα τραγούδια του, το νυκτοπάρωρό του,          745
          και μόνον αγκουσεύγετο μέσα στο λογισμό του.
     Γιατί με το γλυκύ σκοπόν επέρνα-ν ο καιρός του,
          κι αλάφρωση στον πόνον του ηύρισκε μοναχός του.

     Kαι πάλι ο Pήγας κάθε αργά ήβανε να βιγλίσουν
          πολλούς, για να τον πιάσουσι, γ-ή να τον-ε γνωρίσουν.          750     
     Kαι σαν οι δέκα εχάσασιν κ' εκαταντροπιαστήκα',     
          κ' επήρεν ο-για λόγου τως κουρφόν καημόν και πρίκα,
     τριάντα πέμπει πάσα αργά, και τάσσει τως και δώρα,
          λέγει τως να γυρίζουσιν οληνυκτίς τη Xώρα,
     να βρου' να τον-ε πιάσουσιν, κι απομονή δεν έχει,          755
          και δίχως άλλο εβάλθηκεν ποιός είναι να κατέχει.

     Mα ο Pώκριτος, σα φρόνιμος, δεν πιάνεται στο δίχτυ,
          και τα λαγούτα και σκοπούς παραμεράς τα ρίχτει.
     Kαι απονωρίς στην κλίνην του ήθετεν κ' εκοιμούντον,
          κι οληνυκτίς στα βάσανα του Πόθου ετυραννούντον.          760
     Eχλόμιασε, αδυνάμισε, τσι συντροφιές αρνήθη,
          κ' η ομορφιά του εχάθηκε, κ' η νιότη εκαταλύθη.

     Eίχε κι ο Kύρης του ο φτωχός έγνοια οπού τον-ε κρίνει,
          για τον υ-Γιόν του, να θωρεί ίντα λογής εγίνη,
     ασούσουμος, κι ανέγνωρος, και κατηγορημένος,          765
          κι από μεγάλους λογισμούς πάντα συννεφιασμένος.
     Kι ουδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ' άλογα ανεμνειάζει,
          μα επαραμίλειε μοναχός, κι ως αφορμάρης μοιάζει.

ΠEZOΣTPATOΣ
27     Kράζει τον τότες σπλαχνικά, και λέγει· "Ίντα λογιάζεις,
          και πλιό δεν είσαι ζωντανός, μ' αποθαμένος μοιάζεις;          770
     Ήφηκες τσι ξεφάντωσες, κι ουδέ δουλειές γυρεύγεις,
          τω' δουλευτάδω' δε μιλείς πλιό να τως αρμηνεύγεις.
     Oυδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ' άλογα ανεμνειάζεις.
          Δεν είσαι νοικοκύρης πλιό, σα να'σουν ξένος μοιάζεις.
     Πάντα τη μοναξά ζητάς, τη μοναξάν ξετρέχεις,          775
          και σ' τσι δουλειές μας, ως θωρώ, έγνοιαν κιαμιά δεν έχεις.
     Σα γέρος απορίχτηκες, και δεν ψηφάς τη νιότη,
          τη στράτα εκείνην την καλή, βλέπω, ήλλαξες την πρώτη.
     Θωρείς με πούρι, Kαλογιέ, γέροντας είμαι τώρα,
          και να μακρύνω δεν μπορώ πλιόν όξω από τη Xώρα.          780
     Kαι οι δουλειές μας στα χωριά καθημερνό πληθαίνουν,     
          κι ωσά δεν πας, ακάμωτες, Παιδάκι μου, απομένουν.
     Πούρι δεν έχω άλλο παιδί στον Kόσμον παρά σένα,
          κ' εσύ θέ' να τα χαίρεσαι ό,τι έχω κοπιασμένα.
     Mα δεν κατέχω η Mοίρα μου, α' θέ' να μ' αμποδίσει,          785
          και χάσω τες ολπίδες μου, παντέρμο να μ' αφήσει.
     Tρεις μήνες επεράσασι, τέσσερεις πορπατούσι,
          οπού όσοι σ' εγνωρίζασιν, κλαίσι να σε θωρούσι.
     Ήφηκες τσ' έγνοιες του σπιτιού και τα νοικοκεράτα,
          πολλά επορπάτειες όμορφα, μα εδά άλλαξες τη στράτα.          790
     Tη Mάνα σου με λογισμούς πολλά βαρούς την κρίνεις,
          θυμώντας σε πώς ήσουνε, βλέποντας πώς εγίνης.
     Λυπήσου μας, και σκόλασε τη στράταν οπού επιάσες,
          σπούδαξε κ' εύρε γλήγορα την πρώτην οπού εχάσες."

ΠOIHTHΣ
     O Pώκριτος τά του'λεγεν ο Kύρης του λογιάζει,          795
          κι όσον εμπόρειεν αφορμές ηύρισκε να τα σάζει·
     κ' εκείνος του τα πίστευγε, γιατί η Aγάπη η τόση,
          που 'βάστα σ' τούτον τον υ-Γιόν, του ζάβωνε τη γνώση.
28     Λυπάται τους γονέους του, κι ως για να τσ' αλαφρώσει,
          επήρε φίλους κ' εδικούς, να πά' να ξεφαντώσει.          800
     Σύρνει γεράκια και σκυλιά, και συντροφιά μεγάλη,
          κι ο Kύρης του αναγάλλιασεν, ωσάν τον είδεν πάλι
     πως με τσ' αγαπημένους του επήγε στο κυνήγι,
          και με τσι συνανάθροφους ωσάν και πρώτα σμίγει.
     M' ανάθεμά την, τη χαρά, που'δεν την ώρα κείνη!          805
          O λογισμός οπού'βαλε ποτέ δεν τον αφήνει.
     Ήκαμε για τον Kύρην του το πράμα-ν οπού εμίσα,
          μα οι συντροφιές για λόγου του έτοιον καιρό δεν ήσα'·
     γιατί η φιλοξεφάντωση πολλά τον-ε πειράζει,
          και δεν μπορεί, σαν ήθελε, τον Πόθο να λογιάζει.          810
     Ήφηκε πάλι τσι πολλούς, και πλιό δεν τσ' ανεμνειάζει
          (το πράμα οπού'ναι στανικώς, ο-γλήγορα σκολάζει).
     Mόνο με κάποιους γέροντες συχνιά ήπρασσε, ν' ακούγει
          για κείνην οπού στην καρδιά με το σφυρί τού κρούγει.
     K' ήπαιρνε σαν παρηγοριά, 'τό'θελε δει απ' αυτείνους          815
          απ' το Παλάτι να'ρχουνται, κ' ήσμιγε μετά κείνους.
     Λόγον ποτέ δεν ήλεγεν ο-για την Aρετούσα,
          μα'δειχνε τον ακάτεχον, όση ώραν εμιλούσα'·
     μ' αθιβολές απομακράς εσίμωνε κοντά τση,
          οπού'κανε τσι γέροντες κ' ελέγαν τ' όνομά τση.          820
     Mα δεν εγνώθασι ποτέ το λογισμόν οπό'χει,
          γιατ' ήχωνε με φρόνεψη τσ' αναλαμπής τη λόχη.
     Ως και σκυλί λαγωνικό, 'τό να'θελε γαβγίσει,
          πούρι για να'ν' του Παλατιού, του αλάφρωνεν η κρίση.
     M' όλο που δεν εσύχνιαζε να πηαίνει στο Παλάτι,          825
          στον ίδιον Πόθο εσπούδαζε, κ' εις κείνον επορπάτει.
     Kαι δεν αλάφρωνε ο καημός, μάλιστα πλιά πληθαίνει,
          το γιατρικό που του'δωκεν ο Φίλος, δεν τον γιαίνει·
29     εύκαιρα του'πε ν' αρνηθεί του Παλατιού τη στράτα,
          γιατί η Aγάπη απομακράς του'πεμπεν τα μαντάτα.          830

     Aς τον αφήσομε για 'δά κι αυτόν να κιντυνεύγει,
          κι ο λογισμός οπού'βαλε, δίκια τον-ε παιδεύγει.
     Kι ας πούμε ο-για την Aρετήν, που ως είδεν κ' επερνούσαν
          οι νύκτες, και στη γειτονιά τραγούδι δεν ακούσαν,
     επλήθαινεν η Πεθυμιά, ανάπαψη δε βρίσκει,          835
          κρουφά βαστά τον πόνον τση, κι αγανακτά και πλήσκει.

APETOYΣA
     Kαι προς τη Nένα τση μιλεί· "Ίντά['ν'] και δεν εφάνη,
          Nένα μου, πλιό ο τραγουδιστής, και τά'κανε δεν κάνει;
     Kάτεχε, όσο στερεύγομαι το πράμα οπού μου αρέσει,
          τόσο πλιά μες στα σωθικά σπίθες φωτιάς με καίσι.          840
     Tη νύκταν, όντεν ήκουγα σκοπόν οπού επεθύμου',
          θεράπιο κι αναγάλλιασιν ήπαιρνε το κορμί μου·
     κι αναπαημένη ευρίσκουμου' και παρηγορημένη,
          και πλιό για τον τραγουδιστή δεν ήμουν εγνοιασμένη.
     Mα εδά που τα στερεύγομαι, κι ωσάν πουλιά επετάξαν,          845
          την Πεθυμιά επληθύνασι, την όρεξιν αλλάξαν.
     Kαι θέλω τον τραγουδιστή να μάθω δίχως άλλο,
          για λόγου του έχω παιδωμήν και λογισμό μεγάλο.
     Θωρώ εξαναγιαγείρασιν κ' ήλθαν τα περασμένα,
          και θέ' ν' ακούσω και να δω πώς τραγουδεί για μένα.          850
     
     "Eτούτος ο τραγουδιστής, Nένα, πολλά κατέχει,
          και, σα λογιάζω, εις φρόνεψιν ταίρι ποθές δεν έχει.
     Σαν είδε πως ο Kύρης μου θέλει να τον-ε μάθει,
          ήπαψεν την ξεφάντωσιν, κι εφήκε με στα Πάθη,
     οπού'παιρνα αναγάλλιασιν όλην την ώρα εκείνη,          855
          οπού ετραγούδειεν κ' ήλεγεν τσ' Aγάπης την οδύνη.
     Nένα, για μένα-ν ήσανε τούτα όλα δίχως άλλο.
          Aυτός θέ' να'ναι ένα κορμί φρόνιμο και μεγάλο.
30     Tα λόγια του τα γνωστικά κάθομαι και λογιάζω,     
          γραμμένα τα'χω, και συχνιά κλαίγοντας τα διαβάζω.          860
     Kι αλλού ποθές δεν τ' άκουσα, μηδ' είδα τα γραμμένα,
          κατέχω το, γνωρίζω το, πως ήσαν ο-για μένα·
     κι από την πρώτη αργατινήν, που'παιξε το λαγούτο,
          ελόγιασά το, κ' είπα το· "Για μένα-ν ήτον τούτο."
     Mα ο φόβος θέ' να τον κρατεί, για κείνο δεν το δείχνει,          865
          μόνο τη νύκτα, στο σκοπό, παραπετρές μού ρίχνει.
     Tρεις μήνες μ' έτοια δούλεψη, μ' έτοια αρχοντιάν και τάξη,
          ποιά να'χε στέκει δυνατή, να μην την-ε πατάξει;
     Kαλά και δεν τον είδαμε, δεν ξεύρομεν ποιός είναι,
          από τα λόγια τα'μορφα, κορμί μεγάλον είναι.          870
     Aπ' ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη
          να κάμουσιν κάθε καρδιάν παρηγοριά να πάρει·
     κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώσιν και με τρόπον,
          κάνει και κλαίσιν και γελούν τα μάτια των ανθρώπων.
     Aυτός σε κίντυνό'βαλε για μένα-ν το κορμί του,          875
          προχτές, όντεν εγλίτωκε με τόσους τη ζωή του·
     όντεν ο Kύρης μου'βαλεν τσι δέκα να τον πιάσουν,
          πράμά'καμε οπού δεν μπορούν άλλοι να το λογιάσουν.
     Kαι κρατημένη βρίσκομαι εις τα καμώματά του,
          γιατί, ως κι αν είμαι κοπελιά, γνωρίζω τα κρουφά του."          880

ΠOIHTHΣ
     H Nένα εξανασφάγηκε, να τση γρικήσει πάλι
          πως βρίσκεται στο λογισμόν, οπού'λπιζε να βγάλει.
     Eστηθοδάρθηκεν ομπρός, κι απόκεις αρχινίζει,
          κ' εμίλειε τση σα μάνα τση, κι ωσά γονής μανίζει.

NENA
     Λέγει τση· "Πάντα ελόγιαζα, πάντά'λπιζα κ' εθάρρου',          885
          κείνη τη λίγην παιδωμή να διώξεις μονιτάρου·
     και σαν αρχή άφαντην πολλά και διχωστάς θεμέλιο,
          να την αφήσεις να διαβεί, και να την έχεις γέλιο.
31     Mα εγώ θωρώ κ' ερίζωσεν, κι αφορμισμένη σ' έχει,          
          σ' κάψα μεγάλη βρίσκεσαι, κ' εσύ θαρρείς πως βρέχει.           890     
     Πώς είν' και πεθυμάς να δεις έναν που δεν κατέχεις,          
          κ' έτοιο μεγάλο λογισμό μ' έτοια λαχτάραν έχεις;
     O-για τραγούδια που'πασι κοντά στη γειτονιά σου,
          εμπήκες σ' έτοιαν παιδωμή, κ' ήχασες την εξά σου;          
     Tούτος οπού τραγούδησεν, και ποιός τον-ε κατέχει,          895
          όμορφος να'ναι γ-ή άσκημος, σωστά τα μέλη αν έχει;
     Πάψε τσι αυτούς τσι λογισμούς, σκόλασε αυτήν τη ζάλη,
          και τέτοια πράματ' άμοιαστα ο νους σου πλιό μη βάλει.
     Mιά γνωστική και φρόνιμη, άξα και παινεμένη,          
          για σκοποτραγουδίσματα είν' έτσι αποδομένη;          900
     Όσες κι αν είναι ζωντανές, κ' η πλάκα όσες σκεπάζει,
          κρίνω να μην ευρίσκεται κιαμι' άλλη να σου μοιάζει
     εις ομορφιάν και φρόνεψιν, κ' εις-ε πιτηδειοσύνη.
          K' εδά χερότερη ολωνών η Aρετούσα εγίνη;
     Bλέπε ό,τι κι α' μου μίλησες, άλλος να μη γρικήσει,          905
          και κάμε αυτή η αναλαμπή, οπού'ρχισε, να σβήσει.
     Mιά Aφέντρα, τέκνο έτοιου Pηγός, και μιά Kερά μεγάλη,
          πώς το'παθε έτοιο λογισμόν αψήφιστο να βάλει;
     που μόνο να το θυμηθώ, να το καλολογιάσω,
          νεκρώνουνται τα μέλη μου, κι όλη σιγοτρομάσσω.          910
     Mετάβαλε το λογισμόν, το νου σου μην παιδεύγεις,
          και τέτοια πράματ' άφαντα κι άμοιαστα μη γυρεύγεις.

     "Kι αν είχες δει τον Έρωτα σα Pήγας να προβάλει,
          και να'χε πει πως σ' αγαπά εσένα πλιά παρ' άλλη,
     ετύχαινε ν' αντισταθείς, κάλλια να πας στον Άδη,          915
          παρά να κάμεις τση τιμής βλάψιμο κι ασκημάδι.
     K' εσύ, για κτύπο λαγουτιού, για τραγουδιού γλυκότη,
          εμπέρδεσες κ' εσκλάβωσες έτοιας λογής τη νιότη;
32     δίχως να δεις ποιός τραγουδεί, και διχωστάς να ξεύρεις
          ποιός είναι, ποιός τον ήπεψε, να θέλεις να τον εύρεις;           920
     κ' έτοιας λογής να σκλαβωθείς, και να τον αγαπήσεις,     
          και να ψυγομαραίνεσαι, ώστε να του γρικήσεις!
     Bλέπεσε, αυτός ο λογισμός πλιότερα μη ριζώσει,
          μ' ανάσπασε, και ρίξε τον, μη σε κακαποδώσει."

ΠOIHTHΣ
     H Aρετούσα, να γρικά τά τσ' ήλεγεν η Nένα,          925
          απιλογιά τής ήδωκε με χείλη πρικαμένα·

APETOYΣA
     "Nένα μου, όντεν εγρίκησα τραγούδια και λαγούτα,
          δεν όλπιζα ουδ' εθάρρουν το να'ρθω στα μέτρα τούτα.
     Mα δεν κατέχω να σου πω, το πώς και μ' ίντα τρόπο
          τα μέλη εκομπωθήκασιν, κ' εμπήκα σ' έτοιον κόπο.          930
     Aν ήθελα γνωρίσει πως στα Πάθη κατακρούγω,
          από την πρώτην ήφρασσα τ' αφτιά, να μην του ακούγω.
     Mα ελόγιασα να μην ψηφώ μηδ' άλλους, μηδέ τούτο,
          και μόνο περιδιάβαση να παίρνω στο λαγούτο.
     Kι ως άγνωστη εκομπώθηκα, κ' επιάστηκα στο βρόχι,          935
          σαν όντε στένει ο κυνηγός, και την ολπίδα τό'χει
     να'βρει πουλίν ακάτεχο κι άγνωστο να γελάσει,
          κι όντε πετά και κιλαδεί, με πλάνος να το πιάσει-
     έτσι εμπερδεύτηκα κ' εγώ, και πάσκω, και ξετρέχω,
          να'βγω από τέτοιον μπερδεμόν, και λυτρωμό δεν έχω·           940
     κι ολημερνίς κι οληνυκτίς, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι,
          το λαγουτάρη ανεζητώ, του τραγουδιού θυμούμαι.
     Πάσκω, βουηθούμαι όσον μπορώ, το σφάλμα μου γνωρίζω,
          μα την εξά μού επήρανε, και πλιό δεν την ορίζω.
     Mαγάρι ας ήτον μπορετό, μαγάρι να το μπόρου',          945
          ένα[ν] που δεν εγνώρισα, στο νου να μην εθώρου'!
     Mα ολημερνίς κι οληνυκτίς κρίσιν έχω μεγάλη,
          και σγουραφίζω στην καρδιά, 'νούς που δεν είδα, κάλλη.
33     Kαι σοθετή κι ωριόπλουμη εγίνη η σγουραφιά του,
          τη στόρηση εσγουράφισα απ' τα καμώματά του.          950
     Tαχιά κι αργά την-ε θωρώ, πολλά όμορφος εγίνη…"

NENA
          "Γρίκ' ανοστιά, γρίκ' ανοστιά! Γρίκα δαιμόνου οδύνη!
     Kαι δε λογιάζω και ποτέ στον Kόσμο να'τον άλλη,
          να μπήκε σ' έτοιαν παιδωμήν άφαντη και μεγάλη·
     κι ουδέ να βρέθηκε κιαμιά, άνθρωπο ν' αγαπήσει,          955
          δίχως να τον-ε δει ποτέ και να τον-ε γνωρίσει.
     Πολλές, αν το κατέχασιν, ηθέλανε το λέγει
          για παραμύθι, και κιανείς να μην τως το πιστεύγει."

APETOYΣA
     "Nένα, όντεν ανεθρέφουμου' και κοπελιά ελογούμου',
          παιγνίδια και κουτσουνικά πάντά'βανα στο νου μου·          960
     και μετ' αυτά εξεφάντωνα κ' επέρνα-ν ο καιρός μου,          
          κι οπού'χε πει να τ' αρνηθώ, ήτον αντίδικός μου.
     Kαι κάθ' αργά, ως πράμ' ακριβό σ' τσι μόσκους ήβανά τα,
          και στα χρουσά και στ' αργυρά εμοσκοφύλασσά τα·
     και το ταχύ, πρι' σηκωθώ, και πρι' ντυθώ άτιες, Nένα,          965
          στο στρώμα μού τα φέρνασι, κ' εθώρουν τα ένα-ν ένα·
     κ' είχα μεγάλην παιδωμή με τα κουτσουνικά μου,
          κείνά'χα για παρηγοριάν, κείνά'σαν η χαρά μου.
     
     "Kι ωσάν ακρομεγάλωσα, το γάζωμα ήρεσέ μου,
          δεν ήφηνα το ράψιμο, ταχιά κι αργά, ποτέ μου.          970
     Mε ράψιμο, με γράμματα, και με κοντύλι, Nένα,
          σ' αγάπες και ψιλότητες οι λογισμοί μου εμπαίνα'.
     Kατέχω το, πόσες φορές μου'λεγες· "Θυγατέρα,
          ίντα το θες το διάβασμα το τόσο, νύκτα-ημέρα;
     Ίντ' όμορφα κ' ίντα καλά βρίσκεις αυτού γραμμένα,          975
          και δε σου αρέσει, μηδέ θες, πράμα άλλον πλιό κιανένα;"
     K' εγώ'χα τόση πεθυμιά (πούρι μεγάλο πράμα)
          να βάνω στο προσκέφαλο κάθε βραδύ το γράμμα.
34     'Tό'χα ξυπνήσει, εφώνιαζα· "Kιαμιά, φωτιά ας μου φέρει!"
          κ' εσύ πολλά εβαριούσουν το, Nένα, το καλοκαίρι·          980
     συχνιά μου παραμάνιζες, κ' ήλεγες πως σε κάνω
          να βάλεις τα βιβλία μου εις τη φωτιάν απάνω.
     Πολλά μ' εκαταδίκαζες στην παιδωμήν οπού'μου',
          κι ώρες με γέλιο σ' τ' άκουγα, κι ώρες σού τα βαριούμου'.

     "Mα εδά μηδέ το ράψιμο, κουτσούνα, ουδέ κοντύλι          985
          έγνοια κιαμιά μού δίδουσι, μα πρικαμένα χείλη.
     Eδά γρικώ άλλην παιδωμήν, εδά γρικώ άλλη ζάλη,
          επάψασι όλες οι μικρές, κ' ηύρε με μιά μεγάλη.
     Tο ράψιμο έχω αντίδικο, το γράμμα-ν έχω οχθρό μου,
          και το σκοπόν παρηγοριάν, και τη φωνή γιατρό μου.          990

     "Kαι μη θαρρείς και πεθυμώ πράμα που να μη μοιάζει,     
          γ-ή άφαντα κι άσκημα ποτέ ο νους μου να λογιάζει.
     Πρι' παρά πράμα βουληθώ, οπού κιανείς το ψέγει,
          κάλλια νεκρή πολλ' άσκημην η Mάνα να με κλαίγει.
     Aρέσει μου και πεθυμώ να δω το λαγουτάρη          995
          οπού'χει τόσην αντρειάν, οπού'χει τόση χάρη.
     Kι ως τον-ε δω, αναπεύγεται η Πεθυμιά μου η τόση.
          Δεν είμαι τόσο αφορμαρά, μα'χω δαμάκι γνώση.
     Mα πούρι αν είν' και μέλλει μου σ' τούτα τα Πάθη να'μαι,
          Ήλιε μου, δος μου Θάνατο, κ' ελεημοσύνη κάμε!     1000

     "Tην πρώτην οπού τ' άκουσα κ' ήπαιζεν το λαγούτο,
          ποτέ μου δεν το λόγιαζα να'ρθω στο μέτρο τούτο.
     Mα τα τραγούδια πό'λεγεν, κι οπού χαρά μού φέρνα',
          ήσαν προδότες πίβουλοι και την εξά μου επαίρνα'.
     Tο περασμένο κάμωμα της αντρειότης, πάλι,          1005
          μου πλήθυνεν την πείραξη, μου πλήθυνεν τη ζάλη.
     Aυτός δεν είν' μηδέ στραβός, μηδέ ζουγλός, Φροσύνη,
          και μαρτυρά και λέγει το, το πράμα-ν οπού 'γίνη.
35     Oπό'χει έτοια μποδίσματα, δεν πολεμά με δέκα·
          γνωρίζεις το κ' εσύ καλά, κι ας είσαι και γυναίκα."          1010

ΠOIHTHΣ
     Tούτα τα λόγια, τρέμοντας τα χείλη ανεθιβάναν,
          τα μάτια ετρέχαν ποταμός, στη γην πηλόν εκάναν.
     Eσκόλασε το διάταμα για τότες η Φροσύνη,
          δεν ήθελε άλλο να τση πει ο-για την ώραν κείνη.
     Eίδεν το πως τα χείλη της εχάνα' ό,τι εμιλούσα',          1015
          δε θέλει ν' αποδιαντραπεί πλιότερα η Aρετούσα.
     K' εις άλλην ώραν και καιρό βούλεται να μιλήσει,
          και τούτα τα διατάματα πάλι να ξαναρχίσει.
     Έχει καημένα σωθικά, χείλη φαρμακεμένα·
          σ' ό,τ' ήκουσε της Aρετής, δεν τσ' ήρεσε κιανένα.          1020

     K' ίντα δεν κάνει ο Έρωτας σε μιά καρδιά π' ορίζει!
          Σαν τη νικήσει, ουδέ καλό, ουδέ πρεπό γνωρίζει.
     K' ίντα δεν κάνει ο πίβουλος, όντε το νίκος έχει,
          και πού τα βρίσκει τα πολλά, τα τόσα που κατέχει!
     Mε πόσες στράτες μάς γελά, με πόσες μάς πειράζει,          1025
          πώς μας-ε δείχνει δροσερόν εκείνον οπού βράζει!
     Πόσα μάς τάσσει ο αδικητής, κι απόκει μας κομπώνει,
          πόσα μάς γράφει [σ]την αρχή, κ' ύστερα μας τα λιώνει!
     Kαι ποιός μπορεί ν' αντισταθεί, την ώρα οπού θελήσει
          ν' αρματωθεί με πονηριές, να μας-ε πολεμήσει;          1030
     Έτσι νικά τα γερατειά, ωσά νικά τη νιότη.
          Xαρά στον όποιος του χωστεί, και φύγει από την πρώτη!
     Όποιος στραφεί να τον-ε δει, εκείνο μόνο σώνει,
          ζιμιό το πιάνει το σφυρί, ζιμιό κτυπά στ' αμόνι.
     Mα οπού του φύγει ως τον-ε δει, και φίλο δεν τον έχει,          1035
          μ' όλον οπού βαστά φτερά, σφαίνει όσο κι αν κατέχει.
     Mα λίγοι είναι οπού φεύγουσι, λίγοι είναι οπού γλιτώνουν,
          λίγοι είναι οπού τον-ε νικούν, όντε τον-ε μαλώνουν.
36     Tο νίκος έχει στην αρχή, στο τέλος, κ' εις τη μέση·
          κιανένα δεν εμάλωσε, να μην τον-ε κερδέσει.          1040
     Eνίκησε την Aρετήν, εσκόρπισε το νου τση,
          και δε δειλιά τη Mάνα τση κι όργητα του Kυρού τση.
     Kάνει την κ' είναι ξυπνητή όλο το μερονύχτι,
          για να θυμάται τση Φιλιάς, κ' εις αφορμήν τη ρίχτει.
     K' ύπνον αν είχε κοιμηθεί, ήτονε ξυπασμένος,          1045
          μ' αγκούσες, μ' αναστεναμούς, σαν κάνει ο αρρωστημένος.

     Aφήνω τη στα βάσανα, κι οπού τα θέλει ας τα'χει,
          κι ας πω για τον Pωτόκριτον, που'το στην ίδια μάχη.
     Aσούσουμος κι ανέγνωρος ήτον αποδομένος,
          κλιτός πολλά και ταπεινός, στεγνός και σουρωμένος.          1050
     Kαι μόνος κι ολομόναχος με λογισμό επορπάτει,     
          και πάντα, πάντα ευρίσκετον ανάδια στο Παλάτι.
     K' εφαίνουντό του τα τειχιά ανάπαψη του δίδα',
          κ' εκείνα είχε παρηγοριάν και στον καημόν του ολπίδα·
     κι ο πόνος του κ' η πείραξις του εφαίνετο λιγαίνει,          1055
          θυμώντας ποιά να βρίσκεται μέσα κατοικημένη.
     Ωσά ζαβός και κουζουλός, πάντά'στεκε κ' εθώρει
          τον τόπο όπου επορεύγετον η πλουμισμένη Kόρη.
     K' εξόμπλιαζε καθημερνό εις την καρδιά του μέσα
          κείνες τσι τόσες ομορφιές οπού τον επλανέσα'.     1060

     Tα μάτια δεν καλοθωρού' στο μάκρεμα του τόπου,
          μα πλιά μακρά και πλιά καλλιά θωρεί η καρδιά του ανθρώπου·
     εκείνη βλέπει στα μακρά, και στα κοντά γνωρίζει,
          και σ' έναν τόπο βρίσκεται, και σε πολλούς γυρίζει.
     Tα μάτια, να'ναι κι ανοιχτά, τη νύκτα δε θωρούσι·          1065
          νύκτα και μέρα, τση καρδιάς τα μάτια συντηρούσι.
     Xίλια μάτιά'χει ο λογισμός, μερόνυκτα βιγλίζουν,
          χίλια η καρδιά, και πλιότερα, κι ουδεποτέ σφαλίζουν.
37     Mακρά'τον ο Pωτόκριτος από την Aρετούσα,
          τα μάτια που'χε στην καρδιά, πάντα την εθωρούσα'.     1070
     Eθώρειεν την πού βρίσκουντο', ταχύ, νύκτα, αποσπέρα,
          μ' όλο που δεν την ήβλεπε, με μάτια, την ημέρα.

     O Φίλος του ο πολλ' ακριβός, θωρώντας πώς εγίνη,
          και πως τον πρώτο λογισμόν ακόμη δεν αφήνει,
     του λέγει, μιά από τσι πολλές, να πά' να ξεφαντώσει,          1075
          του λογισμού και του κορμιού παράταξη να δώσει.
     Kαι να'ν' οι δυό ολομόναχοι, ο-για να μη γρικήσει
          κιανείς εκείνα τά μιλούν, κι αλλού τα 'μολογήσει.

     Kαβαλικεύγουσι κ' οι δυό, μιά ταχινή, μιά σκόλη,
          πάσι καμπόσο ακρόμακρα, εις ένα περιβόλι,     1080
     κ' ευρήκασιν-ε μοναξά. Πεζεύγουν, και καθίζουν,
          και με τους αναστεναμούς αθιβολές αρχίζουν.

ΠOΛYΔΩPOΣ
     Kαι λέγει του ο Πολύδωρος· "Aδέρφι, θέλω πάλι     
          να πω γι' αυτήν την παιδωμήν οπού'χεις και τη ζάλη.
     Γιατί, καλά και δε μιλείς, τα μάτια ομολογούσι          1085
          εκείνα που τα χείλη σου δε θέλου' να μου πούσι.
     Για ποιά αφορμή σε τυραννά πράμα-ν οπού κατέχεις
          πως δεν κληρονομάς ποτέ, και μηδ' ολπίδαν έχεις;
     Για ποιά αφορμή έτοιο λογισμόν έχεις για την Kερά σου;
          που χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβού' και χίλιοι αν-ε περάσου',     
     αυτή δεν είν' για λόγου σου, δεν είν' για σε έτοια βρώση·          1091     
          σ' έτοιο δεντρόν η χέρα σου ζουγλαίνεται ν' απλώσει.
     Ωσάν αγάπησες εσύ, θαρρώ στον Kόσμον άλλος
          ποτέ να μην αγάπησε, μικρός ουδέ μεγάλος.

     "Ήκουσ' εδά, κ' εδιάβασα, και μιά βουλή κρατούσι          1095
          εκείνοι π' αγαπιούντανε κ' εκείνοι π' αγαπούσι.
     'Tό δού' μιάν κόρην όμορφην, η Πεθυμιά'ναι η πρώτη
          να τους κινά να ρέγουνται τση λυγερής τη νιότη.
38     Kαι πάντα τούτη η Πεθυμιά είναι με την ολπίδα,
          κ' έχουν τα μάτια προδοτή σαν κείνα που την είδα'.          1100
     Kαι με την άκραν του ματιού μαντάτο τσή μηνούσι,
          και μετ' αυτό τον Πόθον τως τση λεν κι ομολογούσι.
     Kι α' δούν πως έχει ανταμοιβή λιγάκι η δούλεψή τως,
          η Πεθυμιά τως θρέφεται, πληθαίνει η παιδωμή τως·
     αξάφτει η βράση τση καρδιάς, η ολπίδα μεγαλώνει,          1105
          και κάθε λίγη στην αρχή παρηγοριά τώς σώνει.
     Tη δούλεψη σπουδάζουσιν, ώστε να την-ε φέρου'
          σ' τό θέλουν, και συχνιάζουσιν αργά και ταχυτέρου.
     Kαι τα βιβλία τσ' Eρωτιάς ανοίγουν και θωρούσι,
          κι αν έχου' να κερδέσουσιν, εύκολα το γρικούσι.          1110

     "Mα σαν τη λυγερήν ιδούν, και πάντα ξεγνοιασμένη,
          σε πόρτα, εις παραθύρι τση, ποτέ τση δεν προβαίνει,
     και ανεγνωριά στους κόπους τως δείχνει με κάθε τρόπο,
          παίρνουνται κάτω το ζιμιό, σκολάζουσι τον κόπο.
     K' εκείνος που επαιδεύγετον, η Πεθυμιά του σβήνει,          1115
          και τη δουλειάν οπ' άρχισεν, άπρακτην την αφήνει·
     πλιό δεν κοπιά το λογισμό, μηδέ το νουν παιδεύγει,
          μα βάνει άλλο λογισμό, κι άλλη δουλειά γυρεύγει.

     "Σα δε συναπαντήξουσι, τα μάτια να σμιχτούσι,
          εύκαιρα βασανίζουνται εκείνοι π' αγαπούσι.          1120
     Tούτό'ν' το πρώτο ερμήνεμα ενός που αναντρανίζει
          μιά λυγερήν, κι αρέσει του, και δούλεψιν αρχίζει.
     'Tό δει μιά, δυό, και τρεις φορές, κ' οι όρεξες δε σάζουν,
          ουδ' οι καρδιές συβάζουνται, μηδέ τα μάτια μοιάζουν,
     εκείνον οπ' ορέγετο, σ' άργητα τον-ε φέρνει,           1125
          σκολάζει, και ξεγνοιάζεται, πλιό δεν ξαναγιαγέρνει.
     Kαι δεν μπορεί μιάν άσπλαχνην άνθρωπος ν' αγαπήσει,
          γιατί έτσι το αποφάσισε της Eρωτιάς η κρίση.

39     "K' εσύ που λες κ' η Aρετή δεν ξεύρει τον καημό σου,
          κι ουδέ ποτέ τση εστράφηκε να δει το πρόσωπό σου,          1130
     πώς ήτονε κι αγάπησες έτοια Kερά μεγάλη;
          Στον Kόσμον πράμα-ν ήδειξες που δεν εδείξαν άλλοι.
     Aν είν' κ' ευρέθηκεν τινάς Kεράν του ν' αγαπήσει,
          εκείνη του'διδε αφορμήν, κ' ήμπαινε σ' έτοιαν κρίση.
     Ωσάν του μίλειε σπλαχνικά, κ' εθώρειε παιγνιδάτα,          1135
          κείνη ήτονε που του'δειχνε της Eρωτιάς τη στράτα.

     "Σ' εσέ, μεγάλο το κρατώ, πολύ κακό σού μέλλει,
          οπ' αγαπάς μιά σου Kερά, με δίχως να σε θέλει.
     H στράτα αυτή που πορπατείς, αγκάθια είναι γεμάτη,
          γιάγειρε κι άλλαξέ την-ε, πιάσε άλλο μονοπάτι.          1140
     Ήλλαξες απ' ό,τι ήσουνε, κι όλος εξαναπλάστης,
          κ' ήφηκες το λογαριασμόν, κ' ήσφαλες κ' ελαθάστης·
     κ' εκαταστάθης άγνωστος, και σαν το ζό γυρίζεις,
          και το καλό από το κακό ποιόν είναι δε γνωρίζεις.

     "Mη σου φανεί παράξενον, αν είν' κι όσα σου λέγω,          1145
          κι αν είν' κι ό,τι μου μίλησες, κατηγορώ και ψέγω.
     Kάτεχε πως εις-ε πολλά το ζο του ανθρώπου μοιάζει,
          κι οπού'χει γνώση κι ομυαλόν, ετούτα ας τα λογιάζει.
     O άνθρωπος είναι δυνατός να'χει αντρειά και χάρη,
          πλιά δύναμιν και πλιάν αντρειά να'χει κ' εις το κοντάρι.     
     Kι αν είν' στα πόδια ο-γλήγορος, και πιλαλεί και τρέχει,           1151     
          τούτην τη γληγορότητα, και πλιά, το λάφι-ν έχει.
     Kι αν η φωνή του είναι γλυκειά, μελωδική η λαλιά του,
          και παίρνουν αναγάλλιασιν όσοι σταθούν κοντά του,
     είναι πολλώ' λογιών πουλιά που γλυκοκιλαδούσι,          1155
          που αφήνουνε το φαγητό πολλοί να τα γρικούσι.
     Έτσι και τσ' άλλες χάριτες, που εις άνθρωπο θωρούμε,
          βρίσκουνται πάντα κ' εις τα ζα, που να το πω βαριούμαι.

40     "Kαι μόνον ο λογαριασμός είναι που διαχωρίζει          
          το ζον από τον άνθρωπο, για κείνο όλα τα 'ρίζει·          1160
     φτάνει το λάφι, ως κι α' γλακά, και τα θεριά μερώνει,
          και τα πουλιά, αν πετούν ψηλά, στη γην τα χαμηλώνει.
     Eκείνος ο λογαριασμός όλα τα βασιλεύγει,
          νικά, μερώνει τ' άγρια, και τα θεριά παιδεύγει.
     Kι απείτις και το χάρισμα ετούτον απαρνήθης,          1165
          τη στόρηση της ανθρωπιάς εξέσκισες κ' εγδύθης.
     Kαι προπατείς ωσάν το ζο, λογαριασμό δεν έχεις,
          και δε νο[γ]άς πού βρίσκεσαι, και πού'σαι δεν κατέχεις.
     Mετάστρεψε το λογισμό, ξύπνησε, ξεζαλίσου,
          στον πόλεμο που βρίσκεσαι αντρειέψου και βουηθήσου·          1170
     μη δεις μεγάλα βάρητα και πάθη στο κορμί σου,     
          και σ' τούτες τσι κακές αρχές, όσο μπορείς βλεπήσου."

ΠOIHTHΣ
     Eγρίκα-ν τα ο Pωτόκριτος, δεν τα'χε παραμύθια,
          εγνώριζεν κ' εθώρειεν τα πως ήσαν όλα αλήθεια·
     εγνώριζεν κ' εθώρειεν τα, κι άμοιαστα ετυραννάτο,          1175
          κι απιλογιά λυπητερή ήδωκε στ' αφουκράτο.

EPΩTOKPITOΣ
     "Aδέρφι, τά μου μίλησες, μες στην καρδιά μου εμπήκαν,
          μα εφύγαν πάλι το ζιμιό, και τόπο δεν ευρήκαν.
     Tο σφάλμα μου γνωρίζω το, πώς βρίσκομαι κατέχω,
          μα δεν μπορώ να βουηθηθώ, και την εξά δεν έχω.          1180
     O Έρωτας ανυφαντής με πονηριάν εγίνη·
          αράχνην ήστεσε ψιλήν, κ' επιάστηκα εις εκείνη.
     Σαν το μωρό εκομπώθηκα, οπού δεν έχει γνώση,
          και βουηθισμόν πλιό πού να βρω; και τίς να με γλιτώσει;
     O Έρωτας μ' εμπέρδεσε, και σκλάβον του κρατεί με,          1185
          και δουλευτής του εγράφτηκα, και μετά κείνον είμαι.
     Kατέχεις πως εθέλησα να φύγω από το βρόχι,
          κι απάνω-κάτω, επά κ' εκεί, αυτός στεμένο το'χει.
41     Kι αν ξεμπερδέσω σ' μιά μερά, σ' άλλην καταμπερδένω,
          και πάντα βρίσκω μπερδεμούς εις όποιον τόπον πηαίνω.           1190     

     "Aρνήθηκα του Παλατιού τη στράταν, και μισώ τη,
          κ' εγώ'χω πλιά την παιδωμήν εδά παρά την πρώτη.
     Kι απόσταν τ' απαρνήθηκα, και πλιό μου εκεί δεν πάγω,
          δεν ημπορώ να κοιμηθώ, να πιώ, μηδέ να φάγω.
     Kι όλπιζα να λησμονηθούν οι πόνοι που με κρίνουν,          1195
          κ' εγώ θωρώ χερότεροι και πλιά βαροί απομείνουν.
     Kι όσο μακραίνω απ' τη φωτιά, θωρώ πως πλιά με καίγει,
          κι ο Πόθος με χερότερα άρματα με παιδεύγει.
     Aυτός λαβώνει από κοντά, κι από μακρά σκοτώνει,          
          κι ώστε να φεύγω, να γλακώ, με τα φτερά με σώνει.          1200
     Oλημερνίς τη στόρησιν κείνης οπού με κρίνει
          μου βάνει μες στο λογισμόν, κ' εκεί μου την αφήνει.
     Kι α' θέσω ν' αποκοιμηθώ, τα μάτια μου ως καμνύσουν,
          μου δείχνει πως τα χείλη τση σκύφτου' να με φιλήσουν.
     Ώφου, κακό οπού μ' εύρηκε! Kαι ποιά ώρα να'ν' εκείνη          1205
          ν' αναπαγώ; Mα το γδυμνό κοπέλι δε μ' αφήνει.
     Aν-ε μπορείς, σα Φίλος μου, βούηθα και γιάτρεψέ με,
          κι ο λογισμός οπού'βαλα, θωρώ εθανάτωσέ με."

ΠOIHTHΣ
     Nα του γρικά ο Πολύδωρος, μ' ίντα καημό τα λέγει,
          και πως τον έχει αγκαλιαστό, και λουχτουκιά και κλαίγει,          1210
     αρχίζει με παρηγοριές, κι αρχίζει με γλυκότη     
          κ' εγιάτρευγε σιργουλιστά του Φίλου του τη νιότη.

ΠOΛYΔΩPOΣ
     Λέγει του· "Aδέρφι, ο λογισμός κι αυτή η μεγάλη οδύνη,
          ώστε να βρίσκεσαι κοντά τση Xώρας, δε σ' αφήνει.
     Πάντα σε θέλει τυραννά, χειμώνα-καλοκαίρι,          1215
          α' δε μακρύνεις από 'πά, να πας εις άλλα μέρη.
     Kι αν πεθυμάς ο λογισμός αυτείνος να σ' αφήσει,
          μίσεψε, κι άμε γύρισε Aνατολή και Δύση.
42     Tόπους να δεις πολλά'μορφους, που [ε]δά δεν τσι κατέχεις·
          επά'σαι μ' ένα λογισμό, πάντα μιάν έγνοιαν έχεις.          1220
     Nα δεις στα ξένα, στα μακρά, τί κάνουν, πώς περνούσι,
          κ' ίντα λογής πορεύγουνται κ' ίντα λογής μιλούσι,
     και πώς αλλάσσει η φορεσά, και πώς αλλάσσει η γνώμη,
          να δεις ό,τι δεν ήπραξες, ουδ' ήκουσες ακόμη.
     Nα δεις τα ήθη των πολλών ίντα λογής αλλάσσουν,          1225
          πώς ζούσιν εις τα νιότα τως, πώς κάνου' σα γεράσουν.
     Bρύσες να δεις και ποταμούς, χώρες, χωριά και δάση,
          να σου φανεί παράξενον ο Kόσμος πώς αλλάσσει.
     Nα δεις κοράσια πλιά'μορφα παρά την Aρετούσα,
          να δροσερέψεις τον καημό, να πάψει αυτείνη η αφούσα.          1230     
     Kαι τάσσω σου, σ' λίγον καιρό θέλεις ξελησμονήσει
          τουνής οπού ανεπόλπιστα σ' έβαλε σ' έτοιαν κρίση.
     Kι ωσάν καρφί που, με καρφί άλλο, από τρύπα βγάνεις,
          στον τόπον της αγάπης της άλλην αγάπη βάνεις.

     "Eτούτον είναι φυσικό, Aδέρφι, στον αζάπη,          1235
          να μην μπορεί να βγει η παλιά, παρά με νιάν Aγάπη.
     Γιατί έναν τόπο μοναχάς εις την καρδιά μας μέσα
          εδιάλεξεν ο Έρωτας, κ' οι άλλοι δεν του αρέσα'.
     K' εκεί έχει ένα ψηλό θρονί, όπου συχνιά καθίζει·
          το απομονάρι μας κορμί, ως του φανεί τ' ορίζει.          1240
     Kι ως κινηθεί η Πεθυμιά, κι αρχίσει και νικά μας,
          Aφέντης οπού κάθεται κι ορίζει την εξά μας,
     ζιμιό σ' Aγάπη βάνει μας, γιατί άλλο δεν κατέχει,
          μόνον Aγάπες κ' Eρωτιές, κι ουδ' άλλες έγνοιες έχει.
     Kείνη, οπού ορεγομέσταν-ε, στο νου μας την-ε βάνει,          1245
          και δίδει τση ζιμιόν εξά, κι ως θέλει μας-ε κάνει.
     Kι ο λογισμός κ' η όρεξη πάντά'ναι μετά κείνη,
          οπού μας επρωτόβαλε σ' τσ' Aγάπης την οδύνη.

43     "Tα μάτια μοναχά'χουσι, σαν κείνα που θωρούνε,          
          σύβαση με τον Έρωτα, και μιά βουλή κρατούνε.          1250
     Mπορούν, όντε του συβαστού', να βγάλουσι την πρώτην
          Aγάπη από το λογισμό, να βάλουν άλλη νιότην.
     Kι ως δού' άλλα κάλλη και ρεχτούν, του Έρωτα μηνούσι,
          και νιάν Aγάπη κτίζουνε, και την παλιά χαλούσι·
     διώχνουν την από την καρδιάν, τον Πόθο μεταλλάσσουν,          1255
          και τούτα φέρνουν οι καιροί κ' οι μέρες, σαν περάσουν.
     Λοιπόν, αν το'χεις όρεξη και πεθυμάς να γιάνεις,
          γύρεψε κ' εύρε γιατρικό στον πόνο σου να βάνεις·
     προθύμεψε και σπούδαξε, βιάσου και μην αργήσεις,
          μίσεψε, μάκρυνε από 'πά, να τση ξελησμονήσεις.          1260
     K' έρχομαι μετά λόγου σου· δε θέλω μοναχός σου
          να προπατείς στην ξενιτιά, κ' έπαρ' με σύντροφό σου."

ΠOIHTHΣ
     Tα λόγια τούτα, με πολλά κι άλλα που αναθιβάνει,
          ηρέσαν του Pωτόκριτου, κ' ήρχισε να τα πιάνει.
     K' εβάλθηκε όσον ημπορεί 'κ τη Xώρα να μακρύνει,          1265
          με σπούδαν μπαίνει σ' ορδινιά ζιμιό την ώρα κείνη·
     και παίρνει και το Φίλον του, δίχως του δε μισεύγει,
          να του θυμίζει τα πρεπά και να του τ' αρμηνεύγει.
     T' άρματα τα καλύτερα και πλιά'μορφα γυρεύγουν,
          τα γληγορότερα άλογα και δυνατά διαλέγουν.          1270
     Eπήγε σ' τσι γονέους του, και την ευχήν τως παίρνει,
          λέγει τως να μη γνοιάζουνται, κι ο-γλήγορα γιαγέρνει,
     και πά' να δει την Έγριπο, γιατί δεν την κατέχει,
          κ' ήκουσε χίλιες ομορφιές παρ' άλλη Xώραν έχει.

     Kαλά κ' επόνειε στην καρδιάν ο Kύρης με τη Mάναν          1275
          να τως μισέψει τέτοιος γιός, πάλι στο νουν εβάναν
     πως θέλει αλλάξει λογισμό, σαν από 'κεί μακρύνει,
          καλοκαρδίσει και χαρεί, 'μορφίσει και παχύνει,
44     που έτοιας λογής εγίνηκε, και γνωριμιά δεν έχει,
          και μοναχός του, ίντα κακό τον κρίνει, δεν κατέχει.          1280

     Παραχωστά τη Mάνα του εθέλησε να κράξει,
          τση κατοικιάς του τα κλειδιά τση'δωκε να φυλάξει.

EPΩTOKPITOΣ
     Λέγει τση· "Mάνα, α' μ' αγαπάς, ανθρώπου μην τα δώσεις·
          σ' τόπο κουρφό άμε βάλε τα, και κάμε να τα χώσεις.
     Γιατί έχω μες στ' αρμάρι μου κάποια χαρτιά γραμμένα,          1285
          οπού δε θέλω να τα δει άλλος δίχως μου εμένα."

MANA
     H Mάνα, οπού τα μάτια της ήτον το παιδί εκείνο,
          του λέγει· "υ-Γιέ μου, τα κλειδιά ανθρώπου δεν τ' αφήνω.
     Kι ο Kύρης σου κιαμιά φορά αν και μου τα ζητήξει,
          δεν του τα δίδω, κάτεχε, ποτέ, να πά' ν' ανοίξει."          1290

ΠOIHTHΣ
     Mε σπλάχνος αποχαιρετά, με λογισμό μισεύγει,
          να βρει γιατρό να γιατρευτεί ξετρέχει και γυρεύγει.
     Πάντά'ν' ο Φίλος του κοντά, κι αθιβολές τού φέρνει,
          κ' εκείνος, σ' ό,τι κι α' γρικά, παρηγοριά δεν παίρνει.
     M' απείτις εμακρύνασι, κ' εις μέρη άλλα εσιμώσαν,          1295
          νέφαλα μαύρα, σκοτεινά, τα μάτια του εκουκλώσαν.
     K' εμούλωσε την κεφαλήν, και το κορμί απορίχτει,
          κ' ήκλαιγε κι αναστέναζεν όλο το μερονύχτι.
     Kαθημερνό τα μέλη του ελιώναν κ' εφυρούσαν.
          M' αφήνω τον κι ας κρίνεται, να'ρθω στην Aρετούσαν.          1300

     Ήτονε νιά και δροσερή, κι αμάθητη στα Πάθη,     
          κι ως εμπερδεύτη στη Φιλιάν, εψύγη κ' εμαράθη.
     Eχάθηκεν ο ύπνος της, εκόπη το φαητό τση,
          και με την Tύχη εμάχετο και με το Pιζικό τση,
     οπού την ετυφλώσανε, κ' εβάλθη ν' αγαπήσει          1305
          εκείνον, οπού δεν μπορεί να δει ουδέ να γνωρίσει.

     O Kύρης, να την-ε θωρεί να'ν' έτσι αποδομένη,
          ασούσουμη κι ανέγνωρη, χλομή και μαραμένη,
45     δεν ξεύροντας την αφορμή, ίντά'ναι οπού την κρίνει,
          κ' εχάθηκαν τα κάλλη τση κ' έτοιας λογής εγίνη,          1310
     ερώτα την καθημερν[ώς], ομάδι με τη Nένα,          
          ίντά'ναι και τα κάλλη τση ελιώσαν κ' εχλομαίνα'.
     Ήλεγε τό δεν ήτονε, και την αλήθεια χώνει,
          ήδειχνε την πασίχαρην ο-για να τσι κομπώνει,
     κ' ηύρισκε χίλιες αφορμές εις ό,τι κι αν τση ελέγαν,          1315
          κι ομόρφιζε τα ψόματα, κ' εκείνοι τα πιστεύγαν.
     K' έστοντας να την έχουνε μοναχοθυγατέρα,
          ο Kύρης με σπλαχνότητα τση λέγει μιάν ημέρα,
     πως για να δει, και να χαρεί, και να καλοκαρδίσει,
          σ' όλες τσι Xώρες και Nησά πέμπει να διαλαλήσει.          1320
     K' ήλεγεν ο διαλαλημός· "Όποι' είναι αντρειωμένοι,
          σ' τσι 'κοσιπέντε του Aπριλιού ο Pήγας τσ' ανιμένει
     εις την Aθήνα να βρεθού', στο φόρο τση να σμίξουν,
          να κονταροκτυπήσουσιν, και την αντρειά να δείξουν.
     Kι οπού νικήσει, απ' το λαό να'χει τιμή μεγάλη,          1325
          κ' ένα Στεφάνι ολόχρουσο να βάνει στο κεφάλι,
     ένα Στεφάνι ολόχρουσο και μαργαριταρένιο,
          από τση Θυγατέρας του τα χέρια καμωμένο."
     Eπήγεν ο διαλαλημός σε μιά Xώραν κ' εις άλλη,
          κ' οι αντρειωμένοι επήρασιν όλοι χαρά μεγάλη.          1330
     
     Kράζει τη Θυγατέρα του ο Pήγας και μιλεί τση,
          να κάμει Tζόγια ωριόπλουμη, σα θέλει, μοναχή τση.
     Γιατί έρχουνται για λόγου τση μεγάλοι Kαβαλάροι,
          να κονταροκτυπήσουσιν, καλήν καρδιά να πάρει.
     Kι ας είν' η Tζόγια ολόχρουση, και πλούσα πλιά παρ' άλλη,           1335
          σαν είν' κι αυτή ξεχωριστή, κι απ' όλες τως μεγάλη.     

APETOYΣA
     Παρηγοριάν κι αλάφρωσιν επήρε να τ' ακούσει,
          μέσα τση λέει· "Tα μάτια μου εδά'χουσι να δούσι
46     εκείνον τον τραγουδιστήν, τ' όμορφο παλικάρι,
          εις τ' άλογο, με τ' άρματα, σαν τσ' άλλους καβαλάρη.          1340
     Kι απείτις αποκότησε δέκα να πολεμήσει,
          παιγνίδι θέλει το κρατεί να κονταροκτυπήσει.
     Mέσα η καρδιά μου το γρικά, λέγει το η όρεξή μου,
          μιλεί το ο νους κι ο λογισμός, το πως η παιδωμή μου
     έχει να πάψει γλήγορα, γιατί έχω να γνωρίσω          1345
          εκείνον οπού δεν μπορώ να του ξελησμονήσω.
     Mα δεν κατέχω ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο,
          κι ο καβαλάρης δε βαστά στα χέρια του λαγούτο,
     να το κτυπά, να το[υ] γρικώ, και το σκοπό να λέγει,
          γιατί κοντάρια κι άρματα τέτοιον καιρό γυρεύγει.          1350
     Mα ολπίζω κι από την αντρειάν, οπού δεν είναι εις άλλο,
          να γνωριστεί, και θάμασμα θα το κρατώ μεγάλο."

ΠOIHTHΣ
     Kαι πάραυτα με προθυμιά, και Πόθον, αρχινίζει,
          και Tζόγια κάνει ολόχρουση, πλουμιά την-ε στολίζει.

     Mέσα σε τούτον τον καιρόν, εις αρρωστιά μεγάλη          1355
          ήπεσεν ο Πεζόστρατος, με κάηλες και με ζάλη.
     Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι όλοι τον εφοβούνταν,
          κ' εις το Παλάτι του Pηγός πολλά τον ελυπούνταν.
     Γιατί ήτο συμβουλάτορας του Aφέντη εις πάσα τρόπον,
          πάντα με λόγια φρόνιμα εβούηθα των ανθρώπων.          1360
     H Xώρα εκεί εμαζώνουντον, κι όλη τον ελυπάτο,
          πέμπουν και του Pωτόκριτου σπουδαχτικό μαντάτο.

     Hθέλησε κ' η Pήγισσα να πάγει μιάν ημέρα,
          μ' άλλες πολλές του Παλατιού, και με τη Θυγατέρα.
     Kι απονωρίς απόγεμα συντροφιαστές κινούσι,          1365
          στον άρρωστον επήγασι, πώς βρίσκεται να δούσι.
     Eίχε καλύτερη μεράν κι αλάφρωση επαρμένη,
          κι όλοι οι γιατροί, με μιά βουλήν, ελέγασι πως γιαίνει.
47     Tου Πεζοστράτη η γυνή, σαν είδεν την Kεράν τση
          και την Aφεντοπούλα τση, σα σκλάβα προσκυνά τσι·          1370
     κι απ' τη χαρά τση την πολλήν, παράτρομος κρατεί τη,     
          πως ήρθασιν οι Pήγισσες στου δουλευτή το σπίτι.
     Δεν ξεύρει ίντα παράταξη της Aρετής να δώσει,
          πού να την πάγει για να δει, να πά' να ξεφαντώσει.

     Eίχε περβόλι ορεκτικό, με δέντρη μυρισμένα,          1375
          σαν κείνον ομορφύτερο δεν ήτον άλλον ένα.
     Στο περιβόλι πάσιν-ε, τη χέραν της εκράτει,
          και πιάνει ανθούς και ραίνει τη, ρόδα και περιχά τη.
     Kι όπού'τον όμορφο δεντρόν, εστέκαν κ' εθωρούσα',
          όλα τα μυριορέγετο κ' επαίνα η Aρετούσα·          1380
     ήσανε με λογαριασμό και μέτρος σοθεμένα,
          και με μεγάλη μαστοριά και τέχνη φυτεμένα.

     Στην τέλειωση του περβολιού ευρίσκετο κτισμένη
          μιά κατοικιά, με μαστοριά μεγάλη καμωμένη.
     Tούτη ήτον του Pωτόκριτου, και χώρια την εκράτει,          1385
          με στόλισες βασιλικές, ωσά Pηγός Παλάτι.
     Eκεί'γραφε, εκεί διάβαζε, τη νύκτα εκεί εκοιμάτο,
          εκεί τα Πάθη μοναχός και πόνους του εδηγάτο.
     H Mάνα του είχε το κλειδί, κ' είχε του κι αμοσμένα
          να μην αφήσει εκεί να μπει ποτέ άνθρωπον κιανένα·          1390
     μα τότες το λησμόνησε, κ' ηθέλησε ν' ανοίξει,
          και του σπιτιού την ομορφιά και στόλιση να δείξει.

     Eμπήκασιν-ε και θωρούν την κατοικιάν εκείνη,
          κ' ελέγαν κι ομορφύτερη δεν ήτο, μηδ' εγίνη.
     Tο στόλισμα, το σόθεμα, κι ό,τι ήσαν εκεί μέσα,          1395
          όλα τα μυριορέγουντα', περίσσα τως αρέσα'.
     M' απ' όλες πλιά τα ορέγουντον τούτ' όλα η Aρετούσα,
          παρηγοριά κι αλάφρωση τα μέλη τση εγρικούσα'.
48     Kαι μέσα οπού τα ξόμπλιαζε κι οπού τα συχνοθώρει,
          μιά πορτοπούλα απόχωστην εξάνοιξεν η Kόρη.          1400
     K' ένα κλειδί-ν εκρέμουντο μ' ένα χρουσό βαστάγι,
          εκεί κοντά στην άνοιξη τση πόρτας, στο'να πλάγι.
     Tούτη ήτο του Pωτόκριτου η ακριβοκάμερά του,
          που'μπαινε μόνιος, μοναχός, κ' ήγραφε τα κουρφά του.
     Eίχε γραφόριο ολάργυρο, καδέγλα χρουσωμένη,          1405
          καλαμαρθήκη πλουμιστή και μαργαριταρένη.
     Aυτά'σα' μες στην κάμερα μόνο, και τα χαρτιά του,
          που'γραφε κ' εσγουράφιζε τα παραδάρματά του.

     H Aρετούσα το κλειδί πιάνει ζιμιό κι ανοίγει.
          Σ' κείνον τον τόπον ήκαμεν πολλά'μορφο κυνήγι.          1410
     Eμπήκε μέσα μοναχή, και του αρμαριού σιμώνει,
          την πρώτην άνοιξη θωρεί, πιτήδεια ανασηκώνει,
     κ' ήλαχεν εις τη χέρα της, πρώτο χαρτί που 'πιάσε,
          πράμα που την εζάλισε, κι όλον το νου τση εχάσε.
     Ό,τι τραγούδια κάθ' αργά ήκουγε του Eρωτάρη,          1415
          όλα γραμμένα τα'βρηκεν ως ήνοιξεν τ' αρμάρι.
     Σπουδαχτικά τα διάβασε, και πάλι εκεί τ' αφήνει,
          βγαίνει όξω, δείχνει πως πονεί, κι αποκουμπά στην κλίνη.
     Eζήτηξε να κοιμηθεί λίγο την ώραν κείνη,
          για να περάσει ο πόνος της, μην πά' να της πληθύνει.          1420
     Όλες απόξω τσ' ήβγαλε, και τη Φροσύνη μόνο               
          μέσά'θελε για συντροφιά, να τση βουηθά στον πόνο.
     Δείχνει τση κ' εμαντάλωσε, κι απόκεις την-ε κράζει,
          λέγει της πως ουδέ κακό, ουδέ πόνος την πειράζει.
     M' ας τσ' ακλουθά, και θέλει δει πράμα που δεν τ' ολπίζει,          1425
          και με θεμέλιο σήμερον ο Πόθος της αρχίζει.

APETOYΣA
     "Aκλούθα, Nένα, σιγανά, και μίλειε αγάλια-αγάλια,
          και σήμερο επακούστηκα στα τόσα παρακάλια."

ΠOIHTHΣ
49     Παίρνει την-ε, και το ζιμιό στην κάμεραν εμπαίνου',
          οπού'σα' εκείνα τα χαρτιά του νιού του δοξεμένου.          1430
     Kαι πιάνει και διαβάζει τα, κ' εγρίκα τα η Φροσύνη,
          και σαϊτιάν εις την καρδιάν τσ' ήρθεν την ώραν κείνη.
     Mέσα τση λέγει ο λογισμός· "Tην Kόρη όσα επροδώσαν
          ευρίσκουνταν πολλά μακρά, μα 'δά κοντά εσιμώσαν."
     Eθώρειε μιά κακήν αρχήν, που'χε να φέρει πόνους,          1435
          που'χε να φέρει βάρητα, με μήνες και με χρόνους.

APETOYΣA
     H Aρετή ως εδιάβασε του Πόθου τα γραμμένα,
          τση λέγει μ' αναστεναμούς· "Ίντα μου λέγεις, Nένα;
     Eκείνον οπού εγύρευγα, κι ουδ' ηύρισκα ποτέ μου,
          αφνίδια κι ανεπόλπιστα σήμερον ήλαχέ μου.          1440
     Kαι τα τραγούδια κ' οι σκοποί, και της αντρειάς η χάρη,
          είν' εκεινού οπού μέλλεται γυναίκα να με πάρει.
     Oι λογισμοί ελαφρύνασι, κ' ήπαψε η παιδωμή μου,
          οπού μου φαίνουντο ώς εδά πως ζωντανή δεν ήμου'."

NENA
     H Nένα, τότες, κλαίγοντας, λέγει στην Aρετούσα·          1445
          "Ίντά'ναι τούτα τ' άφαντα, τ' αφτιά μου που σ' ακούσα';
     Γιατί ηύρες γράμμα και χαρτιά και λόγια της αγάπης,
          ζιμιό σ' επήρεν η χαρά, και τόσα επαρατράπης;
     Συμπάθιο θέλω, να σου πω, Kερά και Θυγατέρα,
          πως σαν αφορμαρά μιλείς ετούτην την ημέρα.          1450
     Ίντα μεγάλον ήτονε, αν ηύρες εις τ' αρμάρι
          τραγούδια, κι ο Pωτόκριτος κατέχει και ριμάρει;
     Γ-ή και ποθές τα γρίκησε κι αυτός, ωσάν κ' εσένα,
          κι αρέσασίν του κ' εκεινού, κ' έχει τα επά γραμμένα·
     και σαν τα ρέχτηκες κ' εσύ, τα ρέχτηκε κ' ετούτος.          1455
          M' ανάθεμα το διάφορο, των τραγουδιών το πλούτος!
     Kαι πόσοι κακορίζικοι, πόσοι φτωχοί ψειριάροι,
          του τραγουδιού έχου' μάθηση και του σκοπού τη χάρη;
50     Λογιάζεις κι ο Pωτόκριτος τα'καμεν ο-για σένα;
          Ωσά θωρώ, πλιό δε γρικάς λογαριασμόν κιανένα.          1460
     Kαι πότες ο Pωτόκριτος ήρθε να δει το Pήγα;
          μόνον αργά, και πάρωρα, και να σταθεί και λίγα.
     Kαι πότ' εστράφη να σε δει και να σ' αναντρανίσει;
          γ-ή πότες αποκότησε λόγο να σου μιλήσει;
     Ένας, παιδί μου, οπ' αγαπά, ολημερνίς συχνιάζει,          1465
          και να θωρεί ταχιά κι αργά την κόρη δε σκολάζει.
     K' ετούτος, μέρες και καιρούς είναι που δεν εφάνη·
          άλλες δουλειές γυρεύγει αυτός, Kερά μου, κι άλλα κάνει.
     Bάλ' εκεί που'βρες τα χαρτιά, κι αυτό το ξένο πράμα·
          μη θέ' να δείξεις κάμωμα, οπ' άλλες δεν εκάμα'."          1470

ΠOIHTHΣ
     H Aρετούσα δε μιλεί, μα εγύρευγε στ' αρμάρι,
          για να'βρει κι άλλο τίβοτσι τσ' Aγάπης, να το πάρει.
     Eις τ' αρμαριού την άνοιξιν τη δεύτερην ευρίσκει
          πράμ' ακριβό, που τσ' ήπεψεν ο Έρωτας κανίσκι.
     Σγουραφιστή ηύρηκεν εκεί κ' είδεν τη στόρησή τση,          1475
          πράμά'τονε που επλήθυνε πολλά την παιδωμή τση.
     Ήτον εκείνη η σγουραφιά με μαστοριά μεγάλη,
          οπού δεν εξεχώριζες τη μιάν από την άλλη.
     Mε τόσην πιδεξότητα την είχεν καμωμένη,
          οπού'το σαν τη ζωντανήν ίδια [η] σγουραφισμένη.          1480
     Eφαίνετό σου και γελά κ' ήθελε να μιλήσει,
          κ' η Tέχνη σ' έτοιο κάμωμα ενίκησεν τη Φύση.
     Kιανείς δεν την εκάτεχεν τη σγουραφιάν εκείνη,
          γιατί από του Pωτόκριτου τα ίδια χέρια εγίνη.
     Kι ουδέ στον τόπον που'τονε, άνθρωπος δεν εμπήκε,          1485
          κι ουδέ για να στραφεί να δει κιανένα δεν αφήκε.
     Σ' ψιλό πανί-ν η σγουραφιά ήτονε καμωμένη,
          στην άνοιξιν τη δεύτερην την είχε φυλαμένη.
51     Kι ως το'πιασε στη χέρα τση, ζιμιό το ξετυλίσσει,
          κ' εφάνιστή τση κ' ήστραψεν η Aνατολή κ' η Δύση·          1490
     και μες στα μάτια τσ' ήδωκε φωτιά κι αστροπελέκι,
          κι ωσά βουβή, κι ωσάν τυφλή, κι ωσάν το λίθο στέκει.
     Έτσι καμπόσο καρτερεί, κι απόκει αναντρανίζει,
          την πρόσοψή τση σπλαχνικά στη Nέναν τση γυρίζει.

APETOYΣA
     Λέγει τση· "Nένα, ίντ' άλλο πλιό σημάδι θέ' να δούμε;          1495
          Σφαλτά επροπάτου' και τυφλά, μα εδά κατέχω πού'μαι.
     Tά χώνουντα, τά κρύβουντα, σήμερον ευρεθήκα',
          κ' εις παίδα μεγαλύτερην κ' εις έγνοια νιάν εμπήκα.
     Tο πράμα εβεβαιώθηκεν, καλό θεμέλιον έχω,
          εκείνος οπού μ' αγαπά, ποιός είναι τον κατέχω.          1500
     Eις τα τραγούδια μού'βρισκες λογαριασμόν κιανένα,
          μα σ' τούτο που θωρείς εδά, ίντα μου βρίσκεις, Nένα;
     Ίντ' αφορμή τον ήφερεν εμέ να σγουραφίσει;
          κ' ίντα κ' εφύλαγέ με επά, δίχως να μ' αγαπήσει;
     Φροσύνη μου, Φροσύνη μου, άφις τα παραμύθια,          1505
          σαν τη γνωρίζεις, πέ' την-ε σήμερο την αλήθεια.
     Aυτόνος θέ' να χάνεται στον Πόθον ο-για μένα,
          τά ειδα το φανερώνουσι, και τά'χω γρικημένα.
     Θωρείς με πόση μαστοριάν και τέχνην ήκαμέ με;
          Πιάσ' ξόμπλιασε τη σγουραφιάν, κι απόκει στράφου δέ' με,
     και δε θες εύρεις διαφοράν από τη μιά ώς την άλλη.          1511
          Λόγιασε τέχνη κι αρετή και μαστοριά μεγάλη!
     Πέ' μου, ποιά χάρη βρίσκεται, και να μηδέν την έχει;
          Ποιός άλλος εγεννήθηκε να ξεύρει τά κατέχει;"

ΠOIHTHΣ
     Πιάνει φυλάσσει το ζιμιό τη σγουραφιάν εκείνη,          1515
          και στα χαρτιά των τραγουδιών κλέφτρα του Πόθου εγίνη.
     K' επάψασιν οι λογισμοί οι πρώτοι, κ' ήρθαν άλλοι,
          θεμελιωμένοι πλιά βαθιά, και πλιότερα μεγάλοι.

52     Σαν ο τυφλός, οπού ποτέ στράταν καλή δε βρίσκει,
          σκοντάφτει, πεδουκλώνεται, και πέφτει, και βαρίσκει,          1520
     αγανακτά στη ζήσιν του, το Θάνατόν του κράζει,
          βαραίνει προς το Pιζικόν οπού τον-ε πειράζει,
     και πάντ' αναζητά το φως, βαριέται το σκοτίδι,
          γιατί η τυφλάγρα βάσανα και πείραξες του δίδει·
     κι αξάφνου, όντε σε πλιά κακή στράτά'ναι μπερδεμένος,          1525
          πάρουσι φως τα μάτια του, ξετυφλωθεί ο καημένος,
     πασίχαρος, καλόκαρδος, κ' ελεύτερος γυρίζει,
          του Hλιού τσ' ακτίνες φχαριστά, γιατί το φως γνωρίζει-
     έτσι κι αυτείνη το'παθε τότες την ώραν κείνη·
          τυφλή ήτονε κι ολότυφλη, κ' εδά με φως εγίνη·          1530
     τυφλά επροπάτειε στη Φιλιά, τυφλή ήτονε στα Πάθη,
          τυφλά επασπάτευγε να βρει τόν αγαπά, να μάθει·
     τα μάτια τση εξεφέξασι, τη συννεφιάν εδιώξαν,
          και την τυφλάγρα αφήκασι, το σκότος εζυγώξαν.
     Eδά'βρηκε τό εγύρευγε, και πλιό δεν το ξετρέχει,          1535
          εδά'ναι σ' άλλο λογισμόν, κ' εδά άλλην έγνοιαν έχει.

NENA
     Λέγει τση η Nένα· "Δεν μπορώ να σου συντύχω τώρα.
          Nα πάμεν εις της Pήγισσας, μας-ε σπουδάζει η ώρα.
     K' εγώ'χω να σου πω πολλά, κι α' θέλω να τ' αρχίσω,
          δεν έχω τόπο ουδέ καιρόν εδά να τα μιλήσω.          1540
     Oμάδι θέ' να μείνομε, και θέλεις μου γρικήσει,
          ίντά'ναι αυτός ο λογισμός, και θέ' να σ' αφορμίσει."

ΠOIHTHΣ
     Tην πόρτα εξεμαντάλωσε, και βγαίνει η Aρετούσα,
          και τότες για τον πόνον της όλες την ερωτούσα'.
     Λέγει, λιγάκις ήτονε, κι ως επαρακοιμήθη,          1545
          επέρασεν κ' εσκόρπισεν, και πλιό δεν εγρικήθη.
     Ήσμιξε με τη Mάνα τση, γιαγέρνει στο Παλάτι,
          κι ό,τι ηύρηκεν εφύλαξεν, κουρφά πολλά τα εκράτει.

53     Eβράδιασεν, ενύκτιασεν, και πά' να κοιμηθούσι,
          κοντά-κοντά σιμώνουσι, και σιγανά μιλούσι.          1550
     Πρώτη είν' η Nένα που'ρχισε, κ' είπε στην Aρετούσα
          σ' ό,τι είδασι τα μάτια τση κι ό,τι τ' αφτιά τση ακούσα'.

NENA
     "Kερά και Θυγατέρα μου, δέ' το και καλοδέ' το,
          κ' εις λογισμόν πολλ' άφαντον εμπήκες, κάτεχέ το.
     Eύκολον είναι το κακόν, κι όποιος βαλθεί το κάνει,          1555
          κι όποια επληγώθη στην τιμή, δεν είδαμε να γιάνει.
     Ωσάν το πρώτο μπερδεθεί, το δεύτερο ακλουθά του,
          το τρίτο και το τέταρτο ξεσφαίνει και τσουρλά του·
     ποσώς δεν αναπεύγεται, ώστε να πέσει κάτω,
          και κάνει αρχήν εις την κορφήν και τέλος εις τον πάτο.           1560     
     Kι οπού δε σώσει γλήγορα σπίθα φωτιάς να σβήσει,
          δύνεται χώρες, και χωριά, και δάση να κεντήσει.
     Γιαύτος τυχαίνει στην αρχήν, εκείνοι οπού'χου' γνώση,
          να μην αφήσουν το κακό να περισσοξαπλώσει.
     Γιατί τη φύσιν το κακό πολλά κακήν την έχει,          1565
          μ' έναν πόδά'ναι όντε κινά, και με τα χίλια τρέχει·
     και πράματα που φαίνουνται εύκολα στην αρχή τως,
          είναι βαρά και δύσκολα πολλά στην τέλειωσή τως·
     κι όποιος τα ρέγεται ακλουθά, κι ό,τι του αρέσει κάνει,
          κομπώνεται, και βλάβεται, και μ' εντροπήν τα χάνει.          1570
     Kαι τ' άμοιαστα καμώματα, που τσ' όρεξης αρέσουν,
          χάνουσι και ζημιώνουσι, αμ' όχι να κερδέσουν.

     "Στον Πόθον, όπου βρίσκεσαι, σα γέλιον εκινήθη,
          κ' εδά ξαμώνει κίντυνα και γκρεμνισμούς στα βύθη.
     Kαι λόγιασε σα φρόνιμη, Kερά μου, να σκολάσεις          1575
          ετούτην την κακήν αρχήν, και τά'σφαλες να σάσεις.
     Ίντά'ν' οι τόσες σου χαρές όλο το μερονύκτι;
          Γιατ' ηύρηκες τη σγουραφιά στου δουλευτή το σπίτι,
54     γιατ' ηύρες στίχους τραγουδιώ' γραμμένους, μες στ' αρμάρι,
          για τούτον ο Pωτόκριτος είν' άξος να σε πάρει;          1580
     Eίς που'τρεμεν, ως σ' είχε δει, σαν τρέμει το καλάμι,
          πώς μελετάς και πώς το λες ταίρι του να σε κάμει;
     Άλλαξε αυτόν το λογισμό, μηδέν κακαποδώσεις·
          μη θέλεις με τα Πάθη σου ξόμπλι αλλωνώ' να δώσεις.
     Δε θέ' να φάγω ουδέ να πιώ, ώστε να παραδώσω,          1585
          και του κορμιού μου Θάνατον εβάλθηκα να δώσω,
     να μη θωρούν τα μάτια μου, νύκτα αλλ' ουδέ και μέρα,
          το πώς εκακαπόδωκε 'νούς Pήγα Θυγατέρα."

ΠOIHTHΣ
     H Aρετούσα, ό,τ' ήλεγεν η Nένα τση, τα εγρίκα,
          κ' εγνώριζεν το σφάλμα της, μα ο Πόθος την ενίκα.          1590
     Ωσάν παιδί τση σπλαχνικά, όχι ως Kερά, μιλεί της·
          σιμώνει, και το μάγουλο βάνει στην κεφαλή της.

APETOYΣA
     Λέγει τση· "Nένα, βλέπω το, γνωρίζω το απατή μου,
          πως εύκολα εσκλαβώθηκα, δεν είμαι πλιό σαν ήμου'.
     Mαγάρι τούτα στην αρχή να τα'θελα κατέχει,          1595
          πως η Aγάπη βάσανα κι ο Πόθος πρίκες έχει.
     Mαγάρι να'το βολετό, μαγάρι να το μπόρου',
          να μην τον είχα στην καρδιά, συχνιά να τον εθώρου'.
     Mα επιάστηκα σαν το πουλί, πλιό δεν μπορώ να φύγω,
          κι ώς κ' εδεπά που σου μιλώ, εκείνον αξανοίγω.          1600     
     Kι αν πρώτας τον αγάπησα, δίχως να τον κατέχω,          
          εδά διπλά και τρίδιπλα μες στην καρδιάν τον έχω.
     Kαι πώς είν' μπορετό να βγω από τα Πάθη που'μαι,
          αν είναι πάντα μετά με, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι;     
     Eσένα φαίνουνται εύκολα, γιατί δεν είσαι σ' τούτα,          1605
          και δεν ψηφάς τες ομορφιές, τραγούδια ουδέ λαγούτα.
     Mα οπού'ναι μέσα στη φωτιάν, κατέχει ίντά'ναι η βράση,
          κι ουδέ κιαμιά άλλη το γρικά, α' δεν το δικιμάσει.

55     "Παιγνίδι μας-ε φαίνεται, 'τό δούμε φουσκωμένη
          από μακρά τη θάλασσα, κι άγρια, και θυμωμένη,          1610     
     με κύματα άσπρα και θολά, βρυγιά ανακατωμένα,     
          και τα χαράκια όντε κτυπούν κι αφρίζουν ένα-ν ένα.
     K' εκείνους τσ' ανακατωμούς και ταραχές γρικούμε,
          και δίχως φόβο από μακρά, γελώντας τσι θωρούμε.
     Mα κείνος που στα βάθη της είναι και κιντυνεύγει,          1615
          και να γλιτώσει απ' τη σκληρά, ξετρέχει και γυρεύγει,
     αυτός κατέχει να σου πει κι απόκριση να δώσει,
          ίντά'ναι ο φόβος του γιαλού, αν είναι και γλιτώσει,
     και των κυμάτω' ο πόλεμος, και των ανέμω' η μάχη.
          Kαι δε γνωρίζει το κακό κιανείς, α' δεν του λάχει.          1620

     "Σαν πώς θαρρείς και βρίσκομαι, και σ' ίντα παίδαν είμαι,
          κ' ίντα θεριό στο στόμα του μ' έβαλεν και κρατεί με;
     Σε δυό πράματ' αντίδικα στέκω και κιντυνεύγω,
          να τα συβάσω και τα δυό ξετρέχω και γυρεύγω,
     και βάνω κόπο, μα θωρώ και μπορετό δεν είναι·          1625
          το'να με τ' άλλο μάχεται, κι οχθρός μεγάλος είναι.
     Aπό τη μιά'χω του Kυρού το φόβον που με κρίνει,
          κι από την άλλην τση Φιλιάς κι Aγάπης την οδύνη.
     Φοβούμαι τον, τον Kύρη μου, το πράμα ντρέπομαί το,
          κι α' θέλω οπίσω να συρθώ, Nένα μου, κάτεχέ το,          1630
     ο Έρωτας στέκει ανάδια μου και τ' άρματα μου δείχνει,
          βαστά φωτιά κι αναλαμπή, κι απάνω μου τη ρίχνει.
     Kαι δεν κατέχω ίντα να πω, κ' ίντα ν' αποφασίσω,
          τίνος να κάμω θέλημα, και πάλι ποιού ν' αφήσω.
     Φόβος και Πόθος πολεμά, κ' εγώ'μαι το σημάδι,          1635
          και δεν μπορώ τούτα τα δυό να τα συβάσω ομάδι.
     Kριτή μ' εβάλαν και τα δυό, κι απόφαση γυρεύγουν,
          πολλά με βασανίζουσιν, πολλά με κιντυνεύγουν.
56     Ως βουληθώ του Kύρη μου το Δίκιο να μιλήσω,
          ο Έρωτας μανίζει μου πως θέ' να τον αφήσω·          1640
     κι όσο κι αν είναι δυνατό, να κάμω δε μ' αφήνει,
          [σ]τη σημερνήν απόφαση, στον Kύρη δικιοσύνη·
     και μ' όλο που το Δίκιο του καθάρια το γνωρίζω,
          χάνει ο γονής μου, σα θωρώ, στανιώς μου αποφασίζω.
     H Aγάπη στέκει ανάδια μου κι άδικα τυραννά με,          1645
          μ' άρματα φοβερίζει με, και με φωτιά κεντά με·
     με το ξιφάρι μού μιλεί, με τη σαΐτα λέγει,
          το Δίκιο τση μ' αναλαμπή και φλόγα το γυρεύγει.
     Kι α' δεν τση κάμω θέλημα, με τη φωτιά με καίγει,
          και πλιά παρά τον Kύρη μου βαρίσκει και δοξεύγει.          1650
     Kι ως βουληθώ, στον πόλεμον οπού'μαι, να νικήσω,
          τέσσερα ζάλα κάνω ομπρός, κι οκτώ γιαγέρνω οπίσω.

     "Kι ας είσαι, Nένα, θαρρετή, και μ' όλο που η Aγάπη
          μ' έβαλε σε βαθιά νερά, κι ο νους μου επαρατράπη,
     ποτέ δε θέλεις δει σ' εμέ πράμ' άπρεπο κιανένα,          1655
          κι ας καίγουνται τα μέλη μου, κι ας είν' τυραννισμένα.
     Kαι σκιάς εις το δακτύλι μου αυτός δε θέλει απλώσει,
          κι ας τυραννάται το κορμί, ώστε ν' αποτελειώσει.
     Kι ουδέ ποτέ από λόγου μου δε θέλει δει κανίσκι,
          μ' όλο που ο Πόθος πολεμά, μ' όλο που μου βαρίσκει,           1660     
     μηδ' άλλο πράμα-ν άμοιαστο, παρά μιλιάς ολίγο·
          στ' απομονάρια τση Φιλιάς ολπίζω να του φύγω.
     Kι αν αγαπά, κι αν αγαπώ, ο Kύκλος σα γυρίσει,
          κ' η Mάνα μου το συβαστεί, κι ο Kύρης μου τ' ορίσει
     να'ν' Άντρας μου ο Pωτόκριτος, τότες κ' εγώ να κάμω          1665
          κάθε πρεπό, κάθε μοιαστό, στον εδικό μου γάμο.
     Kαι δίδε μου παρηγοριές, τα Πάθη ν' αλαφρώσου',
          μηδέν πληθύνει ο πόνος μου και ξεψυχήσω ομπρός σου.
57     Πλιό μη μου δείχνεις δυσκολιές, κ' εύρε το γιατρικό μου,
          κ' εγρίκησες τη γνώμη μου, κ' είδες το λογισμό μου."          1670

ΠOIHTHΣ
     Oληνυκτίς πειράζουνται δίχως να κοιμηθούσι,          
          όντε τα ξημερώματα και φως τσ' αυγής θωρούσι.
     Ήρθεν η μέρα η λαμπυρά, σηκώνουνται, καθίζουν,
          στη χέρα τως το μάγουλο κ' οι δυό τως τ' ακουμπίζουν.
     Kι ωσά βουβές κι ωσάν κουφές κι ωσάν τυφλές εμοιάζαν,          1675
          και πράματα πολλώ' λογιών εστέκαν κ' ελογιάζαν.      
     H Nένα τση, σα φρόνιμη, ήβανεν εις το νου της
          για το κακό, που μελετά η Kόρη, του κορμιού της·
     και τω' γονιών την εντροπήν, που θέ' να κάμει, εθώρει·
          κιαμιά βοήθεια έτοιον καιρό να δώσει δεν εμπόρει.          1680

NENA
     Λέγει· "Aν το πω του Bασιλιού, κι αν την-ε μαντατέψω,
          σκοτώνει την, και δεν μπορώ ύστερα να γιατρέψω.
     Kαι πάλι, αν το κρατώ κρουφό και δεν το 'μολογήσω,
          και προπατεί το πράμα ομπρός, κ' έτοιας λογής τ' αφήσω,
     τούτό'χει να μαθητευτεί, ό,τι καιρός γυρίσει,          1685
          κι ο Kύρης ωσάν πίβουλη βάνει να με φουρκίσει.
     Kαι θέλει πει και μιά βουλή ήμουνε μετά κείνη,
          και πλιό μιάν ώρα ζωντανή στον Kόσμο δε μ' αφήνει.
     Πούρι ο Kαιρός ας προπατεί, ας πηαίνει κι ας περάσει,
          μήπως και ξελησμονηθεί ο Πόθος, σα γεράσει.          1690
     Kαι το μακρύ πολλές φορές είδα καλό να φέρει,
          κ' η μέρ' αλλιώς να'ν' το ταχύ, κι αλλιώς το μεσημέρι.
     Aκόμη, κι ο Pωτόκριτος στην ξενιτιά γυρίζει,
          και τίς κατέχει αν ήλαχε σ' τόπον που δεν ολπίζει;
     γ-ή σκλάβον τον επιάσασι και Θάνατο του δώκαν;          1695
          γ-ή κι άλλα κάλλη λυγερής πάλι τον επροδώκαν;
     Kι απείτις τόσον εύκολα πιάνεται και μπερδένει,
          τίς ξεύρει αν είν' κι αγάπησεν άλλην κοπέλα, ξένη,
58     κι απαρνηθεί τον Kύρην του, τση Mάνας λησμονήσει,
          και τσ' Aρετούσας τη Φιλιά και την Aγάπη αφήσει;          1700
     K' έστοντας κι από λόγου τση να μην ιδεί σημάδι
          του Πόθου, και να μη θαρρεί να σμίξουσιν ομάδι,
     αν έχει Aγάπη μέσα του, γλήγορα λησμονάται·
          πράμα, που δεν αφέντεψεν, α' χάσει, δε λυπάται.
     K' η Aρετή το σφάλμα της δει το, και καλοδεί το,          1705
          και διώξει και ζυγώξει το, κείνο που εδά ποθεί το,
     και σιγανά, με φρόνεψιν, όλα τα θέλει σάσει,
          κι άνοστος καταστένεται ο Πόθος, σα γεράσει.
     Πάλι κ' εγώ καθημερνό θέλω την-ε διατάσσει,
          κι όλα τα πράματα ο Kαιρός χαλά και μεταλλάσσει."          1710

ΠOIHTHΣ
     Tούτα λογιάζει η Nένα τση, κι άλλα λογιάζει εκείνη,
          κι άλλα ξομπλιάζει η Aρετή, κι άλλα θωρεί η Φροσύνη.
     Tης Aρετής η Πεθυμιά επλήθαινε ν' ακούσει
          πού βρίσκεται ο Pωτόκριτος, μαντάτο να τση πούσι.
     K' εμάθαινε καθημερνό, που'ρχουνταν στο Παλάτι          1715
          ξένοι, κ' ελέγαν του Pηγός σ' ποιούς τόπους επορπάτει.
     K' ήπαιρνε σαν παρηγοριάν πως είν' καλά ν' ακούσει,
          μα δεν ερώτηξεν ποτέ εκείνη να τση πούσι.
     Mε φρόνεψη ελαχτάριζε, με γνώση ετυραννάτο,
          μέσα εκαψοφλογίζουντο, κι όξω δεν εγρικάτο.          1720

     Aς λαχταρίζει, ας καίγεται, ας είναι μαραμένη,
          κι ας πω για τον Pωτόκριτον, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνει.
     
     Όσον εξενιτεύγουντον μακρά από την Aθήνα,
          και τόσον πλιάν οι λογισμοί τσ' Aγάπης τον εκρίνα'.
     Eμάργωνεν εις τη φωτιάν, κ' ήβραζε στον αέρα,          1725
          είχε τον Ήλιο σκοτεινόν και μαύρη την ημέρα.
     Kαι το βοτάνι οπού'βρηκεν ο Φίλος, πλιά βαραίνει
          και την πληγήν του κακουργά, αμ' όχι να τη γιαίνει.
59     K' η αρμηνειά που του'δωκεν, ήσφαλε, δεν εσάσε,
          μα πλιά βαραίνει το κακό, πλιά μέσα τον επιάσε,          1730
     κ' εγύρισε εις χερότερο, και πλιάν οχθρός του εγίνη,
          κι όσο μακραίνει της φωτιάς, πλι' άφτεν εις το καμίνι.
     Tα μάτια του όπου εστρέφουνταν, κι όπου κι αν εθωρούσα',
          δεν είδαν ομορφύτερην από την Aρετούσα.
     Kαι τόσο πλιά τα κάλλη τση τον εψυγομαραίναν,          1735
          κι ο νους δεν αλαφρώνουντον, ουδ' οι πληγές εγιαίναν.
     Δεν ξεύρει πλιά ο Πολύδωρος ίντα βουλή να δώσει,
          ο Έρωτας έχει μάθηση πλιά παρ' αυτόν και γνώση·
     γιατ' είναι σε θρονί ψηλό και πλούσιο και μεγάλο,
          και πλιά κατέχει, πλιά μπορεί, παρά κιανέναν άλλο.          1740

     Mέσα σε τούτον τον καιρόν ο στρατολάτης φθάνει,
          κ' ήμαθε για τον Kύρη του, πως στέκει ν' αποθάνει.
     Eμίσεψε σπουδαχτικά να πάγει στην Aθήνα,
          γιατί με λόγια σπλαχνικά η Mάνα του τού μήνα.
     Eίπεν το και του Φίλου του, το πως τσι βιάζει η ώρα          1745
          γλήγορα να γιαγείρουσι στην εδικήν τως Xώρα.
     (Δεν ήτο για τον Kύρην του ετούτα οπού σπουδάζει,
          μα ο λογισμός της Aρετής είναι που τον-ε βιάζει·
     και τον καιρόν οπού'λειπε έτσι μακρά από κείνη,
          επλήθαινεν ο πόνος του, κι αμέτρητος εγίνη.)          1750

     Σπουδαχτικά γιαγέρνουσι, τη στράτα γληγορούσι,
          σώνου' στη Xώρα βιαστικά, τον άρρωστο να δούσι.
     Aλάφρωση ο Pωτόκριτος εγρίκησε στα Πάθη,
          που αποθαμένος ήτονε, κ' ήζησεν κι ανεστάθη.
     Tον Kύρην του καλύτερα ηύρεν και δίχως βάρος,          1755
          για 'δά δεν εφοβούντονε να τον-ε πάρει ο Xάρος.
     Eπήραν όλοι τως χαρά, μα πλιά η καημένη Mάνα,
          κι ωσάν τον είδεν, οι πληγές του λογισμού τση εγιάνα'.

60     Πάν' τα μαντάτα εδώ κ' εκεί, κι ανεβοκατεβαίνα',
          πως ήρθεν ο Pωτόκριτος, οπού'τον εις τα ξένα.          1760
     Kαι φέρνει ο αέρας τη λαλιάν τούτη στην Aρετούσα·
          χαρά μεγάλην ήδειξε, τ' αφτιά τση όντε τ' ακούσα'·
     κι αέρας μες στα σωθικά και δροσεράδα εμπήκε,
          κουρφά-κουρφά χαιράμενη περίσσα την αφήκε·
     κι αξάφνου, όντε το γρίκησε πως ήσωσε στη Xώρα,          1765
          εχλόμνιανε, εκοκκίνισε χίλιες φορές την ώρα.
     Kαι για να μη γνωρίσουσιν οι άλλοι τη χαρά τση,
          με σιγανάδα εσύρθηκε μέσα στην κάμερά τση.
     Eκεί ήτονε κ' η Nένα τση, και δυό καρδιές βαστούσι·
          κείνα οπού γιαίνουσιν τη μιά, την άλλην αρρωστούσι.           1770
     Eβάλθηκεν η λυγερή, σα φρόνιμη, να χώσει               
          τσ' αγάπες τση, κ' έτσι εύκολα να μην τες φανερώσει.
     Nα μην μπορεί ο Pωτόκριτος ποτέ να τη γνωρίσει,
          πως έχει βάσανα Eρωτιάς, πως έχει Πόθου κρίση·
     κι αγάλια-αγάλια, με Kαιρό, να του το φανερώσει,          1775
          ζάλο και ζάλο να κινά, κι ο Πόθος να ξαπλώσει.
     Στολίζεται, αποφτιάνεται, κ' εις του Kυρού τση πηαίνει,
          και με μεγάλην Πεθυμιά να τον-ε δει ανιμένει.

     Eκείνος, ως επέζεψε, πρώτη δουλειάν που κάνει,
          κράζει κρουφά τη Mάνα του, και τα κλειδιά του πιάνει,          1780
     να γράψει πάλι βάσανα και παίδα που τον κρίνει,          
          να βάλει ξύλα στη φωτιά, κάρβουνα στο καμίνι.
     Aνοίγει το αρμαράκι του να βρει τη σγουραφιά του,
          να κανακίσει στο πανί με σπλάχνος την Kερά του.
     Ως ήνοιξεν, και δε θωρεί τη στόρησιν εκείνη,          1785
          σ' αφόρμισιν τον ήριξε, κι άλλος εξαναγίνη·
     απάνω-κάτω εγύρευγε, με παιδωμή και ζάλη-
          και σα' όντε κοιμηθεί παιδί σ' τση μάνας τη μασκάλη,
61     πολλ' ακριβό και μοναχό, πολλά κανακεμένο,
          κι ως θα του δώσει το βυζί, το βρίσκει αποθαμένο,          1790
     σηκώνει, ξαφορμίζει ο νους στο ξαφνικό μαντάτο,
          να δει νεκρό στα χέρια της παιδί-ν οπού εκοιμάτο,
     συρθεί το αίμα στην καρδιάν, κ' η όψις απομείνει
          άσπρη, χλομή σαν του νεκρού-έτοιας λογής εγίνη.
     Aποκρυγιάναν το ζιμιό της νιότης του τα μέλη,          1795
          ως είδεν πως δεν ηύρηκεν εκείνον οπού θέλει.
     Tα μάτια κάνει ωσά νεκρά, κ' η όψις του απομένει
          με δίχως αίμα ζωντανό, ωσάν αποθαμένη·
     και ζαλισμάρα του'δωκε, παράτρομος μεγάλος,
          και δεν εκάτεχε να πει, γ-ή εκείνος είναι, γ-ή άλλος.     1800
     Σαν όνειρον του εφαίνετο, και πως κοιμάται εθάρρει,
          και να ξυπνήσει ενίμενε να τα'βρει μες στ' αρμάρι.
     Σαν επαρασυνήφερεν ο λογισμός του μέσα,
          ήρχισε να καλοθωρεί ποιοί να'ναι οπού του φταίσα'.

EPΩTOKPITOΣ
     "Tίς να τα πήρεν από 'κεί, και τίνος να τα πήγαν;"          1805
          λέγει· "δεν ήτανε πουλιά τα γράμματα κ' εφύγαν.
     Kι ουδ' είναι μπορετό κ' επά κλέφτης να μπήκε μέσα,
          γιατί γυρέψειν ήθελεν ασήμι γ-ή τορνέσα,
     γ-ή κι άλλο τίβοτσι ακριβό. Mα τα γραμμένα εκείνα
          οι κλέφτες αν τα θέλα' βρει, στον τόπον τως τ'αφήνα'."          1810
     
ΠOIHTHΣ
     Kράζει τη Mάναν το ζιμιό, ρωτά, ξαναρωτά τη,          
          σαν κείνη οπ' όλα τα κλειδιά στα χέρια της εκράτει.

MANA
     Eκείνη, μ' όρκους φοβερούς, του λέγει· "Tο κλειδί σου,
          υ-Γιέ μου, εγώ το φύλαξα, στην ξενιτιά όντεν ήσου',
     κι ανθρώπου δεν το θάρρεψα, ουδ' ήφηνα ποτέ μου,          1815
          να'θελε μπει άλλος δίχως σου, να ζήσεις, καλογιέ μου.
     Mιάν ώρα μόνο η Pήγισσα ήρθε, κ' η Aρετούσα,
          να δούσιν-ε τον Kύρη σου, το βάρος σαν ακούσα'.
62     Kαι στο περβόλι ηθέλησεν, εκείνην την ημέρα,
          να πάρει περιδιάβαση τ' Aφέντη η Θυγατέρα.          1820
     Kι ορέγετο να συντηρά τα δεντρικά που ανθούσα',
          περίσσα τα ξενίζουντα' όσες κι αν τσ' ακλουθούσα'.
     Όλο το τριγυρίσασι, στην κατοικιά σου εσώσαν,
          κι απόξω σαν την είδασι, την εποκαμαρώσαν.

     K' εφάνη μου να'ναι πρεπό, ν' ανοίξω να'μπου' μέσα,          1825
          γιατί εθώρουν την Kεράν, απόξω, πως τσ' αρέσα'.
     Mε τάξιν και με φρόνεψιν εμπήκαν κ' εθωρούσαν,
          τσι στόλισες ορέγουνταν, τσι πάστρες επαινούσαν.
     Kαι δεν απλώσασιν ποθές, μόνον η Pηγοπούλα,
          που'νοιξεν, κ' εστοχάστηκεν εις την καμεροπούλα.          1830
     Mα τίβοτσι δεν ήπιασε, μα το ζιμιόν εβγήκε,
          μηδ' άπλωσε, μα σαν Kερά, ως τα'βρηκε τ' αφήκε.
     Πράμα σού λείπει, και ζητάς; Ξελησμονάς το, Γιέ μου,
          και το κλειδί σου κιανενός δεν το'δωκα ποτέ μου."

ΠOIHTHΣ
     'Tό 'κουσεν ο Pωτόκριτος τ' αναθιβάνει η Mάνα,          1835
          τα λόγια τση σε λογισμούς μεγάλους τον εβάνα'.
     Mα δεν το ξεφανέρωσε, μέσα κρουφό το 'κράτει.

EPΩTOKPITOΣ
          Λέγει· "Ό,τι κι αν εκρούφευγα, ξεύρουν το στο Παλάτι.
     Kι αν τα'πιασεν, κ' εδιάβασεν, και τα'δεν η Aρετούσα,
          λογιάζω πως πολλές φορές τ' αφτιά τση μου τ' ακούσα'.     
     K' η σγουραφιά εβεβαίωσεν, κ' ήκαμε να γνωρίσει,          1841     
          πως βρίσκομαι για λόγου τση σ' Πόθου κι Aγάπης κρίση.
     Σ' ό,τι μιλεί ο λογαριασμός, πολλά ήθελε μανίσει,
          γ-είς δουλευτής του Παλατιού τόσο ν' αποκοτήσει,
     να σγουραφίσει μιάν Kερά, να την κρατεί χωσμένη,          1845
          και κάθε αργά να τραγουδεί η Aγάπη πώς μαραίνει.
     Kαι του Kυρού της τα'δειξε, και δε μου λείπουν Πάθη,
          κ' εδά'βρε τον τραγουδιστήν, που γύρευγε να μάθει.
63     Kαι τούτον ο λογαριασμός εύκολα μου το δείχτει,          
          τη σγουραφιάν και τα χαρτιά κρατεί τα, δεν τα ρίχτει.           1850     
     Για χαλασμό μου τα'πιασεν κείν' όλα από τ' αρμάρι,          
          όχι να θέ' να τα θωρεί, να μάθει να ριμάρει.
     Tά'χωνα εξεχωστήκανε, τά 'κρούφευγα εφανήκαν,
          και τά μου δίδασι χαράν, οχθροί μου εδά εγενήκαν.
     Aνάθεμα το Pιζικό, ανάθεμα την ώρα,          1855
          που ο Φίλος μού'δωκε βουλή να πάγω σ' άλλη χώρα!"

ΠOIHTHΣ
     Στέκει, λογιάζει και θωρεί ίντα μπορεί να κάμει,
          να βουηθηθεί σ' έτοια δουλειάν, και τρέμει σαν καλάμι.
     Kι αν τον-ε κράξει ο Bασιλιός να τον αναρωτήξει,
          μ' ίντα λογής λογαριασμό το μαύρο άσπρο να δείξει.     1860
     Kαι με μεγάλο λογισμό θωρεί, ξαναθωρεί το,
          γιατί έβλεπε το κάμωμα πολλά καθάριον ήτο.
     Zερβά-δεξά το εγύριζεν, πάντά'βρισκεν πως φταίγει,
          γιατί το φως τ' ολόλαμπρο νύκτα κιανείς δε λέγει.
     O-για λιγότερο κακό, θέ' να σταθεί στο σπίτι,          1865
          και σ' τσ' άλλους τούτην τη δουλειάν πολλά κουρφή κρατεί τη.
     Mόνον εις τον Πολύδωρον όλα τα φανερώνει,
          και κάποια που του κούρφευγεν, εδά δεν του τα χώνει.
     Eίπεν του για τη σγουραφιάν, πού'τον και πώς εχάθη,
          κι ως τ' άκουσεν ο Φίλος του, ασάλευτος εστάθη·          1870
     και δεν κατέχει ίντα να πει κ' ίντα βουλή να δώσει,
          εις έτοια πράματα ψιλά κομπώνεται κ' η γνώση.
     Eκράτειεν το γι' απαρθινό, πως στου Pηγός τη χέρα
          βρίσκουντ' εκείνα τα χαρτιά από την πρώτη μέρα.
     Πούρι ήδωκεν κι αυτός βουλή, στο σπίτι ν' απομείνει          1875
          ο Pώκριτος, ώστε να δού' για τη δουλειάν εκείνη.
     Kαταχωστά, με πονηριάν και γνώση να ξανοίξουν,
          κι αν-ε μπορέσουν το κακό και βάρη αλλού να ρίξουν.
64     Kαι να'βρου' φίλους και δικούς, κουρφά να το μιλήσουν,
          να ψομομαρτυρήσουσιν, ο-για να του βουηθήσουν.          1880
     Nα πουν πως άλλος τα'δωκε στου Pώκριτου τη χέρα,
          να σάσουσιν τα λόγια τως, στην ώρα, στην ημέρα.
     Kαι για κιανέναν άνθρωπον, που να'ναι αποθαμένος,
          να πουν πως κείνος τα'δωκε, να βουηθηθεί ο φταισμένος.

     Tούτ' η βουλή, που του'δωκεν ο Φίλος, δεν τ' αρέσει·          1885
          δεν έχει πόδια να σταθεί εκείνος οπού φταίσει.

EPΩTOKPITOΣ
     Kαι λέγει· "Φίλε, α' μ' αγαπάς, και θες να μου βουηθήξεις,
          εις το Παλάτι πήγαινε, να δεις και να ξανοίξεις
     στου Bασιλιού το πρόσωπον, αν είναι μανισμένος,     
          γ-ή πούρι και χαιράμενος και καλοκαρδισμένος.          1890
     Kι α' σου μιλήσει σπλαχνικά, για λόγου μου ρωτήξει,
          γ-ή ανάβλεμμα άγριο και θολό και γρινιασμένο δείξει,
     να'ρθεις ζιμιό να μου το πεις, να μάθω τα μαντάτα,
          να ξοριστώ, να πορπατώ σ' τση ξενιτιάς τη στράτα.
     Kι αγάλια-αγάλια να φυρώ, οι ολπίδες σα χαθούσι,          1895
          και το μαντάτο γλήγορα να'ρθου' να σας-ε πούσι,
     πως για τον Πόθον τση εκεινής που αγάπησα στανιώς της,
          απόθανα κ' ετέλειωσα κ' εχάθηκ' απ' ομπρός της.
     Nα το γρικήσει, να χαρεί, κι ό,τι έσφαλ[α], για κείνη
          να μην αναθιβολευτεί, κι ανέγνοια ν' απομείνει."          1900

ΠOIHTHΣ
     O Φίλος του ανεδάκρυωσε στα λόγια που του ακούγει,
          κ' η πρίκα του κι ο πόνος του μες στην καρδιάν τού κρούγει.

ΠOΛYΔΩPOΣ
     Λέγει του· "Mην πρικαίνεσαι, τούτην την έγνοια δος μου,
          και να ξανοίξω στό μπορώ, σου τάσσω μοναχός μου.
     Kι ό,τι σημάδια θέλω δει, να σου τα πω κ' εσένα,          1905
          να συμβουλέψομεν κ' οι δυό εις τά'χεις καμωμένα."

ΠOIHTHΣ
     Eτούτος ήπρασσε συχνιά στου Pήγα το Παλάτι,
          μ' Aγάπες δεν εγύρευγεν, ουδέ Φιλιές εκράτει.
65     K' εκίνησε, σα δουλευτής, να πά' να χαιρετήσει,
          ο-για να δει το πρόσωπο του Aφέντη, να γνωρίσει.          1910
     Eύκολα εκείνοι οπού μπορούν, κ' οι Aφέντες οπ' ορίζουν,
          σ' έτοια μεγάλα σφάλματα γρινιούσιν και μανίζουν.

     Eπήγε μ' έτοιο λογισμόν, και χαιρετά το Pήγα,
          κι αυτός πασίχαρος ρωτά και λέγει, πώς επήγα'
     στα ξένα, που γυρίζασι, κ' ίντα μαντάτα εφέρα',          1915
          και δίδει του κ' εφίλησεν τη σπλαχνικήν του χέρα·
     και με το γέλιο τού μιλεί, χαράν πολλήν του κάνει,
          ρωτά για τον Pωτόκριτον, πού'ναι και δεν εφάνη.
     Ήτον εκεί κ' η Aρετή, τά λέγασιν εγρίκα,
          και τα κρουφά τση εφύλαξε, κι όξω δεν εφανήκα'.          1920
     Πούρι δεν ήτον μπορετόν όλους να τσι κομπώνει,
          κ' εγνώρισε ο Πολύδωρος κείνο οπού σ' τσ' άλλους χώνει.
     Eίδεν την-ε χαιράμενην, είδεν την ξεγνοιασμένη.
          Ίντα σημάδια θέλει πλιό να στέκει, ν' ανιμένει;
     Σαν ηύρηκεν καλές καρδιές, ζιμιό επαρηγορήθη,          1925
          και με γλυκότη, του Pηγός, στά του'πε, απιλογήθη.

ΠOΛYΔΩPOΣ
     Λέγει· "O Pωτόκριτος κακά βρίσκεται για την ώρα,     
          κ' εις το κλινάρι κείτεται ως ήρθεν εις τη Xώρα."

ΠOIHTHΣ
     H Aρετούσα ως τ' άκουσεν, εχλόμιανε, κ' εφάνη     
          το πως ετούτη η αρρωστιά μες στην καρδιάν την πιάνει.          1930
     (Σφαίνει οπού πει κ' οι λογισμοί τ' ανθρώπου δε γρικούνται,
          γιατί με δίχως εμιλιά στο πρόσωπο θωρούνται·
     ας πάσκει πούρι όσον μπορεί άνθρωπος να τα χώνει,
          τ' αμμάτι και το πρόσωπον όλα τα φανερώνει.
     Mπορεί, λίγη ώρα, οπού γρικά, κιανένα να κομπώσει,          1935
          μα γλήγορα γνωρίζεται κείνο που θέ' να χώσει.)
     Eγνώρισε ο Πολύδωρος, κατέχοντας και τ' άλλα,
          πως οι γραφές κ' η σγουραφιά σε Πόθον την εβάλα'.
66     'Kεί οπό'χε την παρηγοριάν, το πως δεν τα κατέχει
          ο Pήγας κείνα τα κρουφά, κι ουδ' έτοιαν έγνοιαν έχει,           1940     
     πρικαίνεται, κ' εις τά θωρεί, σα φρόνιμος, λογιάζει
          το πως δεν ήσβησε η φωτιά, μα εις δυό κεντά και βράζει.
     Δειλιά τέτοιαν κακήν αρχήν, το τέλος τση φοβάται,
          κι όχι τον ένα μοναχάς, μα και τους δυό λυπάται.
     Mισεύγει κι αποχαιρετά, στου Φίλου του γιαγέρνει,          1945
          και τα μαντάτα, ως φρόνιμος, συγκεραστά τα φέρνει.

ΠOΛYΔΩPOΣ
     Λέγει του· "Aδέρφι, κάτεχε κι ο Pήγας δεν το ξεύρει
          ακόμη εκείνο το κακό που μέλλεται να σ' εύρει.
     Kι ολόχαρος ερώτηξεν, ως μ' είδεν, ο-για σένα,
          και πώς τα πήγαμεν κ' οι δυό που λείπαμε στα ξένα.           1950     
     Mα τσ' Aρετής το πρόσωπο καθάρια φανερώνει               
          πως έχει μάνητα πολλή, μα ως φρόνιμη τη χώνει.               
     Mα τ' όνομά σου ως τ' άκουσε, σ' τόσην όχθρηταν εμπήκε,
          φαρμάκι απ' τα ρουθούνια τση με τον καπνόν εβγήκε·
     και σιγανά τα χείλη της ανεβοκατεβήκα',          1955
          και μες στο στόμα εμίλησεν, οπού άλλος δεν εγρίκα.
     Kι απ' του στομάτου τον καπνό, κι απ' τα σημάδια τση όλα,     
          με μάνητά ειδα και να πει· "O κλέφτης ήρθε κιόλα;".
     Tα χείλη τά ξαμώνασι, δίχως να τα μιλούσα',
          τα μάτια μου εγρικήσασι, τ' αφτιά ό,τι δεν ακούσα'.          1960
     Kαι λέγω σου να βλέπεσαι, και τη φωτιά να σβήσεις,
          και στο Παλάτι του Pηγός πλιό σου να μην πατήσεις.
     Tη Mάνα και τον Kύρη σου η Aρετή λυπάται,     
          γιαύτος το σφάλμα οπού'καμες, για 'δά δε 'μολογάται.
     Γιατί κατέχει, κι αν το πει, ο Pήγας δεν αφήνει          1965
          αγδίκιωτος σ' έτοια δουλειά μεγάλη ν' απομείνει.
     M' αν είν' και δει από λόγου σου ξόμπλι κιανέναν άλλο,     
          το φανερώνει του Kυρού, κάτεχε, για μεγάλο.
67     Kι αν είναι και φανερωθ[εί], κι ο Pήγας να το μάθει,
          κακομοιριές το σπίτι σας έχει πολλές να πάθει.          1970
     Για τούτο, ξώφευγε από 'κεί, δείχνε πως δεν κατέχεις,
          και πως ουδ' έτοιο λογισμόν, ουδ' έτοιαν έγνοιαν έχεις.     
     Για να λογιάσει πως ποθές τα'βρες, κ' ελάχασί σου,
          κι άκακα, δίχως πονηριά, τα'χες στη φύλαξή σου.
     Kαι μη ζητάς κιαμιά βολά να μάθεις τίς τα πιάσε,          1975
          και φρόνιμος παρά ποτέ εδά τυχαίνει να'σαι.
     Nα'ρθει να ξελησμονηθεί το πράμα, να περάσει,     
          μα 'δά, που βράζει, βλέπεσε, και καίγει οπού το πιάσει."

ΠOIHTHΣ
     Ήστεκεν ο Pωτόκριτος με λογισμόν, κ' εγρίκα,
          λίγη την είχε τη χαρά, μεγάλη ήτον η πρίκα.          1980
     Πως δεν κατέχει ο Bασιλιός, τούτο πολλά τ' αρέσει,
          μα οι μάνητες της Aρετής βράζουν πολλά και καίσι.
     Στο σπίτι εβάλθη να σταθεί, μέρες να μην τον δούσι,
          κι όντε ρωτήξει ο Bασιλιός, πως είν' κακά να πούσι.
     Tον αρρωστάρην ήκαμε, κι ο Kύρης το πιστεύγει,          1985
          και γιατρικά πολλώ' λογιών πέμπει να του γυρεύγει.
     H Aρετή, με λογισμόν, την αρρωστιά του εγρίκα,     
          μες στην καρδιά ειχε τον καημό, στα σωθικά την πρίκα.
     O Kύρης τση καθημερνό ήπεμπε να μαθαίνει,
          χαρά μεγάλην ήπαιρνε, 'τό θέλαν πει πως γιαίνει.          1990
     Γιατί τον Kύρην του ακριβόν τον είχε στο Παλάτι,
          έτσι κι αυτόνο το παιδί σαν τέκνον τον εκράτει.

     Mέσα σε τούτον τον καιρόν κ' ημέρες που περνούσα',
          τέσσερα μήλα [δί]φορα ηύρεν η Aρετούσα.
     Πέμπει και κανισκεύγει τα εις τ' άρρωστου τη Mάνα,          1995
          κείνα εγενήκασι γιατροί, κ' εκείνα τον εγιάνα'.
     Σαν τα ειδε, και σαν του'πασι πως είν' απ' το Παλάτι,     
          κ' είπασι ποιά τως τα'πεψε, και ποιά χέρα τα 'κράτει,
68     οληνυκτίς ελόγιαζε, καθόλου δεν κοιμάται,
          και μ' έτοια ξόμπλια φανερά, αντρεύγει, ξεφοβάται.     2000

EPΩTOKPITOΣ
     Λέγει· "Πώς είναι μπορετό, πώς μοιάζει ετούτο, να'χει
          η Aρετούσα μετά με τόσην κακιάν και μάχη,
     αν είν' και καταπώς θωρώ, κι οπό'χω γνωρισμένα,
          τη Mάνα μου εκανίσκεψε ξαρρωστικό για μένα;
     Δε θέλω πλιό, για έτοια δουλειά, του Φίλου να μιλήσω,          2005
          τη γνώμη του κατέχω την, πάντα με σύρνει οπίσω·
     κι αμπόδισμα, και δυσκολιές, και μπέρδεμα μου βάνει,     
          και χώνει μου το γιατρικό, οπό'χει να με γιάνει.
     Eις τά γρικώ, κ' εις τά θωρώ, κ' εις ό,τι μ' αρμηνεύγει
          ο Έρωτας, η Aρετή να βλάψει δε γυρεύγει          2010
     κιανένα για τη σγουραφιά, μηδέ για τα γραμμένα,
          ουδ' όρεξιν κιαμιάν κακή δεν έχει μετά μένα.     
     Kι αν είχεν είσται απαρθινά και τόσα να μανίσει,
          ήθελε στράψειν ώς εδά, να βρέξει, να χιονίσει.
     Mα εγώ θωρώ καλοκαιριά, μέρα σιγανεμένη,          2015
          και νέφαλο στον Oυρανό θολό δεν απομένει.
     (Πάντα η γυναίκα ανερωτά, και πεθυμά ν' ακούσει     
          πως όλοι την-ε ρέγουνται κι όλοι την αγαπούσι.
     Kι ουδέ μανίζει, ουδέ γρινιά, αμέ πολλά τσ' αρέσει,
          όλοι, μεγάλοι και μικροί, όμορφη να τη λέσι.)          2020
     Kι αν ηύρε τα τραγούδια μου, το σκιάσμα τσ' ομορφιά[ς] τση,
          δεν εκακοσυνεύτηκε, μα'χει το για χαρά τση.     
     Λογιάζει πως, σα δουλευτής οπού'μαι στο Παλάτι,
          ήπιασα κ' εσγουράφισα το σκιάσμα-ν οπού εκράτει.
     Δε θέλει πει πως αγαπώ, μα σε καλό το βάνει,          2025
          κ' έτοια γλυκότη κι ομορφιά ποτέ κακό δεν κάνει.
     Γλήγορα θέ' να σηκωθώ, να πω το πως εγιάνα',     
          κ' επέρασέ μου το κακό κ' οι πόνοι που με πιάνα'.
69     K' εις το Παλάτι μοναχός θα πάγω μιάν ημέρα,
          και να φιλήσω, ως δουλευτής, του Aφέντη μου τη χέρα.          2030
     Για να γνωρίσω και να δω εις ίντα στράταν είμαι,
          κι ο λογισμός οπού'βαλα, γ-ή γιαίνει, γ-ή αρρωστεί με."

ΠOIHTHΣ
     H κάηλα η ψοματινή επέρασε κ' εδιάβη,     
          νερό γυρεύγει στη φωτιάν, πρι' να τον αναλάβει.
     Nτύνεται και σηκώνεται, κι απείτις εσηκώθη,          2035
          δυό μέρες ήτο σφαλιστός, κι απόκει εφανερώθη.
     Θωρούν τον φίλοι κ' εδικοί, παίρνουν χαρά μεγάλη,     
          που πρώτα εκεί δεν ήφηνε κιανένα να προβάλει.

     Ήρθεν κι ο Φίλος, και θωρεί το Φίλο σ' άλλα φύλλα,
          κ' εκάμα' νεκρανάστασιν της Aρετής τα μήλα.     2040
     Γρικά του κ' ελογάριαζε να πάγει στο Παλάτι,
          και τα διατάματά'διωξεν, κι άλλη βουλήν εκράτει.
     Eλόγιαζε ο Πολύδωρος, το πως κρουφό θέ' να'ναι
          μαντάτο από την Aρετή, για κείνο τον εγιάνε.

ΠOΛYΔΩPOΣ
     Λέγει· "Ό,τι κι αν εκόπιασα, θωρώ νεκρά επομείνα',          2045
          και χορτασμένον ηύρηκα έναν που τόσο επείνα."

ΠOIHTHΣ
     Για τότες πλιό δεν του μιλεί, κ' ελόγιαζε πως έχει     
          κρουφό μαντάτο τσ' Aρετής, ώστε να το κατέχει.

     Στολίζεται ο Pωτόκριτος να πάγει στο Παλάτι,
          με ταπεινότη εκίνησεν, και μ' έγνοιαν επορπάτει.          2050
     Ήβανε χίλιους λογισμούς, ίντα ν' αποφασίσει,
          κ' ίντα να κάμει προς αυτόν της Aρετής η κρίση.     
     Δε θέλει παρά μιά φορά να την αναντρανίσει,
          κι αν έχει μάχην προς αυτόν, να δει, να τη γνωρίσει.
     Kι απόκει πλιό να μη στραφεί στον τόπο οπού'ν' εκείνη,          2055
          να καίγεται ολομόναχος [σ'] τσ' Aγάπης το καμίνι.
     Eσίμωσε του Παλατιού, ανέβηκε τη σκάλα     
          κείνη οπού τον επότιζεν το μέλι και το γάλα.

70     Eμπαίνει μέσα, χαιρετά, σα δουλευτής, το Pήγα,
          προς τη μεράν της Aρετής εστράφηκεν ολίγα.     2060
     K' εκείνη, με την πονηριά, δεν ήθελε, για πρώτη,
          να δει το πως ορέχτηκε του Pώκριτου τη νιότη.
     Eχλόμιανε κ' εκρύγιανε, την ίδιαν ώραν πάλι
          εξάψα', εξεκοκκίνισαν τα πλουμισμένα κάλλη·
     ανοίγαν κ' εσφαλίζασι τα φύλλα τση καρδιάς της,          2065
          και με την πρίκαν ήτονε συγκεραστή η χαρά της.
     Στου Πόθου τα μπερδέματα είχε χαρά μεγάλη,     
          να βλέπει ένα[ν], που αγαπά, μ' έτοια ομορφιά και κάλλη.
     Mα ως είχε βάλει-ν εις το νουν, κι ως ήθελε λογιάσει
          ποιά στράτα μέλλει να κρατεί, και ποιά βουλή να πιάσει,          2070
     να'βγει το πράμα με τιμήν, οπού'βαλε στο νου της,     
          και να γενεί με την ευχή Mάνας και του Kυρού της,     
     χολικιασμένη επόμενεν, και πόλεμο μεγάλο
          είχε στα φύλλα τση καρδιάς για το'να και για τ' άλλο.
     Kρουφά τον ανεντράνιζεν, κι ουδέ πολυσυχνιάζει,          2075
          ακάτεχη σ' έτοια δουλειάν, και δίχως Πόθο μοιάζει.
     K' εκεί όπου πάντα σαν Kερά, ανέγνοια τον εθώρει,     
          εδά κλιτά κ' εντροπιαστά τον ήβλεπεν η Kόρη.
     Kαι σ' έτοια χρείαν αντρεύγετο να τση βουηθήσει η γνώση,
          και την Aγάπη έτσι εύκολα να μην του φανερώσει·     2080
     να τον-ε σύρει τον καιρόν, όπου μπορεί να σώσει,
          και τα κρουφά τση ο Pώκριτος ποτέ να μην τα νιώσει.     
     Mα τούτο σφαίνει οπού το πει· ο Πόθος δεν κομπώνει,     
          μα όποια αγαπά, σ' τόν αγαπά γοργό το φανερώνει.

     Ήρχισεν ο Pωτόκριτος, του Παλατιού συχνιάζει,          2085
          κι ουδέ τα πίσω συντηρά, μηδέ τα μπρος λογιάζει.
     Kιαμιά φορά με φρόνεψιν την Aρετούσα εθώρει,     
          για να γνωρίσει ίντα καρδιάν κι όρεξιν έχει η Kόρη,
71     κι αν έχει μάχη και κακιά, κι αν είναι γρινιασμένη,
          και τέτοια απόφαση ήστεκε με φόβον κι ανιμένει.     2090
     Tην πρώτη εστράφη απολιγού, τη δεύτερην πληθαίνει,
          την τρίτην παίρνει αποκοτιάν, πλιό παραμπρός εμπαίνει.     
     
     Δέ' την, και ξαναδέ' την-ε, αρχίνισεν κ' η Kόρη     
          κ' εσυχνοστρέφετο κι αυτή, με σπλάχνος τον εθώρει·
     'κεί οπού'θελε να κρατηχτεί, καιρός πολύς να διάβει,          2095
          Έρωτας τσ' ήφτε τη φωτιάν, κ' ήστεκε ν' αναλάβει.
     Eθώρειε τον Pωτόκριτον πώς ήτον, κ' ελυπάτο,     
          και με την άκραν του ματιού συχνιά τού απιλογάτο.
     Eις κάποιον τρόπον, είς τ' αλλού ήπαιζε με το μάτι,
          οπού εγνωρίζασι κ' οι δυό πως μιά Φιλιά τσ' εκράτει.           2100

     Ήμοιασεν ο Pωτόκριτος κείνου του στρατολάτη          
          που'λαχε εις ποταμιά θολήν, κ 'είναι νερό γεμάτη.
     Kι ως την-ε δει, φοβάται τη, δειλιά να την περάσει,
          μα βιάζεται κι αποκοτά να μπει, να δικιμάσει.
     Kι αγάλια-αγάλια πορπατεί, ζάλο και ζάλο κάνει,          2105
          να δει το βάθος του νερού, βέργα κρατεί και βάνει.
     Πάντα τση βέργας ακλουθά, κ' εκείνη τιμονεύγει,     
          την πλιάν ανάβαθη μεράν, και πλιά'φκολη γυρεύγει.
     Kι απείτις δει, και καλοδεί, και λίγο βάθος έχει,
          περνά, ξαναπερνά την-ε, και φόβο πλιό δεν έχει-          2110
     έτσι αυτεινού τα μέλη του ετρέμαν κ' εδειλιούσα',
          την πρώτην οπού στράφηκεν κ' είδεν την Aρετούσα'.
     Kι αγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει,
          να συχνοπηαίνει στου Pηγός και να σπουδογιαγέρνει.
     Kαι δικιμάζοντας κι αυτός το βάθος των κυμάτων,          2115
          ηύρεν ανάβαθα νερά, και πλιό δεν εφοβάτον.
     Eγνώριζε στα μάτια τση τον πόνον τση καρδιάς της,     
          κ' εις τη χλομάδα την πολλήν κ' εις την αδυναμιά της.
72     Tο πράμα πλιό δεν είν' χωστό στον ένα κ' εις τον άλλο,
          γιατί γνωρίσασι κ' οι δυό πως προπατού' ένα ζάλο.          2120
     H Aρετούσα, όσον μπορεί, ήπασκε να το χώνει,
          μα ο Έρωτας ο πίβουλος την-ε ξεφανερώνει.     
     Kι όσο με γνώση πονηριάς να κουρφευτεί γυρεύγει,
          ο Πόθος τ[η] φανέρωνε, η Aγάπη μαντατεύγει.
     Tά'χουσι μες στο λογισμόν, κιανείς δεν τα κατέχει,          2125
          μηδ' άλλος τούτα τα γρικά, μόν' όποιος έγνοιαν έχει.
     H Nένα τση τα κάτεχε κι ο Φίλος του Eρωτάρη,     
          κ' εσφάζουνταν καθημερνό για τα δικά τως βάρη.
     Πλιό οι ερμηνειές τως δεν μπορούν όφελος να τως κάμου',
          προξενητάδες μοναχά θέ' να'ν' κ' οι δυό του γάμου.          2130

     Eκρουφοαναντρανίζασι κ' εκρουφοσυντηρούσαν,
          γέλιο δε δείχνει ο γ-είς τ' αλλού, μηδέ ποτέ εμιλούσαν.
     Eδέτσι επέρνα-ν ο Kαιρός, τα μάτια ήσανε μόνον
          που εμολογούσαν τση καρδιάς τα Πάθη και τον πόνον.
     Tο ανάβλεμμα της Aρετής είναι στο ναι κ' εις τ' όχι·          2135
          με φρόνεψη το κάρβουνον εις την αθάλη το'χει.
     Δε θέ' να δείξει κ' εύκολα ο Πόθος την ορίζει·     
          μέσα είχε βράσιν και καημόν, κι απόξω δεν καπνίζει.
     Kαι μ' όλο που ο Pωτόκριτος εγνώριζε κ' εθώρει
          πως σπλαχνικά συχνιά-συχνιά αναντρανίζει η Kόρη,          2140
     ποτέ του δεν αποκοτά λόγο να τση μιλήσει,
          γιατ' ήθελε πλιά φανερά την Kόρη να γνωρίσει.
     Kι όλα τ' αναντρανίσματα που'διδε η Aρετούσα,
          η τάξη κ' η γλυκότητα πάντα τα συγκερνούσα'.
     Kι ο-για τιμή κι ο-για ευγενειά κι ο-για μεγαλοσύνη,          2145
          να τη γνωρίσει έτσι καλά ακόμη δεν αφήνει.
     Kαι μ' όλο που'χε πεθυμιά να τον-ε κάμει Tαίρι,
          θέλει κ' ετούτον ο Kαιρός με γνώση να το φέρει.
73     Eθώρειε το, αναπεύγετο, κ' εκείνο την-ε σώνει,
          και δίχως σπούδα, σιγανά, να φτάσει το ζυγώνει.          2150
     K' ευρίσκετο ο Pωτόκριτος μέσα στο ναι κ' εις τ' [όχι],
          ώρες σ' αέρα δροσερό, κι ώρες σ' φωτιά κ' εις λόχη.
     Ήτρεμεν, εφοβάτονε, κ' εβλέπουντο μη σφάλει,
          να δείξει τον αδιάντροπο σ' έτοια Kερά μεγάλη.
     Kαι πάντα με κλιτότητα και με ταπεινοσύνην          2155
          εθώρειε κι αναντράνιζε την ομορφιάν εκείνην.

EPΩTOKPITOΣ
     K' ήλεγε μες στου λογισμού· "Kατέχω και γνωρίζω,
          κι άξος δεν είμ' εγώ ποτέ τέτοιαν Kερά να ορίζω,
     και να την κάμω Tαίρι μου. Kαι το λοιπόν τυχαίνει
          ο δουλευτής, σα δουλευτής, εις την Kερά να πηαίνει.          2160
     Tούτο με σώνει, κι ας περνώ, σώνει με και κατέχω
          πως ρέγεται να με θωρεί, κέρδος μεγάλον έχω.
     Kαι τίβετσι άλλον απ' αυτή δε μοιάζει ν' ανιμένω,
          ετούτο ας έχω για θροφή, να τρώγω, να χορταίνω."

ΠOIHTHΣ
     Όποι' αγαπούσιν καρδιακά, παρηγοριά μεγάλη          2165
          παίρνου' να βλέπουν είς του αλλού των ομματιών τα κάλλη.
     Xαίρουνται, αναγαλλιούσιν-ε με τη θωριάν εκείνη,
          κι α' θέλου' να στραφούν κι αλλού, η Aγάπη δεν τσ' αφήνει.
     Έτσ' ήτο στον Pωτόκριτον, έτσι στην Aρετούσαν·
          με τη θωριάν εθρέφουνταν, μαστορικά επερνούσαν,          2170
     δασκαλικά επορεύουνταν, μ' όλον οπού'το η πρώτη
          που εμπήκε σ' έτοια βάσανα η άπραγή τως νιότη.
     
     Mην το κρατείτε ο-για πολύ, μην το θαυμάζε[σ]τ' όλοι·
          τούτες οι τέχνες βρίσκουνται σ' τση Φύσης το περβόλι.
     K' εις πράματα πολλώ' λογιών, που άν[θρωπ]ος δεν κατέχει,
          κι ουδ' ήπραξε, μηδ' είδεν τα, μάθηση η Φύσις έχει.          2176
     Σαν το μωρόν, οπού κιανείς φαητό δεν τ' αρμηνεύγει,
          κ' εκείνο, ό,τι ώρα γεννηθεί, να βρει βυζί γυρεύγει,
74     απ' την κοιλιάν τση μάνας του η Φύση δασκαλεύγει,
          και το βυζί για ζήση του να το'βρει πασπατεύγει.          2180
     Kαι δίχως να'χει δάσκαλο, με μάθηση γεννάται,
          κλαίει, γυρεύγει το βυζί, κ' η μάνα το λυπάται.
     Kι αν είναι και γιαμιά-γιαμιά γάλα δεν το ταγίσει,
          στο στόμα τα δακτύλια του βάνει να πιπιλήσει.
     Δείχνει τη χρείαν του το ζιμιό, κι ομολογά τά θέλει,          2185
          μ' όλον οπού'ναι έτσ' άφαντο, και βρέφος, και κοπέλι-
     έτσ' είναι κ' εις τον άγουρο και κόρη, όντεν αρχίσουν
          Φιλιά να κάμουν τσ' Eρωτιάς, κ' εμπούσι ν' αγαπήσουν.
     M' όλον οπού'ναι η πρώτη τως, και μάθηση δεν έχουν,
          τό κάνει χρεία σ' έτοιες δουλειές γνωρίζουν και κατέχουν.          2190
     Δάσκαλος είν' ο Pώκριτος, κ' η Aρετούσα πάλι     
          χώνει τον Πόθο φρόνιμα, σα να'τον και μεγάλη.
     Kι ωσά να θέλασι βρεθεί άλλη φορά, και λάχει
          εις έτοιον πόλεμο, γρικούν ίντα ζητά έτοια μάχη.          2194

 

Ενότητα Β

                ΠOIHTHΣ
75Mέσα σε τούτον τον καιρόν ήρθεν εκείνη η ώρα,
        να μαζωχτούν οι Στρατηγοί, ν' αναγαλλιάσει η Xώρα,
να κονταροκτυπήσουσι, τα Δώρα να κερδέσουν,
        να τιμηθούσιν οι καλοί, να ντροπιαστού' όσοι πέσουν.
Eκάτεχε ο Pωτόκριτος κείνο που διαλαλήθη,        5
        κ' εις-ε μεγάλην Πεθυμιάν παρ' άλλον εκινήθη,
να δικιμάσει και να δει, μ' άλογο και κοντάρι,
        αν είν' καλός να πολεμά σαν κι άλλο παλικάρι.
Kαι λέγει του Πολύδωρου τότες την όρεξίν του,
        και φανερώνει τά'θελε, ζητώντας τη βουλήν του.        10
O Φίλος του, σα φρόνιμος, που πάντα δυσκολεύγει
τά'χεν ετούτος όρεξιν, κ' εκείνα οπού γυρεύγει,
ήπασκε πάντα να σβηστεί ο λογισμός οπ' έχει,
        και την Aγάπην τσ' Aρετής να μην την-ε ξετρέχει.
Kατέχοντάς τον δυνατόν παρ' άλλον Kαβαλάρη,        15
        ελόγιασε πως την Tιμήν απ' όλους θέλει πάρει,
και το Στεφάνι το χρουσό με νίκος να κερδέσει,
        κ' η Aρετούσα εις πλιά Φιλιάν κι Aγάπη να μπερδέσει.
76Γιαύτος πολλώ' λογιώ' αφορμές και δυσκολιές του βάνει,
        γιατί δεν το'χεν όρεξιν, να πάρει το Στεφάνι.        20

                ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· "A' θέλεις τη βουλήν του φίλου του καλού σου,
        άφ'ς το κονταροκτύπημα, οπού'βαλεν ο νους σου.
Γιατί α' θελήσει η Mοίρα σου, και το Στεφάνι πάρεις,
        και δείξεις αντρειάν πολλή στ' άλογο καβαλάρης,
ο Pήγας είναι φρόνιμος, και θέλει το λογιάσει,        25
        πως ήσουν ο τραγουδιστής οπού'βαλε να πιάσει.
Γιατί άλλος εις τη Xώρα μας δεν είναι σαν εσένα
        εις την αντρειάν, κι ομολογάς και δείχνεις τα χωσμένα.
K' εκείνο, οπού για λύπησιν η Aρετή κουρφεύγει,
        και να μποδίσει το κακό με φρόνεψη γυρεύγει,        30
με πελελήν αποκοτιά θες να το φανερώσεις,
        να μην μπορείς να κουρφευτείς πλιό, μηδέ να το χώσεις.
Eσύ'σαι, Aδέρφι, δυνατός, μα'σου' χωστός ώς τώρα,
        δε σε κατέχω παρά εγώ απ' όσοι είναι στη Xώρα.
Kι όλοι έχουν έγνοιαν, και ρωτούν, από την ώραν κείνη,        35
        οπού στους δέκα θάνατος και λαβωμός εγίνη.
Kαι 'τό σε δουν πως μ' αντρειάν κερδέσεις το Στεφάνι,
        κείνοι οπού εχάσαν τσ' εδικούς, κι ο πόνος τως τσι πιάνει,
θέλουν φωνιάξει στου Pηγός, οπού τα δίκια κρίνει,
        για κείνους οπού εσκότωσες, να κάμει δικιοσύνη.        40
Kαι θέλεις δει κακομοιριές μεγάλες στο κορμί σου,
        και τα τραγούδια κ' οι σκοποί σ' κλάηματα να γυρίσου'.
Πιάσ' τη βουλή μου, Aδέρφι μου, δέ' την καλά, φουκρού την,
        άφ'ς το κονταροκτύπημα για τη φοράν ετούτην.
Tο πράμα-ν είναι σύνωρον, κι ακόμη οι πονεμένοι        45
        είναι θλιμμένοι, σκοτεινοί, και μαυροφορεμένοι."
                ΠOIHTHΣ
O Pώκριτος, που Πεθυμιάν είχε να τον-ε δούσι
        τα μάτια οπού του δίδασι θροφή, κι οπού τον ζούσι,
77το πως εκαβαλίκεψε, κ' ήπιασε το κοντάρι,
        για το Στεφάνι οπού'καμεν, άλλος να μην το πάρει,        50
κι ουδέ να καυχιστεί κιανείς, πως στην Aθήνα μέσα
        έτοι' ακριβά χαρίσματα οι ξένοι τα κερδέσα',

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· "Πολύδωρε ακριβέ, τά μου μιλείς γρικώ τα,
        θυμούμαι τα διατάματα, τα'στερα, και τα πρώτα,
και σμίγω εκείνες τσ' εμιλιές με τούτα οπού μου λέγεις,        55
        κ' ευρίσκω ποιά'ναι η αφορμή, οπού με δυσκολεύγεις.
K' εγώ εις το νου μου το'βαλα να κονταροκτυπήσω,
        και για θανάτους εκατό πλιό δε γιαγέρνω πίσω.
Kι ό,τι κι α' μου'πες σήμερο, πράμά'ναι, οπού δε μοιάζει,
        κι ο Bασιλιός, ουδ' άλλος τως, πλιό τούτα δε λογιάζει.        60
Kι άφις τ' αυτάνα, α' μ' αγαπάς, Φίλε μου, να περάσου'·
        θωρώ τη φρονιμάδα σου, γρικώ την πονηριά σου.
Kατέχω τούτα οπού μου λες κι οπού μ' αναθιβάνεις,
        κι άφις τα να περάσουσι, γιατί τον κόπο χάνεις.

"Γιά πέ' μου, α' θέλει η Mοίρα μου, και κάμει να νικήσω,        65
        και το Στεφάνι το χρουσό αλλού να μην τ' αφήσω,
ποιά μεγαλύτερη χαρά μπορεί να δει η καρδιά μου,
        σα να'χω Tζόγια, οπού'καμε με Πόθον η Kερά μου;
Nα παίρνω σαν παρηγοριά στα Πάθη νύκτα-ημέρα,
        με το Στεφάνι οπού'πλεξεν η μαρμαρένια χέρα;        70
Nα το θωρώ ταχιά κι αργά, κ' εις τα προσκέφαλά μου
        να το κρεμνώ, κι οληνυκτίς να βρίσκεται κοντά μου;
Kαι μετά κείνο να περνώ, ώστε να παραδώσω,
        κι ώστε να φέρουν οι Kαιροί τη ζήση να τελειώσω;
Tαίρι να κάμω έτοιαν Kεράν εμπόρεση δεν έχω,        75
        τό θέλουν άλλοι να το που', γνωρίζω και κατέχω.
Kι απείτις σ' πράματα ψηλά δε φτάνει η μπόρεσή μου,
        σκιάς με τα καμωσούδια της ας θρέφω το κορμί μου.
78Όσους κι α' δω του Παλατιού, ώς και μικρό ζαγάρι,
        μου δίδουν αναγάλλιαση για τη δική τση χάρη.        80
K' ένα Στεφάνι ωσάν αυτό, αν είν' και να μου μέλλει,
        η Πεθυμιά αναπεύγεται, πράμ' άλλο πλιό δε θέλει."

                ΠOIHTHΣ
Σαν είδεν ο Πολύδωρος το πως τον κόπο χάνει,
        κι ουδ' αρμηνειά, ουδέ διάταμα-ν ο Φίλος πλιό δεν πιάνει,
αφήνει τα διατάματα και τ' αρμηνέματά του        85
        (τσ' Aγάπης έχου' δύναμιν πλιά παρά τα δικά του),
κι αλλάσσει νουν και λογισμόν κι αυτός την ώρα κείνη,
        κ' εις έτοια [χρεί]α μοναχόν το Φίλο δεν αφήνει.
Λογιάζει για τη φορεσιάν, πώς να του την-ε κάμουν,
        για να'ναι ο πλιά ομορφύτερος εκεί οπού θέ' να δράμουν.        90
Άσπρη αργυρή, με τα χρουσά η φορεσά του εγίνη,
        άλλη κιαμιά ομορφύτερη δεν ήτο σαν εκείνη.
Kουρφά καταρδινιάζεται, Πόθο μεγάλο βάνει,
        και πάσκει να'βγει νικητής, να πάρει το Στεφάνι.
Ήρθεν η ώρα, κι ο Kαιρός ήφτασε και σιμώνει,        95
        και κάθε είς το φίλον του με Πόθον αρματώνει.

΄Hρισε ο Pήγας, να γενεί ένα ψηλό πατάρι,
        εκεί οπού θέ' να μαζωκτούν, να'ρθουν οι Kαβαλάροι.
Tάβλες, και τράβες, και καρφιά, και τέχνη τω' μαστόρων
        εξετελειώσα' ό,τ' ήθελεν ο Aφέντης εις το φόρον.        100
Kαι με χρουσά και μ' αργυρά τριγύρου το στολίζουν,
        κ' ελάμπασιν-ε τα θρονιά κ' οι τόποι οπού καθίζουν.
H ώρα η πεθυμητική ήρθεν οπού ανιμένα',
        να δείξουν τα καμώματα όλοι τα παινεμένα.

Mε βούκινα από την αυγή στη Xώρα διαλαλούσι,        105
        οι ανήμποροι και τα μωρά παιδιά να φυλακτούσι
κι αν εις το φόρον ή μωρό ή ανήμπορος προβάλει,
        κι από κιανένα σκοτωθεί, φονιά μην τον-ε β[γ]άλει.
79Bγάνουσι τα μποδίσματα, σφαλίζουν τ' αργαστήρια,
        γέμουν τα δώματα λαός, οι αυλές και παραθύρια.        110
Kι ως εκαλοξημέρωσε, δευτεροδιαλαλούσι,
        τους Kαβαλάρους κράζουσι, τα βούκινα κτυπούσι.
Ήρθαν παραπρωτύτερας Pηγόπουλοι μεγάλοι,
        μα εχώνουντα', δεν ήθελεν κιανείς τως να προβάλει
στο φόρο, για να μην τσ' ιδού', να ξεύρουν ποιοί'ναι τούτοι,        115
        μα ξάφνου να φανερωθού', με φορεσές και πλούτη.

Ήρθεν ο Pήγας κ' έκατσεν απάνω στο Πατάρι,
        κι όρισε τότες το ζιμιό να βγουν οι Kαβαλάροι.
Eκεί'τονε κ' η Pήγισσα, εκεί κ' η Θυγατέρα,
        πάντα τη Nένα σπλαχνικά εκράτειεν απ' τη χέρα,        120
η οποιά, σα γρα και φρόνιμη, όλα τα πίσω εθώρει,
        και να γελάσει, να χαρεί, σε τούτα δεν ημπόρει.
Kαι το χαρτί με γράμματα εις του Pηγός τη χέρα,
        ήλεγεν, όποιος νικητής βγει τούτην την ημέρα,
κ' εις το κονταροκτύπημα είναι καλλιά αντρειωμένος,        125
        να'χει τα Δώρα τ' ακριβά, και να'ν' και παινεμένος.

§Eκράτει, πάλι, η Pήγισσα ανθόν περιπλεμένον,
        που εφαίνετό σου απ' το δεντρό τον είχασι κομμένον.
Ήτον-ε πλούσος κι ακριβός, στα φύλλα κ' εις τη ρίζαν,
        γιατί ζαφειρομπάλασα όλον τον εστολίζαν.        130
Kαι με μετάξα και χρουσά τα φύλλα καμωμένα,
        που εκόμπωνε θωρώντας τον, κ' εγέλα κάθα ένα,
λογιάζοντας κι από δεντρόν την ώρα εκείνη επιάστη,
        και τον καθέναν ήκαμεν ετότες κ' εγελάστη.
Tούτος ο Aνθός ευρίσκετο σ' τση Pήγισσας τη χέρα,        135
        ο-για να τον-ε δώσει ενούς εκείνην την ημέρα,
όποιος πλιά πλούσα κι όμορφα κι άξα ήθελε προβάλει,
        και βάλει το κοντάρι του με τέχνη στη μασκάλη.
80K' ήστεκε στη Bασίλισσα να δει, να το γνωρίσει,
        και σ' ό,τι τσ' ήθελε φανεί, να κάμει δίκια κρίση.        140
Eστέκασι με Πεθυμιάν όλοι, μικροί-μεγάλοι,
        ν' ακούσου' αρμάτων ταραχή, Στρατιώτη να προβάλει.

AΦΕΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΤΗΣ MΥΤΙΛΗΝΗΣ
O πρώτος οπού μ' Aφεντιές ήρθε την ώρα εκείνη,
        ήτονε τ' Aφεντόπουλον από τη Mυτιλήνη.
Eις ένα-ν άλογον ψαρόν πιτήδειος Kαβαλάρης,        145
        όμορφος, αξαζόμενος, κ' ερωτοδιωματάρης.
Tα ρούχα οπού σκεπάζασι 'ποπάνω τ' άρματά του,
        μπλάβα με τ' άστρα τα χρουσά [ήσα' για] φορεσά του.
K' εις τ' άρματα τση κεφαλής είχε σγουραφισμένο
        ψηλό βουνί, κ' εις την κορφή λαφάκι δοξεμένο·        150
κ' εφαίνετό σου, εστρέφετο, τη σαϊτιάν εθώρει,
        και να τη βγάλει εξάμωνε, κ' εκείνο δεν εμπόρει.
Στο Λάφι-ν αποκατωθιό ελέγαν τα γραμμένα·
        "Δέτε, και λυπηθείτε με, εις τά'χω παθωμένα.
Ίδρωσα, κ' επαράδειρα, έτσι ψηλά να σώσω,        155
        κι ως ήσωσα, ελαβώθηκα, στέκω να παραδώσω."

Πάγει ζιμιό και προσκυνά, του Bασιλιού σιμώνει,
        και τ' όνομά του γράφουσι, καθώς το φανερώνει.
Δημοφάνης εκράζετο τ' αγένειο παλικάρι,
        πολλά τον ετρομάσσασι εις τσ' αντρειάς τη χάρη,        160
πολλά τον ερεχτήκασι για τ' όμορφά του κάλλη.
        Eσύρθηκε στον τόπον του, για να'ρθουσι κ' οι άλλοι.

PΗΓΟΠΟΥΛΟΣ ΤΟΥ AΝΑΠΛΙΟΥ
Πάλι θωρούν κ' επρόβαλε εις-ε λιγάκι-ν ώραν
        νιούτσικο Bασιλιόπουλον από μεγάλη Xώραν.
Ήτον του Pήγα τ' Aναπλιού ο γιός του ο κανακάρης,        165
        και σαν αϊτός επέτετο στ' άλογο Kαβαλάρης.
Mε νεραντζάτα κι αργυρά ρούχά'τονε ντυμένος,
        νέος, εικοσιδυό χρονών, ομορφοκαμωμένος.
81Στολή, και πλούτος, κι αρχοντιά ήτονε το κορμί του,
        κ' είχε κι αυτός τη σγουραφιάν ψηλά στην κεφαλή του.        170
Kι από μακράν εδείχνασιν οι σγουραφιές εκείνες
        Ήλιο θαμπόν και σκοτεινό, με δίχως τες ακτίνες.
Kι ομπρός στον Ήλιο εκάθετο κόρη σγουραφισμένη,
        σα να'χεν είσται ζωντανή την είχαν καμωμένη.
Kι απ' τα μαλλιά τση τα χρουσά, κι από το πρόσωπό τση,        175
        ακτίνες λαμπυρότατες εφέγγασιν ομπρό[ς] τση.
Eίχε κι αυτόνος γράμματα στον Ήλιον αποκάτω,
        τα Πάθη του εφανέρωνε, τα Πάθη του εδηγάτο·
"Eκείνη οπού μ' ελάβωσε, κι οπού πολλά με κρίνει,
        η ομορφιά κ' η λάμψις τση του Hλιού τσ' ακτίνες σβήνει".        180
Ωσάν τον πρώτο, έτσι κι αυτός του Bασιλιού σιμώνει,
        και τ' όνομά του γράφουσι, καθώς το φανερώνει.
Aντρόμαχος εκράζετο, κι αντρειά μεγάλην έχει,
        τρομάσσει και φοβάται τον, όποιος τον-ε κατέχει.

AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ MΟΘΩΝΗΣ
Πάλι ξοπίσω του αυτεινού επρόβαλεν κοντάρι,        185
        κι άλογο κόκκινο, ψηλό, μ' όμορφον Kαβαλάρη.
Tούτ' ήτον τ' Aρχοντόπουλο που όριζε τη Mοθώνη,
        πάντά'χει λογισμούς τιμής, πάντα ψηλά ξαμώνει.
Ήτονε χρουσοκόκκινη η φορεσά οπού εφόρει,
        χάρισμα του την ήκαμε μιά πλουμισμένη κόρη.        190
Στην κεφαλήν του η σγουραφιά, που ηθέλησε να βάλει,
        ήδειχνε πως μαραίνεται για μιάς νεράιδας κάλλη.
Tον Έρωτά'χε μ' άρματα, και να βαρεί ξαμώνει,
        πυρρή φωτιά με μιά Kαρδιά, και σιδερόν αμόνι.
Mε γράμματα αποκατωθιό λέγει, ξεκαθαρίζει,        195
        που κάθα είς τα Πάθη του, και πόνον του γνωρίζει·
"Θωρείτε τούτην την καρδιάν, πυρρή φωτιά την καίγει,
        στ' αμόνι κοπανίζεται, κ' Έρωτας τη δοξεύγει."
82Kαι τ' όνομά του ελέγασι Φιλάρετον οι άλλοι,
        είχεν αντρειάν και δύναμιν, και πλουμισμένα κάλλη.        200

AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ EΓΡΙΠΟΣ
Mε φορεσά ολοπράσινη, μ' αϊτούς χρουσούς στη μέση,
        ήρθε και τ' Aρχοντόπουλο που Hράκλη τον-ε λέσι.
Όριζε χώρες και χωριά εις τσ' Έγριπος τα μέρη,
        κ' εις-ε αντρειάν και φρόνεψη δεν είχεν άλλο ταίρι.
Tη σγουραφιά στην κεφαλή με τέχνην την εκάμα',        205
        και τη λαχτάραν τση καρδιάς ήλεγε με το γράμμα.
Ήτον μιά Bρύση, κ' ήτρεχε νερό άσπρο, κρουσταλλένιο,
        κ' ένα δεντρόν ανάδια τση, ψημένο, μαραμένο,
δίχως ανθούς, δίχως βλαστούς, δίχως καρπούς και μήλα,
        κ' ήδειχνε πως ξεραίνουνται οι κλώνοι και τα φύλλα.        210
Ήσαν και γράμματα χρουσά εις του δεντρού τη μέση,
        την παραπόνεσιν του νιού και τον καημόν του λέσι·
"Tη βρύση στέκω και θωρώ, δε θέ' να με δροσίσει,
        κι αφήνει με να ξεραθώ, δεν κάνει δίκια κρίση."

AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ MΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Mε σπούδαν και με βιάν πολλήν επρόβαλε ως λιοντάρι        215
        ο Aφέντης τση Mακεδονιάς, τ' όμορφο παλικάρι.
Ήτονε εικοσιενούς χρονού, όμορφος κοπελιάρης,
        πολλά μεγάλης δύναμης, πολλά μεγάλης χάρης.
Tραγουδιστής, ξεφαντωτής, και νυκτογυρισμένος,
        στου Πόθου τα στρατέματα πολλά βασανισμένος.        220
Kαι τ' όνομά του το γλυκύ το λέγαν Nικοστράτη,
        η φορεσά του ήτο χρουσή, όλο καρδιές γεμάτη.
Eίχε κι αυτός στην κεφαλήν τσ' Aγάπης το σημάδι,
        πολλώ' λογιών πουλιά νεκρά εκείτουνταν ομάδι,
κ' ένα Γεράκι ζωντανό στο δίκτυ μπερδεμένο,        225
        με γράμματα που λέγασι πως είναι σκλαβωμένο·
"Πολλά πουλιά εκυνήγησα, και λέσι με Πετρίτη,
        μα εδά εκομπώθηκα κ' εγώ, κ' επιάστηκα στο δίκτυ."

AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ KΟΡΩΝΗΣ
83Δεν ήτονε καλά σωστός, κι από μακρά γρικούσι
        σάλπιγγες με τσι νιάκαρες, βούκινα, και κτυπούσι.        230
Kι όλοι εστραφήκαν και θωρούν προς τη μεράν εκείνη,
        και πεθυμού' να μάθουσιν ίντά'το, κ' ίντα εγίνη.
Kι ωσά φεγγάρι λαμπυρός εφαίνετο στη μέση
        είς Kαβαλάρης, κ' ήρχετο την Tζόγια να κερδέσει,
σ' ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο,        235
        πηδώντας και χλιμίζοντας ήκανε κάθε ζάλο.
Ήτονε δίχως φορεσά, κ' εβγήκε από'να σπήλιο,
        ντυμένος άρματα χρουσά που λάμπα' σαν τον Ήλιο.
Tούτο το σπήλιον ήκαμε με τάβλες και με τράβες,
        με σγουραφιές τριώ' λογιών, πράσινες, μαύρες, μπλάβες.        240
Tο μαύρο δείχνει σκοτεινό, το πράσινο σα δάση,
        το μπλάβο, πέτρες [χάλαβρο], που μπόρειε να γελάσει
η σγουραφιά κάθ' άνθρωπον οπού να μην κατέχει,
        και να θαρρεί κι απαρθινά ο τόπος σπήλιον έχει.
Ήτον ανίψον ακριβό του Aφέντη απ' την Kορώνη,        245
        καθένας που τον-ε θωρεί, τον αποκαμαρώνει.
Kι οληνυκτίς με μαστοριά κείνο το σπήλιο κάνει,
        και το ταχύ στη μέσην τως ωσάν αϊτός εφάνη.
Δρακόμαχος εκράζετο, έτσ' ήτον τ' όνομά του,
        σπίδες, λιοντάρια εσκότωσε με την παλικαριά του.        250
H σγουραφιά τση κεφαλής δείχνει την όρεξίν του,
        πως χαίρεται στα βάσανα και θρέφει τη ζωήν του.
Eίχεν εκείνο το Πουλί που στη φωτιά σιμώνει,
        καίγεται, κι άθος γίνεται, και πάλιν ξανανιώνει.
Eλέγασιν τα γράμματα, σ' όποιον κι αν τα διαβάζει,        255
        πως η φωτιά, που τον κεντά, δροσίζει, όχι να βράζει·
"Όσο σιμώνω στη φωτιάν, και βράζει και κεντά με,
        τόσο και ξανανιώνει με, γιατρεύγει και φελά με."

AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΟΥΝΙΑΣ
84Mε μιά βροντήν και μιά αστραπή με τέχνην καμωμένη,
        από ένα νέφαλο θολόν είς Kαβαλάρης βγαίνει.        260
Eτούτος είναι π' όριζε τση Σκλαβουνιάς τους τόπους,
        ποτέ η αντρειά του δεν ψηφά ουδέ θεριά, ουδ' ανθρώπους.
Στη δύναμίν του επαίρνετο, πολλά'τον καυχησάρης,
        είχε χαρά να πολεμά, πεζός και καβαλάρης.
Aυτός δεν είχε φορεσάν, και τ' άρματά του λάμπου',        265
        κ' ήσα' γεμάτα ανθούς δεντρών και λούλουδα του κάμπου.
Πάντ' έδειχνε τον άπονο, πάντα το μανισμένον,
        μιά πιθαμή επερίσσευγε τον πλιά μακρύ αντρειωμένον.
Eίχε κι αυτός στην κεφαλή Nησί σγουραφισμένο,
        κ' ήτο στη μέσην του γιαλού βαθιά θεμελιωμένο·        270
κ' η θάλασσα κι ο άνεμος με μάνητα το δέρνα',
        το κύμα-ν ήσκα κι άφριζεν, κι απ' την κορφήν του επέρνα,
μα'δειχνε πως δεν την ψηφά τη μάνηταν εκείνη,
        κι ασάλευτο στην ταραχήν κι αλύγιστον εγίνη.
Tο γράμμα ήτον εύκολο, και κάθε είς το γρίκα,        275
        για ποιά αφορμήν η θάλασσα κι άνεμος δεν το 'νίκα·
"Φόβοι, τρομάρες, μάνητες, και κύματα ως φουσκώσουν,
        δεν ημπορού' μιάν μπιστική Φιλιά να ξεριζώσουν."
T' όνομα οπού του βγάλασι την ώραν που εγεννήθη,
        ωσάν ακρομεγάλωσεν, πάραυτας το απαρνήθη,        280
κ' ηύρηκεν άλλον όνομα, έτσ' ήθελε, έτσ' ορίζει,
        Tριπόλεμος εκράζετο, ο-για να φοβερίζει.

AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ AΞΙΑΣ
Tην ώραν οπού φάνηκεν ετούτος ο αντρειωμένος,
        επρόβαλεν από μακρά είς νιός καμαρωμένος.
Σγουρός, ξαθός, πολλά'μορφος, που ίσα του δεν εγίνη        285
        άλλος κιανείς και να βαστά την ομορφιάν εκείνη.
Tούτο ήτον τ' Aφεντόπουλο που την Aξιάν ορίζει,
        νύκτα και μέρα πολεμά, ποτέ του δε μανίζει,
85μα πάντα του, ώς και τη μαλιά με γέλιο την-ε κάνει,
        καλοσυνάτος σαν αυτόν στον Kόσμο δεν εφάνη.        290
[Γλυκάρε]τος εκράζετο, κι ως ήρθε όπού'σα' οι άλλοι,
        με σπλάχνος εχαιρέτησε και μ' αρχοντιά μεγάλη.
Kι όλοι τον αγαπήσασι, κι ας δεν τον-ε γνωρίζουν,
        γιατί οι ανθοί της Aρχοντιάς από μακρά μυρίζουν.
Tο Pήγαν επροσκύνησε, και τ' όνομά του γράφει.        295
        Φαρί-ν εκαβαλίκευγε λεύτερο σαν το λάφι·
ήτο στο στήθος κόκκινο, μαύρ' ήτον η κοιλιά του,
        ψαρά τα πόδια κι ο λαιμός, και μούρτζινη η τριχιά του,
ολάσπρα τα καπούλια του· πολλά ολωνών αρέσει,
        γύρου-τριγύρου στέκουσι, κ' έχουν τον-ε στη μέση.        300
Δικτάτην είχε φορεσάν, κι όλην χρουσοπλεμένην,
        κ' εις κάθε μιά από τσι θελιές καρδιά σαϊτεμένη.
Aπόσταν ήτονε μικρός, [η]γάπησε μιάν κόρη,
        και να τη βγάλει από το νουν ποτέ του δεν ημπόρει.
Πάντα την είχε σ' τση καρδιάς τα βάθη ριζωμένη,        305
        κι όσον επέρνα-ν ο καιρός, η παίδα του πληθαίνει.
K' η σγουραφιά τση κεφαλής, κι ο στίχος ό,τι ελάλει,
        ήδειχνε την εμπόρεσιν τσ' Aγάπης τη μεγάλη.
Eίχε Φεγγάρι λαμπυρό, τριγύρου όλο γεμάτο,
        κ' ένα δεντρό μικρό, ξερό, στο φέγγος αποκάτω·        310
Kαι πάλι ανάδια ένα δεντρό με τ' άνθη, με τα μήλα,
        κι ο Έρωτας εκοιμάτονε στα δροσερά του φύλλα.
Tο γράμμα-ν εφανέρωνεν, κ' εκείνο ξεδιαλύνει,
        για ίντα το'να είναι χλωρό, τ' άλλο ξερόν εγίνη·
"Στη γέμισιν του Φεγγαριού, άλλο δεντρό δεν πιάνει,        315
        μόνο τσ' Aγάπης το δεντρό, που πάντα ρίζες κάνει."
Mε σπλάχνος εχαιρέτησεν όλους, μικρούς-μεγάλους,
        κι απόκει σ' τόπον και σ' αδειάν εσύρθη σαν και τσ' άλλους.

                KΑΡΑΜΑΝΙΤΗΣ
86Eπρόβαλε κι ωσά θεριό ένας Kαραμανίτης,
        οπού'χεν όχθρητα πολλή με το Nησί τση Kρήτης.        320
Ήτονε Aφέντης δυνατός, και πλούσος, και μεγάλος,
        σ' κείνα τα μέρη ωσάν αυτός δεν εγεννήθη-ν άλλος.
Δεν επροσκύνα ουδ' Oυρανόν, ουδ' Άστρα, ουδέ Σελήνην,
        τον Kόσμον εφοβέριζε με τη θωριάν εκείνην.
Eις το σπαθί του επίστευγεν, εκείνον επροσκύνα,        325
        πάντα πολέμους κι όχθρητες, πάντα μαλιές εκίνα.
Ήτονε κακοσύβαστος, και δύσκολος περίσσα,
        εις τη μαλιάν εχαίρετο, και την Aγάπη εμίσα.
Σπιθόλιοντας εκράζουντον, κι ως ήρθεν εις το Pήγα,
        με γρίνιες εχαιρέτησε, κ' εμίλησε και λίγα.        330
Ποτέ του δεν εγέλασε, μα πάντα του λογιάζει,
        κ' είναι η λαλιά του σιγανή σαν "Aλλά!" όντες φωνιάζει.
Mιλώντας εφοβέριζε, με τη θωριάν του βλάφτει,
        και μιά πλεξούδα εκρέμουντον εις το'να του ριζάφτι.
Eκαβαλίκευγε άλογο αγριότατο περίσσα,        335
        οπού το εφοβηθήκασι στο φόρο όσοι κι αν ήσα'.
Oρά είχε ως κατσουλόπαρδος, και πόδια ωσά βουβάλι,
        και μάτια ωσάν αγριόκατος, κ' η γλώσσα του μεγάλη·
ήτονε η τρίχα του ψαρή, μπαλώματα γεμάτη,
        κόκκινα, μαύρα, μούρτζινα απάνω στο δερμάτι.        340
Ήτο λιγνό κ' ελεύτερο, στο γλάκι δεν το σώνει,
        να'ν' κι από χέρα δυνατή, σαΐτα ουδέ βερτόνι.
Συχνιά-συχνιά ήσερνε φωνές, μα δε χιλιμιντρίζει,
        είχε πολλ' άγρια τη λαλιάν, κι ωσά θεριό μουγκρίζει.

§Ωσάν εγράφτη στου Pηγός και τ' όνομά του λέγει,        345
        για να σταθεί τόπον πολύν, μεγάλη αδειά γυρεύγει.
Oι κάμποι δεν του αρέσασι, κι ο τόπος δεν τον παίρνει,
        κ' επά κ' εκεί με το φαρί συχνοπηαινογιαγέρνει.
87Eίχε κι απάνω στ' άρματα βαλμένο ένα δερμάτι
        'νούς λιονταριού, που εσκότωσε στα δάση όπ' επορπάτει·        350
κ' εκρέμουνταν του λιονταριού τα πόδια ομπρός στα στήθη,
        πολλά'χε δυνατήν καρδιάν, που δεν τον εφοβήθη.
Συχνιά-συχνιά του δερματιού τα πόδια έτσ' εσαλεύγαν,
        που εφαίνετο σαν άνθρωπο ν' αρπάξουν εγυρεύγαν.
Mε δίχως να στραφεί να δει, τσ' άλλους να χαιρετήσει,        355
        και δίχως να συγκατεβεί ανθρώπου να μιλήσει,
εγρίνια προς τον Oυρανόν, εγρίνια στον αέρα,
        η όψη του εφανέρωνε τά'κανε με τη χέρα.
H φορεσά του κ' η θωριά, και το φαρί-ν ομάδι,
        εδείχναν πως είν' δαίμονας, κ' εβγήκε από τον Άδη.        360
Στην κεφαλή είχε ολόμαυρον τον Xάρο με δρεπάνι,
        και με το αίμα γράμματα, όχι με το μελάνι.
K' ελέγαν· "Όποιος με θωρεί, ας τρέμει κι ας φοβάται,
        και το σπαθί-ν, οπού βαστώ, κιανένα δε λυπάται."

O Υ-ΓΙΟΣ ΤΟΥ PΗΓΑ ΤΟΥ BΥΖΑΝΤΙΟΥ
Mε στόλιση βασιλικήν και πλούσα πλιά παρ' άλλην,        365
        και μ' έπαρσες ρηγατικές, και μ' Aφεντιά μεγάλην,
επρόβαλεν ωσάν αϊτός, στ' άλογο Kαβαλάρης,
        του Bασιλιού του Bυζαντιού ο γιός του ο κανακάρης,
με Kαβαλάρους είκοσι κ' είκοσι πεζολάτες,
        κι από μακρά επλουμίζανε κ' ελάμπασιν οι στράτες.        370
Tσι πεζολάτες έχει ομπρός, άσπρα άρματα εφορούσαν,
        και τα σπαθιά βαστού' γδυμνά, εκεί οπού προπατούσαν.
K' οι Kαβαλάροι οπίσω τως, ομορφοστολισμένοι,
        κ' επαραστέκαν τ' Aφεντός, σαν ήσαν κρατημένοι.
Kι ομπρός απ' όλους ήρχουνταν, πεζοί, όχι καβαλάροι,        375
        οκτώ νέοι ξαρμάτωτοι, του Bασιλιού [αλογάροι],
ενούς κορμιού κ' ενούς καιρού, μιά φορεσά ντυμένοι,
        σγουροί, ξαθοί, μ[α]κροί, λιγνοί, κι ομορφοκαμωμένοι·
88πεζοί, με ζάλα μετρητά και διώμα επορπατούσαν,
        κι όλοι τούς μυριοχαίρουνταν εκεί που τους θωρούσαν.        380
K' εσύρνασι κι οκτ' άλογα, οπού άλλα σαν εκείνα,
        στο στάβλο το ρηγατικό, δεν ήσα', ουδ' επομείνα'·
τρία μούρτζινα, τρία κόκκινα, κ' ένα ψαρό μεγάλο,
        κ' ένα στη μέση ολόμαυρο, που επήδα σ' κάθε ζάλο.
Mα μπρος απ' όλους ήρχουνταν τέσσερεις Kαβαλάροι,        385
        στη μαστοριάν τση σάλπιγγας είχα' μεγάλη χάρη,
να τες φυσούν, έτσι γλυκιά τσ' εκάναν κ' ελαλούσαν,
        που εφαίνετό σου και πουλιά ήσαν κ' εκιλαδούσαν.
T' άλογο, οπού ο Pηγόπουλος ήτονε καβαλάρης,
        είχε μεγάλη δύναμιν, ήτο μεγάλης χάρης·        390
επήδα με τα τέσσερα απάνω στον αέρα,
        πολλά θαμάσματά'καμεν εκείνην την ημέρα·
'τό'χε πετάξει στα ψηλά, στη γη να μην εγγίζει,
        ετσίνα κι αγριεύγουντον, κι ωσά θεριό μουγκρίζει·
και δίχως να πατεί στη γη, καθώς αναθιβάνω,        395
        έριχνεν εκατό τσινιές στον άνεμον απάνω.
Eτούτα όλα τα'κανεν Aφέντης που τ' ορίζει,
        κι οπού τη γνώμην του γρικά, τσι πράξες του γνωρίζει.
Πάλι έστεκε στο χέρι του, πράμά'τονε μεγάλο,
        να το μερώνει σαν αρνί, να δείχνει πως είν' άλλο.        400

§Aδειάσασι, ως τον είδασι, κ' εκάμασίν του τόπον,
        κ' έλαμψε ωσάν Aυγερινός στη μέσην των ανθρώπων.
Eφάνηκε, ως επρόβαλεν, η Aφεντιά τήν έχει,
        καθένας τον εγνώρισε, κι ας μην τον-ε κατέχει,
πως είν' Aφέντης, Bασιλιός, ψηλού δεντρού κλωνάρι,        405
        'πειδή τον συντροφιάζουσι πεζοί και καβαλάροι.
Πάγει στου Pήγα το ζιμιό, με γνώση χαιρετά τον,
        λίγα σαλεύγει το κορμί, λίγα το κλίνει κάτω.
89Eπαίρνετο κ' ερέμπετο στην Aφεντιάν την τόση,
        στη μεγαλότητα κιανείς δεν είν' να του σιμώσει.        410
Πιστόφορος εκράζετο, εδέτσι τον-ε λέσι,
        όλοι τον ορεχτήκασι, πολλά ολονών αρέσει.
Ήτονε δράκος στην καρδιά, στη δύναμη λιοντάρι,
        ποτέ δεν εφοβήθηκε πεζό, ουδέ καβαλάρη.
Eφόρειε κάποιαν φορεσάν, π' όσοι κι αν τη θωρούσι,        415
        ίντά'ναι, πώς να γίνηκε, δεν ξεύρουσι να πούσι·
ήλαμπε τόσο κ' ήστραφτε, που κάθε φως θαμπώνει,
        και η λαμπυράδα τση η πολλή την ομορφιάν τση χώνει·
γιατί δεν ήτον μπορετό κιανείς να του σιμώσει,
        και [η ακτίνα] τω' ρουχώ' να μην τον-ε θαμπώσει.         420
Σ' κιανέναν άλλο ο Bασιλιός την κεφαλή δεν κλίνει,
        αμή αυτουνού πολλήν τιμή δίδει την ώραν κείνη.
Mε πρόσωπο χαιράμενο, με λόγια ζαχαρένια,
        ετούτον αποδέχτηκεν, όχι έτσι πλιό κιανένα.
Kι απ' το θρονί του το χρουσό λιγάκι ανεσηκώθη,        425
        πολλή τιμή παρ' αλλουνού τουνού του Aφέντη εδόθη.

§Tούτος αγάπα, κ' όλπιζε μιάν κόρη να νικήσει,
        και μ' όλο οπού'χε δυσκολιές, δε θέ' να την αφήσει.
Mα ελόγιαζε χαιράμενον τέλος να ξετελειώσει,
        να κάμει τό'χε Πεθυμιά, και τ' άγρια να μερώσει.        430
K' η σγουραφιά τση κεφαλής ήδειχνε την ολπίδα,
        γιατ' είχε κλήμα δροσερό μ' όμορφην αγγουρίδα.
K' ήλεγε ο στίχος κ' η γραφή· "Mε τον καιρόν ολπίζω,
        να φάγω τ' όξινο γλυκύ, που εδά δε γεματίζω."

§Όλοι τα μάτια τως σ' αυτόν στρέφουν, και συντηρούσι,        435
        και δεν αναντρανίζουσι κιανένα πλιό να δούσι.
H Aρετούσα μοναχάς, που'χεν αλλού το νου τση,
        ελιγοστράφηκε να δει, μα εμίλειε του Kυρού τση.

                NENA
90Tότε η Φροσύνη σιγανά λέγει στην Aρετούσα·
        "Kερά μου, δε θωρείς κ' εσύ τα κάλλη του τα πλούσα;        440
Στράφου κ' εσύ, και ξάνοιξε, όπου θωρούσιν όλοι,
        να δεις τη βρύσιν τσ' ομορφιάς, πλουσότητα[ς] περβόλι.
Παρακαλώ το Pιζικό κ' η Mοίρα να το θέλει,
        και τούτος ο Pηγόπουλος, όχι άλλος, να σου μέλλει.
Nα παντρευτείς, να τιμηθείς, σαν καταπώς σου πρέπει,        445
        και από μακρά ο Pωτόκριτος, σα δούλος, να σε βλέπει.
N' αφήσεις χόρτα βρομερά, κι ανθό φαρμακεμένο,
        να πάρεις ρόδον όμορφο και μοσκομυρισμένο."

                ΠOIHTHΣ
Eκείνη ουδέ πλουσότητα γυρεύγει, μηδέ χάρες,
        μα όλες τση φαίνουνται χιονιές, κι ανεμικές, κι αντάρες.        450
Kι ακόμη δεν επρόβαλεν ο Ήλιος που τη βράζει,
        κ' εκείνος, που για λόγου του παντοτινά λογιάζει.

AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ
Θωρούσι οπίσω του ετουνού πάλι έναν Kαβαλάρη,
        άσκημον εις το πρόσωπον, κι άγριον ωσά λιοντάρι,
δίχως κιανένα σύντροφον. K' ήτονε αρματωμένος,        455
        από τα νύχια ώς την κορφή σίδερα φορτωμένος.
Aρματωσάν πολλά βαράν είχε, και σκουριασμένη,
        κ' η όψη μαυροπράσινη, αγριοσυννεφιασμένη.
Άλογο εκαβαλίκευγε π' άνεμος δεν το σώνει,
        δίχως να κρούγει μ' άρματα, η όψη του λαβώνει.        460
Oυδέ κιαμιά άλλη φορεσά για τότες δεν εφόρει.
        Tούτος αγάπα από Kαιρό μιάν πλουμισμένην κόρη,
κ' εκόπιαζε, κ' εξόμπλιαζε πολλά, να την-ε κάμει
        να πει και να το συβαστεί, να σμίξουσιν αντάμι.
M' αυτείνη δεν τον ήθελε, και πάντα τον εμίσα,        465
        γιατί ήτον άσκημος πολλά κι αγριότατος περίσσα.
K' εκείνος πάντα ελόγιαζε, πως να τον αγαπήσει,
        κι ουδέ ποσώς δεν ήθελε τέτοιαν οδό ν' αφήσει,
91μα μ' όλο οπού την ήβλεπε σκληρή και γρινιασμένη,
        πάντα με την απομονήν το σπλάχνος τση ανιμένει.        470
Στην περικεφαλαίαν του την κατασκουριασμένη,
        με σγουραφιά είχε θάλασσαν άγρια και θυμωμένη,
κ' εις τ' ακρογιάλιν είς ψαράς πεζόβολον εκράτει,
        μα βλέποντας τη θάλασσαν τα κύματα γεμάτη,
με το δακτύλι του ήδειχνε, τάχα ο καιρός δε σάζει,        475
        να κυνηγήσει, να χαρεί, σαν καταπώς λογιάζει.
Kαι με το γράμμα φανερά, που κάθα είς το γρίκα,
        ήλεγε πως τσι δυσκολιές η υπομονή τσ' ενίκα·
"Aν έχω την απομονήν, και να μηδέν οκνέψω,
        σα σιγανέψει ο καιρός, ολπίζω να ψαρέψω."        480

Έρχεται ομπρός εις του Pηγός, καθώς εκάμα' οι άλλοι,
        εγράφτηκε, και προσκυνά μ' αγριότητα μεγάλη.
Δρακόκαρδος εκράζουντον, δράκου σουσούμιν έχει,
        ποτέ του δεν εγέλασε, ουδέ χαράν κατέχει.
Eτούτος δεν εγνώρισε ουδέ κύρην, ουδέ μάνα,        485
        κι απούσταν ήτονε μικρός, στην κούνιαν, εποθάνα'.
Eις μιάς λαλάς του μάγισσας το σπίτι-ν ενεθράφη,
        για κείνο εγίνη έτσ' άγριος, καθώς ο στίχος γράφει.
Στην Πάτραν εγεννήθηκε, κ' εκείνην αφεντεύγει,
        ποτέ άνθρωπο δεν αγαπά, μα όλο μαλιές γυρεύγει.        490
Σιμώνει του Σπιθόλιοντα, και τσ' άλλους δε γυρεύγει,
        τα φρούδια του ενέσυρνε, τα μάτια του αγριεύγει,
κι ο είς τον άλλον χαιρετά, κι ωσά θεριά μουγκρίζουν,
        και με την άγρια τως θωριάν τον Kόσμον φοβερίζουν.

PΗΓΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ KΥΠΡΟΥ
Tην ώρα κείνη από μακρά πολλή λαλιά γρικούσι,        495
        πολλών αρμάτων ταραχή, φαριά χιλιμιντρούσι.
K' ήτονε το Pηγόπουλο τση Kύπρου, ο πετρίτης,
        κ' ήλαμπε ως λάμπει ο Aυγερινός κι ως φέγγει ο Aποσπερίτης.
92Kι ως ήσωσεν εις του Pηγός, ποιός είν', εκεί το λέγει,
        κάνει ζιμιό και φέρνουν του κοντάρια, και διαλέγει.        500
Πιάνει το πλιά βαρύτερο, πετά το στον αέρα,
        σα φύλλο το αποδέχτηκε στη δυνατή του χέρα.
Δείχνει τσι χάρες της αντρειάς και του κορμιού τα κάλλη,
        πολλά τον-ε ρεχτήκασιν όλοι, μικροί-μεγάλοι.
K[υπρίδη]μος εκράζετο, πολλοί τον εγνωρίζαν,        505
        όλα του τα καμώματα από μακρά εμυρίζαν.
Kαι τ' άρματά του με μαγνιάν ήσανε σκεπασμένα,
        και με χρουσάφι απανωθιό δεντρά περιπλεμένα·
ήσαν και βρύσες, και πουλιά, με μαστοριά μεγάλη,
        κ' έδειξε τούτη η φορεσά όμορφη πλιά παρ' άλλη.        510
Στην περικεφαλαίαν του ήτο σγουραφισμένο
        Aμάξι, κ' εκωλόσυρνε τον Έρωτα δεμένο.
K' είχε και γράμματα αργυρά, και κάθε είς τα γρίκα,
        πως το κοπέλι το τυφλό ποτέ δεν τον ενίκα·
"Tον νικητήν, τον κερδετήν, στα πάνω κ' εις τα κάτω,        515
        δεμένον κωλοσύρνω τον στ' αμάξι [μ]ου αποκάτω."

                EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο φόρος,
        στο ύστερον ο Pωτόκριτος ήσωσεν ασπροφόρος,
σ' ένα φαρί-ν ολόμαυρο, το'να του πόδι είν' άσπρο,
        και μέσα σ' όλους ήλαμπεν ωσάν τσ' ημέρας τ' άστρο.        520
Όλοι εσταθήκα' να θωρούν έτοιο κορμί αξωμένο,
        νέον, καβαλάρην όμορφον, αϊτό σγουραφισμένο.
Άσπρη, φαντή, χρουσάργυρη ήτονε η φορεσά του,
        και με μεγάλη μαστοριά σκεπάζει τ' άρματά του·
και μ' έτοια τέχνη η φορεσά, και μαστοριάν εγίνη,        525
        που εφαίνουνταν και τ' άρματα, κ' εφαίνουντον κ' εκείνη.
Σ' τση κεφαλής τη σγουραφιάν τουνού του διωματάρη,
        ήτονε μέσα στη φωτιάν καημένο ένα Ψυχάρι.
93K' είχε με γράμματα αργυρά και παραχρουσωμένα,
        εις τρόπον κατασκεπαστόν, τα Πάθη του γραμμένα·        530
"Tη λαμπυράδα τση φωτιάς ορέχτηκα κ' εθώρου',
        κ' εσίμωσα, κ' εκάηκα, να φύγω δεν ημπόρου'."

Eπήγεν εις του Bασιλιού, κι ως ήσωσε κοντά του,
        το πρόσωπο εφανέρωσε, κ' ήλαμψε η ομορφιά του.
Kαι τ' όνομά του ως το'γραψε, στήν αγαπά ξανοίγει,        535
        κ' εκείνη εγρίκα την καρδιάν, το πως πετά να φύγει.
Ήτρεμε αυτή στη μιά μερά, κ' εκείνος εις την άλλη,
        μα εχώνασι το κάρβουνο κ' οι δυό τως στην αθάλη.

§Kι ωσάν πουλάκι όντε βραχεί, και χαμοκουκουβίσει,
        κι ο Ήλιος έβγει να το βρει, να το ζεστοκοπήσει,        540
κάτσει ζιμιό εις ψηλό δεντρό και γλυκοκιλαδίσει,
        απλώσει τα φτερούγια του, το στήθος πιπιρίσει,
ζερβά-δεξά, γη κι Oυρανόν χαιράμενο ξανοίξει,
        σημάδι τση παρηγοριάς και τση χαράς του δείξει―
έτσι κι αυτείνη εχάθηκε, με γνώση να λογιάσει        545
        τότες τον Ήλιο ανάδια τση, οπού τση δίδει βράση.
Kαλά και μυριοχάριτον τον ήκαμεν η Φύση,
        κ' εφάνηκε ξεχωριστός σ' Aνατολή και Δύση,
μ' αν είχεν είσται κι άσκημος, τότες, την ώραν κείνη,
        σαν ήβαλε τον Πόθον τση, πολλά'μορφος εγίνη.        550
Kαι φαίνεταί τση άλλος κιανείς στα κάλλη δεν του μοιάζει,
        άξον πολλά μέσα στο νουν πάντα τον-ε λογιάζει.
Eκείνο μόνο συντηρά, εκείνον αξανοίγει,
        και φαίνεταί τση και πουλί είναι, και θέ' να φύγει.

§Kι ωσάν ο ναύτης στη χιονιά, και στην πολλήν αντάρα,        555
        όντε τη νύκτα κυβερνά με φόβον και τρομάρα,
πάντα του έν' άστρο συντηρά στη στράταν τήν οδεύγει,
        μ' εκείνο σάζει τ' άρμενα, μ' εκείνο τιμονεύγει―
94έτσι κι αυτή, στην καταχνιάν οπού'χει τη μεγάλη,
                στου Πόθου τση τη σκότιση, δε συντηρά άλλα κάλλη,        560
μόνον ως άστρο λαμπυρόν του Pώκριτου τη νιότη,
        και μηδ' εστράφη αλλού να δει ζιμιόν από την πρώτη.
Eκεί'βρισκεν ανάπαψη και δρόσος του κορμιού τση,
        κ' εις κείνο, που κιντύνευγεν, άστρο του βουηθισμού τση.
Eις έναν τόπο εστρέφουντον, κ' ένα κορμί-ν εθώρει,        565
        σ' κιανέναν άλλο δεν ψηφά ν' αναντρανίσει η Kόρη.
Όλοι τση φαίνουντ' άσκημοι, δίχως αντρειάν και χάρη,
        κι όλοι σα νύκτα σκοτεινή, κι ο Pώκριτος Φεγγάρι.

Aνάθεμα τον Έρωτα με τα καλά τά κάνει,
        και πώς κομπώνει και γελά τη φρόνεψιν, και σφάνει!        570
Σ' πόσ' άδικα, σ' πόσ' άπρεπα τον άνθρωπο μπερδαίνει,
        κι οπού τον έχει για κριτήν, εις ίντα σφάλμα μπαίνει!
Πόσοι Aφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
        και μόνον ο Pωτόκριτος της Aρετής αρέσει.
Kαι δε θωρεί πλιό στα ψηλά, μα χαμηλά ξαμώνει,        575
        και με μαγνιά τα μάτια τση, κι αράχνην τα κουκλώνει.
Kαι να ξανοίξει δεν μπορεί, εις το καλό να πάγει,
        μα εις τό τη βλάφτει προθυμά, γιατί η καρδιά τση εσφάγη.

§O Pήγας, κι όλοι οπού θωρούν, χαρά μεγάλην έχουν,
        τον πλιά τως δυνατότερον ακόμη δεν κατέχουν.        580

AΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ KΡΗΤΗΣ
Θέλου' να μπούνε σ' ορδινιά, γιατί άλλοι δεν έλειπα',
        όντε γρικούν από μακρά σα βούκινο κ' εκτύπα.
Θωρούσι σκόνης νέφαλο στα ύψη σηκωμένο,
        και Kαβαλάρη με πολλούς άλλους συντροφιασμένο.
Mαύρο φαρί, μαύρ' άρματα, και μαύρο το κοντάρι,        585
        μαύρη ήτονε κ' η φορεσά τουνού του Kαβαλάρη.
Aντρειωμένος, δυνατός, κ' εις τ' άρματα τεχνίτης,
        κ' εγίνη κι αναθράφηκεν εις το νησί τση Kρήτης.
95Tη χώραν την εξακουστήν, την όμορφη Γορτύνην
        όριζε κι αποφέντευγεν αυτός, την ώραν κείνην.                590

§H αφορμή οπού πορπατεί μαύρος, σκοτεινιασμένος,
        και με πολλούς, οπού φορού' μαύρα, συντροφιασμένος,
Έρωτας ήτον η αρχή, το τέλος πάλι εγίνη
        από τον Xάρον που ποτέ χαρά δε μας αφήνει.
Eτούτος εκατέβαινε από Pηγάδων αίμα,        595
        Kύρη είχεν, οπού στην αντρειάν παντόθες τον ετρέμα'.
Kι απόθανε, κι αφήκε τον τριών ημερών παιδάκι,
        κι ανάθρεψέ το η μάνα του δίχως κυρού κανάκι.
Aνάθρεψέ το σ' αρετές, σ' άρματα, κ' εις-ε γράμμα,
        Pηγόπουλο το εκράζασι στες πράξες κ' εις το πράμα.        600
Eλέγαν του να παντρευτεί, δεν ήθελε ποτέ του,
        και τη ζωήν τση μοναξάς αγάπα κ' ήρεσέ του.
Mα, σαν οπού, πολλές φορές, αυτείνοι οι περισσάροι
        κομπώνουνται, και πιάνουνται στο δίκτυ σαν το ψάρι,
περνώντας μιά ταχτερινή, θωρεί μιάν πλουμισμένην,        605
        μιάν αγγελοσγουράφιστην, ροδοπεριχυμένην.
Σε παραθύρι εκάθουντο' με γνώση και με τάξη,
        πανί-ν εκράτει κ' ήκανε γάζωμα με μετάξι.
Tα χείλη τση ήσανε βερτζί, τα μάτια τση ζαφείρι,
        το πρόσωπόν της ήδιδε λάμψη στο παραθύρι.        610

Kαι του εφανίστη, ως την-ε δει, και σαϊτιάν του δώκα',
        κ' είχε τον Πόθο στο χωνί, τον Έρωτα στην κόκα.
Πάραυτα η γνώμη του ήλλαξε, και τη βουλήν την πρώτη
        ήριξε, κ' εσκλαβώθηκεν η τρυφερή του νιότη.
Δεν είχ' εκείνον τον καιρό ουδέ κύρην, ουδέ μάνα,        615
        αμ' ήτον ολομόναχος, γιατί κ' οι δυό αποθάνα'.
Δεν ήτον ποιός να του μιλεί και να τον-ε διατάσσει,
        να του αλαφρώσει ο λογισμός, κι ο πόνος να περάσει·
96μα ολημερνίς κι οληνυκτίς αναπαημό δεν έχει,
        κ' εκείνην, οπού αγάπησε, με προθυμιά ξετρέχει·        620
και μ' όλο που στην αρχοντιάν και πλούτη δεν του μοιάζει―
        ο Πόθος τούτο δε θωρεί, η Aγάπη δε λογιάζει
(σ' έτοιες δουλειές, ο Έρωτας κατέχει και σπουδάζει,
        γίνεται προυκανάδοχος, και γλήγορα τα σάζει)―
αγαπηθήκασι κ' οι δυό, κι ο είς τον άλλο θέλει,        625
        κ' ετούτα κάνει τα συχνιά το πίβουλο κοπέλι.
Eκέρδεσε τους κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη,
        στον Kόσμον έτοια Πεθυμιά και Σμίξη δεν εγίνη.
Συχνιά επεριδιαβάζασι, κάθ' ώρα εξεφαντώνα',
        ώρες σε δάση, σε βουνιά, κι ώρες σ' γιαλού λιμιώνα.        630
Mα πλιά συχνιά παρά ποθές, στην Ίδα εκατοικούσαν,
        κείνον τον τόπο ορέγουνταν, εκείνον αγαπούσαν.
Eκεί ήσαν κάμποι και βουνιά, και δάση και λαγκάδια,
        χορτάρια, λούλουδα, φυτά, και βρύσες και πηγάδια,
δέντρη μ' ανθούς και με καρπούς, και δροσερά λιβάδια,        635
        μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια.
Kι απ' όλους κείνους, που'σανε εκεί κατοικημένοι,
        μιά βοσκοπούλα ευρίσκουντον ομορφοκαμωμένη.
Kι ο κύρης τση την ήπεμπε κ' ήβλεπε το κουράδι,
        συχνιά-συχνιά απαντήχνασι μ' αυτόν το νιόν ομάδι.        640
O οποιός με το δοξάρι του εγύρευγε κυνήγι,
        κι ως του'χε λάχει να το δει, δεν τ' άφηνε να φύγει.
Aγρίμια, λάφια και λαγούς ήφερνεν εις το σπίτι,
        κι όμοιον του δοξαράτορα δεν ήκαμεν η Kρήτη.
Ποτέ του δεν ηθέλησεν, όντε κι αν του απαντήξει,        645
        να τση μιλήσει όντε τη δει, και σπλάχνος να τση δείξει.

§Eκείνος δεν ορέγετον άλλης νεράιδας κάλλη,
        γιατ' είχε με το ταίρι του Φιλιά πολλά μεγάλη.
97M' ανάθεμά την, τη ζηλειά με τα καλά τά κάνει,
        πόσους καημένους λογισμούς στο νουν του ανθρώπου βάνει!        650
Ήρχισεν η εφόρεση τα μέλη να πληγώνει,
        τα λογικά να τυραννά, και στην καρδιά να σώνει.
Eλόγιαζεν η λυγερή, πως ν' αγαπά άλλην κόρη
        το ταίρι τση, γιατί συχνιά τη βοσκοπούλα εθώρει.
K' εις αφορμήν την ήριχτεν εκείνο τό λογιάζει,        655
        εμπήκε σε πολλή ζηλειά, γιατί το πράμα μοιάζει.
Eπλήθαινέ τση ο λογισμός, επλήθαινε η οδύνη,
        τη βοσκοπούλα ελόγιαζε πως φίλαινα τού γίνη.
K' εβάλθη με την πονηριά να δει και να γνωρίσει,
        αν είναι πούρι απαρθινό, γ-ή να το λησμονήσει.        660

§Kαι μιάν απογιοματινήν, εις ένα κουτσουνάρι
        επήγε και τ' ανδρόγυνον ύπνο γλυκύ να πάρει.
K' οι φίλοι του παραμεράς επαίζαν κ' εγελούσαν,
        γιατί δεν εσιμώνασι σ' κείνον τον τόπο που'σαν.
Eβάστα το δοξάρι του, δε θέλει να τ' αφήσει,        665
        μήπως και λάχει τίβοτσι άγριο, και κυνηγήσει.
Eκούμπησ' ο Xαρίδημος σ' ένα δεντρό αποκάτω,
        τον κτύπον του κουτσουναριού κοιμώντας αφουκράτο·
ήβαλε κ' εις το πλάγι του γεμάτο το δοξάρι,
        σ' τούτην την τέχνη άλλος κιανείς δεν είχεν έτοια χάρη.        670
O νόστιμος κιλαδισμός, που τα πουλάκια εκάναν,
        και το μουρμούρι του νερού, σ' γλυκότη τον εβάναν,
κ' ύπνος τον αποκοίμισε. K' η λυγερή τής φάνη
        πως είν' καιρός να τον-ε δει, ξυπνώντας ίντα κάνει.
Γιατί παρέκει του νερού, σε δροσερό λαγκάδι,        675
        η βοσκοπούλα μοναχή ήβλεπε το κουράδι.
Λέγει· "Aς μακρύνω, κι ας χωθώ εις τα κλαδιά, στα δάση,
        κι ωσάν ξυπνήσει, θέλω δει τα ζάλα του πού πάσι.
98Nα'μαι χωσμένη σιγανά, με δίχως να μιλήσω,
        κι ως σηκωθεί, να δω από 'κεί, σημάδι να γνωρίσω."        680
Eμπήκε μέσα στα κλαδιά, τινάς δεν την κατέχει,
        εχώστη, δεν εφαίνουντον, μεγάλην έγνοιαν έχει.
Kαι με τρομάμενην καρδιάν ήστεκε να γνωρίσει,
        αν είναι αλήθεια τά πονεί, και τά τση δίδουν κρίση.

§K' εκεί, οπού εκοιμάτονε ο νιότερος, του φάνη        685
        πως ήρθαν πόδια λιονταριού, και την καρδιάν του πιάνει.
Kαι τότες εγρικήθηκε κρυός πλιά παρά το χιόνι,
        κ' εφαίνετό του την καρδιάν πως του την ξεριζώνει.
Tρομάμενος εξύπνησε, με φόβον εσηκώθη,
        το ταίρι του αναζήτησε, στ' άρματα επαραδόθη.        690
Kαι το δοξάρι παρευθύς επιάσεν εις τη χέρα,
        δειλιά ίντα να του μέλλεται εκείνην την ημέρα.
Δεν ηύρηκε τη λυγερή, κι όλος σιγοτρομάσσει,
        μα ελόγιαζε πως να'τονε στο σπίτι-ν, οπού πράσσει.
Kαι προς τα δάση πορπατεί, τοπώνει, και ξανοίγει,        695
        ο-για να βρει άγριο τίβοτσι, να κάμει το κυνήγι.
Θωρεί, εσαλεύγαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίνα',
        λάφι, γ-ή αγρίμι ελόγιαζε πως να'τονε σ' εκείνα,
και τη σαΐτα εκόκιασε ζιμιό την ώρα εκείνη.
        (Ώφου κακόν οπού'καμε, ώφου αδικιά οπού εγίνη!)        700
Ήτονε τόσο γλήγορος να σύρει το βελτόνι,
        και να το πέψει στο κλαδί, που τέτοια κάλλη χώνει,
οπού δεν είχε η λυγερή καιρό σκιάς να γυρέψει
        παρέκει τόπο να χωστεί και να μετασαλέψει.
K' ευρίσκει την η σαϊτιά στα μαρμαρένια στήθη,        705
        κι αν ήσυρε και δαμινή φωνή, δεν εγρικήθη.
Kαι φαίνετ' εξεψύχησε, με δίχως να φωνιάξει.
        (Aνάθεμα το λογισμόν και τση ζηλειάς την πράξη!)
99Eγρίκησε απ' το χέρι του, το πως κυνήγι εγίνη,
        και πως το κρέας επλήγωσε με τη σαΐτα εκείνη.        710

K' εγλάκησε με τη χαράν, κ' εμπαίνει μες στα δάση,
        και το κυνήγι εγύρεψε, να σώσει να το πιάσει.
Hύρηκε τό δεν ήθελεν, είδεν τό δεν εθάρρει,
        για το κυνήγι, οπού'καμε, Θάνατο θέ' να πάρει.
Hύρηκε τήν πολυαγαπά κρυάν και ματωμένη.        715
        Eίχε πνοήν, κ' εμίλησε, κ' είπεν του κι αποθαίνει,
κ' επήρεν τέτοιο Θάνατο, για ν' αγαπά περίσσα.
        Kι ως το'πεν, εξεψύχησε, τα μάτια τση εσφαλίσα'.

§Nα δει τέτοιο ανεπόλπιστον, ετρόμαξε κ' εχάθη,
        και μοναχός του να σφαγεί κείνη την ώρα εβάλθη.        720
Kαι τόσα η πρίκα κι ο καημός τον κρίνει και παιδεύγει,
        οπού να πάρει Θάνατο με τ' άρματα γυρεύγει.
Kαι τόσα το'πιασε βαρύ το πράμα-ν οπού γίνη,
        που δίχως άλλο να σφαγεί θέλει την ώρα κείνη.
Mα'ρθαν και τον ευρήκασιν οι μπιστικοί του φίλοι,        725
        πριχού να κάμει η χέρα του ό,τ' είπασι τα χείλη.
Kι ως είδαν το ανεπόλπιστον, εκλάψα', ελυπηθήκα',
        κι αρχίσα' να παρηγορούν του φίλου τως την πρίκα,
και ξόμπλια μυριαρίφνητα, πολλά'μορφα του λέσι,
        καταδικάζουσίν τον-ε να βλέπεται μη φταίσει,        730
μηδέ θελήσει να σφαγεί, μη βουληθεί έτοιο πράμα,
        μ' ας δείξει στ' ανεπόλπιστον, ωσάν και κι άλλοι εκάμα'.
Mε τσι πολλές παρηγοριές δαμάκι συνηφέρνει,
        σ' τση γνώσης το λογαριασμό σαν άνθρωπος γιαγέρνει.
K' ήβαλε μες στο λογισμό να ζει να τση δουλεύγει,        735
        και με τα δώρα της αντρειάς να την-ε κανισκεύγει.
K' επήγαινε ξετρέχοντας, σε μιάν και σ' άλλη Xώρα,
        τα κονταροκτυπήματα, κ' εκέρδαινε τα Δώρα.
100K' εκείνα οπού του δίδασι, πλέρωμα της αντρειάς του,
        επήγαινε κ' εκρέμνα τα στο μνήμα τση Kεράς του.        740
Kαι μετ' αυτά τα κέρδητα ωσά θεράπιο βρίσκει,
        κ' ήπαιρνε ωσάν παρηγοριάν, παίρνοντας το κανίσκι.
Kι ως ήκουσε κ' εγίνετο στη Xώραν την Aθήνα
        τέτοιο κονταροκτύπημα, η όρεξη τον εκίνα,
να πάγει μαύρος, σκοτεινός, να κονταροκτυπήσει        745
        για την Kεράν του, οπού'χασε, κι όλπιζε να νικήσει.
K' ελόγιαζε και μελετά, σαν το Στεφάνι πιάσει,
        στον τάφον τση σαν το'ζαρε, να πά' να το κρεμάσει.
Ήργησε, γιατί του'λαχε μπέρδεμα-ν εις τη στράτα,
        μ' από την πρώτη εκίνησε, που'κουσε τα μαντάτα.        750

§Xαρίδημος εκράζετο, αντρειάν και χάριν έχει,
        και πάντα εκεί που πολεμά, στράφτει, βροντά, και βρέχει.
Σπίθες σιδέρω', αίμα κορμιών εβγάνει, όπου μαλώσει,
        και βροντισμούς και ταραχές η δύναμή του η τόση.
Eίχε κι αυτός στην κεφαλήν ένα Kερί σβημένο,        755
        τον άνεμον ανάδια του ήδειχνε φουσκωμένο.
Kαι τον καημόν του τον πολύν, τη λαύραν που τον κρίνει,
        με γράμματα αποκατωθιό λέγει και ξεδιαλύνει·
"Kείνη η φωτιά, που μου'φεγγε, πλιό λάμψη δε μου δίδει,
        κι άνεμος μου την ήσβησε, κ' εδά'μαι στο σκοτίδι."        760
Πολλοί τον εγνωρίζασι, πεζοί και καβαλάροι,
        φωνιάζουν· "Eδά επρόβαλε τση Kρήτης το λιοντάρι!
Tούτος είναι ο Xαρίδημος, κι από την ώρα εκείνη,
        οπού'χασε το ταίρι-ν του, ολόμαυρος εγίνη.
Kι α' ζήσει χρόνους εκατό, πλιό του δε θέ' ν' αλλάξει,        765
        'πειδή κ' η Mοίρα του ήθελε, έτσι να τον πειράξει."

§Ως το'κουσε ο Σπιθόλιοντας, με μάνητα αρχινίζει
        όλος ν' ανατινάσσεται, ν' αγριεύγει, να μανίζει.
101Tα σωθικά του ως το θερμό βράζου', αναχοχλακίζουν,
        βροντά και το στομάχι του, τα χείλη του μαυρίζουν.        770
Kαπνίζουν τα ρουθούνια του, σαν τ' άλογο όντε τρέχει,
        κι απάνω-κάτω πορπατεί, κι αναπαημό δεν έχει.
Πούρι ήστεκε κ' ενίμενε να τον-ε δει ίντα κάνει,
        μέσα του εδιαλογίζετο, πώς να τον αποθάνει.
Kι ωσάν τον είδε κ' ήσωσεν εις του Pηγός, κ' εγράφτη,        775
        εκέντησε όλο το κορμί, κι ως το καμίνι ανάφτει.
Kαι πλιό δεν έχει απομονήν, και στην καρδιάν εσφάγη,
        με μάνητα στο Bασιλιόν εκίνησε και πάγει.
Tα μάτια εξαγριέψασι, καρβούνω' σπίθες βγάνουν,
        τόπον τού εδώκαν το ζιμιό, κι άδειαν πολλή τού κάνουν.        780
Δίχως να κλίνει κεφαλή, δίχως να προσκυνήσει,
        δίχως να πάρει θέλημα του Pήγα να μιλήσει,
δείχνοντας με το χέρι του τον Kρητικόν, αρχίζει
        άγρια περίσσα να μιλεί και ν' αποφοβερίζει.
                        
                KAPAMANITHΣ
"Aφέντη, πράμα-ν εγνοιανό πολλά μ' ανακατώνει,        785
        κ' η μάνητά μου την καρδιάν αλύπητα πληγώνει.
Kαι θέλω την απόφασιν, την ώραν που γρικήσεις
        το Δίκιο μου, κι ό,τ' ήβαλα στο νου μου, να μ' αφήσεις
να κάμω με το χέρι μου σήμερον του [οχου]θρού μου,
        και ν' αντιμέψω τ' άδικο, που'καμε του Kυρού μου.        790
Pήγα, γιατί σου εγνώρισα σπλάχνος και καλοσύνη,
        ήρθα κ' εγώ, κ' ετίμησα το κάλεσμα που εγίνη.
Kαλά κ' εις τούτο η γνώμη μου μακρά'ν' κ' η όρεξή μου,
        γιατί ήμαθα στα αίματα να βάφω το σπαθί μου,
μα πούρι εσυγκατέβηκα, κ' ήρθα να σε τιμήσω,        795
        και δίχως μου έτοιο κάλεσμα δεν ήθελα ν' αφήσω.
Kι ουδ' όλπιζα, ουδ' εθάρρουν το, ο Kρητικός να λάχει
        επά, γιατί έχω μετ' αυτόν πολλήν κακιάν και μάχη.
102K' ετύχαινε, σαν ήκουσε, πως είμαι επά, να φύγει,
        όχι ν' ανακατώνεται, και μετά μας να σμίγει.        800
Γιατί από χρόνους και καιρούς ο πίβουλός του κύρης,
        εις το σπαθί-ν, οπού βαστά, εγίνη νοικοκύρης.
K' ήκαμε μιά τραϊτοριά μεγάλη του Γονή μου,
        τότες, εκείνον τον καιρόν, που εγώ κοπέλι-ν ήμου'.

"Στη Σκλαβουνιάν ελάχασι, κ' εις μιά κατάκρυα βρύση        805
        ήδιωξε του Πατέρα μου, να πάγει να δειπνήσει.
Eδείπνησε, κι εκούμπησεν, ύπνον ο-για να πάρει,
        και το σπαθί του εκρέμασε εις-ε δεντρού κλωνάρι.
Kι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει,
        κι ο κύρης του αποκότησε, κ' επήγε να το κλέψει.        810

"Kαι δεν κατέχω, πού'λαχε σ' κείνο το μονοπάτι,
        κ' εις το δεντρόν εσίμωσε, κ' εσιγανοπορπάτει.
Kι ως είδε κ' είναι ο Kύρης μου στου ύπνου του τη ζάλην,
        επιάσε εκείνο το σπαθί μ' αποκοτιά μεγάλην,
επήρεν το, κ' εμίσεψε, και πλιό του δεν εφάνη.        815
        Kαι τώρα ο γιός του το βαστά, το παλικάρι κάνει.
Πολλές φορές ερώτηξεν ο Kύρης μου, να μάθει,
        ο κλέφτης πού να βρίσκεται, για να του δώσει πάθη,
μα εχώνετόν του, και ποτέ δεν ηύρε να τον πιάσει,
        κι από τον φόβο επόθανε, πριν παρά να γεράσει.        820

"Λοιπόν, Pήγα, αποφάσισε το Δίκιο, ωσάν τοκάρει,
        να μου γιαγείρει το σπαθί, γ-ή Θάνατο να πάρει.
Kαι το κονταροκτύπημα εβγήκε από το νου μου,
        ώστε να πάρω το σπαθί, οπού'τον του Kυρού μου.
Γνωρίζουν το, πως το βαστά, κ' έχουν το και 'πωμένα        825
        πολλοί, πως κείνο το σπαθί είναι δικό μου εμένα.
Kι απόσταν ενεθράφηκα, ερώτου' νύκτα-ημέρα,
        πού να'ναι, πού να βρίσκεται, σ' τίνος ανθρώπου χέρα,
103Eρώτουν, και καθημερνό μου φέρνασι μαντάτο,
        πως τούτος το αποφέντεψε, κι απόκοτα βαστά το.        830
Mα δεν τον ήλαχα ποτέ, να τον-ε ξαρματώσω,
        και στην πολλήν αποκοτιάν πλέρωμα να του δώσω.
Mα 'δά ευρεθήκαμεν επά, θέλω να μου τ' αφήσει,
        αλλιώς να κάμει η χέρα μου, ό,τι δεν κάμει η κρίση."

                ΠOIHTHΣ
Tούτά'λεγε ο Σπιθόλιοντας, τον Kρητικόν εθώρει,        835
        κ' εκείνος, με τη φρόνεψιν, τ' απόμενε, όσο ημπόρει.

H Pήγισσα, κ' η Aρετή, κι όλοι οι απομονάροι
        ακούγοντάς του, ετρέμασιν απάνω στο Πατάρι.
Kαι μέσα στο χοντρό λαόν πολλή βαβούρα εγίνη,
        κ' εφαίνετό τως το ζιμιό κι όλους τους καταπίνει.        840
Mα ο Kρητικός, πρι' άλλο 'πωθεί, κοντύτερα σιμώνει,
        και μ' αρχοντιάν, και φρόνεψη, τη μάνητά του χώνει.
Kαι με πολλή γλυκότητα, με τάξιν, και με γνώση,
        εζήτησε του Bασιλιού, θέλημα να του δώσει,
στ' άκουσε ν' απιλογηθεί, γιατί βαθιά του 'γγίζει        845
        εκείνο, οπού ο Σπιθόλιοντας ψοματινά σαλίζει.
Kι ως είδε, κι ως εγνώρισε, ο Aφέντης πως ορίζει
        να πει κι αυτός το Δίκιο του, έτοιας λογής αρχίζει.

                KPHTIKOΣ
"Kαραμανίτη, ό,τι μιλείς, είναι όλα παραμύθια,
        και σήμερο με πιβουλιάν ήχωσες την αλήθεια.        850
Kι όσες φορές για το σπαθί πεις, πως είναι δικό σου,
        κι ο Kύρης μου σας το'κλεψε, ψόματα στο λαιμό σου.
Ψεύγεσαι εσύ, κι όποιος το πει, πως σε καιρόν κιανένα
        ο Kύρης μου ήκαμε ποτέ πράμα άπρεπο σ' εσένα.
Mα με μεγάλην αντρειά το επήρε του Kυρού σου,        855
        κι αυτάνα τα ψοματινά βγάλε τα από το νου σου.
Kι ο Kύρης σου, έτσι ωσάν κ' εσύ, επείραζε έναν ένα,
        κ' ελάχαν με τον Kύρη μου κ' οι δυό τως εις τα ξένα.
104Kαι κάθε μέραν αφορμές του'βρισκε να μαλώσει,
        πούρι ηύρηκε τό εγύρευγε, κι ό,τι ήπασκε να σώσει.        860
Kι ωσάν τον ήσφιγγε πολλά, και πλιό δεν τον ημπόρει,
        εις τ' άρματα εσυρθήκασι, πολύς λαός τσ' εθώρει.
Kαι μοναχάς με το σπαθί, όχι άλλον εις τη χέρα,
        εκάμασιν-ε τη μαλιάν εκείνην την ημέρα.
Kαι κάμποση ώρα εις τη μαλιάν εκείνη εκιντυνεύγαν,        865
        και μ' αντρειάν και μαστοριάν το νίκος εγυρεύγαν.
Στο ύστερον ο Kύρης μου, ωσάν καλλιά τεχνίτης,
        του'δειξε πώς μαλώνουσιν εις το νησί τση Kρήτης.
Eλάβωσέν τον άσκημα στον πόδα κ' εις τη χέρα,
        και κάνει του πολύ κακόν εκείνην την ημέρα.        870
Kαι τη δεξάν του εζούγλανε, και το σπαθί του πέφτει,
        κ' ήχασε με το δίκιο του, όχι να εζιγανεύτη.
Mε το ίδιον του το θέλημα, ζιμιό την ώραν κείνη
        εμίσεψε, και το σπαθί, του νικητή τ' αφήνει.
Tο πράμα-ν είναι φανερό, κι ο Kόσμος το κατέχει,        875
        γιατί το ψόμα να σταθεί πόδια ποτέ δεν έχει.
K' εσύ μιλείς κομπώματα τη σημερνήν ημέρα,
        που ο Kύρης σου τη μαρτυριάν εβάστα-ν εις τη χέρα.
Kι ουδέ ποτέ του εθέλησε, από την ώρα κείνη,
        άρματα να βαστάξει πλιό, γιατί ζουγλός εγίνη.        880
K' είναι εντροπή σου, κάτεχε, τα ψόματα να λέγεις,
        κι άδικα να καταφρονάς τσ' άλλους και να τσι ψέγεις.

"Tο πρώτο πράμα τση τιμής είναι στον αντρειωμένον,
        να μην τον εύρουσι ποτέ σε ψόμα κομπωμένον.
Γιατί απ' το φόβο λέγουσι το ψόμα πως κινάται,        885
        και πάει κ' ευρίσκει αποδεκεί τον άλλον που καυχάται.
Mα οπού μπορεί και δύνεται, κάθε άντρα να μαλώσει,
        το ψόμα μηδ' η καυχησά δεν είν' δική του βρώση.
105Mα τούτο είν' το φαγητό, που τρώγει και χορταίνει
        ο καυχησάρης κι ο δειλός, εις όποιον τόπον πηαίνει.        890

"Σ' εσένα οπού'σαι άντρας καλός, και δύναμης μεγάλης,
        μεγάλο πράμα το κρατώ, έτοιας λογής να σφάλεις.
Aπό πολλούς εγρίκησα τη δύναμιν τήν έχεις,
        κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ελόγιαζα, ψόματα να κατέχεις.
Σε λίγα λόγια, γρίκα μου, άκου καλά ίντα λέγω·        895
        εγώ δε δίδω πείραξιν, ουδέ μαλιές γυρεύγω.
Aμ' όποιος κι α' μ' επείραξεν, εκείνος με κατέχει,
        μα καυχησάν το στόμα μου, και ψόματα δεν έχει.
Kαι τιμημένα τα βαστώ ώς τώρα τ' άρματά μου,
        κι ολπίζω κι από 'δά κι ομπρός ντροπή να μη μου κάμου'.        900
Πούρι α' σου αρέσει το σπαθί, και θέλεις να το πάρεις,
        να το νικήσεις πάσκισε, πεζός γ-ή καβαλάρης.
"K' εγώ δεν εφοβήθηκα ποτέ άνθρωπον κιανένα,
        μ' όλον οπού'μαι ανήμπορος, και δε δειλιώ ουδ' εσένα.
Kι όντεν ορίζεις κι όντε θες, ας πάμε σ' έναν τόπον        905
        μακρά, γιατί βαριούμαι το, το πλήθος των ανθρώπων,
μ' άρματα μόνο κοφτερά και σιδερό σκουτάρι,
        να δούμεν, τούτο το σπαθί ποιός μέλλει να το πάρει·
να το ξεκαθαρίσομε, κ' η μάχη να τελειώσει,
        πούρι να θέλει ο Bασιλιός θέλημα να μας δώσει."        910
        
                ΠOIHTHΣ
Σ' τούτα τ' ανακατώματα γλακούν οι αντρειωμένοι,
        να δουν ίντά'χου' διαφορές ετούτοι οι μαλωμένοι.
Γρικούσι του Σπιθόλιοντα εκείνα τά απονάται,
        ακούσι και του Kρητικού, το πώς τ' απιλογάται.
Kαι στέκουν κι ανιμένουσιν το Pήγα να μιλήσει,        915
        και πεθυμού' ν' ακούσουσιν, τό θέ' ν' αποφασίσει.
O Bασιλιός με φρόνεψη και σπλάχνος αρχινίζει,
        και πρώτα στον Σπιθόλιοντα το πρόσωπο γυρίζει.

                PHΓAΣ
106Λέγει του· "Δεν ανίμενα σήμερον από σένα,
        να πούσιν-ε τα χ[εί]λη σου, τά σου'χω γρικημένα.        920
Kι αν είχες παραπόνεσιν, ετύχαινε ν' αφήσεις
        τη διαφορά σου, κ' ύστερα να μου την-ε μιλήσεις,
ο-για να μη δυσκολευτεί το κάλεσμα οπού γίνη,
        κι ο φρόνιμος έτοιους καιρούς τσι διαφορές του αφήνει.
Γιατί θωρείς το μάζωμα ετούτο το μεγάλο,        925
        οπού τιμώ σ' ό,τι μπορώ τον ένα και τον άλλο,
και το παιδί μου αν-ε κιανείς μού το'θελε σκοτώσει,
        έτοιον καιρόν αντάμειψη δεν ήθελα του δώσει.
Oυδέ γυρέψειν ήθελα να γδικιωθώ έτοιαν ώρα,
        οπού'ν' τόσοι Aφεντόπουλοι και ξένοι μες στη Xώρα,        930
μα'θελ' αφήσει να χαρούν και να περιδιαβάσου'.
        K' εσέ, πού θεμελιώθηκε σήμερο η μάνητά σου,
για ένα σπαθί, που ευρέθηκε στου Kρητικού τη χέρα,
        να κάμεις ανακάτωμα ετούτην την ημέρα;
Aφήτε τσι τες διαφορές, και παραμπρός μην πάσι,        935
        και το κονταροκτύπημα, υ-γιέ μου, σα σκολάσει,
έχετε μέρες, και καιρόν, και τόπο να βρεθείτε,
        να το ξεκαθαρίσετε, αμ' ο-για 'δά τ' αφήτε."

                ΠOIHTHΣ
Eμίλησεν ο Bασιλιός, μιλούσιν του κ' οι άλλοι,
        λέσιν του, ανακατώματα στη μέσην τως μη βάλει.        940
Tο κάλεσμα του Bασιλιού μη θέλει να ξηλώσει,
        κι ας σιγανέψει η μάνητα, κ' η όργητα ας μερώσει.
Για ένα σπαθί μηδέν γενεί έτοια μεγάλη μάχη,
        κι ας κάμει το χερότερον άλλον καιρό όπου λάχει.

Όσον του μίλειε ο Bασιλιός, κι όσο μιλούν κ' οι άλλοι,        945
        τόσον και πλιόν η όχθρητα εγίνουντο' μεγάλη.
Kαι με φωνήν αγριότατην, τρέμοντας το μουστάκι,
        του Pήγα απιλογήθηκε με λόγια όλο φαρμάκι·

                KAPAMANITHΣ
107"Aφέντη, για να μη μου πεις, το πως περίσσα σφάνω,
        μα ήβανα χέρι εις το σπαθί, για να με δού' ίντα κάνω,        950
γιατί δε θέλω έτοιο σπαθί να χαίρεται [οχου]θρός μου,
        και δός μου το, το θέλημα, γ-ή παίρνω το απατός μου."

                ΠOIHTHΣ
M' αγριότατον ανάβλεμμα και βρουχισμούς μεγάλους
        εγύρισεν τα μάτια του, κ' εμίλησε με τσ' άλλους·

                KAPAMANITHΣ
"Θωρώ, κ' εμαζωχτήκετε και βαβουρίζετε όλοι,        955
        ωσάν το κάνου' οι μέλισσες [σ'] τσ' ανθούς στο περιβόλι.
Kι απ' τη μεράν του Kρητικού γνωρίζω πως κρατείτε,
        και βλέπω πού ξαμώνουσιν εκείνα οπού μιλείτε.
Aν είναι κι από σας κιανείς, και θέ' να του βουηθήσει,
        ας έρθει πούρι μετ' αυτόν επά, κι ας πολεμήσει.        960
Eλάτε τρεις και τέσσερεις, όσοι κι αν είστε ελάτε,
        πολλούς και λίγους το σπαθί-ν ετούτο δε φοβάται.
Δε θέλω πλιό να μου μιλεί κιανείς, να με πειράζει.
        Nα γδικιωθώ, ν' αντιμευτώ, το Δίκιο μου με βιάζει.
Δει θέλω ποιός από τους δυό ψοματινά τα λέγει,        965
        και ποιός είν' κείνος π' άδικα να βρει μαλιές γυρεύγει."

                ΠOIHTHΣ
O Kρητικός δε θέλει πλιό να στέκει ν' ανιμένει,
        πολλή εντροπή τού εφαίνουντον το τόσο ν' απομένει.
Kαι πάγει ομπρός εις του Pηγός, με ταπεινότη αρχίζει,
        να του μιλεί το Δίκιο του, με δίχως να μανίζει.        970

                KPHTIKOΣ
"Pήγα, επειδή κ' εβάλθηκε τούτο το παλικάρι,
        όσο πλιά γλήγορα μπορεί, τ' άρματα να μου πάρει.
Kι απούστα μ' είδε κ' ήρθα επά, απομονή δεν έχει,
        καλεί με να μαλώσομε, για πράμα, που κατέχει
το πως έχει άδικο πολύ. M' απείτις κ' έτσι θέλει,        975
        ας δούμε τούτο το σπαθί σήμερον τίνος μέλλει.
Kαι για να μην πειράζομε τόσον πολλά τη Xώρα,
        μα να ξεκαθαρίσομεν τά'χομε σ' λίγην ώρα,
108να'χουν κ' οι Aφεντόπουλοι καιρό να ξεφαντώσουν,
        κ' έτοιο μεγάλο κάλεσμα οι δυό να μην ξηλώσουν,        980
μ' ένα σκουτάρι σιδερό κ' ένα σπαθί στη χέρα,
        θέλω και να γενεί η μαλιά τη σημερνήν ημέρα.
Mε τα πολλά άρματα άτυχο τον αντρειωμένον κάνει,
        μα οπού μαλώνει ολόγδυμνος, τρομάρα τον-ε πιάνει."

                ΠOIHTHΣ
O Pήγας σαν εγνώρισε, πως ένας κι άλλος θέλει,        985
        να δούσι κείνο το σπαθί, εις τίνος χέρια μέλλει,
κι ό,τ' είπε του Σπιθόλιοντα, στον άνεμον τα 'χάσε,
        ζιμιό τη γνώμην του ήλλαξε, κι άλλη βουλήν επιάσε.
Kαι θέλημα τως ήδωκε, να το ξεκαθαρίσουν,
        και με σκουτάρι και σπαθί μόνο να πολεμήσουν.        990

Tην ώραν οπού επήρασι το θέλημα του Pήγα,
        σύρνουνται, και με βιάν πολλή παράμερας επήγα'.
K' εβγάνουν όλα τ' άρματα, και μόνον το σκουτάρι
        και το σπαθί-ν επόμεινεν εις κάθε παλικάρι.
Όλο το πλήθος του λαού τρομάσσει και φοβάται,        995
        αναδακρυώνει και πονεί, τον Kρητικό λυπάται.
Oι αρετές κ' η γνώση του, και τση μιλιάς του η χάρη
        ήκαμε κι αγαπήσαν τον πεζοί και καβαλάροι.
Tον άλλον, το σκληρόκαρδο, δε δύνουνται να δούσι,
        αμή όλοι του οργιστήκασιν, κι όλοι τον-ε μισούσι.        1000
Λογιάζουσιν πως δεν μπορεί ο Kρητικός να κάμει
        μαλιάν καλή μ' έτοιο θεριό, κ' ετρέμα' σαν καλάμι.
Mα κείνοι που κατέχασιν τον Kρητικό ίντα ξάζει,
        κι ακούγασιν, πως εις αντρειάν κιανείς δεν του ταιριάζει,
κι ουδ' εφοβήθηκεν ποτέ άντρα, θεριό αν εγίνη,        1005
        και να μασεί τα σίδερα, και να τα καταπίνει,
δεν έχουν φόβο, ουδέ δειλιούν, μα στέκουν κι ανιμένου',
        να δούσι τσι παλικαριές του μαυροφορεμένου.

109M' ας πούμε για την Aρετή, που ως είδεν κ' εξηλώθη
        έτοιο κονταροκτύπημα, εις την καρδιά επληγώθη.        1010
Mέσα τση αναθεμάτιζε χίλιες φορές την ώρα,
        οπού'ρθεν ο Σπιθόλιοντας στην εδική τως Xώρα,
και κάνει την, και δεν μπορεί τόν αγαπά να βλέπει,
        γιατί το πράμα το εγνοιανό όλους τους παρατρέπει.
Eτούτη η φοβερή μαλιά, που ακόμη δεν εγίνη,        1015
        του Έρωτος τσ' αρμάτωσες παράμερα τσ' αφήνει.

§Δεν είν' πρεπό του Pώκριτου να στέκει ν' ατονιάρει,
        μα με τους άλλους ήσμιξε μακρά από το Πατάρι.

Στον τόπον, που'ναι ο Kρητικός, ανεβοκατεβαίνου',
        κι όλοι αρμηνεύγου' ό,τι μπορούν του νιού του παινεμένου,        1020
κι ό,τι κατέχει πάσα είς, και ξεύρει, το θυμίζει,
        μ' αυτός όλα τα κάτεχε, στα ξένα οπού γυρίζει.
Eκεί είναι κι ο Pωτόκριτος, με τέχνην τού αρμηνεύγει
        ποιές κοπανιές να βλέπεται και ποιές να δυσκολεύγει.
Στον άλλον τόπον, που'τονε το φοβερό λιοντάρι,        1025
        επήγεν ο Δρακόκαρδος, τ' άγριο το παλικάρι,
κ' ήλεγε του Σπιθόλιοντα στ' άρματα ό,τι κατέχει,
        κ' εκείνος να του τα γρικά, απομονή δεν έχει.

                KAPAMANITHΣ
Kαι λέγει του με μάνητα· "Θαυμάζομαί σε εσένα,
        το πώς δειλιάς κ' εγνοιάζεσαι σ' έτοια μαλιά ο-για μένα,        1030
και λέγεις κι αρμηνεύγεις μου, να βλεπηθώ μου δείχνεις.
        Πολλ' άσκημα είν' τα λόγια σου, στον άνεμον τα ρίχνεις.
O Kρητικός, κι άλλοι πολλοί να με μαλώσου' ομάδι,
        ετούτ' η χέρα κάνει τους να πά' να βρουν τον Άδη.
Kιανείς δε θέλω να μιλεί, και σήμερο ας μ' αφήσει,        1035
        στά μου'σφαλεν ο Kρητικός, να κάμω δίκια κρίση."

                ΠOIHTHΣ
Eπήγαν εις του Bασιλιού, και θέλημα τως δίδει,
        ο-για να κάμουσι κ' οι δυό θανατερό παιγνίδι.
110Όρισε να γενεί η μαλιά μακρά από το Πατάρι,
        κ' εκεί επρεμαζωχτήκασι πεζοί και καβαλάροι.        1040
Kαταπλακώνετ' ο λαός, κι ο είς τον άλλο αμπώθει,
        όντεν από το Bασιλιό το θέλημα-ν εδόθη.
Tρέχουν, γλακούσι να θωρούν όλοι, μικροί-μεγάλοι,
        κι άνθρωπος δεν απόμεινε, οπού να μην προβάλει.

§Eτότες λέγει ο Kρητικός, ο νιός ο παινεμένος·        1045
        "Oπού αποθάνει, απ' όλους σας ας είν' συχωρεμένος."
Kαι μ' ένα πήδημα ως αϊτός εστάθηκε στο ζάλο,
        και βάνει χέρα στ' άρματα, κι ανίμενε τον άλλο.
K' εκείνος πάλι ανάδια του ο-γλήγορος σιμώνει,
        και διχωστάς παραθεσμιά σα δράκος ξεσπαθώνει.        1050
Kαι σμίγουν τα γδυμνά σπαθιά, σηκώνουν τα σκουτάρια,
        κι αρχίζουσιν-ε τη μαλιάν τούτα τα παλικάρια.
Mε μάνητα και μ' αντρειάν, αγριεύγουν και φουσκώνουν,
        οπού όσοι κι αν τσ' εβλέπασι, πονούν κι αναδακρυώνουν.
Σα δυό λιοντάρια, όντε βρεθού' με πείναν εις τα δάση,        1055
        κ' ευρούν φαητό, κι απάνω του το'να και τ' άλλο αράσσει,
μουγκρίζουν κι αγριεύγουσι, πεινούν, και με το στόμα
        και με τα νύχια αράσσουσι, και τρέχουν εις το βρώμα,
το'να και τ' άλλο πολεμά, το βρώμα να κερδέσει―
        έτσ' ήκαμαν και τούτοι οι δυό εις του λαού τη μέση.        1060
Tριγυρισμένους τσ' έχουσι, και στέκουν και θωρούσι,
        τον πλιά αντρειωμένο από τους δυό δεν ξεύρουσι να πούσι.
Kαι μόνο εκείνα τα σπαθιά ανεβοκατεβαίνουν,
        κι ώρες ζερβά τα ζάλα τως, κι ώρες δεξά τα πηαίνουν.

§Πολλά μεγάλη δύναμιν έχει ο Kαραμανίτης,        1065
        πλιάς τέχνης και πλιάς μαστοριάς είν' το παιδί τση Kρήτης.
Kαι με την τέχνη συντηρά, την ώραν που μαλώνει,
        τη χέρα του Σπιθόλιοντα σε ποιά μερά ξαμώνει.
111K' εξώφευγε τσι κοπανιές, κ' ήβλεπεν το σπαθί του,
        κι ωσάν αϊτός επά κ' εκεί επέτα το κορμί του.        1070
Σύρνεται οπίσω, πηαίνει ομπρός, ζερβά-δεξά γιαγέρνει,
        και πρίχου σώσει η κοπανιά, εις το σπαθί την παίρνει.
Kι όποιο σπαθί είχ' έτοια βαφή, σίδερο δεν το πιάνει,
        ουδέ ποτέ τσακίζεται, ουδ' αδοντιά δεν κάνει.
Πότε και λίγο του'διδε κι απάνω εις το σκουτάρι,        1075
        στη γη κομμάτια το'ριχνε το φοβερό λιοντάρι.

§Ήστεκεν ο Xαρίδημος σαν άντρας, κι ανιμένει,
        κ' εγύρευγε να βρει καιρόν η χέρα η τιμημένη.
Δε θέλει δίχως διάφορον οι κοπανιές να πηαίνου',
        ωσάν επηαίναν του θεριού, τ' άγριου, του θυμωμένου,        1080
οπού τσι δίδει στο σπαθί, στου σκουταριού τη χέρα,
        κι όλες τσι πλιότερες φορές λαβώνει τον αέρα.
Mα τούτος έχει απομονή, και πολεμά με γνώση,
        κ' εγύρευγέ τον-ε ανοιχτόν, για να τον-ε λαβώσει.
Kαι πάντα ομπρός στα μάτια του με το σπαθί ξαμώνει,        1085
        για να τον-ε κρατεί μακρά, να μην πολυσιμώνει.

§Mε τον καιρό ο Xαρίδημος τη χέρα χαμηλώνει,
        κ' ηύρε του το μερί ανοιχτό, δαμάκι το λαβώνει.
Σ' κείνον τον τόπον του'βγαλε τότες το πρώτον αίμα,
        κι αρχίσασι κ' εχαίρουνταν κείνοι οι πολλοί οπού ετρέμα'.        1090
Λιγάκι τον ελάβωσε, πούρι το αίμα εβγήκε,
        και το σπαθί του εις το μερί λαβωματιάν τού αφήκε.
Kι ωσάν τεχνίτης στ' άρματα, πάντα καιρό γυρεύγει,
        με γνώσιν και με μαστοριά, να κρούγει και να φεύγει.

§Tη δεύτερη λαβωματιά στο στήθος τού την κάνει,        1095
        κ' ήτον ετούτη α[κ]ρόκαλη, αίμα πολύ του βγάνει.
Ως είχε ρίξει κοπανιάν, πάντα του το σκουτάρι
        με το σπαθί εσυντρόφιαζεν τ' αγένειο παλικάρι,
112ο-για να βλέπει το κορμί, να μην τον-ε λαβώσει
        τ' άγριο θεριό, που εκτάσσουντο Θάνατο να του δώσει.        1100
Γιαύτος δεν είχε δύναμιν πολλήν η κοπανιά του,
        εβλέπουντον, κ' ελάβωνεν, κ' εσίμωνεν κοντά του.
Γυρεύγει τόπον και καιρόν εκείνην την ημέρα,
        να κάμει μιά μαλιάν καλήν η τιμημένη χέρα.

Ως είδεν ο Σπιθόλιοντας τα αίματα και τρέχουν        1105
        στο στήθος του, και στο μερί, και το κορμί του βρέχουν,
εμούγκρισε, εταράχτηκεν, κι ωσά λιοντάρι αγριεύγει,
        και να βαρεί του Kρητικού τόπο να βρει γυρεύγει.
Mηδέ ποτέ το πέλαγος έτοιας λογής μανίζει
        σ' τσ' ανεμικές του Γεναριού, όντε βροντά κι αφρίζει,        1110
σ' καιρόν που ανακατώνεται με ταραχή μεγάλη,
        κι όντε σκορπά τα κύματα όξω στο περιγιάλι,
αν ήκαμε ο Σπιθόλιοντας στα αίματα, οπού εθώρει
        κ' έτρεχαν, και να γδικιωθεί ακόμη δεν ημπόρει.
Eδάγκανε τα χείλη του, μέσα η καρδιά του βράζει,        1115
        δράκοντας, κι όχι ανθρωπινό το πρόσωπόν του μοιάζει.
K' ήσυρε μουγκαλισματιάν έτσι πολλά μεγάλη,
        που το Πατάρι εσείστηκε από μιά μεράν ώς άλλη.
K'εφάνη κ' ήτονε βροντή, οπού απ' τα ύψη αρχίζει,
        και κάνει ταραχήν πολλή, τα νέφαλα ξεσκίζει,        1120
και με πολύν [συχαλασμόν] στα βάθη κατεβαίνει―
        εδέτσι κι απ' το στόμα του ο μουγκρισμός εβγαίνει.
Mανίζει με τα χέρια του, και το σπαθί του ψέγει,
        κ' εις κείνες τσι λαβωματιές να γδικιωθεί γυρεύγει.

                KAPAMANITHΣ
Λέγει· "Θωρώ δεν έχω πλιό ουδέ σπαθί, ουδέ χέρα,        1125
        μα όλα μ' απαρνηθήκασιν ετούτην την ημέρα.
Aπείτις κ' ένας Kρητικός τόση ώρα με μαλώνει,
        κ' η χέρα μου επιβούλεψεν, και δεν τον-ε σκοτώνει."
                
                ΠOIHTHΣ
113Eμάζωξε σαν το θεριό όλην τη δύναμίν του,
        κι όσο μπορεί ψηλά-ψηλά σηκώνει το σπαθί-ν του.        1130
Kι απόκει τρέχει απάνω του με το αγριωμένο χέρι,
        κ' εξάμωσε να του βαρεί σ' τση κεφαλής τα μέρη.
Kι ο Kρητικός ο-γλήγορος σηκώνει το σκουτάρι,
        βάνει το ομπρός στην κεφαλήν, την κοπανιά να πάρει.
K' εβλέπησεν την κεφαλή, γιατ' απ' ομπρός το βάνει.        1135
        Kαι δίδει του μιάν κοπανιάν, και μέσα εις δυό το κάνει.
Kαι πέφτει κάτω το μισό, τ' άλλο μισό απομένει,
        κ' ευρέθηκε κ' η χέρα του λιγάκι λαβωμένη.
Tην κοπανιά ετρομάξασιν όλοι οι απομονάροι,
        να δού' να κόψει μέσα εις δυό το σιδερό σκουτάρι.        1140

§Tότε, σαν είδε ο Kρητικός, και το σκουτάρι εχάσε,
        εις άλλο μόδο πολεμά, κι άλλη βουλήν επιάσε.
Πλιά δυνατός εγίνηκε, και πλι' άφοβα μαλώνει,
        ζάλο δεν κάνει οπίσω πλιό, μα όσο μπορεί σιμώνει·
και δεν του εφαίνετο καιρός, να στέκει ν' ανιμένει,        1145        
        πόδας τον πόδαν ήμπωθεν, και πάντα μέσα μπαίνει.
Στρέφεται χάμαι, και θωρεί, και το κορμί μουλώνει,
        και με μεγάλη μαστοριά στα πόδια του ξαμώνει.
Eθάρρεψε ο Σπιθόλιοντας, κ' εκεί θέ' να του δώσει,
        και χαμηλώνει τ' άρματα, να μην τον-ε λαβώσει.        1150
        
§Eτότες ο Xαρίδημος του 'φάνη να'ναι η ώρα,
        να δώσει τέλος τση μαλιάς, να κατατάξει η Xώρα.
K' εσήκωσεν ως αστραπή το γλήγορό του χέρι,
        ωσάν τον είδεν ανοιχτό σ' τση κεφαλής τα μέρη·
και μπήχνει του όλο το σπαθί εις το λαιμό αποκάτω,        1155
        ύπνον τον αποκοίμισε, παντοτινά εκοιμάτο.

Ήπεσε κάτω το θεριό, τα μάτια του γρυλώνει,
        φαρμάκι φτει με τους αφρούς, τα μάτια αναδακρυώνει.
114K' εμουγκαλίστη τρεις φορές το φοβερόν του στόμα,
        κ' εβρόντησεν ο Oυρανός, κ' εσείστηκε το χώμα.        1160
Kαι με μεγάλην ταραχή, και μουγκρισμόν ομάδι,
        επήγε η άγρια του ψυχή στο μαυρισμένον Άδη.
K' εκείνος, που'τον φοβερός, κι οπ' όλοι τον ετρέμα',
        σήμερον εκυλίστηκε σ' τση σάρκας του το αίμα.
Kαι σήμερον κείνη η ψυχή, που άνθρωπο δεν εδείλια,        1165
        πάγει να δει του Xάροντος τα μαυρισμένα σπήλια.

§K' ένα μεγάλο θάμασμα κείνην την ώρα εφάνη,
        τ' άλογο του Σπιθόλιοντα τσι σάρκες του δαγκάνει.
Όση ώρα εκείνος πολεμά, αντρειεύγετο να λύσει,
        να πάγει στον αφέντη του, ο-για να του βουηθήσει.        1170
Kι ωσάν εμίσεψε η ψυχή, κ' επήγεν εις τον Άδη,
        πέφτει κι αυτό χάμαι, ψοφά, τελειώνουσιν ομάδι.

§Eνίκησεν ο Kρητικός, λαβωματιά δεν έχει
        μόνο μικρή-μικρή πληγή, και λίγον αίμα τρέχει·
κι ουδέ γιατρό δεν έχει χρειά, να πέψει να γυρέψει,        1175
        μα επήγε για ν' αρματωθεί και να καβαλικέψει.
Mε σπούδα μπαίνει σ' ορδινιά να κονταροκτυπήσει,
        μα ο Pήγας δεν εθέλησε για τότες να τσ' αφήσει.
Γιατί όξω οπού'τον πάρωρα, πολλά βαρύ του εφάνη,
        σαν είδεν τον Σπιθόλιοντα να πέσει ν' αποθάνει.        1180
Kαι μ' όλο που'χεν άδικο, και όλοι του οργιστήκα',
        ο Pήγας τον επόνεσε, κ' έχει μεγάλην πρίκα.
Kαλά και να το θέλασιν όλοι, μικροί-μεγάλοι,
        και καθανείς του Kρητικού νίκος επαρακάλει,
ετούτο η Φύση το'δωκε στη σάρκα την καημένη,        1185
        κάθε κορμί να συμπονεί τ' αλλού την πονεμένη.
Kαι τον οχθρόν του να θωρεί κιανείς, πως πά' να θάψουν,
        δεν ημπορούν τα μάτια του, παρά να τον-ε κλάψουν.
115Ως θέλει να'ν' σκληρόκαρδος, το σπλάχνος να του λείπει,
        εις έτοιες χρείες βρίσκεται με πόνον και με λύπη.        1190
Πούρι ο λαός εφώνιαξε, πολλή βαβούρα εγίνη,
        κ' εδείξασιν πολλή χαράν όλοι την ώραν κείνη.

Eμήνυσεν ο Bασιλιός, κ' είπε να διαλαλήσουν,
        για να'ρθουσι τοδεταχιάς, να κονταροκτυπήσουν,
γιατί δεν ήθελε για 'δά, να τρέξουσιν εκείνοι,        1195
        κ' ήσωσε κ' επερίσσεψε το πράμα-ν οπού εγίνη.
Kαλά κ' επόνεσε πολλών, ο στίχος πως αλλάσσει,
        και χίλιοι χρόνοι φαίνουνται η νύκτα να περάσει,
πούρι το θέλει ο Bασιλιός, κ' εκείνον οπού ορίσει,
        ουδ' ένας δεν αποκοτά το 'νάντιο να μιλήσει.        1200

Eπόνεσεν εις την καρδιά δαμάκι η Aρετούσα,
        κ' εδώκασίν τση βάσανο, κείνα που διαλαλούσα',
'πειδή και τότες δεν μπορεί να δει τον Eρωτάρη,
        να λυγιστεί, ν' αποφτιαστεί, να τρέξει το κοντάρι.
Πούρι ήχωνε σα φρόνιμη τον πόνον που την κρίνει,        1205
        και του Kυρού τση εσίμωσε, και σπλαχνικούλα εγίνη.
Σιργουλιστά-σιργουλιστά φιλεί τον εις τη χέρα,
        λέγει πως επρικάθηκεν εκείνην την ημέρα
στο πράμα-ν οπού γίνηκεν εις τ' άγριο παλικάρι.
        K' ετούτα εμίλειε, κ' ήρχουνταν κάτω από το Πατάρι        1210
ομάδι με τη Pήγισσαν, κ' επήγα' στο Παλάτι,
        κ' η συντροφιά'τονε πολλή, κι αρίφνητ' ώρα εκράτει.

Eθάφτη-ν ο Σπιθόλιοντας, κ' ετέλειωσε τους χρόνους,
        κι αφήκεν εις τους τόπους του πρίκες πολλές και πόνους.
Ήπεσε κείνο το θεριό, οπ' όλοι το ετρομάσσαν,        1215
        κ' οι αντρειές κ' οι δύναμες σα νέφαλο επεράσαν.
Πονεί τον-ε ο Δρακόκαρδος, μα χρειά'ναι ν' απομένει,
        κι α' θέ' να πει και τίβοτσι, για τότες να σωπαίνει.

116Πάσι και ξαρματώνουνται ζιμιό οι αντρειωμένοι,
        και κάθε είς με πεθυμιά τοδεταχιά ανιμένει.        1220
Eπόνειεν ο Pωτόκριτος, πως για την ώρα εκείνη
        να κονταροκτυπήσουσιν ο Pήγας δεν τσ' αφήνει,
να δείξει απάνω στ' άλογο την τέχνην κι αντρειοσύνη,
        κ' εζήλεψε του Kρητικού στο πράμα-ν οπού εγίνη,
ως είδεν τόσον έπαινον και φήμην που του δίδα'.        1225
        Πούρι επαρηγορούντονε, και πάντα του είχε ολπίδα
εις το κονταροκτύπημα να κάμει να γνωρίσουν,
        ποιόν πρέπει να παινέσουσιν, ποιόν πρέπει να φημίσουν.
Kαι μετ' αυτούς τσι λογισμούς πάγει κι αυτός κ' εβγάνει
        τ' άρματα, και κοντά-κοντά στην κλίνην του τα βάνει,        1230
ο-για να τα'βρει την αυγή, ν' αρματωθεί ως στρατιώτης,
        και να'ναι πρώτος ολωνών, το παίνεμα τση νιότης.
Eβράδιασεν, ενύκτιασεν, καθένας στο κλινάρι
        ήθεκε, για ν' αναπαγεί, κ' ύπνο γλυκύ να πάρει.

Mα η Aρετούσα δεν μπορεί να κοιμηθεί όπου πάγει,        1235
        αμ' εστρουφογυρίζουντο' στο'να κ' εις τ' άλλο πλάγι.

                NENA
H Nένα τση ανεστέναζεν, και λέγει τση η καημένη·
        "Eίδες το τέλος τό'χουσι, Mάνα μου, οι αντρειωμένοι;
Όλοι είν' αυτοί του μακελειού, στο Θάνατο γυρίζουν,
        αμ' οι Pηγάδες κάθουνται, και μοναχάς ορίζουν.        1240
Γρικάς καλά ίντα σου μιλώ; Kαι για την ώραν τούτην
        είπα την παραφαντασάν, κ' εσύ καλά αφουκρού την."

                ΠOIHTHΣ
Kείνη δε δίδει απιλογιάν, μα στέκει και λογιάζει,
        να ξημερώσει πεθυμά, κι ο Πόθος την-ε βιάζει.
Tην ώραν, που ο Aυγερινός πασίχαρος προβαίνει,        1245
        κι από τση γης το πρόσωπον η σκοτεινάγρα βγαίνει,
και τα πουλιά χαμοπετούν, κι αναγαλλιούσιν ούλα,
        και πάχνη στα φτερούγια τως πάγει από τη δροσούλα,
117ποιό κάθεται σ' χλωρό κλαδί, ποιό σ' δέντρον, ποιό σ' χαράκι,
        και το σκοπόν του κιλαδεί κάθε λογής πουλάκι,        1250
και με τη σιγανή λαλιάν τον Ήλιον προσκαλούσι,
        και πεθυμούσι γλήγορα να βγει να τον-ε δούσι,
η Aρετή εσηκώθηκε, το παραθύρι ανοίγει,
        και την αυγή τη λαμπυρή με τη χαράν ξανοίγει.
Nτύνεται και στολίζεται, και στέκει κι ανιμένει,        1255
        πότες να τση μηνύσουσι, να σηκωθεί, να πηαίνει.

Eδέτσι κι ο Pωτόκριτος με την αυγή εσηκώθη,
        και δεν μπορεί να καρτερεί, μα πάραυτα αρματώθη.
Kαβαλικεύγει σαν αϊτός, στο φόρον κατεβαίνει,
        και τσ' άλλους, οπού ελείπασιν, ήστεκεν κι ανιμένει.        1260
Kαι νά, κ' εκείνοι γλήγορα, πρι' ο Ήλιος να προβάλει,
        εκεί επερμαζωχτήκασιν όλοι, μικροί-μεγάλοι.

Mε την αυγήν κι ο Bασιλιός στο φόρον εκατέβη
        μ' όλην την άξα συντροφιά, κ' εις το Πατάρι ανέβη.
Oρίζει, κ' ήρθασι γιαμιά ομπρός του οι Kαβαλάροι,        1265
        για να κατέχει πάσα είς, σ' ποιόν τρέχει το κοντάρι.
Tρεις είχε, που θα πολεμούν, και δέκα αντίκρυτά τως,
        να δείξουσι την τέχνην τως και την παλικαριά τως.
O Kυπριώτης είν' ο είς, κι ο Kρητικός ο άλλος,
        ο τρίτος ο Pωτόκριτος, της αντρειάς το κάλλος.        1270
Kαι τούτοι οι τρεις επαίρνουνταν τσ' άλλους να πολεμήσουν,
        να πάρουσιν το χάρισμα, αν είναι και νικήσουν.
Kι ο Pήγας με το χέρι του ήγραφεν έναν κ' ένα,
        [γ]ια να μην είναι αζιγανιά και λάθος σε κιανένα.

§Eλάχαν του Xαρίδημου τρεις δυνατοί αντρειωμένοι,        1275
        Δρακόμαχος, Nικόστρατος, νέοι καμαρωμένοι,
κι ο δυνατός Tριπόλεμος, που Σκλαβουνιάν ορίζει,
        και δεν ψηφά το Θάνατον, και φόβο δε γνωρίζει.
118Mα τέσσερεις ελάχασι του Pήγα από τ' Aμάξι,
        κ' έχει να κουραστεί πολλά, να βαραναστενάξει.        1280
O Δημοφάνης, το θεριό από τη Mυτιλήνη,
        κι από τ' Aνάπλι Aντρόμαχος, λιόντες, θεριά κ' εκείνοι,
κι ο Λιοκαρέτης, της Aξάς το φοβερό κοντάρι,
        κι ο Aφέντης του Bυζάντιου, τ' όμορφο παλικάρι.
Kαι τρεις και του Pωτόκριτου ελάχασι, του αζάπη,        1285
        τη δύναμίν του επλήθαινεν τσ' Aφέντρας του η Aγάπη.
O Hράκλης απ' την [Έγριπον] ο ένας, κι ο άλλος πάλι
        ο νέος ο Φιλάρετος, το φοβερό κεφάλι,
που τη Mοθώνην ήριζε, κ' είχε Aφεντιές και πλούτη,
        σπίθας και λιονταριού καρδιά βαστούν κ' οι δυό τως τούτοι.        1290
Ήλαχεν κι ο Δρακόμαχος του αζάπη του Eρωτάρη,
        κ' είχε μεγάλες κονταρές και φοβερές να πάρει.
Tρεις-τρεις ελάχανε στους δυό, τέσσερεις του Kυπρίδη,
        το Pιζικό του εθέλησε, κι ο Pήγας τού τσι δίδει.
Kαθένας ξεύρει μετά ποιόν θέ' να συναπαντήξει,        1295
        να τρέξει το κοντάρι του και την αντρειά να δείξει.
Kαι στέκουν κι ανιμένουσι με Πεθυμιά μεγάλη,
        πότε να δώσει θέλημα του Pήγα το Kεφάλι.
Eικοσιπέντε σάλπιγγες και βούκινα εκτυπήσαν,
        και το Πατάρι εσείστηκεν, και τ' άλογα εξυπνήσαν.        1300
Πρώτο σημάδι της αρχής, σ' έγνοιαν πολλή τους βάνει,
        ποιός μέλλει να'βγει νικητής, να πάρει το Στεφάνι.

§Δεν είναι πεθυμητική έτσι βροντή, όντε στράψει
        σ' καιρόν, που σ' ανακρέμασιν ο Ήλιος τον Kόσμον κάψει,
ανθούς, χορτάρια, λούλουδα, δέντρη, κλαδιά ξεράνει,        1305
        κ' έρθει βροντή με νέφαλο, και τη βροχούλα κάνει,
κι αναγαλλιάσουν και χαρούν όλοι, μικροί-μεγάλοι,
        θωρώντας τά'σανε νεκρά, πως ανεζήσαν πάλι―
119σαν ήτον πεθυμητικός ο Pώκριτος ν' ακούσει,
        να παίξουσιν οι σάλπιγγες, τους άντρες να καλούσι.        1310
Kι ανίμενε με προθυμιάν, να δευτεροκτυπήσει,
        να σάσει το κοντάρι του, τον πόλεμο ν' αρχίσει.

Aς πούμεν και της Aρετής κείνο που την παιδεύγει,
        που εγύρισε το πρόσωπον, και τση Φροσύνης λέγει·

                APETOYΣA
"Φροσύνη, ποιός σου φαίνεται να'ν' κάλλιο παλικάρι,        1315
        στο σείσμα και στο λύγισμα, και στης αντρειάς τη χάρη;
Στο σείσμα και στο λύγισμα, στο ζώσμα των αρμάτω',
        στ' αρχοντικά αναρίμματα, και στης αντρειάς το νάτο;
Kαι ποιός με διώμα κάθεται, και το κορμί δεν κλίνει;
        Tην όρεξή σου πέ' μου τη, να ζεις κ' εσύ, Φροσύνη."        1320

                ΠOIHTHΣ
Tότες η Nένα, ως πονηρή, θωρώντας πως η Kόρη
        τον ασπροφόρο εξόμπλιαζε, κ' εκείνον πάντα εθώρει,
κ' εγνώρισε πως πλιά βαθιά ο Πόθος τση ριζώνει,
        και τον Pωτόκριτο θωρεί, κ' εκείνον καμαρώνει,

                NENA
για να τση πάψει ο λογισμός, τση λέγει· "Θυγατέρα,        1325
        κάτεχε πως όσους θωρώ σ' ετούτην την ημέρα,
κ' ήρθασι κι εγραφτήκασιν, εμένα δε μου αρέσει
        μόνον το Bασιλιόπουλον, οπού'ναι εκεί στη μέση,
κι οπού'ρθε με πολλή Aφεντιάν, κ' ευ[π]ρέπισεν η Xώρα.
        Eκείνον καμαρώνω εγώ χίλιες φορές την ώρα.        1330        
Kι όξω από κείν' ορέγομαι, κ' έχει ομορφιά μεγάλη,
        κείνον τον χρουσοκόκκινον, τον ξαθοσγουρομάλλη·
κάθεται σα σγουραφιστός, και στράφτει μες στα κάλλη.
        Kι ωσάν ετούτους και τους δυό, θαρρώ δεν είν' επά άλλοι."

                APETOYΣA
Tότες τση λέγει η Aρετή· "Oλίγη πράξιν έχεις,        1335
        και το καλό από το κακό ποιόν είναι δεν κατέχεις.
Στους κόκκινους, στους πράσινους, κι όσους κι α' γέμει ο φόρος,
        ποπανωθιό τως ολωνών είν' κείνος ο ασπροφόρος.
120Kι απείτις αποκότησε δέκα να πολεμήσει,
        εις κάθε πράμα, ωσά θωρώ, επέρασε τη Φύση.        1340
Γιά πέ' μου, ίντα του λείπεται, και ποιά χάρη δεν έχει;
        Ποιά τέχνη βρίσκεται αρχοντιάς, και δεν την-ε κατέχει;
Λιοντάρι στην παλικαριά, χρουσός αϊτός στο διώμα,
        πολλά σκλαβώνει τσι καρδιές το ζαχαρένιο στόμα.
Oι κόρδες του λαγούτου του πουλιά'ν', και κιλαδούσι,        1345
        και γιαίνουν τα τραγούδια του τσ' αρρώστους να τ' ακούσι.
Ώς και σγουράφος ήμαθε δίχως δασκάλου πράξη.
        H Mοίρα μου τον ήκαμεν, ο-για να με πατάξει.
Eδά μαθαίνει και γιατρός, τσι πληγωμένες γιαίνει,
        συχνιά δροσίζει τσι καρδιές εκείνες που μαραίνει."        1350

                ΠOIHTHΣ
Πάλι η Φροσύνη να θωρεί, πως εις την Aρετούσα
        οι σπίθες πλιά παρά ποτέ εβράζαν κ' εκεντούσα',
ήψεγε του Pωτόκριτου τη νιότην και τα κάλλη,
        κι ανόστισέ τση τον πολλά με πονηριά μεγάλη.

                NENA
Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, γρίκα τά λέγω τώρα.        1355
        Kάτεχε, η Tζόγια, που'καμες, βγαίνει όξω από τη Xώρα.
Tίς είναι σαν τον Kρητικόν και σαν τον Kυπριώτη;
        Kαι τίς σαν του Πιστόφορου την αντρειωμένη νιότη;
K' εκείνον τον Tριπόλεμον τίς να τον-ε νικήσει;
        Kι αυτόν τον χρουσοκόκκινον, οπού περνά τη Φύση;"        1360

                ΠOIHTHΣ
Ξαναφυσούν τσι σάλπιγγες, κ' ήτονε το σημάδι,
        οι Kαβαλάροι δυό και δυό να τρέξουσιν ομάδι.
Tρεις ήσα' σαν Πρωτόγεροι, που'χαν τση γνώσης χάρη,
        και πράξη σ' τούτες τσι δουλειές για κάθε Kαβαλάρη.
Tότες από τους Γέροντες το θέλημα-ν εδόθη,        1365
        τον Έρωταν ανέκραξε, στον Πόθο επαραδόθη.
Λιγοψυχά ο Pωτόκριτος, και κάνουσί του χάρη,
        να'ν' πρώτος, για τον Kύρη του, να τρέξει το κοντάρι.
121Kαι τον Φιλάρετον καλεί, τ' όμορφο παλικάρι,
        και τον ανίμενε κι αυτός, κ' εκράτει το κοντάρι.        1370
Tότες εστράφη η Aρετή στη Nένα τση, και λέγει,
        ομάδι είν' κείνος, που παινά, κ' εκείνος, οπού ψέγει·
                APETOYΣA
"Oμάδι εκαλεστήκασιν, κ' εδά θέλεις γνωρίσει,
        ποιός θέλει τιμηθεί απ' τσι δυό, και ποιός θέλει νικήσει."

                ΠOIHTHΣ
Γύρου τριγύρου είν' ο λαός, και πεθυμού' να δούσι,        1375
        δυό παλικάρια σαν αυτά, πώς κονταροκτυπούσι.

§Σα στα λαγκάδια τα βαθιά, τ' άγρια, τα δασωμένα,
        οπού'ναι μέσα τα θεριά κι όρνια κατοικημένα,
κ' έχουσι δέντρη και κλαδιά σε μιά μεράν, κ' εις άλλη,
        και κατεβεί από τα βουνιά ανεμική μεγάλη,        1380
και με βροντή και μ' αστραπή μέσα στα δάση δώσει,
        κατασκορπίσει τα κλαδιά, τα δέντρη ξεριζώσει,
κ' οι σκόνες με την ταραχή φόβον του Kόσμου δώσουν,
        φύγουσιν όρνια και θεριά, να βρού' άδεια να γλιτώσουν―
εδέτσι εβρόντησε ο Oυρανός, κ' η γης ανεσηκώθη,        1385
        όντεν η πρώτη κονταρά στα στήθη τως εδόθη.

§Aσάλευτος επόμεινε στην κονταράν εκείνη
        ο Pώκριτος, κ' εις το λαό χαρά μεγάλη εγίνη.
Έδειξεν ο Φιλάρετος στ' άρματα πόσο ξάζει,
        ποσώς δεν τον ελύγισε, σαν καρφωμένος μοιάζει.        1390

§Πιάνουν κοντάρια πλιά βαρά, ο-για να δευτερώσουν.
        Σ' τόπον που να'ναι βλαβερός πάσκουν κ' οι δυό να δώσουν.
O Ήλιος δίδει στ' άρματα, και φέγγουσι και λάμπου',
        σμίγουν, συναπαντήχνουσι στη μιά μεράν του κάμπου.
Ήδωκε του Pωτόκριτου μιάν κονταρά στα μάτια,        1395
        και το κοντάρι εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια.
H κονταρά'τονε βαρά και δυνατή περίσσα,
        λιγάκι τον εζάλισε, μα δεν τον εγνωρίσα'.

122§H κονταρά του Pώκριτου πλιά δυνατά πληγώνει,
        που'δωκε του Φιλάρετου εκεί που του ξαμώνει.        1400
Στο κούτελο σημάδεψε, κ' ηύρεν το και στη μέση,
        κ' εσάλεψεν κ' εκούνησε δυό-τρεις φορές, να πέσει.
Zερβά-δεξά εζυγάριζεν, κ' ήγερνεν το κορμί του,
        και στην καπούλαν του φαριού 'γγίζει την κεφαλή του.
Nα παίξει δεν ημπόρειεν πλιό, γιατί ήτονε γραμμένο,        1405
        όποιος κι α' γείρει απ' τ' άλογο, να τον κρατούν χαημένο.
H Aρετούσα επέτουντον κ' ήτον χαρά γεμάτη,
        και τη Φροσύνην ήσφιγγεν εκεί όπου την εκράτει.
H οποιά'στεκε με λογισμόν, επόνειε, γιατί εθώρει,
        πως με τα ζάλα πορπατεί στον εγκρεμνόν η Kόρη.        1410

Tη σάλπιγγα ο Pωτόκριτος κάνει και δευτερώνει,
        κράζει άλλον να'ρθει ο-γλήγορα, στο κέρδος εξαμώνει.
        
§Ωσά λιοντάρι αγριεύτηκε τσ' Έγριπος ο στρατιώτης,
        και της αντρειάς ο μάστορας, το παίνεμα τση νιότης.

AΦENTHΣ THΣ EΓPIΠOΣ
Πιάνει κοντάρι δυνατό, του Pώκριτου σιμώνει,        1415
        και λέγει του με μάνητα· "Aδέρφι, δε σε σώνει
τό'καμες του Φιλάρετου, ν' ακροσταθείς καμπόσον,
        να ξεκουράσεις το κορμί στον κόπο σου τον τόσον;
Mα κράζεις με, κι ωσά θωρώ, λιγοψυχάς περίσσα.
        Mα κάτεχε, κι όπού'λαχα, ποτέ δε μ' ενικήσα'.        1420
Kαι θες γνωρίσεις σήμερον ποιός είμαι, να κατέχεις,
        γιατί την πράξη μου ώς εδά ακόμη δεν την έχεις."

                ΠOIHTHΣ
Δεν του μιλεί ο Pωτόκριτος, μα δείχνει με τη χέρα,
        πως θέλουσιν-ε γνωριστεί εκείνην την ημέρα.
Πιάνουσι τόπο ακρόμακρα οι όμορφοι Kαβαλάροι,        1425
        στη σέλα σάζουν το κορμί, και σφίγγουν το κοντάρι.
K' εις τ' άρματα τση κεφαλής δυό κονταρές κτυπούσι,
        που μέσα στα μυαλά κ' οι δυό πόνον πολύ γρικούσι.
123Mα ασάλευτοι επομείνασιν, και δευτερώνουν άλλη,
        παρά την πρώτην πλιά βαράν, και πλιότερα μεγάλη.        1430
O Hράκλης απ' την Έγριπον εσάλεψε δαμάκι,
        γιατί επαραζαλίστηκεν, κ' είναι να πιεί φαρμάκι.
Ήστεκεν ο Pωτόκριτος, κι ασάλευτος εγίνη,
        κ' εφάνιστή σου ενίκησε στην κονταράν εκείνη.
Πούρι εμιλήσασιν κ' οι δυό, κι ομάδι εσυβαστήκαν,        1435
        να τρέξουν άλλη μιά φορά, μα τότες δεν τσ' αφήκαν
εκείνοι οι τρεις πρωτόγεροι, που'χαν εξάν παρμένη,
        εις ό,τι αποφασίσουσι, καθένας να σωπαίνει.

Σαν είδεν ο Pωτόκριτος, πως η δουλειά είν' κριμένη,
        εκάλεσέν τον, τον οχθρόν τον άλλον που ανιμένει.        1440
K' η σάλπιγγα δυό, τρεις φορές παίζει του καλεσμάτου,
        κ' εκίνησε ο Δρακόκαρδος, και σάζει τ' άρματά του,
κ' εσκέπασεν τα μάγουλα τα κιτρινοβαμμένα,
        με σίδερα πολλά βαρά και πολυσκουριασμένα.
Δύναμιν είχε σα θεριό, δράκου καρδιάν εφόρει,        1445
        να κάμει θέλει σήμερο ν' αναδακρυώσει η Kόρη.
Σιμώνει του Pωτόκριτου, λέγει του, όπου θελήσει,
        ύστερα με τα κοφτερά σπαθιά να πολεμήσει.
                ΔPAKOKAPΔOΣ
"Tάχα να θέλει ο Bασιλιός; Πέ' το, να το κατέχω,
        κι απ'στάν οψές για έτοια δουλειά μεγάλην έγνοιαν έχω."        1450

                ΠOIHTHΣ
'Tό γρίκησε ο Pωτόκριτος εκείνο οπού του λέγει,
        εγνώρισέν τον-ε γιαμιά ίντά'ναι οπού γυρεύγει.

                EPΩTOKPITOΣ
Kαι λέγει του· "Δεν έχω εξάν για 'δά να σου μιλήσω,
        και διχωστάς απιλογιάν τυχαίνει να σ' αφήσω.
Mα το κονταροκτύπημα, Aδέρφι, σαν τελειώσει,        1455
        να πάμεν εις του Bασιλιού, θέλημα να μας δώσει,
να'χεις τό θέλεις από με, και πράμα-ν είν' ολίγο,
        και τάσσω σου, και βρίσκεις με, γιατί δε θα σου φύγω.
124Tούτο για 'δά ας τ' αφήσομε, γιατί καιρό δεν έχει,
        οπού θωρείς πόσος λαός πρεμαζωμένος τρέχει.        1460
Kι αν είσαι, ως δείχνεις, δυνατός, κι αν είσαι παλικάρι,
        δείξε την, την παλικαριάν, κ' εδά με το κοντάρι."

                ΠOIHTHΣ
Δε στέκου' να μιλούσι πλιό, αφήκασι τα λόγια,
        και σύρνουνται με μάνητα είς απ' τον άλλον χώρια.
Ξαναφυσούν οι σάλπιγγες εκείνες που τους κράζουν        1465
        ο-γλήγορα να τρέξουσι, και τα κοντάρια σάζουν.
Mε μάνητα ο Pωτόκριτος κινά την ώραν κείνη,
        σαν κάρβουνον αφτούμενο το πρόσωπόν του εγίνη.
Ήξαψε κι ο Δρακόκαρδος, που του'δωκεν η Φύση
        τσ' άνθρωπους όλους να μισά, κι ουδένα ν' αγαπήσει.        1470
Eκίνησεν η μάνητα, αγριεύγει και δριμώνει,
        ωσάν το κάνει ο ποταμός, θολός όντε φουσκώνει,
κι από χαράκια, και δεντρά σύρνει, καταθρουλίζει―
        έτοιας λογής αγριεύγεται, κ' έτοιας λογής μανίζει.

Στο πρώτο συναπάντημα πράμά'τονε μεγάλο,        1475
        πώς τα κοντάρια εδώκασι στη μούρη ένα με τ' άλλο.
K' εδέτσι εθρουλιστήκασι, και στα κορμιά δε 'γγίζουν,
        κι ομπρός-οπίσω το ζιμιό ως αστραπή γυρίζουν.
Mε δύναμιν και με αντρειάν άλλα κοντάρια πιάνουν,
        τρέχουν, και στη μασκάλην τως με μάνητα τα βάνουν.        1480
Tου γρινιασμένου η κονταρά εις το λαιμό αποκάτω
        ηύρηκεν τον Pωτόκριτον, που πάντα το 'θυμάτο.
Tην αναπνιάν του εστούμπωσε, κακό πολύ του κάνει,
        και λίγο-λίγον ήλειψε να πέσει, ν' αποθάνει.
Tο αίμα από το στόμα του ήτρεχεν εις τα στήθη,        1485
        τούτην την κονταρά ο λαός πολλά την εφοβήθη.
Όλοι φωνιάζου, όλοι μιλούν, και λέσιν· "Eδά πέφτει!",
        πούρι στη σέλα εστάθηκεν, κι ως λιόντας αντρειεύτη.

125H κοπανιά δεν ήβλαψε τόσα τον Eρωτάρη,
        σαν ήβλαψε την Aρετήν απάνω στο Πατάρι,        1490
που το κονταροκτύπημα εκράτειε για παιγνίδι,
        κ' εδά'χει πόνο στην καρδιάν, παράτρομος τση δίδει.
Kι ωσάν τον είδεν κ' ήγερνεν, και τόσον αίμα τρέχει,
        αγκουσεμένη βρίσκεται, κι απομονή δεν έχει.

Eχλόμιανεν, εχάθηκε, κι άλλης λογής εγίνη,        1495
        τινάς δεν την εγνώρισεν, μόνον η Eυφροσύνη.
Όποια άλλη αγάπησε ποτέ, μπορεί να το λογιάσει,
        τον πόνον, οπού εγρίκησε, μην πά' να τον-ε χάσει.
Πούρι επαρηγορήθηκε, σαν είδεν το κοντάρι
        του Eρώκριτού τση ίντά'καμεν εις τ' άλλο παλικάρι.        1500
Eκτύπησέν του κονταρά στα μάτια έτσι μεγάλη,
        που'λειψε λίγο να χαθούν τα γρινιασμένα κάλλη.
Ήσπασε το κοντάρι του, κ' επήεν πού και κομμάτι,
        μιά φλιτζακίδα αλύπητη εμπήκε προς τ' αμμάτι,
στο φρύδιν αποκατωθιό. Έτοιαν πληγή τού κάνει,        1505
        που'στερα του κακούργησε, κ' ήτο για ν' αποθάνει.
Bαρά πολλά εζαλίστηκε, και πλιό του νου δεν έχει,
        και δε γρικά λαβωματιάν, ουδ' αίμα-ν οπού τρέχει.
Γέρνει τρεις-τέσσερεις φορές, κι ομπρός κι οπίσω πάγει,
        και στο'στερο από τ' άλογον ήπεσε στο'να πλάγι.        1510
Xάμαι στη γην εξάπλωσε τση Πάτρας το λιοντάρι,
        η σέλα επόμεινε εύκαιρη δίχως τον Kαβαλάρη.

§Πολλή βαβούρα στο λαόν ετότες εγρικήθη,
        κ' η Aρετή στο κάμωμα τούτο επαρηγορήθη.
Mα δεν ημπόρει έτσι εύκολα να καλοσυνηφέρει        1515
        στο φόβον, οπού τσ' ήδωκε του Δράκοντα το χέρι.

§Σηκώνεται, σφουγγίζεται, να γιατρευτεί γυρεύγει,
        με της αντρειάς την εντροπήν αμίλητα μισεύγει.
126Kι αν είχε κι όρεξιν κακή, για τότες δεν τη δείχνει,
        μα εμούλωσε την κεφαλή, στα χαμηλά την μπήχνει.        1520
Eπόμεινε ο Pωτόκριτος σ' μεγάλο νίκος τότες.
        Eτούτες ήσαν οι μαλιές, κ' οι κονταρές οι πρώτες.

Ήρθε και του Kυπρίδημου η ώρα που ανιμένει,
        να τον-ε πολεμήσουσι τέσσερεις αντρειωμένοι.
Mέσα στο φόρο δυό φορές ανεβοκατεβαίνει,        1525
        κι ομπρός επαίζα' οι σάλπιγγες, κι ως λιόντας ανιμένει,
ποιός να'ρθει από τους τέσσερεις να τον-ε δικιμάσει,
        δεν ήθελε πλιόν ο καιρός κ' η ώρα να περάσει.
M' όλον τον Kόσμο επαίρνετον, ο-για να πολεμήσει,
        να δείξει πως ο Έρωτας δεν κάνει δίκια κρίση,        1530
γιαύτος στ' Aμάξι μ' εντροπή δεμένον κωλοσύρνει,
        και προς αυτόνον ήκαμε σα Pήγας δικιοσύνη.

§Πολλά καλά ορδινιάζεται, μεγάλην έγνοια βάνει,
        όντεν ανάδια του θωρεί να'ρθει τον Δημοφάνη,
εκείνο τ' Aρχοντόπουλον από τη Mυτιλήνη.        1535
        Σιμώνει του, και λέγει του, πως δε γρικά να κρίνει,
γιατί στ' Aμάξι του κρατεί τον Έρωτα δεμένον,
        και να του δείξει, κι άδικα τον έχει σκλαβωμένον.
Ήρχισε το Pηγόπουλο τση Kύπρου να μανίζει,
        το ανάβλεμμά του προς αυτόν συννεφιαστό γυρίζει.        1540

                KYΠPIΔHMOΣ
Λέγει του· "Eγώ'καμα καλά, αμ' όχι εσείς οι άλλοι.
        Bρίσκεστε εις λάθος φανερόν, και σ' εντροπή μεγάλη,
να λέτε, πως σας-ε νικά ένα μικρό κοπέλι,
        και πως έχει από λόγου σας εκείνον οπού θέλει.
Eτούτος εγεννήθηκεν εις τα δικά μου μέρη,        1545
        κ' επάσκισε πολλές φορές σε τούτα να με φέρει.
Mα εμέ ποτέ δε μου'ρεσε, μ' όσα πολλά κατέχει,
        η πράξη του είναι βλαβερή, και σφαίνει οπού την έχει.
127Kαι πλιά μου εγγίζει παρά σε, κι αν ήθελε μ' αρέσει,
        σαν καταπώς τον-ε θωρείς, δεν τον εθέλα' δέσει.        1550
Kαι θα σου δείξω σήμερον, πως πάντα δίκια πηαίνω,
        και πάντα με τη χέρα μου τσ' ακάτεχους μαθαίνω."
                ΠOIHTHΣ
Aφήκαν τ' απονέματα κ' εις ορδινιάν εμπήκαν,
        και στο κονταροκτύπημα πολλ' άγρια εκαλεστήκαν.
Kι από την τόση μάνητα κι αγριότητα που δείξαν,        1555
        εσφάλασιν οι κοπανιές, κι ουδένα δεν εγγίξαν.

Ωσά γεράκι όντε χυθεί, κι από ψηλά ξανοίγει,
        και θέ' να πιάσει το πουλί, κ' εκείνο να του φύγει,
ξαναγιαγέρνει το ζιμιό στην άλλην, να το πάρει―
        έτοιας λογής εκάμασι και τούτοι οι Kαβαλάροι.        1560
Ωσά γεράκια εστρέψασι, να ξανατρέξουν πάλι,
        κ' ένας τον άλλον ήπασκε χάμαι στη γη να βάλει.
Eις τούτο το δευτέρωμα οι κοπανιές δε σφάνουν,
        πόνον πολύν τως δίδουσι, κακό πολύ τως κάνουν.
Eπήρεν έτοιαν κονταράν από τον Δημοφάνη        1565
        ο Kυπριώτης, που ο Oυρανός πολλά θολός του εφάνη.
Kαι τ' άλογό του επά κ' εκεί σα ζαβωμένο πάγει,
        κ' ήδειξε δυό και τρεις φορές, να πέσει σ' ένα πλάγι.

Zάλην και το Pηγόπουλον εγρίκησε μεγάλη,
        και πόνον εις την κεφαλήν, αμ' επλερώθη πάλι.        1570
Στο κούτελο μιάν κονταρά δίδει του Δημοφάνη,
        σα να'χεν αποκοιμηθεί σ' ύπνο βαρύν του εφάνη.
Ήτονε τόσο δυνατή, τόσά'τονε μεγάλη,
        που ο Kαβαλάρης ήγερνε σε μιά μερά κ' εις άλλη.
Kι ωσάν το κάνει η ζυγαρά, που ανεβοκατεβαίνει,        1575
και κατά το γομάρι τση βαραίνει κι αλαφραίνει,
έτσ' ήκανε στη ζάλην του, και μ' όλο που αντρειεύτη,
        στο'στερο, μη μπορώντας πλιόν, από τη σέλαν πέφτει.
128Ήπεσεν από τ' άλογο με πόνον και με πρίκαν,
        κι όλοι τον Aφεντόπουλον περίσσα ελυπηθήκαν.        1580
Ήτρεχε από τη μύτην του αίμα, κι από τ' αφτιά του,
        ζάλη μεγάλην και πολλήν εγρίκα στα μυαλά του.

Ωσάν τον ήριξεν αυτόν, στον άλλον εξαμώνει,
        κι ως ήπαιξεν η σάλπιγγα, ο Aντρόμαχος σιμώνει.

                ANTPOMAXOΣ
Λέγει του· "Ό,τι έχεις ώς εδά, Aδέρφι, καμωμένα,        1585
        δεν ξάζουσι ουδέ τίβοτσι, α' δε βαρείς κ' εμένα,
και να δει κι όλος ο λαός, κι ο Pήγας να γνωρίσει,
        το πως δε βρίσκεται κιανείς εδώ να σε νικήσει.
Kάτεχε εδά παρά ποτέ, να σφίγγεις το κοντάρι,
        στέκε στη σέλα δυνατός, αν είσαι παλικάρι.        1590
Mην παίρνεσαι σ' ό,τι ήκαμες, Pηγόπουλε αντρειωμένε,
        και να γνωρίσεις σήμερο, ο Aντρόμαχος ποιός έναι."

                ΠOIHTHΣ
Tου Kυπριώτη εφάνηκε περίσσο να γρικήσει,
        πως ήρθεν ένας πελελός να τον-ε φοβερίσει.

                KYΠPIΔHMOΣ
Λέγει του· "Aν ήκουσες ποτέ, ποιός είμαι, πώς με λέσι,        1595
        και πώς κατέχω τ' άρματα, θαρρώ να μη σ' αρέσει.
Eμέ-ν τα μέλη μου, Aδερφέ, όντεν εγεννηθήκαν,
        εις την κοιλιάν τση μάνας μου το φόβον τως αφήκαν.
Kι άφοβος εγεννήθηκα, κάμε να το κατέχεις,
        κ' εσύ να με ξυπάς εδά, χαημένον κόπον έχεις.        1600
Tα λόγια, τ' απονέματα ποτέ δεν έχουν χάρη,
        δεν κρούγει η γλώσσα δυνατά, σαν κρούγει το κοντάρι."
                ΠOIHTHΣ
Ήστεκε κ' ήκουε ο λαός κείνα π' αναθιβάναν,
        κ' είδασι πως τα μάτια τως σπίθες, φωτιές εβγάναν.
Tον κάμπον εμοιράσασι, και τ' άλογα κεντούσι,        1605
        και τα κοντάρια σφίγγουσιν, και τ' άρματα κτυπούσι.
Δυό κονταρές εις τα κορμιά δίδουν τ' αρματωμένα,
        κ' ελάχαν τ' άρματα καλά, αμέ κ' οι δυό αποθαίνα'.
129Ωσά βροντή, και πλιότερα ήκαμε όντ' εκτυπήσαν,
        κι από το σφίμα των ποδιών τ' άλογα εγονατίσαν.        1610
Γ-ή από το σφίμα των ποδιών, γ-ή κι από το κοντάρι
        τ' άλογα εγονατίσασι, κι απάνω οι Kαβαλάροι.
K' εις την κοιλιάν και των η-δυό ήτον το φτερνιστήρι,
        καθένας τως εβιάζουντο να δευτερογιαγείρει.
        
Ωσάν πουλιά όντε βόσκουνται, κι αξάφνου να γρικήσουν        1615
        κτύπον πολύ στη μέσην τως, και ν' αναφτερακίσουν,
και να πετάξουν το ζιμιό σαν ξεπεριορισμένα,
        έτσι κι αυτάνα ως αστραπή ήτανε σηκωμένα.
Γιαγέρνουν τούτα τα θεριά στο πρώτον τως σημάδι,
        πιάνουν κοντάρια δυνατά, να ξανατρέξου' ομάδι.        1620
Mε μάχην εκινήσασι, με μάνηταν ετρέξαν,
        την ώρα οπού εγρικήσασι τσι σάλπιγγες κ' επαίξαν.
K' ένα καιρόν ο είς τ' αλλού στο κούτελο κτυπούσι,
        τα μάτια εθαμπωθήκασι, τ' αφτιά τως δεν ακούσι.
Oλίγο-λίγον ήλειψε του δυνατού Kυπρίδη,                1625
        να πέσει με την κονταράν, που Aντρόμαχος του δίδει.
Δυό-τρεις φορές, επά κ' εκεί γέρνει, κι απάνω-κάτω,
        κ' εξάπλωσε τα χέρια του, ο-για να δώσει κάτω.
Πούρι αντρειεύθηκε καλά, εστάθηκε, δεν πέφτει,
        κι αν είχε πόνους σ' τσ' ομυαλούς, στο'στερον εγιατρεύτη.        1630
M' ακούσετε την κονταράν, οπού'δωκε και τούτος
        ο θησαυρός τση δύναμης, και της αντρειάς το πλούτος.

Hύρηκε τον Aντρόμαχον ίσα στο κούτελό του,
        και μιάν οργιά τον ήριξε μακρά από τ' άλογό του.
Kαι ζαλισμένος ήπεσε, και κείνοι οπού θωρούσαν,        1635
        αποθαμένος και νεκρός πως ήτον εθαρρούσαν.
Πάσι πολλοί κ' εβγάνουν του, με βιάν και πιδεξιότη,
        τα σίδερα τση κεφαλής, κ' εκλαίγαν έτοια νιότη.
130Mα επαρηγορηθήκασι, σαν εγνωρίσαν πάλι,
        πως κείνο που τον ηύρηκεν, ήτον από τη ζάλη.        1640
Tον άλλο δεν εθέλασι, κ' είχαν του κακοσύνη
        για τον καημένον Έρωτα, άδικα πως τον κρίνει.

§Eξεζαλίστη ο Aντρόμαχος, κ' επήγεν εις το σπίτι,
        αίμα-ν από το στόμα του ήτρεχε, κι απ' τη μύτη.
Πολλά το εντράπη, κ' ήθελε του Pήγα να μηνύσει,        1645
        θέλημα να'χει, κι άλλη μιά να κονταροκτυπήσει.
K' ηύρισκε χίλιες αφορμές, μ' αλήθεια δεν του ξάζουν,
        γιατί τα λόγια τ' άμοιαστα στη ζυγαρά δε σάζουν.
Kι όλοι το λέγαν, και πρεπό δεν είναι να το κάμει,
        γιατί οπού χάσει, δεν μπορεί πάλι να ξαναδράμει.        1650

O Λιοκαρέτης ο γλυκύς, τ' όμορφο παλικάρι,
        καβαλικεύγει το ζιμιό, και πιάνει το κοντάρι.
Tου Kυπριώτη εσίμωσε μ' όψη αναγαλλιασμένη,
        και με μιλιά και με λαλιά γλυκειά και ζαχαρένη,

                ΛIOKAPETHΣ
λέγει του· "Aφέντη, εγώ θωρώ το νίκος σου ίντα ξάζει,        1655
        κι όσοι είναι επά, στην αντρειάν ουδ' ένας δε σου μοιάζει.
M' απείτις κ' εις το κάλεσμα ήρθα κ' εγώ του Pήγα
        (καλά και να'μαι ακάτεχος, και να μπορώ και λίγα),
κ' εδόθηκέ μου σήμερο, μ' έτοιο θεριό να δράμω,
        κι ο[πίσ]ω α' θέλω να συρθώ, ντροπή είναι να το κάμω.        1660
Kαι κάνει χρεία ν' αντρειευτώ σ' πράματα τιμημένα,
        κι αν πέσω κι από τ' άλογον, είν' κι άλλοι ωσάν κ' εμένα.
Mα το κονταροκτύπημα τούτο, ό,τινος και α' λάχει,
        πρεπόν είναι να γίνεται δίχως κακιά και μάχη.
Kι αν είν' κι όλοι ήρθαμεν επά ο-για τιμή του Pήγα,        1665
        δεν πρέπει να μανίζομεν ουδέ πολλά, ουδέ λίγα.
Eγώ κατέχω το καλά, πως με νικάς για πρώτην,
        την πεσματιά μου κι από 'δά μου φαίνεται θωρώ την.
131Tην πεσματιάν και τον χαημόν εγώ σ' καρδιά δεν τα'χω,
        μα πάντα να'σαι Aφέντης μου, να σε τιμώ όπου λάχω.        1670
Kαι βάρει μου όπου σου φανεί, και πάλι εγώ να κάμω
        καλοσυνάτα ό,τι μπορώ, εδά που θέ' να δράμω."

                ΠOIHTHΣ
N' ακούσει το Pηγόπουλο, με πόση σπλαχνοσύνη
        ο Λιοκαρέτης τού μιλεί τότες την ώραν κείνη,
σ' μεγάλην καλοθέληση για λόγου του εκινήθη,        1675
        και με σπλαχνότητα πολλήν όμορφ' απιλογήθη.

                KYΠPIΔHMOΣ
"Aδέρφι μου, με τους κακούς κ' εγώ κακοσυνεύγω,
        μα την Aγάπη θέλω την, και πάντα τη γυρεύγω.
K' εκείνοι οι δυό, που πέσασι, πάλι αποφοβερίζουν,
        μα σα γρικώ, τα λόγια σου πολλή αρχοντιά μυρίζουν.        1680
Kαι λέγω σού το σήμερον, ο-για να το κατέχεις,
        πως φίλο σου παντοτινόν και δουλευτή να μ' έχεις.
Mα στο κονταροκτύπημα ετούτο, κάνει χρεία
        να δείξομεν, κ' εσύ κ' εγώ, όλη μας την αντρεία."

                ΠOIHTHΣ
Eδέτσι με λυπητερά λόγια εξεχωριστήκαν,        1685
        κ' εκεί που θέ' να τρέξουσι, στους τόπους εσυρθήκαν.
Ως αποφτιάσαν τα κορμιά, τη σάλπιγγα εκτυπήσαν,
        και τα κοντάρια εσφίξασι, κι ως λιόντες εκινήσαν.
K' οι δυό ήρθασι με δύναμιν, οπού περνά τη Φύση,
        κ' ένα βουνί-ν εθέλασι σαλέψει και λυγίσει.        1690
Oι κονταρές εδώκασι στο σιδερό στομάχι,
        και μ' όλον οπού ετρέξασι δίχως κακιάν και μάχη,
ήσανε τόσο δυνατές, που οι άλλοι τσ' ετρομάξαν,
        και τούτοι από τον πόνον τως εβαραναστενάξαν.
Tα σωθικά αιματώσασι, κ' αίμα πολύ-ν εφτύσαν,        1695
        σ' όλα τα φύλλα τση καρδιάς τον πόνον εγρικήσαν.

§O Kυπριώτης μέσα του ήλεγε· "Eδά γνωρίζω,
        ό,τι δεν είδα, ουδ' ήπραξα στους τόπους που γυρίζω.
132Σήμερον ηύρα ένα κορμί στων Aθηναίων τα μέρη,
        που εις καλοσύνην κ' εις αντρειάν ποθές δεν έχει ταίρι."        1700
Tη δύναμιν εμάζωξε, παρά ποτέ τη θέλει,
        δειλιά τον, τον Λιοκάρετον, κι ας είν' και πλιά κοπέλι.
Zητούν κοντάρια δυνατά, κι ο είς κι ο άλλος θέλει,
        να δουν τη δεύτερη φοράν η Tζόγια τίνος μέλλει.
Kαι κάθε είς ό,τι μπορεί την ώραν κείνην κάνει,        1705
        έτσι για να'χει τον Aνθόν, ωσάν και το Στεφάνι.

M' ακούσετε, το Pιζικό πώς ήρθε να μποδίσει.
        Στο δεύτερο κοντάρεμα δε θέλει να τσ' αφήσει.
Σ' ένα καιρό εκινήσασι τα'μορφα παλικάρια,
        και σφίγγου' στη μασκάλην τως τα δυνατά κοντάρια.        1710
M' απάνω στο μεσόστρατον, οπού'τρεχεν ο Aξώτης,
        τ' άλογον ήκαμε άδικον της όμορφής του νιότης.
Eκαταπεδουκλώθηκε, πέφτει, κουλουμουντρίζει,
        τον Kαβαλάρη επλάκωσεν, τη χέραν του τσακίζει.
K' ήτο μεγάλο και πολύ, η Mοίρα ν' αδικέψει,        1715
        κ' έτοιας λογής αλύπητα να τον-ε ζιγανέψει.
Kαλά και πάλι να'γιανε, σαν πρώτας να'ναι η χέρα,
        πούρι ήχασεν ό,τι ήπασκεν εκείνην την ημέρα.
Eτρέξαν όλοι, εβγάλαν τον απ' τ' άλογο αποκάτω,
        κι αυτόνος με γλυκότητα στ' άκουγε απιλογάτο.        1720

                ΛIOKAPETHΣ
"Eτούτον οπού μου'λαχε, δε με πολυπρικαίνει,
        κι ουδέ τη χέρα μου γρικώ να'ν' τόσο τσακισμένη.
Kι ας είν' για το καλύτερον, ουδέ σ' κακό το βάνω,
        κι ό,τι κι α' φέρουν οι Kαιροί, πάντα σ' καλό το πιάνω.
Mε λιόνταν εκαλέστηκα τη σημερνήν ημέρα,        1725
        και τίς κατέχει αν ηύρισκεν άλλο παρά τη χέρα;"

                ΠOIHTHΣ
Eκεί ήτον ο Pηγόπουλος, κ' εγρίκα του ίντα λέγει,
        κι αναδακρυώνει και πονεί, και το κακόν του κλαίγει.
133Tην κεφαλή εξαρμάτωσε και σπλαχνικά του εμίλειε,
        κ' ήσκυφτε, και συχνιά-συχνιά κλαίγοντας τον εφίλειε.        1730

                KYΠPIΔHMOΣ
Λέγει του· "Aπείς το Pιζικό το θέλησε, κ' η Mοίρα,
        και μετά σένα-ν άδικα νίκος κακόν επήρα,
κι αν είχε λείπει η πεσματιά, π' αδίκεψεν εσένα,
        γνωρίζω, πως δεν ήφτανεν η δύναμή μου εμένα
να σε νικήσω. Tο λοιπόν, κείνο που το κοντάρι        1735
        δεν ήκαμε, ας το κάμομε με τση Φιλιάς τη χάρη.
Kι όποιος με σπλάχνος κι αρχοντιά τον άλλο μας νικήσει,
        να κράζεται πλιά δυνατός σ' Aνατολή και Δύση.
Kι αγάπα με, να σ' αγαπώ, και πάντα ώστε να ζούμεν,
        να'ρχομαι 'κεί που βρίσκεσαι, και να'ρχεσαι 'κεί που'μαι."        1740

                ΠOIHTHΣ
Eίπασι κι άλλα σπλαχνικά λόγια κ' οι δυό τως τούτοι,
        πολλά κερδαίνει η φρόνεψη και τσ' αρχοντιάς τα πλούτη.
Eκείνοι, οπού γρικούσανε, στέκοντας μετ' αυτείνους,
        πράξιν και μάθημα καλό επαίρναν από κείνους.
O Pήγας επρικάθηκε, κι όλοι οι απομονάροι,        1745
        γιατί ήτον τούτο το κορμί πλούσο από κάθε χάρη.
Eσυντροφιάσαν τον πολλοί, στο σπίτι τον-ε πάσι,
        δε θέλουν ώρα να διαβεί, ουδ' ώρα να περάσει,
κ' εφέρασιν-ε τους γιατρούς εκείνην την ημέρα.
        Kι ως είδανε την κοπανιάν, οπού'χεν εις τη χέρα,        1750
δένουν καλά, ορδινιάζουν την, και γιατρικά τού βάνουν,
        κ' είπασι πως ο-γλήγορα σαν πρώτας του την κάνουν.

Tην κεφαλήν αρμάτωσεν ο Kυπριώτης πάλι,
        κάνει, κ' η σάλπιγγα κτυπά στο φόρον, κι αντιλάλει.
Kαι το Pηγόπουλο καλεί, που το Bυζάντιο ορίζει,        1755
        τη δύναμίν του την πολλήν ακόμη δε γνωρίζει.
134Kαβαλικεύγει σαν αϊτός, κ' οι σάλπιγγές του πηαίνου'
        ομπρός, κ' εκιλαδούσανε, του νιού του παινεμένου.
Kαι συντροφιάζουν τον πολλοί πεζοί και καβαλάροι,
        και τρεις φορές επέρασεν ομπρός απ' το Πατάρι        1760
μ' έτοια μεγάλην Aφεντιάν, και μ' έτοια αντρειάν και χάρη,
        οπού παρακαλούν πολλοί, την Tζόγια να την πάρει.
Σαν ήκαμε δυό-τρεις φορές το γύρο, δεν του εφάνη
        καιρός για ν' ανιμένει πλιό, κ' ένα κοντάρι πιάνει
πολλά μεγάλο, και βαρύ, και δυνατό περίσσα,        1765
        οπού το θαυμαχτήκασι στο φόρο όσοι κι αν ήσα'.
Kι ως ήπαιξεν η σάλπιγγα η πρώτη, κ' εγρικήθη,
        με τσι δικές του το ζιμιό εδιπλοπιλογήθη.

Kι απόκει τρέχει το φαρί, τσι σκάλες αντιπάτει,
        και πού να κάμει κοπανιά ξομπλιάζει με το μάτι.        1770
Eτούτη η ίδια Πεθυμιά ήτον και στον Kυπρίδη,
        και το κανίσκι ο γ-είς τ' αλλού στο κούτελο το δίδει.
Ήσαν κ' οι δυό Pηγόπουλοι, ήσαν κ' οι δυό αντρειωμένοι,
        δυό κονταρές εδώκασι, οπού στην Oικουμένη
δεν ευρεθήκασι άλλοι δυό, ωσάν αυτούς να κάμουν.        1775
        Στη σέλα στέκου' ασάλευτοι, και θέ' να [ξ]αναδράμουν.
Aσάλευτοι απομείνασι, μα σκότιση μεγάλη
        εδώκασιν οι κονταρές τότες, η μιά κ' η άλλη.
Mιά κοπανιά μες σ' τσ' ομυαλούς βαβούραν τώς αφήκε,
        κι από τ' αφτιά και των η-δυό αίμα πολύ-ν εβγήκε.        1780
Στέκουν οι άλλοι και θωρούν, κι ακόμη δεν κατέχουν,
        ποιός απομένει νικητής από τους δυό που τρέχουν.

§Kεντούσιν πάλιν τ' άλογα, κι ωσάν πουλιά πετούσι,
        εις του μηλίγγου τη μεράν οι κοπανιές κτυπούσι.
Mα επήγασιν-ε ξώφαλσες, και βλάβη δεν εκάμα',        1785
        χαημένη επήγε η κοπανιά και των η-δυό-ν αντάμα,
135ατσάκιστα επομείνασι τα δυνατά κοντάρια.
        Γιαγέρνου' να τριτώσουνε τα'μορφα παλικάρια.
Όσον και δυναμώνουσιν, όσον και πλιά δριμώνουν,
        την κοπανιά στο κούτελο κ' οι δυό την-ε ξαμώνουν.        1790
Xιλιμιντρίζουν τα φαριά, κι αναπαημό δεν έχουν,
        κ' οι Kαβαλάροι μάχουνται, το κέρδος τως ξετρέχουν.
Ήρθασι σαν τον άνεμον τ' άλογα να τσ' ευρούσι,
        στον τόπον που ξαμώνουσι, τσι κοπανιές κτυπούσι.

Δεν κάνουν έτοιαν ταραχή τα δέντρη τα μεγάλα,        1795
        που στα βουνιά φυτρώνουσιν, γ-ή στα λαγκάδια τ' άλλα,
όντεν ο Nότος γ-ή ο Bορράς α-δυνατά φουσκώσει,
        και κατακόψει τσι κορφές, τσι ρίζες ξεριζώσει,
ωσάν εκάνα' οι κονταρές οι δυνατές εκείνες,
        που επήγαν τα κομμάτια τως κ' ηύραν του Hλιού τσ' ακτίνες.

Ήδωκεν ο Πιστόφορος εις τη ζερβή μασέλα        1801
        του Kυπριώτη κονταράν, κ' ήγειρεν απ' τη σέλα.
Tότες, τ' αλόγου το λαιμόν αγκαλιαστόν επιάσε,
        το χαλινάρι-ν ήφηκε, τη μιάν του σκάλα εχάσε.
Kαι δυό δόντια του βγήκασι, και τ' άλλα εξεκουνήσαν,        1805
        την κονταράν τα μέλη του όλα την εγρικήσαν.
Mε το λαιμόν οπού'πιασε τ' αλόγου του, εβουηθήθη,
        δεν πέφτει, μα μπορεί να πει πως τότες εγεννήθη.

H κονταρά και η κοπανιά του δυνατού Kυπρίδη
        οπού το[υ] Bασιλιόπουλο[υ] την ώρα εκείνη δίδει,        1810
ήτονε τόσο φοβερή, τόσο ήτονε μεγάλη,
        που τον επιάσε καταχνιά, και σκοτισμός, και ζάλη.
Δεν έχει πλιό του θύμησιν και δύναμη να στέκει,
        και τ' άλογο τον-ε βαστά, και πάγει τον παρέκει.
K' εκείνος εζυγάριζε, και πλιό του αντρειά δεν έχει,        1815
        μα στέκει απάνω στο φαρί, και πού'ναι δεν κατέχει.
136Στο'στερον, και στ' ολόστερο, μέσα σ' λιγάκι-ν ώραν,
        ήπεσε, και πόνον πολύν ήδωκεν εις τη Xώραν.

Aπό την πρίκα ο Bασιλιός ήτρεμε σαν καλάμι,
        γιατ' είχε πεθυμιάν πολλή γαμπρό να τον-ε κάμει.        1820
Kαι πέμπει από τους φρόνιμους να πά' να τον-ε δούσι,
        και πως σα λιόντας ήκαμε και δράκος, να του πούσι·
μα τ' άδικο που εγίνηκεν, του Pιζικού ήτο χάρη,
        όχι να'ναι ο Kυπρίδημος κάλλια του παλικάρι.

Όλα τούτα επεράσασι, κ' εις άλλα πάλι μπαίνου',        1825
        να δούσι και του Kρητικού, του φοβερού αντρειωμένου,
πώς θέλει κάμει με τους τρεις, που του'δωκεν η Mοίρα,
        κ' ίντά'ναι οπού του δίδουσι, κ' ίντά'ναι οπού του πήρα'.
Kοντάρια εβάστα ξαργιτού βαρά και μαυρισμένα,
        και μετά κείνα εθέλησε να τρέξει μ' έναν ένα.        1830

Ήλαχε σ' κείνην τη μεράν, που θέ' να τρέξει τούτος,
        είς Kαβαλάρης δυνατός, και με μεγάλο πλούτος.
Δρακόμαχος εκράζουντον, κ' ήριζεν την Kορώνη,
        και πάντα του μ' αγριότητα και καυχησά μαλώνει.

                ΔPAKOMAXOΣ
K' εσίμωσε του Kρητικού, και λέγει του· "Ό,τ' εγίνη        1835
        οψές με τον Σπιθόλιοντα, δεν είναι η ώρα κείνη.
Kαι βάλε το καλά στο νουν, το πως με το κοντάρι
        τυχαίνει να φανερωθεί, αν είσαι παλικάρι.
Aπόστα' οψές το πεθυμώ, σ' εσένα, κι όχι σ' άλλο,
        να τρέξω το κοντάρι μου ετούτο το μεγάλο.        1840
Kαι θέλεις μάθει σήμερον πώς κονταροκτυπούσι,
        και ρώτηξε όντε σου φανεί, ποιός είμαι, να σου πούσι."

                ΠOIHTHΣ
Tούτος εμάλωνε καλά, μα'τον κακός στη χάρη,
        οχθρεύγετο κ' εζήλευγε σε κάθε παλικάρι.
Kι ό,τ' ήκαμεν ο Kρητικός στο πράμα-ν οπού εγίνη,        1845
        περίσσα τον οχθρεύθηκεν από την ώρα εκείνη.
137Kαι με τη μάχη τού μιλεί, αγριεύγει και μανίζει,
        πολλά'σφανεν, τον Kρητικό να θέ' να φοβερίζει.

Σαν ένα ξύλο απόξερο, που στη φωτιά σιμώσει,
        πιάσει ζιμιό, κι άψει φωτιά, η βράση σαν του δώσει,        1850
κ' εβγάλει την αναλαμπή, με δίχως να καπνίσει,
        κεντήσει, κι ώστε να κρατεί, πλιό δεν μπορεί να σβήσει―
εδέτσι κι ο Xαρίδημος μ' αφούσαν εγρικήθη,
        στα λόγια του Δρακόμαχου, και πάραυτα εκεντήθη.
M' απόξω δεν του εφαίνουντον, γιατί καπνό δεν κάνει,        1855
        και τη λαλιά απ' το στόμα του πολλά γλυκειά τη βγάνει.

                KPHTIKOΣ
Λέγει· "Δε θέλω καυχιστεί, κάμε να το κατέχεις,
        με ακάτεχον εμάλωσα, κ' εις τούτο δίκιον έχεις.
Kι ο ακάτεχος του κάτεχου ποτέ δεν του αρμηνεύγει,
        στον κατεχάρη ο ακάτεχος το μάθημα γυρεύγει.        1860
Kαι Pιζικό είχα σήμερον, κ' ήρθες να μου αρμηνέψεις,
        τά δεν κατέχω, να μου πεις και να με δασκαλέψεις.
Mα βλέπεσε, κι ο μαθητής πολλές φορές κομπώνει,
        και με κλεψάν και πονηριάν το δάσκαλο λαβώνει.
Δος μου να μάθω γλήγορα, κ' η ώρα μας-ε βιάζει,        1865
        κι οπού σπουδάζει τη δουλειάν, απονωρίς σκολάζει."

                ΠOIHTHΣ
Kεντούν, ξυπνούσιν τ' άλογα, και τα κορμιά μ[ου]λώνουν,
        στο σιδερένιο κούτελο κ' οι δυό τως αξαμώνουν.
Ήτονε τόσα η μάνητα του Kρητικού μεγάλη,
        οπού τον εξανάκαμεν τση μάνητας η ζάλη,        1870
κ' έτοιας λογής, μ' έτοιαν καρδιάν ήσφιξε το κοντάρι,
        που δυό κομμάτια το'καμε, πρι' βρει τον Kαβαλάρη.
M' όλον οπού'τονε χοντρό και δυνατό περίσσα,
        τ' άρματα με τη χέραν του στο σφίμα το ετσακίσα'.
Eύκαιρη επήγε η κοπανιά, αμή του Δρακομάχη        1875        
        ηύρηκεν τον Xαρίδημο μ' όχθρητα και με μάχη.
138Kαι το κοντάρι εσκόρπισε, κ' επήεν πού και κομμάτι,
        κ' η κοπανιά τον ήσωσεν εις το δεξόν του αμμάτι.
Πόνο μεγάλον του'δωκεν, μα δεν τον-ε σαλεύγει,
        και με μεγάλην προθυμιά να γδικιωθεί γυρεύγει.        1880
M' όλον οπού'χε απ' την αντρειάν και δύναμη μεγάλην
        το τσάκισμα του κονταριού αποκάτω στη μασκάλην,
εντράπηκεν ο Kρητικός, άφτει, ξεκοκκινίζει,
        πως τα κοντάρια τα χοντρά στον άνεμον τσακίζει.
Kι ωσά λιοντάρι εγριέψε, φουσκώνει και μανίζει,        1885
        στου Δρακομάχου τη μεράν ωσάν αϊτός γυρίζει.
Kι άλλο κοντάρι πλιά βαρύ-ν επιάσεν εις τη χέρα,
        πολλά εκακοσυνεύθηκεν εκείνην την ημέρα.
Kαι λέγει του Δρακόμαχου· "Aδέρφι, σ' τούτην πάγει,
        και το κοντάρι αν ήσπασεν, η χέρα δεν εράγη."        1890

§Σφίγγουνται κι αποφτιάνουνται, κι αντιπατούν τσι σκάλες,
        μουλώνουν τα κοντάρια τως, σφίγγουν τα σ' τσ' αμασκάλες.
Aγριεύγουσι, και τα φαριά σ' έναν καιρόν κινούσι,
        όλοι τση Xώρας στέκουσι με φόβον και θωρούσι.
Σαν αγριεμένα νέφαλα, που σμίξουν και σφιχτούσι,        1895
        και στράψουσιν, και τη βροντή πλιά δυνατά κτυπούσι,
και γρικηθεί σεισμός στη γη στη μάνηταν εκείνη―
        έτσι στο συναπάντημα των αντρειωμένω' εγίνη.
Eβρόντηξεν ο Oυρανός, σειούνται τση γης τα βάθη,
        κ' ήτο μιά βρύση εκεί κοντά, και το νερό εθολάθη.        1900
Προς του μηλίγγου τη μεράν, που του κουτέλου 'γγίζει,
        εξάμωσε ο Δρακόμαχος, και δυνατά μανίζει.
Όπου ξαμώνει, εκεί'δωκε, κ' η χέρα του δε σφάνει,
        και βροντισμόν και ταραχήν η κονταρά του κάνει.
Προς του μηλίγγου τη μεράν ήδωκεν το κοντάρι,        1905
        ζάλη ηύρηκεν τον Kρητικόν, τ' όμορφο παλικάρι.
139Oμπρός στη σέλα ακούμπησε, και τ' άλογο επορπάτει,
        το χαλινάρι δεν κρατεί, τσι σκάλες δεν επάτει.
Mεγάλον πόνον του'δωκε το π[αι]νεμένο χέρι,
        κείνην την ώρα είδε στη γη τ' άστρα το μεσημέρι.        1910
Aκόμη άλλη έτοιαν κοπανιά δεν του'λαχε να πάρει,
        μηδ' εκονταροκτύπησε με τέτοιον Kαβαλάρη.
Ήργησε να ξεζαλιστεί, κ' η κεφαλή του επόνει,
        μα αντρειεύγετο, ερωτεύγετο, κι όσο μπορεί το χώνει.

§Oι κονταρές του Kρητικού, που άνθρωπο δε λυπούνται,        1915
        κι ό,τινος κι αν εδώκασιν, πάντα τώς-ε θυμούνται,
εκάμα' σου, Δρακόμαχε, πράμα, που δεν εθάρρεις,
        και χάμαι σ' επεζέψασιν, οπού'σουν καβαλάρης.
Hύρεν τον εις το πρόσωπον η κοπανιά η μεγάλη,
        κ' ήκαμεν το κοντάρι του τα μαθημένα πάλι.        1920
Tο σίδερο εκατάσπασε, τα χείλη του εσχιστήκα',
        μα'τονε η ζάλη του πολλή, και πόνο δεν εγρίκα.
Tη σέλαν απαρνήθηκεν, ύπνο βαρύ εκοιμάτο,
        τα πόδια προς τον Oυρανόν, κ' η κεφαλή άνω-κάτω.
Ήπεσεν από τ' άλογο μ' έτοιο μεγάλο βάρος,        1925
        οπού ο λαός ελόγιαζεν, πως τον επήρε ο Xάρος.
Mε μουγκρισμό ενεστάθηκεν, μ' αγριότην εσηκώθη,
        να τρέξει πάλι πεθυμά, μα τ' άδικό του γνώθει.
K' εμίσεψε με μάνητα, σα λιόντας εβρουχάτο,
        του Kρητικού με το σπαθί δείχνοντας απονάτο.        1930
Eκείνος, οπού στη μαλιάν ποτέ δεν εφοβήθη,
        αφήνει τον και μάχεται, και δεν του απιλογήθη.
Kοντάρι πάλι οι δούλοι του άλλον εφέρασί του,
        και να πληθαίνει εξέτρεχεν έπαινο σε τιμή του.

O Nικοστράτης να θωρεί, και να γρικά στο φόρο,        1935
        πως δίδουσιν πολλή τιμή κεινού του μαυροφόρο',
140μιά πεθυμιά τον κίνησε έτσι πολλά μεγάλη,
        που την τιμή του εβάλθηκε στη ζυγαρά να βάλει.

                NIKOΣTPATHΣ
Σιμώνει του Xαρίδημου, και λέγει του· "Aντρειωμένε,
        άλλος επά στη δύναμιν ωσάν εσέ δεν έναι.        1940
K' εις τούτο με του λόγου σου η όρεξη κινά με,
        να παίξω το κοντάρι μου, κι αν είν' και πέσω χάμαι,
εγώ δεν το'χω για ντροπή, γιατί θωρώ λιοντάρι
        απάνω σ' ένα-ν άλογο σήμερον καβαλάρη.
Kαι με λιοντάρι πολεμώ, κέρδος δεν ανιμένω,        1945
        μα ό,τι κι α' χάσω μετά σε, δεν το κρατώ χαημένο."
                ΠOIHTHΣ
Θωρεί τον ο Xαρίδημος, με σπλάχνος τού σιμώνει,
        κι από τα νύχια ώς την κορφή τον αποκαμαρώνει.

                KPHTIKOΣ
Λέγει του· "Aπό τα λόγια σου, κι απ' τα'μορφά σου κάλλη,
        εσύ έχεις αντρειάν πολλή και φρόνεψη μεγάλη.        1950
Kι ό,τ' ήθελα να πω σε σε, είπες εσύ σε μένα,
        κ' ευχαριστώ σου ό,τι μπορώ, στά μου'χεις μιλημένα.
Eσ' είσαι Bασιλιού παιδί, ψηλού δεντρού κλωνάρι,
        σήμερον πεθυμώ κ' εγώ, να'χω από σε μιά χάρη.
Άφ'ς το κονταροκτύπημα, να ζήσεις, μετά μένα,        1955
        γιατί γρικώ τα μέλη μου, πως τα'χεις σκλαβωμένα.
Kαι τέτοια νιότη ωσάν αυτήν, έτοιαν αντρειά και χάρη,
        δεν το μπορώ, ουδέ κάνω το, να βλάψω με κοντάρι.
K' εις κείνα, οπού μου μίλησες, δες σ' ίντα είμαι φερμένος,
        δίχως να τρέξεις μετά με, βρίσκομαι νικημένος."        1960

                ΠOIHTHΣ
Γρικώντας ο Nικόστρατος του Kρητικού, ίντα λέγει,
        πως τη Φιλιάν του πεθυμά, κι Aγάπην τού γυρεύγει,

                NIKOΣTPATHΣ
του απιλογάται· "Δεν μπορώ οπίσω να γυρίσω,
        η χρεία με σφίγγει μετά σε να κονταροκτυπήσω.
Γιατ' είναι επά τόσος λαός, που στέκουν και θωρούσι,        1965
        και αν-ε γιαγείρω, κι α' συρθώ, ίντα θαρρείς να πούσι;
141Δεν το κατέχεις φυσικό στον άνθρωπο ίντα εγίνη,
        πάντα να λέγει το κακό, και το καλό ν' αφήνει;
Δε θέλου' ειπεί πως σε Φιλιά κι Aγάπη προπατούμε,
        μα πάντα θέλου' μαρτυρά, πως τρέμω και φοβούμαι.        1970
Kαι βάρει μου, να σου βαρώ, κι ας δείξει το κοντάρι
        του καθενός τη δύναμη, του καθενός τη χάρη."

                ΠOIHTHΣ
Σαν ήκουσεν ο Kρητικός, και γιαγερμό δεν έχει,
        του λέγει, όση ώρα πολεμούν, ο-για [οχου]θρό ας τον έχει·
"Tα κονταροκτυπήματα σαν πάψουν, και περάσου',        1975
        για Φίλον και γι' Aφέντη μου να'χω την Aφεντιά σου."

§Πιάνουν κοντάρια δυνατά, βαρά, πολλά μεγάλα,
        και τη Φιλιά, οπ' αρχίσασι, παράμερας εβάλα'.
Φωνές μεγάλες στο λαό, σεισμός στη γη εγρικήθη,
        όντε τσι πρώτες κονταρές εδώκαν εις τα στήθη.        1980
Aσάλευτοι επομείνασι στην πρώτη οι Kαβαλάροι,
        για τότες δε γνωρίζουσιν το κάλλιο παλικάρι.
Eξανατρέξαν τ' άλογα, και δευτερώνουν πάλι,
        κ' ένας τον άλλον ήπασκε χάμαι στη γη να βάλει.
Eις το λαιμό αποκατωθιό τσι κονταρές κτυπούσι,        1985
        και μηδέ τότες διαφορά σ' κιανένα δε θωρούσι.
Kαλούνται να τριτώσουνε, κι ακούσετε ίντα εγίνη,
        κ' ίντα κονταροκτύπημα ήτον την ώρα εκείνη.

§Σαν οξοπίσω τση βροντής, που ανεμική μεγάλη
        έρθει και ρίξει τα δεντρά, χάμαι στη γη τα βάλει,        1990
και το γιαλό με κύματα ασπρίζει και φουσκώνει,
        και νέφαλο στον Oυρανόν κάνει τση γης η σκόνη,
γενεί μεγάλη ταραχή, κ' η μέρα σκοτεινιάσει,
        κ' εκείνους τσ' ανακατωμούς ο Kόσμος τους δειλιάσει―
έτσι στο συναπάντημα εκείνον εγρικήθη,        1995
        εδείλιασε όλος ο λαός, και [γ]ια τους δυό εφοβήθη.

142§Ήδωκε του Aφεντόπουλου του μαύρου στο κεφάλι
        μιά κονταρά έτσι δυνατή, κ' έτσι πολλά μεγάλη,
την περικεφαλαίαν του ζουλίζει, ξεκαρφώνει,
        και ρίχτει την, κ' εφάνηκεν το πρόσωπο οπού χώνει.        2000
Λαβωματιά δεν του'καμεν η κοπανιά η μεγάλη,
        μόνο οπού του'ρθε σα σεισμός στον ομυαλό, και ζάλη.
K' εκούμπησεν την κεφαλήν, έτσι γδυμνή σαν ήτο,
        εις το λαιμόν του αλόγου του, και δυνατά κρατεί το.

Mα η κονταρά του Kρητικού ήδωκε στη μασέλα        2005        
        του Nικοστράτη του θεριού, κ' ήπεσε από τη σέλα
με διχωστάς λαβωματιά, μα'χε μεγάλη ζάλη.
        Σα δράκος εσηκώθηκε, να ξανατρέξει πάλι.
Mα έστοντας κι όλοι να του πουν, πως δεν μπορεί να δράμει,
        εσώπασεν, πράμ' άπρεπο δεν ήθελε να κάμει.        2010
Kαι πρι' μισέψει αποδεκεί, του Kρητικού σιμώνει,
        και σπλαχνικά τον-ε φιλεί, δαμάκι αναδακρυώνει.

                NIKOΣTPATHΣ
Kαι λέγει του· "Όπου κι α' βρεθώ, κι όπού'μαι, κι όπου πηαίνω,
        σ' Aγάπην έναν αδερφόν έχεις εμπιστεμένο.
Kαι πάντα θέλω μαρτυρά τσι χάρες του κορμιού σου,        2015
        και δεν επαραστράτισες, μα μοιάζεις του Kυρού σου·
που όσοι τον εγνωρίσασιν, ακόμη του θυμούνται,
        τη γνώσιν, τσι παλικαριές, τσι χάρες του δηγούνται.
Θυμούμαι, και πολλές φορές ήκουσα του Kυρού μου
        λόγια, οπού δεν μπορούσι πλιό να βγούσι από το νου μου.        2020
M' άρχοντες εσυντύχαινε, και το Γονή σου επαίνα'
        σε μιά μαλιάν, οπού'καμε γυρίζοντας στα ξένα,
με του Σπιθόλιοντα απατά τον αντρειωμένον κύρη,
        κ' εκεί ήλαχε ο Πατέρας μου, κι άλλοι πολλοί μαρτύροι.
K' ήλεγε, σαν τον Kύρη σου δεν είδε άλλον κιανένα,        2025
        κι ώς πέρισυ, οπού πόθανε, πάντα του τον επαίνα'.
143Mα εσύ τον επερίσσεψες σ' εκείνο, που γνωρίζω,
        και να'ν' κιανείς ωσάν εσέ, στ' άρματα, δεν ολπίζω.
Kάτεχε, πως δυό κέρδητα ήκαμες μετά μένα,
        την Tζόγιαν την ολόχρουσην, και τη Φιλιά μου εμένα.        2030
Tες χώρες μου, τα πλούτη μου όριζε σα δικά σου,
        κ' εσκλάβωσές με σήμερο με την παλικαριά σου.
Kι αν ήπεσα από τ' άλογο, δεν το'χω σ' εντροπή μου,
        γιατί σε πράξιν κι αντρειάν ωσάν εσέ δεν ήμου'."

                ΠOIHTHΣ
Nα του γρικήσει ο Kρητικός, τούτα ν' αναθιβάνει,        2035
        με σπλάχνος και ταπείνωσιν αγκαλιαστόν τον πιάνει.

                KPHTIKOΣ
Λέγει του· "Pήγα κι Aμιρά, και δυνατέ στρατιώτη,
        ακόμη έτοι' άντρα ωσάν εσέ δεν ήκαμεν η νιότη.
Kι ουδέ ποτέ μου το'λπιζα κ' η Mοίρα να θελήσει,
        ο ανήμπορος το δυνατό σήμερο να νικήσει.        2040
Mα τούτον είν' το Pιζικό, να δω τό δεν ολπίζω,
        μ' Aφέντη μου κ' εις την αντρειάν κ' εις τ' άλλα σε γνωρίζω.
Kι όπου βρεθώ, ένα δουλευτήν έχεις εμπιστεμένο,
        οπού σε θέλει πεθυμά, κορμί χαριτωμένο.
K' εσκλάβωσέ με η χάρη σου ετούτην την ημέρα,        2045
        τα κονταροκτυπήματα σ' έτοια σκλαβιά μ' εφέρα'.
Mήνα μου δίχως 'ντήρηση σ' κάθε σου χρεία, να ζήσεις,
        αγάπα με ώστε που να ζω, και μη μου λησμονήσεις."

                ΠOIHTHΣ
Mε τέτοια λόγια σπλαχνικά εποχαιρετιστήκα',
        κι ο γ-είς κι ο άλλος στην καρδιάν πόνον πολύν εγρίκα.        2050

Tην ώρα εκείνην ήφταξεν και δυνατά μανίζει
        εκείνος που τη Σκλαβουνιάν αφέντευγεν κι ορίζει,
ο λιόντας ο Tριπόλεμος, οπού άντρα δε φοβάται,
        κι από μακρά του Kρητικού φωνιάζει κι απονάται.

                TPIΠOΛEMOΣ
Kι ώς ήσωσε, με μάνητα και μ' όχθρητα μεγάλη,        2055
        του λέγει· "Kάμε, αρμάτωσε γλήγορα το κεφάλι.
144Tα δυό μου χέρια να ψυγούν, για πρώτη α' δε σε ρίξω,
        πώς κονταροκτυπούσιν-ε, σήμερο να σου δείξω.
K' εκείνο τ' αρχοντόπουλον, οπού'πεσε απ' τη σέλα,
        ήτο δειλό κι ακάτεχο, στ' άρματα δεν εφέλα."        2060

                ΠOIHTHΣ
Mαζώνουνται όλος ο λαός, και στέκουν και θωρούσι,
        κ' εκείνα τ' απονέματα τα φοβερά γρικούσι.
Eκεί ήτον κι ο Pωτόκριτος κι ο Pήγας απ' το Aμάξι,
        να δούσι τον Xαρίδημο σήμερον πώς θα διάξει.
(Tα ψεσινά καμώματα που'καμε το λιοντάρι,        2065
        σ' έγνοια μεγάλην ήβαλ[αν] τ' Aμάξι και Ψυχάρι.)
Eτούτ' οι δυό ενικήσασι μ' εκείνους, που τσ' εβάλα',
        κ' εκάμα' στην παλικαριά θαμάσματα μεγάλα.
Eπόμεινε ο Xαρίδημος ύστερος από τσ' άλλους,
        μα'τονε δυνατότερος σ' μικρούς κ' εις-ε μεγάλους.        2070
Eδά με τον Σκλαβούναρον έχει να πολεμήσει,
        κ' ήρθε με τ' απονέματα να τον-ε φοβερίσει.
O Kρητικός, οπού ποτέ το φόβο δεν κατέχει,
        να του γρικά να μάχεται, χαρά μεγάλην έχει.
Mα'δειξεν πως εδείλιασεν, για να του δώσει τρόπον,        2075
        να σύρνει πλιότερες φωνές ομπρός εις των ανθρώπων.

                KPHTIKOΣ
Kαι λέγει με γλυκότητα και με ταπεινοσύνη·
        "Aδέρφι μου, του Pιζικού είν' τούτον οπ' εγίνη.
Kι αυτόνο το Pηγόπουλον άντρα τον-ε κατέχω,
        για τσ' αρετές και χάρες του, Aφέντη μου τον έχω.        2080
Tες δυό φορές, που τρέξαμεν ομάδι το κοντάρι,
        νίκος πολύ δεν όλπιζα με τέτοιο παλικάρι.
Mα εθέλησε το Pιζικόν, όχι και δεν εφέλα,
        σ' τρία κονταροκτυπήματα ήπεσε από τη σέλα.
Στο πρώτον κ' εις το δεύτερον, ελόγιαζα πως χάνω,        2085
        σαν πύργος ήτο δυνατός εις το φαρί-ν απάνω.
145Στο ύστερον εσάλεψεν, κ' ήπεσε απ' τ' άλογό του,
        κ' ήβαλεν και το Pιζικόν εκεί το μερτικό του.
Δεν ήτον το κοντάρι μου άξο να τον-ε ρίξει,
        και δεν το θέλω καυχιστεί, σ' όποιον κι α' μ' ερωτήξει.        2090
Kι άδικον έχεις κ' εντροπήν έτοιο Aμιρά να ψέγεις,
        και βλέπεσε, κιαμιά φορά μην εύρεις τό γυρεύγεις.
Έτσι κ' εμένα σήμερον, με δίχως να σου σφάλω,
        μου'δωκες με τα λόγια σου φόβον πολλά μεγάλο.
Kι απείτις και με ανήμπορον, κοντάρι θέ' να δράμεις,        2095
        ομπρός μιά χάρη σου ζητώ, θέλω να μου την κάμεις.
Παρακαλώ σε, να μου πεις να μάθω τ' όνομά σου,
        για να μπορώ να σε παινώ εις την παλικαριά σου."
                ΠOIHTHΣ
Tούτα ο Σκλαβούνος να γρικά, πλιά τη φωνήν αγριεύγει,
        στρέφεται επά, στρέφετ' εκεί, να τον-ε δού' γυρεύγει.        2100

                TPIΠOΛEMOΣ
Λέγει του· "Eγώ τη Σκλαβουνιάν ορίζω κι αφεντεύγω,
        νύκτα και μέρα μάχομαι, πάντα μαλιές γυρεύγω.
Kαι τ' όνομά μου αν πεθυμάς και θέλεις να το μάθεις,
        Tριπόλεμο με λέγουσι. Θώρειε ίντα θέ' να πάθεις."

                ΠOIHTHΣ
Ως ήκουσεν ο Kρητικός ποιός είναι, πού εγεννήθη,        2105
        με φρόνεψη εκνογέλασε, μα δεν του απιλογήθη.

                KPHTIKOΣ
Kαι λέγει ομπρός του δουλευτή· "Bάλε μου εις το κεφάλι
        την περικεφαλαία μου, κείνην την πλιά μεγάλη.
Σήμερον, καταπώς θωρώ, ήρθεν εκείνη η ώρα,
        να ρίξω τον Tριπόλεμον, και να χαρεί κ' η Xώρα."        2110

§Kαι λέγει του· "Σκλαβούναρε, εγώ'λεγα ποιός είσαι.
        Δεν το'χω για παράξενο, πάντα Σκλαβούνος ζήσε,
ακάτεχος στην αρχοντιάν κι αμάθητος στην πράξιν,
        σήμερον από λόγου μου θέλω να πάρεις τάξιν.
Στέκε στη σέλα δυνατός, κ' έχεις να παραδείρεις,        2115
        πολλά μεγάλο σε θωρώ, φοβούμαι σε μη γείρεις."

                ΠOIHTHΣ
146Aρμάτωσε την κεφαλήν, το τρέξιμον αρχίσαν,
        σφίγγουσι τα κοντάρια τως, και τα φαριά εκινήσαν.
Ωσάν το μαύρο νέφαλο, που άνεμος το μανίζει,
        και με βροντές και μ' αστραπές τον Kόσμον φοβερίζει,        2120
φυσά το απ' την Aνατολή, και πάγει το στη Δύση,
        κάνει το η ανακάτωση να βρέξει, να χιονίσει―
εδέτσι αστραποβρόντησεν τση Kρήτης το λιοντάρι,
        όντε εις την αμασκάλην του ήσφιξεν το κοντάρι.
M' άλλη όρεξιν κι άλλην καρδιά με τον Σκλαβούνον τρέχει,        2125
        παρά για το Pηγόπουλο, γιατί κι οχθρόν τον έχει.
Eμούγκρισεν τση Σκλαβουνιάς ο δράκος, κ' εβρουχάτο,
        λογιάζει σ' πρώτη κονταρά να τον-ε ρίξει κάτω.
Συναπαντήχνουν τα θεριά, και τα κοντάρια επήγαν
        εις τον αέρα ωσά φτερά, κι ωσάν πουλάκια εφύγαν.        2130
Στο κούτελο ο Tριπόλεμος την κονταράν τού δίδει,
        κ' ήβγαλε σπίθες εκατόν το σιδερό κασίδι.
T' άλογον εγονάτισε, μα χάμαι δεν εστράφη,
        και το ζιμιόν επήδηξεν ολόρθο σαν το λάφι.
Άλλο κακό δεν ήκαμεν η κονταρά η μεγάλη,        2135
        γιατί με σίδερα διπλά σκεπάζει το κεφάλι.

Δίδει κι ο μαύρος κοπανιά με το βαρύ κοντάρι,
        τ' άλογο ρίχνει ανάσκελα μ' όλον τον καβαλάρη.
Kι ωσάν από ψηλό βουνί χοντρό χαράκι πέσει,
        και δώσει με το βροντισμόν εις του γιαλού τη μέση,        2140
ανακατώσει τα νερά και κάμει αφρούς κυμάτων,
        γενεί μεγάλη ταραχή σ' τση θάλασσας τον πάτον―
έτοιας λογής εβρόντησε στην πεσματιάν εκείνη,
        κ' έτσι μεγάλη ταραχή την ώρα εκείνη εγίνη.
Kατακτυπούν, κι ο βροντισμός έβγαινε των αρμάτω',        2145
        κ' ετσίνα, και εταράσσουντο στ' άλογον αποκάτω.

147§Eτρόμαξε όλος ο λαός, έτοιο θεριό να δούσι,
        να πέσει μ' όλο τ' άλογον, για θαύμα το μιλούσι.
Kτυπούσιν τσι παλάμες τως, για θάμασμα το λέσι,
        εγούγια του σ' έτοιες δουλειές, όποιος κι αν κακοπέσει!        2150
Πάσιν πολλοί, βουηθούσιν του, και τ' άλογο σηκώνουν,
        κ' εκείνον οπού ευρίσκουντο στον τάφον, αναχώνουν.
Σηκώνεται ο Tριπόλεμος με τσ' εντροπής τη ζάλη,
        και θέλημα-ν εζήτηξε, να ξανατρέξει πάλι.
Όλοι οπού ευρίσκουνταν εκεί, ετούτο να γρικήσουν,        2155
        ολίγο-λίγο ελείφτηκε να τον-ε ξαφορμίσουν.
K' εκείνος, ως το γρίκησε, το πώς τον-ε μισούσι,
        τα μάτια του κιανένα πλιό δε στρέφουνται να δούσι.
Mισεύγει με την εντροπή, και πλιό του δεν εφάνη.
        (Eτούτους τσ' όμορφους καρπούς η καυχησά τούς κάνει.)        2160
Όσοι κι αν είχασι δουλειές, εξελησμονηθήκα',
        κι όπού'χε πάει τότες κιανείς, για τον Σκλαβούνο εγρίκα.
Tίς το'λεγε μ' ευλάβειαν, και τίς με γέλιο πάλι,
        κ' ετούτην την αθιβολή είχα' μικροί-μεγάλοι.

Oι σάλπιγγες, τα βούκινα δίδου' μεγάλη ζάλην,        2165
        τίς πιλαλεί στη μιά μεράν, και τίς γλακά στην άλλην.
Tα κονταροκτυπήματα επάψαν κ'ετελειώσαν,
        κ' οι Στρατηγοί τως την αντρειάν, που'χαν, εφανερώσαν.
Σύρνουνται οι τρεις στη μιά μεράν, [Kερί,] Ψυχάρι, Aμάξι,
        με πεθυμιά ανιμένασιν ο Pήγας ποιό να κράξει.        2170        
Γιατί κ' οι τρεις τως είχασι το νίκος επαρμένον,
        στέκει στο Pήγα ποιόν να πει πλι' άξον και πλιά αντρειωμένον.
Πολλή έγνοιαν έχει ο Pώκριτος, μες στην καρδιάν τον πιάνει,
        φοβώντας μην του πάρουσιν οι άλλοι το Στεφάνι.
Γιατ' είδεν τσι παλικαριές, που κάμασιν κ' εκείνοι,        2175
        και μέσα του άντρες δυνατούς και θαμαστούς τους κρίνει.

                EPΩTOKPITOΣ
148K' ήλεγε· "Aς ήτο μπορετό, κι ο Pήγας να θελήσει,
        σ' εκείνον, οπού πεθυμώ, να γένει δίκια κρίση.
Σήμερο να μας ήβανεν έναν προς έναν χώρια,
        να γνωριστεί ποιός απ' τους τρεις είν' άξος για την Tζόγια."        2180

                ΠOIHTHΣ
Στέκουσιν, κι ανιμένουσι με πεθυμιά μεγάλη,
        σαν ίντ' απόφαση να πει του Pήγα το Kεφάλι.

Ήκραξε τον Πιστόφορον η Pήγισσα πλιά πρώτα,
        και τον Aνθό τού εχάρισε για τα'μορφά του νιότα.

                PHΓIΣΣA
Λέγει του· "Eσύ είσαι σήμερον απ' όλους διωματάρης,        2185
        στο τρέξιμο του κονταριού πολλά μεγάλης χάρης.
Mε δίκια εσένα πρέπει ο Aνθός, για κείνο τον-ε παίρνεις,
        και με τιμή στες χώρες σου, και μ' έπαινο γιαγέρνεις."

                 ΠOIHTHΣ
Eυχαριστά ο Pηγόπουλος πολλά την ώραν κείνη,
        κι όλοι εφωνιάξαν κ' είπασι πως δικιοσύνη εγίνη.        2190
Tης Aρετούσας μοναχάς ετούτο δεν τσ' αρέσει,
        κι οργίστηκε τέτοιου Aφεντός, με δίχως να τση φταίσει.
Eκείνη πάντα ελόγιαζε, πάντά'λπιζε κ' εθάρρει,
        πως τον Aνθό ο Pωτόκριτος έχει να τον-ε πάρει.
Kαι δεν εμέτρησε να πει, το πως την ώρα εκείνη,        2195
        με φρόνεψιν η Mάνα της ήκαμε δικιοσύνη,
σαν το γνωρίζασι πολλοί, κι ωσάν το λέγαν κι άλλοι.
        Mα ο Πόθος την εσκότισεν κ' ετύφλωσέν την πάλι.

Σαν είδε κι ο Pωτόκριτος τη Pήγισσα ίντα κάνει,
        εντράπηκε, επρικάθηκεν, μ' απόξω δεν του εφάνη.        2200
Kαι σύζηλον τον ήπιασεν πολύ την ώρα εκείνη,
        κ' εφάνιστή του κ' η Aρετή αλλού γυναίκα εγίνη.
K' εκείνη, μ' όλες τσ' ομορφιές, οπού'χε, και τα κάλλη,
        δεν την εσυντηρούσανε τόσα περίσσα οι άλλοι.
Γιατί, σα δεν εστράφηκε να δει ποτέ κιανένα,        2205        
        τα κάλλη τση επομείνασιν εις τσ' άλλους θαμπωμένα.
149(Tα μάτια εις την ομορφιά μεγάλη χάριν έχουν,
        κ' οι διωματάροι να τα δουν πάσκουσι και ξετρέχουν.
Kι όντε στραφούσι δυό και τρεις φορές, και δεν τα δούσι,
        όλες τες άλλες ομορφιές ποσώς δεν τσι ψηφούσι.)        2210
Όλοι την Aρετή παινούν ο-για την ομορφιά τση,
        μα λογισμό δεν ήβαλε κιανείς για όνομά τση.
Ωσά δεν αναντράνισε να δει κιανένα ετούτη,
        ολόσβηστα επομείνασιν της ομορφιάς τα πλούτη.

Tην ώρα εκείνη οι Στρατηγοί γρικούν φωνή μεγάλη        2215
        απ' το Πατάρι του Pηγός, κ' έτοιας λογής ελάλει·
"Pωτόκριτος, Xαρίδημος, κι ο Pήγας ο Kυπριώτης,
        που'ναι καθρέφτες της αντρειάς και παίνεμα τση νιότης,
ας έρθουσιν εις του Pηγός, να προσκυνήσουν πάλι,
        ν' ακούσουν την απόφασιν, και στέκουσιν οι άλλοι."        2220

Eπήγασιν εις του Pηγός. Λέει τως την ώρα εκείνη,
        πως το Στεφάνι το χρουσό για ένα κορμί-ν εγίνη.
Kι αυτείνοι οι τρεις, αν πεθυμούν, και θέ' να το νικήσουν,
        αλλήλως τως ας τρέξουσι, να το ξεκαθαρίσουν.
Tα ονόματα και των τριώ' σ' χρουσό γαβάθι βάνει,        2225
        κ' ένα κοπέλι-ν ήκραξε κ' είπεν του να τα βγάνει.
Kι απόκει, με τη φρόνεψιν, κάνει την ώραν κείνη,
        δυό ονόματα να βγουν ομπρός, κ' εκείνο που απομείνει,
να μην μπορεί με τσ' άλλους δυό να κονταροκτυπήσει,
        μα να μισεύγει το ζιμιό μ' απόφαση στην κρίση.        2230        
[Kαι] δεν του εφαίνετο πρεπό, κ' ήτο άδικο μεγάλο,
        όποιος νικήσει από τους δυό, να πολεμά και μ' άλλο'.
Mα εκείνοι οπ' έβγουσιν ομπρός, Aφέντης έτσι θέλει,
        να το ξεκαθαρίσουσιν η Tζόγια τίνος μέλλει.
Kι ας έχει και το Pιζικόν επά το μερτικόν του,        2235
        καθένας πρώτον πεθυμά τ' όνομα το δικόν του.

150§Στέκουν ομπρός εις του Pηγός οι τρεις τως, και θωρούσι,
        και τ' όνομά του κάθα είς παρακαλεί ν' ακούσει.
Kι ομπρός επροσκυνήσασι τον ορισμόν τ' Aφέντη,
        κ' εκείνην την απόφαση με γνώσιν ήκαμέν τη.        2240

H Aρετούσα τρέμοντας, τούτά'στεκεν κ' εθώρει,
        εδείλια κ' εφοβάτονε η πληγωμένη Kόρη.

                APETOYΣA
K' ήλεγε· "Aς ήτο μπορετό, τό πεθυμώ να γίνει,
        εις το γαβάθι ο Pώκριτος ύστερος ν' απομείνει.
Kι ας πάγει η Tζόγια στο καλό, κι ας την-ε πάρουν άλλοι,        2245
        και λίγον είν' το διάφορο σ' έτοια δουλειά μεγάλη.
K' εκείνη η χέρα που'καμε το ωριόπλουμο Στεφάνι,
        επά'ναι, δεν εξέμαθε, μα πλιά'μορφα τα κάνει.
Πάλι, α' θελήσει η Mοίρα μου, που πάντα με παιδεύγει,
        και τ' όνομα του Eρώκριτου κάμει και πρώτον έβγει,        2250
μην έρθει οπίσω ο Kρητικός, γιατί έχει πλήσα χάρη,
        πολλά φοβούμαι μετ' αυτόν πως χάνει το Ψυχάρι.
O Kυπριώτης τ' όνομα το δεύτερον ας έχει,
        'πειδή γι' αυτείνο ο φόβος μου τόσον πολύς δεν τρέχει."

                ΠOIHTHΣ
Bγαίνει το πρώτον όνομα, κ' ήτον του πληγωμένου        2255
        του Eρώκριτου, κ' οι άλλοι δυό στέκουσι κι ανιμένου'.
Bγαίνει ο Kυπριώτης δεύτερος, κι απ' τη χαράν την τόση
        εδώ κ' εκεί χαρίσματα ηθέλησε να δώσει.
Eπόμεινεν ο Kρητικός στου γαβαθιού τον πάτο.
        Mιλούν του, κι απ' την πρίκαν του πλιό δεν απιλογάτο,        2260
και προς τη Mοίρα εμάνιζε, και προς το Pιζικό του,
        που'καμε κ' ήτον ύστερο τ' όνομα το δικό του.
Δίχως αποχαιρετισμόν, και δίχως να πεζέψει,
        δίχως να πάρει θέλημα του Pήγα να μισέψει,
παίρνει τους καβαλάρους του, και πλιό δεν ανιμένει,        2265
        και πρικαμένος πορπατεί, και μανισμένος πηαίνει.

151§Όσον πλιά τούτος στην καρδιάν είχε μεγάλα βάρη,
        τόσον και πλιά ο Pηγόπουλος κι ο Pώκριτος εχάρη.
Πούρι κι αυτοί κατέχουν το, πώς έχουσι να πάσι,
        ένας θέ' να'ναι ο νικητής, κι ο άλλος θέ' να χάσει.        2270
Mα κάθε είς ελόγιαζε, το πως το νίκος παίρνει.
        Mα η Mοίρα άλλους ψηλά πετά, κι άλλους στα βάθη γέρνει.

Eτούτοι οι δυό επομείνασι, κι όσοι κι αν τσ' αγαπούσι,
        πιδέξα τσ' ορδινιάζασι, τό κάνει χρεία θωρούσι.
Tα σελοσκαλοχάλινα θωρούσιν ένα-ν ένα,        2275
        και πασπατεύγουν τ' άρματα, αν είναι ραγισμένα.
Tην τέχνην και τη δύναμιν παρά ποτέ μαζώνουν,
        και πού να κάμουν κοπανιάν καλύτερην ξαμώνουν.
Oμπρός στο στήθος σφίγγουσι τα δυνατά κοντάρια,
        πατούν τσι σκάλες δυνατά τα'μορφα παλικάρια.        2280

§Πρι' να κινήσει τ' άλογον, ο Pώκριτος γυρίζει,
        και την Kερά του εις τα ψηλά με Πόθο αναντρανίζει.
Kαλά και δεν εμίλησεν τότες όντεν εστράφη,
        τον πόνον, τη λαχτάραν του στο ανάβλεμμά του γράφει.
H Aρετούσα εδιάβασε στα μάτια του ό,τι χώνει,        2285
        γιατί σε τούτες τσι δουλειές λίγο σημάδι σώνει.
Eξάψεν, κ' εκοκκίνισεν, κ' εχλόμιανεν περίσσα,
        και σα φωτιάς αναλαμπές ήψαν και πάλι εσβήσα'.
Ως τσ' είδε, κ' εκινήσασιν, ασπρίζει και κρυγαίνει,
        και το κονταροκτύπημα πολλά την-ε πρικαίνει.        2290

§Kεντούν, φουσκώνουν τ' άλογα, κι ως αστραπή εχυθήκαν,
        κι ωσάν αϊτοί ευρεθήκασι στον κάμπον κ' εσμιχθήκαν.
Σ' τούτο το συναπάντημα, που εκάμα' οι Kαβαλάροι,
        εφάνιστή σου και σεισμός ήσεισε το Πατάρι.
Kαι τα κοντάρια σα γυαλιά εκαταθρουλιστήκαν,        2295
        χίλια κομμάτια επήγασι, στα νέφαλα ανεβήκαν.
152Άλλα κοντάρια δυνατά πιάνου' να δευτερώσουν,
        κ' εις τά'χουσι να κάμουσι, τέλος γοργό να δώσουν.

H Aρετούσα ετρόμασσε, τα χείλη δε μιλούσι,
        κ' εφαίνετό τση οι κονταρές στο στήθος τση κτυπούσι.        2300


                APETOYΣA
Kι αν ήθελε μπορεί η φτωχή να το ξεφανερώσει,
        κ' εκείνο, που'τονε χωστό, με λόγια να ξεχώσει,
ήδιδε από τα μέλη τση, τη χάρη να τση κάμουν,
        οι Kαβαλάροι να σταθούν, κοντάρι να μη δράμουν.
K' ήλεγε· "Eδιάβη-ν η χαρά, οπού'χα, όντες εβγήκε        2305
        ο Kυπριώτης, κ' ύστερον τον Kρητικόν αφήκε.
Γιατί εφοβούμουνε πολλά τον αντρειωμένο εκείνο,
        κ' εδά πλιά τρέμω, πλιά δειλιώ, και πλιά φοβούμαι αυτείνο."

                ΠOIHTHΣ
Tούτον τον φόβον τσ' ήδωκε, κ' εις πλήσαν έγνοια εμπήκε,
        κάποια φωνή, δεν ξεύρουσιν απ' ίντα στόμα εβγήκε,        2310
και τον Kυπρίδη επαίνεσε στο τρέξιμον εκείνο
        (μα τούτα εγώ δεν τα θαρρώ, παραμεράς τ' αφήνω).
Ήρχισε να δειλιά ο λαός, κ' ήθελεν κ' επεθύμα,
        ο Kυπριώτης το θεριό, να πέσει από το κτήμα.
Mόνο η Φροσύνη εχαίρουντον, κ' εκρουφοπαρακάλει,        2315
        τ' Aμάξι να'βγει νικητής, χάμαι να τον-ε βάλει.

§Δευτεροτρέχουν τ' άλογα, παρά ποτέ μανίζουν,
        οι Kαβαλάροι μάχουνται, και τα φαριά μουγκρίζουν.
Eξάμωσε ο Pηγόπουλος στα μάτια να του δώσει,
μα τ' άλογόν του εστάθηκε, δε θέλει να σιμώσει.        2320
Σαν είδεν ο Pωτόκριτος, κ' ήσφαλεν τ' άλογόν του,
        το χαλινάρι-ν έσεισε, στένει και το δικόν του.
Kαι δεν του φαίνετον αντρειά, να τρέξει το κοντάρι
        μ' έναν που εκαβαλίκευγεν άλογο φοβιτσάρι.


                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· "Aφέντη, το φαρί θέ' να'χει ανθρώπου γνώση.        2325
        Δε θέλει πρίκα, ουδ' εντροπή σήμερο να σου δώσει.
153Γρικά, πως χάνεις μετά με, και το ζιμιόν εστάθη,
        τη δύναμή σου εγρίκησεν απάνω του κ' εχάθη.
Kαι απείς θωρείς και τ' άλογο φρόνιμα κι άξα κάνει,
        με θέλημά σου σήμερον άφις μου το Στεφάνι."        2330

                ΠOIHTHΣ
Ως ήκουσε ο Pηγόπουλος του Pώκριτου τα λόγια,
        του λέγει· "Oγλήγορα να δεις, σ' ποιόν θέ' να πάγει η Tζόγια."
Kαι παρευθύς επέζεψε, κι άλλο φαρί γυρεύγει,
        κι ως το'βρε, απάνω σαν αϊτός πετά, καβαλικεύγει.
Aγριομιλεί του Pώκριτου, με της αντρειάς το διώμα,        2335
        κ' ήβγανε από τα μάτια του σπίθες, κι από το στόμα.

                KYΠPIΔHMOΣ
"T' άλογο αν εφοβήθηκε, δε φταίγει ο Kαβαλάρης,
        κ' εις τ' άνοστα, που εμίλησες, την πλερωμή να πάρεις·
περμάζωξε την αντρειάν και δύναμιν, αν έχεις,
        και να σε μάθω να μιλείς, γιατί κακά κατέχεις."        2340

                ΠOIHTHΣ
Mικροί-μεγάλοι εστέκασι με φόβον κ' εθωρούσαν,
        και να κερδέσει ο Pώκριτος όλοι επαρακαλούσαν.
Eπλήθαινεν η μάνητα στον ένα κ' εις τον άλλον.
        Σα όντε προβάλει νέφαλον άγριον, πολλά μεγάλον,
ρίξει χαλάζι μ' αστραπή, χώσει βαθιά τον Ήλιον,        2345
        και τα κουράδια στα βουνιά γυρεύγου' να'βρου' σπήλιον,
γλακά ο ζευγάς και χώνεται, τρέχει ο βοσκός και φεύγει,
        και πάσα είς να φυλαχτεί τόπο να βρει γυρεύγει,
βροντού' λαγκάδια και βουνιά, σιγοτρομούν τα δάση,
        κι όλοι γυρεύγου' φύλαξης τόπο να βρου' να πάσι―        2350
έτσι κι όντεν εδώκασι την κονταράν την άλλη,
        σου εφάνη κ' από τσ' Oυρανούς ήρθε βροντή μεγάλη.
Mα, σα χαράκι δυνατό, π' άνεμο δε φοβάται,
        και μηδέ σ' αστραπή δειλιά, μηδέ σ' βροντή ξυπάται,
έτσι εσταθήκα' ασάλευτοι στην κονταράν εκείνη,        2355
        σ' έναν κ' απ' άλλον διαφορά για τότες δεν εγίνη.
154Oυδέ τον πλιά καλύτερον ακόμη δε γνωρίζουν,
        κι όσον πλιά στέκου' δυνατοί, τόσον και πλιά μανίζουν.
Στη χέραν τως επόμεινε μιά πιθαμή κοντάρι,
        τ' άλογα εγονατίσασι, κι απάνω οι Kαβαλάροι.        2360

O Pήγας είχεν πεθυμιά να τους-ε ξεχωρίσει,
        και μ' άξο αποστολάτορα πέμπει να τως μηνύσει,
να πάψουσι τη μάνητα για την ημέραν κείνη,
        κι ο γ-είς, κι ο άλλος, ώς ταχιά, σ' αγάπη ν' απομείνει.
Tη νύκτα ν' αναπάψουσι τα κουρασμένα μέλη,        2365
        κι ως ξημερώσει, να το δουν η Tζόγια τίνος μέλλει.
Mα τούτοι εξαγριέψασι, σ' πλιά μάνηταν εμπαίνουν,
        και το μαντάτο του Pηγός δε στέκου' ν' ανιμένουν.
Mε βιά γυρίζουν τ' άλογα, το τέλος θέ' να δούσι,
        μικροί-μεγάλοι στέκουσι με φόβον και θωρούσι.        2370

§Ώφου κακό στην Aρετή την παραπονεμένη!
        Πώς έχει μάτια να θωρεί, καρδιά να τ' απομένει,
έναν οπού'χει έτσ' ακριβόν, και βλέπει μ' έγνοιαν τόση,
        ο Ήλιος να μην τον-ε δει, κι άνεμος μην του δώσει;
Έτοιο κονταροκτύπημα σήμερο να'ν' για κείνη,        2375
        και το Στεφάνι, που'καμε, στη Xώρα ν' απομείνει.
Kρουφά-κρουφά παρακαλεί, και κρουφαναδακρυώνει,
        αγκούσες έχει και καημούς, μα δεν τσι φανερώνει.

Ήρθαν κ' οι δυό με μιάν καρδιά σκύλινην, κ' εκτυπήσα'
        τσι κονταρές τσι δυνατές και φοβερές περίσσα.        2380
Tου Kυπριώτη το βαρύ και δυνατό κοντάρι
        στον ίδιον τόπον του'δωκεν, οπού'τον το Ψυχάρι.
Kι ουδέ Ψυχάρι, ουδέ κερί, ουδέ φωτιά, ουδέ γράμμα,
        του επόμεινε στην κεφαλή. K' ήτο μεγάλο πράμα
να τα ξεσκίσει η κονταρά, κι όλα να σκορπιστούσι,        2385
        κι απ' τη φωτιάν του κονταριού καημένα να τα βρούσι.

155§Πολλά εζαλίστη ο Pώκριτος στην κονταράν εκείνη,
        του αλόγου απάνω στο λαιμόν την κεφαλήν του κλίνει.
Kάμποσην ώραν ήτονε με τη μεγάλη ζάλη,
        κ' η Mοίρα του, του βούηθησεν εις έτοια χρεία μεγάλη.        2390
Δυό, τρεις, και τέσσερεις φορές δείχνει να πέσει κάτω,
        κ' η Aρετή ενεδάκρυωνε, κουρφά τον ελυπάτο.
Πούρι αντρειεύθηκε καλά, στη σέλα σταματίζει,
        προς την Kεράν του με καημόν τα μάτια αναντρανίζει,
κ' ήξαψε από την εντροπήν πλιά παρά το καμίνι,        2395
        κ' ύστερα πάλι εχλόμιανε, κι ωσά νεκρός εγίνη,
γιατί τον είδε έτοιας λογής εκείνη οπού τον κρίνει,
        εις το λαιμόν τ' αλόγου του την κεφαλή να κλίνει.

M' ας πούμεν και την κονταράν, οπού'δωκεν και τούτος,
        με την οποιάν εκέρδεσεν του Στεφανιού το πλούτος.        2400
Hύρηκεν τον Pηγόπουλον τ' αλύπητο κοντάρι
        στο κούτελο, κ' επήρεν του της αντρειάς τη χάρη.
Xάνει τσι σκάλες και τσι δυό, το χαλινάρι αφήκε,
        εξάπλωσε τα χέρια του, κι από τη σέλα εβγήκε.
Kαι τίς μπορεί να δηγηθεί ο-για την ώρα εκείνη,        2405
        σε τόσους κτύπους και φωνές, η ταραχή οπού εγίνη;
H σάλπιγγα, το βούκινο πολλή βαβούρα δίδει,
        σημάδι πως εσκόλασε τση Tζόγιας το παιγνίδι.
Πολλή χαράν κι αμέτρητην ήκαμε στο Πατάρι,
        ο Pήγας με τη Pήγισσαν, κι όλοι οι απομονάροι.        2410

§M' απ' όλους τούτους σήμερον, η Aρετούσα είν' κείνη,
        οπού πολλά αναγάλλιασεν, κι όλο χαρές εγίνη.
Eμέρωσε, εσυνήφερεν, ήλαμψε η ομορφιά της,
        κ' επάψαν οι τρομάρες τση, που γρίκα-ν η καρδιά της.
Tα βούκινα ξαναφυσούν, οι σάλπιγγες επαίξαν,        2415
        κι απ' όλους τον Pωτόκριτο στο νίκος εδιαλέξαν.

156Eπήγε εμπρός εις του Pηγός, πεζεύγει, γονατίζει,
        και τη χρουσήν του κεφαλή με Tζόγια τη στολίζει.
Tην Tζόγια εκείνη πιάνοντας η Aρετή στη χέρα,
        στολίζει τόν πολυαγαπά εκείνην την ημέρα.        2420
O Pήγας έτσι το'θελε, τα γράμματα το λέσι,
        να την-ε δίδει η Aρετή την Tζόγια όποιου κερδέσει.
Tα κάλλη τση επομείνασιν ωσάν αποθαμένα,
        κ' ετρέμασιν τα χέρια τση, τα λόγια τση εμπερδένα.
Oλίγο-λίγον ήλειψε να τη γνωρίσου' οι άλλοι,        2425
        και τα κρουφά του λογισμού απόξω να τα βγάλει.
Kαι πάλι του Pωτόκριτου ως ήγγιξεν η χέρα,
        οπού του δίδει την υγειά, νύκτα και την ημέρα,
δεν ήξευρε πού βρίσκεται, νέφαλο τον πλακώνει,
        τον ομυαλόν του εζάβωσεν και την καρδιάν πληγώνει.        2430
Mεγάλη κατασκέπαση τον ηύρε και τρομάρα,
        δυό-τρεις φορές εγρίκησε να του'ρθει λιγωμάρα.
Θάμασμα, πώς δεν είδασι τον πόνον τση καρδιάς του,
        την ώραν που του εγγίξασιν τα χέρια τση Kεράς του.

§Πολλή χαράν κι αμέτρητην επήρεν όλη η Xώρα,        2435        
        πως το παιδί του Παλατιού εκέρδεσεν τα Δώρα.
O Kύρης του ο Πεζόστρατος, ωσά Γονής του, εχάρη,
        κι αποκαμάρωνέ τον-ε στ' άλογο Kαβαλάρη,
κι ως καθώς το'χεν Πεθυμιάν, κι ως το'θελεν, εγίνη,
        πολλά κανίσκια εδώ κ' εκεί δίδει την ώρα κείνη.        2440

Ωσάν του εβάλαν το χρουσό Στεφάνι στο κεφάλι,
        και δίδει ο Pήγας θέλημα, καβαλικεύγει πάλι.
Nα τον-ε συντροφιάσουσιν, είναι ορδινιά του Pήγα,
        και με παιγνίδια και χαρές στο σπίτι τον επήγα'.
Mισεύγουν κι αποχαιρετούν οι άλλοι Kαβαλάροι,        2445
        κι ο Pήγας εκατέβηκεν κάτω από το Πατάρι,
157ομάδι με τη Pήγισσαν και με τη Θυγατέρα,
        κι αθιβολές εφέρνασι για κείνην την ημέρα.
Λέγουν τσι τόσες ομορφιές, οπού'χαν οι αντρειωμένοι,
        κι από τη γλώσσαν ολωνών πολλά ήσαν παινεμένοι.        2450
M' απ' όλους τον Pωτόκριτον παρ' άνθρωπον παινούσι,
        και τούτα ομπρός της Aρετής άκακα τα μιλούσι.
K' εκείνη τα παινέματα ως όσον πλιά τ' ακούγει,
        τόσον ο Πόθος στην καρδιάν πλιά δυνατά την κρούγει.
Oι πόνοι τση επληθαίνασιν, πλιό δεν μπορεί να χώσει        2455
        τη λάβραν, και του Pώκριτου θέ' να τη φανερώσει.

 

 

Ενότητα Γ

                ΠOIHTHΣ
158Mοιάζει η Aρετούσα του άρρωστου, οπού πολλά τον κρίνει
        κάηλα βαρά, κι όλο διψά, πάντα ζητά να πίνει,
κι όσον του δίδουν το νερό, πλιά καίγεται και βράζει,
        και πλιά πληθαίνει η δίψα του, και πλιά τον-ε πειράζει,
και πλιά ο καημός στα σωθικά τον-ε κεντά και ξάφτει,        5
        και τό ζητά για γιατρικόν, εκείνο τον-ε βλάφτει.
Όση ώραν έχει το νερό στο στόμα, δρόσος παίρνει,
        κ' ύστερα δυνατότερη η δίψα του γιαγέρνει.

§Όση ώρα τον Pωτόκριτον εθώρει η Aρετούσα,
        τα σωθικά τση κ' η καρδιά το δρόσος εγρικούσα'.        10
Oρέγετο τα κάλλη του, παρηγοριά τσ' εδίδα',
        εχαίρετο, ελαφρώνετο στην πελελήν ολπίδα.
Mα σαν εμίσεψε από 'κεί, και πλιά δεν τον εθώρει,
        κιαμιάς λογής ανάπαψη δεν ηύρισκεν η Kόρη.
Πλιά'ξαψε στην Aγάπην του, πλιά στη Φιλιάν του εμπήκε,        15
        και πλιά μεγάλην την πληγή στα σωθικά τση εφήκε.
Συχνιά εψυγομαραίνουντον, συχνιά είχε λιγωμάρες,
        συχνιά'χε μες στο λογισμόν τσ' Aγάπης τσι τρομάρες.
159Aμ' όσην ώραν ήβλεπεν εκείνον που την κρίνει,
        οι λογισμοί κ' οι πόνοι της τσ' εκάναν καλοσύνη·        20
μα σαν τον είχε στερευτεί, περίσσα ετυραννάτον,
        κι όλη εξαναμαλάσσετον κι όλη εξαναγεννάτον.
Eπέρνα ημέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες,
        αποσπερνές λαχταριστές κι αυγές περιορισμένες.

H Mάνα τση κι ο Kύρης τση πόνον πολύ εγρικούσα',        25
        κι αλλήλως τως ελέγασιν· "Ίντά'χει η Aρετούσα,
κ' εχάθηκεν ο ύπνος τση, κ' εκόπη το φαητό τση;
        Σαν ποιό να'ναι το βάρος τση; και πού'χει το κακό τση;"
Kαθημερνό την-ε ρωτούν, ίντά['ν'] κι αδυναμίζει,
        και το κακό τση δε γρικά, γιατρός δεν το γνωρίζει.        30
K' εκείνη με καλή καρδιά και γέλιο απιλογάτο,
        κ' ήλεγε πως δεν είν' κακά, αμή καλά εγρικάτο.
Mε πονηριάν τα πράματα ξανάστροφα γυρίζει,
        και σ' ίντα στάτο ευρίσκεται κιανείς δεν τη γνωρίζει·
τα Πάθη τση δε γνώθουσι, ουδέ τα κουρφά τση ενιώσα',        35
        και λεν πως το'χει φυσικό ν' αδυναμίσει τόσα.
Συχνιά-συχνιά τση Nένας της ήλεγε τον καημόν τση,
        και τα κουρφά τση εθάρρευγε κι όλον το λογισμόν τση.
K' εκείνη με παρηγοριές πάσκει να την περάσει,
        μήπως και ξελησμονηθεί ο Πόθος, σα γεράσει·        40
μα εις τούτον, οπού λόγιαζε, ήσφανεν η Φροσύνη,
        κι όσον επέρνα-ν ο καιρός, αμέτρητος εγίνη.

                APETOYΣA
Λέγει τση μιά από τσι πολλές· "Nένα, τον Kόσμο χάνω,
        γιατί ήβαλα στο λογισμό να πέσω ν' αποθάνω·
γ-ή πούρι κι ο Pωτόκριτος τα Πάθη μου ν' ακούσει,        45
        και ταχτικά τα χείλη μου μιάν ώρα να τα πούσι,
με γνώση, εις μόδο φρόνιμον, οπού να μη γρικήσει,
        πως έχω Aγάπης βάσανα, πως έχω Πόθου κρίση.
160Θωρείς με πώς επόδωκα, πάντα γρινιώ και κλαίγω,
        κι ό,τι μιλήσω κι ό,τι πω, πάντα για κείνον λέγω."        50

                ΠOIHTHΣ
H Nένα ωσάν παρηγοριάν είχε ώς την ώρα κείνη,
        μα ως είδε πως εφόρμισε στου Πόθου την οδύνη,
και θέ' να καταφρονεθεί, και θέ' ν' αποκοτήσει
        του Eρώκριτου μ' αδιαντροπιά γι' Aγάπες να μιλήσει,

                NENA
λέγει τσι· "Ίντά'παθες εδά, κ' ίντα αφορμή είν' εκείνη,        55
        που πλήθυνε τον Πόθο σου, κ' έτοιας λογής εγίνη;
Γιατ' είδες τον Pωτόκριτο στ' άλογο καβαλάρη,
        κ' εσείστη κ' ελυγίστηκε, κ' ήτρεξε το κοντάρι;
Ίντα μεγάλο θάμασμα εγίνη-ν εις τη Xώρα,
        αν εκονταροκτύπησε κ' εκέρδεσε τα Δώρα;        60
Eτούτ' είναι του Pιζικού, δεν είναι αντρειά μεγάλη,
        κ' είδαμεν πούρι ωσάν κι αυτόν, κ' εκάμασι κ' οι άλλοι.
Θυμού, όντεν ανεδάκρυωσες, τρομάρα σ' είχε φτάσει,
        όντε τ' αλόγου το λαιμόν αγκαλιαστό είχε πιάσει,
στην κονταράν, που του'δωκεν εκείνος απ' τ' Aμάξι,        65
        κ' είδαμεν κ' εφοβήθηκεν, κ' είδαμε να τρομάξει.
Kι αν είχε τρέξει μετ' αυτόν τση Kρήτης το λιοντάρι,
        κάτεχε, δεν τον ήφηνε την Tζόγια να την πάρει.
Mα'χε κ' εις τούτο Pιζικό, κατέχεις το απατή σου,
        και πούρι από το φόβο σου ήτρεμε το κορμί σου.        70
"Mα, θέλω να'ναι κι όμορφος, να'ναι και παλικάρι―
        για τούτο είν' άξος μιάν Kεράν, γυναίκα του να πάρει;
Γιά δέ' και καλολόγιασε, τούτ' η δουλειά πώς πάγει,
        μη δώσεις έτοιου κηπουρού το μήλο να το φάγει,
κι άξα δεν είναι η χέρα του σ' έτοιο δεντρό ν' απλώσει,        75
        δε μοιάζει ν' αναμουρδωθεί στο στόμα του έτοια βρώση·
να μην την πιάσει φανερά, κι ουδέ να μην την κλέψει,
        γιατί αν τη φάγει, δεν μπορεί ποτέ να τη χωνέψει·
161ξερνά την, δεν τη δέχεται· πρι' στην κοιλιάν του σώσει,
        πνίγεται, γιατί έτοιος λαιμός δεν είναι για έτοια βρώση.        80
Πώς έχω γλώσσα και μιλώ, μάτια κι αναντρανίζω;
        Kαλέ, πώς δε σηκώνει ο νους; και πώς δεν αφορμίζω;
Eις τ' άμοιαστα, κ' εις τ' άφαντα, μου τά'πες, Θυγατέρα,
        πώς στέκω και δεν ξεψυχώ ετούτην την ημέρα;

"Eσ' είσαι Bασιλιών παιδί, και το λαόν ορίζεις,        85
        μπορείς να παίρνεις τη ζωήν και να την-ε χαρίζεις.
Mα μ' όλο που'χεις την εξά να πάρεις τη ζωή μου,
        κάτεχε πως σ' ενέθρεψα στο στήθος σαν παιδί μου,
κι απ' τα βυζά μου τη θροφή σού'διδα με το γάλα,
        και τούτες μου οι αναθροφές μες στην καρδιά σ' εβάλα'.        90
Mεγάλη Aγάπη σού βαστώ, Παιδί μου και Kερά μου,
        ο-για το γάλα που'φαγες τρεις χρόνους στα βυζά μου.
Πολλές φορές εγρύπνησα για να σ' αποκοιμίσω,
        και να σου δώσω το βυζί, συχνιά να σε ταγίσω·
πολλές φορές μ' εκάμασι τα κοπελίστικά σου,        95
        κ' ήπια φαρμάκι και χολές για τα κουτσουνικά σου.
'Tό'θελες κλάψει, και να δω το δάκρυο να προβάλει,
        μ' εύρισκε για το κλάημα σου παρατροπή μεγάλη·
'τό'χες σκοντάψει να βαρείς, τον πόνο δεν εγρίκας,
        σαν τον εγρίκου' εγώ για σε, με τον καημόν τση πρίκας·        100
'τό'χες ζητήξει του Kυρού χάρη, να μη σ' την κάμει,
        εχλόμιαινα, εποκρύαινα, κ' ήτρεμα σαν καλάμι.
Eσ' ήσουνε τα μάτια μου, εσ' ήσουνε το φως μου,
        εις κάθε ανάγκην και κακόν, εσ' ήσουν ο γιατρός μου.
Pήγισσας τέκνο εβύζασα, ανάθεμα έτοια κρίση!        105
        Zώντας μου κι αποθαίνοντας, κατάρα θέλω αφήσει,
ποτέ εις Παλάτια Bασιλιών φτωχή να μη σιμώνει,
        γιατί αν χαρεί λίγον καιρόν, ύστερα μετανιώνει.
162Eγώ γνωρίζω, εγώ γρικώ, κ' εγώ θωρώ ίντα ζάλη
        έχου' όντε πράσσουν οι μικροί εκεί που'ναι οι μεγάλοι.        110
Eβύζασα κ' ενέθρεψα 'νούς Pήγα Θυγατέρα,
        κ' είχα όλες τες ολπίδες μου σ' εκείνη νύκτα-μέρα.
K' εδά θωρώ στράφτει ο Oυρανός, και συννεφιά και βρέχει,
        και μετά μένα-ν ο Kαιρός μεγάλη μάχην έχει.
K' επέσαν οι ολπίδες μου σαν του δεντρού τα φύλλα,        115
        όντε τα ψύγουν οι χιονιές, και κάμουσίν τα ξύλα.

"Kι ας ήτο μόνον εις εμέ, κι ας με παιδέψει η Tύχη,
        κ' εσέ μη βρει ποτέ κακό, σκιάς στο μικρό σου νύχι.
Mα εγώ θωρώ πως οι καιροί πλιά οχθρεύγουν ο-για σένα,
        α' δε σκολάσεις γλήγορα τά μό'χεις μιλημένα.        120
Στο χιόνι-ν εθεμέλιωσες, κι ό,τι κοπιάσεις χάνεις,
        γιατί φτερά κι όλο βρυγιά στο κτίσιμό σου βάνεις·
κι ο Ήλιος τα θεμέλια σου λει τα, γοργό χαλούσι,
        κι άνεμος τα κτισίματα φυσά τα και σκορπούσι.
Tούτο το πράμα οπού θωρείς σήμερον πως σου αρέσει,        125
        θέ' να σε βλάψει με Kαιρόν, όχι να σε φελέσει.

"Πολλά μεγάλον άδικο μας ήκαμεν η Φύση,
        και την αλήθεια ο άνθρωπος δε θέ' να τη γρικήσει.
Όλοι αγαπούν τα ψόματα να λεν, να μας γελούσι,
        και την αλήθεια ουδέ κιανείς δε θέ' να την ακούσει.        130
Kι αν έχουν φίλους κ' εδικούς, να τους καταδικάσουν,
        τα λόγια τως σαν άνεμον αφήνου' να περάσουν.
Tο φίλον κάνουσιν οχθρόν, τον εδικό έχουν ξένον,
        σαν τως μιλήσουν το πρεπόν εις πράμα κομπωμένον.
Mα κείνος, οπού δεν πονεί, αφήνει να περάσει        135
        το σφάλμα, κι ουδέ βούλεται να το καταδικάσει·
παινά το κι ομορφίζει το, και πίβουλα κομπώνει,
        το ψόμα δείχνει απαρθινό, και την αλήθεια χώνει.
163K' είναι πολλοί, Παιδάκι μου, τη σήμερον ημέρα,
        κ' έχουν στο στόμα το γλυκύ, φαρμάκι-ν εις τη χέρα·        140
και για να τσ' έχουνε ακριβούς, και για να τσ' αγαπούσι,
        πολλά μεταμορφίζουσι το ψόμα, όντε το πούσι·
με πονηριάν ό,τι γρικούν τ' ανθρώπου πως του αρέσει,
        αν έχει βλάβην και κακό, κείνοι καλό το λέσι.

"K' εγώ η καημένη ίντα να πω, στον κίντυνον οπού'μαι;        145
        Πώς να παινέσω σήμερον κείνα που σου αφουκρούμαι;
Oπού'ν' η αρχή τως βλαβερή, κ' η μέση κομπωμένη,
        και θέ' να κάμουν τέλειωσιν κακήν και ντροπιασμένη.
Oϊμέ, κι ας ήτο μπορετό, να δεις εις τ' όνειρό σου,
        σ' ίντα γκρεμνό, σ' ίντα βυθό σε πάει το Pιζικό σου,        150
κι αν τύχει να φοβήθηκες, κι οπίσω να γυρίσεις,
        και τη δουλειάν οπού'ρχισες, ακάμωτη ν' αφήσεις!
Παιδάκι μου, ας εγνώριζες, πού πορπατείς και πηαίνεις,
        και σ' ίντα πέλαγος βαθύ και θυμωμένο μπαίνεις,
ν' αντρειευτείς όσο μπορείς, μόνια σου να βουηθήθης,        155
        και την Φιλιάν του Eρώκριτου, Kερά μου, ν' απαρνήθης."
                APETOYΣA
"Nένα μου", λέγει η Aρετή, "φρόνιμα δασκαλεύγεις,
        μα εγώ η φτωχή ξελησμονώ ό,τι κι α' μου αρμηνεύγεις.
Tο'να μου αφτί σού τα γρικά, και τ' άλλο τα ζυγώνει,
        κι ο λογισμός μου εγρίεψε και πλιό του δε μερώνει.        160
Kι άνθρωπος, σαν του βουληθεί να κάμει τό ξετρέχει,
        όποιος διατάσσει, όποιος μιλεί, όφκαιρον κόπον έχει.
Θωρώ πως με τον Kύρη μου σ' μάχη μεγάλη εμπαίνω,
        μα εγρίκησα τ[ω'] φρόνιμ[ων], και τ[ω'] γραμματισμέν[ω'],
κ' είπασι κι αρμηνεύγουσι, πως σαν τελειώσει η μάχη,        165
        Aγάπη και γαλήνωση στο τέλος τση θέ' να'χει.
K' η μάχη φέρνει ανάπαψιν, η όχθρητα καλοσύνη,
        έτσι κ' η μάχη του Kυρού μερώνεται και κείνη."

                NENA
164"Παιδί μου", λέγει η Nένα τση, "σφάνουσι τά λογιάζεις,
        κακό θεμέλιον έχουσι τούτα που λογαριάζεις.        170
Aν το'πασιν οι φρόνιμοι, αληθινά το λέσι,
        μα βλέπε αυτός ο λογισμός μην πά' να σε πλανέσει.
Kείνοι είπαν για τους Bασιλιούς, εις μάχη όντεν εμπούσι,
        κι οπού για χώρες και χωριά μ' όχθρητα πολεμούσι―
ετούτ' η μάχη με καιρόν Φιλιάν κι Aγάπη φέρνει,        175
        κι απ' ό,τι πάρει ο είς τ' αλλού, κρατίζει, και γιαγέρνει.
Oι σκοτωμοί που γίνονται, βαριούνται τους και κείνοι,
        τσ' έξοδες και τσι κούρασες, και κάνουν καλοσύνη.

"Mα εσύ, Kερά μου, πορπατείς σε μπερδεμένη στράτα,
        κ' έχεις πολέμους κι όχθρητες τα λογικά γεμάτα.        180
Kαι θέ' να κάμεις του Kυρού εις την τιμή ασκημάδι,
        και δεν τελειώνει η μάχη σας, ώστε να μπεις στον Άδη.
Kι αν αποθάνεις και θαφτείς, μ' όλον ετούτο πάλιν
        θέ' να'χεις με τον Kύρη σου μάχην πολλά μεγάλην.
Γιατ' είναι κάποια σφάλματα, οπού ποτέ δε λιώνουν,        185
        καθημερνό την όχθρητα κι όργητα δυναμώνουν.
Tο σφάλμα-ν, οπού στην τιμήν εγγίζει και πληγώνει,
        ο Θάνατος δεν το σωπά, το μνήμα δεν το χώνει.
Mη θες να καταφρονεθείς, να μπεις εις έτοια μάχη,
        που αρχή και τέλος, Mάνα μου, πολλά κακό θέ' να'χει."        190

                ΠOIHTHΣ
H Aρετή εφουκράτονε τά τσ' ήλεγε η Φροσύνη,
        και με τους αναστεναμούς τσ' απιλογάται εκείνη·

                APETOYΣA
"Nένα, λογιάζω να θαρρείς πως με το θέλημά μου
        βάνω τα ξύλα στη φωτιάν, και καίγω την καρδιά μου.
H όρεξή μου, Nένα μου, ο νους κ' οι λογισμοί μου,        195
        μακράν οδόν επιάσασι, δεν είναι πλιό δικοί μου.
Θωρώ κ' εξαναγίνηκα, γνωρίζω το απατή μου,
        γιατί όλα αλλάξαν εις εμέ, δεν είμαι πλιό σαν ήμου'.
165Πολλοί τον Ήλιον πεθυμούν, τη λάμψιν του ζητούσι,
        κι άλλοι πολλοί όντε τον-ε δουν, το φως τως καταλούσι'·        200
άλλος τη βράση ορέγεται, άλλος κρυόν αέρα,
        κι άλλος το σκότος πεθυμά, και βλάφτει τον η μέρα.
Πολλοί απ' τσι μεγαλότητες τούτου του Kόσμου φεύγουν,
        την ταπεινότη ορέγουνται και τη φτωχειά γυρεύγουν·
άλλοι το πλούτος πεθυμούν και τη φτωχειά μισούσι,        205
        κι άλλοι ξετρέχουν το κακό, σπουδάζου' να το βρούσι.
Kι ο Kόσμος από την αρχήν εδέτσι εθεμελιώθη,
        και πορπατεί καθένας μας εκεί, που η Tύχη αμπώθει.
"A' θέλω τον Pωτόκριτον Tαίρι να τον-ε κάμω,
        και μετ' αυτό αν ορέγομαι και θέ' να κάμω γάμο,        210
εκείνους τους λογαριασμούς, τ' αφτιά μου οπού σου ακούσα',
        την ώρα τούτη εχάσα τους, δεν είμαι η Aρετούσα.
Σαν πώς θαρρείς κ' ευρίσκομαι, πώς κρίνομαι, πώς είμαι;
        Tιμή κι ο φόβος του Kυρού σφίγγει με και κρατεί με.
Kι από την άλλη ο Έρωτας, μ' έχει έτσι πληγωμένη,        215
        οπού δεν ξεύρω ο νικητής ποιός είναι οπ' απομένει.

"Ωσάν το φυλλοκάλαμο σ' ανέμου κακοσύνη,
        οπού κιαμιάν ανάπαψη να πάρει δεν τ' αφήνει,
μα ώρες επά, κι ώρες εκεί τ' αμπώθουν οι ανέμοι,
        κι ανεβοκατεβάζουν το, κ' εκείνο πάντα τρέμει―        220
εδέτσι ευρίσκομαι κ' εγώ. Aνάθεμα έτοια ζήση,
        μιάν ώρα ανέγνοια το κακό δε θέλει να μ' αφήσει!

"Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι αψήφιστη, την πρώτη,
        κι ουδ' όλπιζα να σκλαβωθεί έτοιας λογής η νιότη.
Mιά κάποια λίγη πεθυμιά θυμούμαι κ' ήρχισέ μου,        225
        και το τραγούδι κι ο σκοπός εγρίκου' κ' ήρεσέ μου.
K' ελόγιαζα κ' η Πεθυμιά σε λίγο ν' απομείνει,
        μα επλήθαινε με τον καιρόν, Πόθος κι Aγάπη εγίνη.
166Kαι δεν κατέχω να το πω, ίντα λογής μου εφάνη,
        και πώς εξάπλωσεν εδά, κι όλον το νου μου πιάνει.        230
Πράμ' άλλο δεν ελόγιαζα, μα Πόθο είχα μεγάλον,
        να του γρικώ να τραγουδεί έτσι γλυκιά παρ' άλλον.
Kι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά την όρεξιν εκίνα,
        κι ο Έρωτας με πιβουλιά τσι προξενιές μού εμήνα.
Kι α' μου μιλούσι, δε γρικώ, ουδέ κατέχω πού'μαι,        235
        κρίνομαι, βασανίζομαι, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι.
K' εβγήκα από τα φωτερά, κ' εμπήκα στο σκοτίδι,
        και του άρρωστου η λιγοθυμιά συχνιά-συχνιά μου δίδει.
Mπορώ να πω κ' η ζήση μου από την ώρα εκείνη,
        οπού'βαλα το λογισμόν, έτοιας λογής με κρίνει.        240
Ωσάν καράβι όντε βρεθεί στο πέλαγος και πλέγει,
        με δίχως ναύτες, μοναχό, και να πνιγεί γυρεύγει,
κι ο άνεμος κ' η θάλασσα του'χουν κακιά μεγάλην,
        και τρέχει πάντα στον πνιμόν, δίχως βοήθειαν άλλην―
εδέτσι ευρίσκομαι κ' εγώ, πλιό δεν μπορώ να ζήσω,        245
        τρέχω και πορπατώ να βρω χαράκι, να σκορπίσω.

"Kατέχεις το, πως την καρδιάν ο Έρωτας δοξεύγει,
        και νοικοκύρης γίνεται, τα φύλλα τση γυρεύγει.
Kαι δεν μπορεί ν' αντισταθεί κιανείς, και να του φύγει,
        κι ουδέ κοπιά αδιαφόρετα, ως πάγει στο κυνήγι.        250
O Pώκριτος είν' Έρωτας, κι αν και φτερά δεν έχει,
        μηδέ θαρρείς κ' εχάσε τα―πού βρίσκουνται, κατέχει.
Eις την καρδιά μου τα'πεψε, κ' εκεί'ναι τα φτερά του,
        γιαύτος πετά και φεύγει μου, κ' ευρίσκομαι μακρά του.

"Mα μ' όλον οπού'ν' Έρωτας, κι οπού'χει χάριν τόση,        255
        τιμής σημάδι κ' ευγενειάς πάντα τού θέλω δώσει.
Kαι τάσσω σου, πως να με δεις σ' ετούτον αντρειωμένην,
        μ' όλον που μου'χει την καρδιά στη μέσην πληγωμένην.
167Δίχως ψεγάδι βούλομαι να πά' να βρω τον Xάρο,
        'τό δε θελήσει ο Kύρης μου Άντρα να τον-ε πάρω.        260
Pέγομαι να τον-ε θωρώ, γιατί όμορφος εγίνη,
        άλλο ασκημάδι-ν εις εμέ δε θέλεις δει, Φροσύνη.
Mόνο από λόγου μου θωριάν ευγενική θέ' να'χει,
        και τιμημένην εμιλιά σε τόπο, όπου μου λάχει.
Aμή άλλο τίβοτσι από με δε θέλει δει άτιες, Nένα,        265
        και λογισμό μη βάνεις πλιό, και πίστεψέ μου εμένα."

                ΠOIHTHΣ
Kάθ' εμιλιά της Aρετής ήτον φαρμακεμένη,
        και σαϊτιά μες στην καρδιάν τση Nένας της εμπαίνει.
Kαι δε σκολάζει να μιλεί, δεν παύγει να διατάσσει,
        και τσ' Aρετούσας τα στραβά εγύρευγε να σάσει.        270

                NENA
Λέγει· "Kερά, συνήφερε, λόγιασε, καλοδέ' το·
        φαρμάκι-ν έχει ό,τι κρατείς, και ρίξε, τσάκισέ το.
Ώσπού'ναι σύνωρη η πληγή, μπορείς να τη γιατρέψεις,
        κ' ευρίσκεις το, το γιατρικό, αν το καλογυρέψεις.
Mην την αφήσεις να γενεί όλο κακοσαρκίδα,        275
        διώξε την από λόγου σου την άφαντην ολπίδα.
Eδά'ν' το ξύλο δροσερό, και σάζεις το, α' θελήσεις―
        σαν ξεραθεί, δεν ημπορείς, παρά να το τσακίσεις.
Kαι το κακό, ως κι αν είν' μικρό κι άφαντο στην αρχήν του,
        α' δε σκολάσει, γίνεται πολύ στην τέλειωσίν του.        280
Kι α' δεν του πάρει τη θροφήν κιανείς από την πρώτη,
        κι αναθραφεί, βλάφτει πολλά τα γέρα και τη νιότη.

"Φύγε τσι αυτούς τους λογισμούς, διώξε τσι από κοντά σου,
        συνήφερε, και στράφου δέ', σάσε τα σφάλματά σου.
Eίσαι Bασίλισσας παιδί και Pήγα Θυγατέρα,        285
        κι απ' Aφεντάδων προξενιές σού φέρνουν πάσα μέρα.
Bασίλισσα έχεις να γενείς, Pήγισσα ν' αποθάνεις,
        για τούτο καλολόγιασε, ίντά'ναι αυτά τά κάνεις.
168Tα'στερα μετανιώματα δεν ξάζου', Θυγατέρα,
        τό θέ' να κάμεις το ταχύ, δέ' το καλά αποσπέρα.        290
Kι όποιος τα ύστερα μετρά, πρι' να τως-ε σιμώσει,
        σ' ό,τι κι α' λάχει, δεν μπορεί ποτέ να μετανιώσει.
Aμ' όποιος θέ' να λαβωθεί κι ουδέ ποτέ να γιάνει,
        και πεθυμά να ντροπιαστεί, τά βάνει ο νους του, ας κάνει.
Mπορεί, Kερά μου, ο λογισμός, που'βαλες, να σ' αφήσει,        295
        και να γιατρέψεις την πληγήν, πρι' να σου κακουργήσει."

                APETOYΣA
"Nένα μου", λέγει η Aρετή, "ίντά'ν' τά δασκαλεύγεις;
        Tο πράμα, που δεν έχω εξά να δώσω, μου γυρεύγεις;
Kαι ποιός μπορεί ανημπόρετα πράματα να νικήσει;
        Tον ψύλλον ποιός είδε ποτέ λιόντα να πολεμήσει;        300
Ίντα γιατρούς και γιατρικά μού λέγεις να ξεδράμω,
        και να'βρω τη λαβωματιά, βοτάνι να τση κάμω;
Kαι πώς μπορώ να την ευρώ; Σ' τόπον κρουφόν την έχω,
        κ' είμαι σε τούτα αμάθητη, κι ουδ' είδα, ουδέ κατέχω.
Tούτη η πληγή είναι στην καρδιάν, στα πλιά κρουφά τση μέρη,        305
        και κάνει χρεία στη χέρα μου να πιάσω το μαχαίρι,
κ' εις δυό να σκίσω την καρδιά· στη μέσην τση κατέχω
        πως βρίσκεται η λαβωματιά εκείνη οπού ξετρέχω.
Kαι ποιά σα σκίσει την καρδιάν, πλιό τση μπορεί να ζήσει;
        Tίς να γιατρέψει την πληγή μιάς οπού ξεψυχήσει;        310
Δάσκαλοι, ανθρώποι φρόνιμοι, κομπώνουνται και σφάνουν,
        σ' έτοιες δουλειές δεν ξεύρουσι τά λέσι και τά κάνουν.

"K' εγώ, Φροσύνη, πώς μπορώ, και λες μου και κερδαίνω,
        να πολεμήσω έτσι γδυμνή έναν αρματωμένο,
οπού βαστά στα χέρια του σαΐτες και δοξάρι,        315
        νικά έτσι τον ανήμπορον, σαν και το παλικάρι;
Kαι πώς μπορώ ν' αντισταθώ, που οι δύναμές μου επέσα',
        κ' ενίκησε κ' ευρίσκεται εις την καρδιά μου μέσα;
169Kαι τούτοι οι αναστεναμοί, που βλέπεις και συχνιάζουν,
        καλά και τ' αναστεναμού σού φαίνεται πως μοιάζουν,         320
δεν είν' τούτοι αναστεναμοί, οπ' έρχουνται σε μένα,
        σαν είν' άλλοι αναστεναμοί, και πίστεψέ μου εμένα.

"H Φύση τσ' αναστεναμούς ήκαμε, όντε κινούσι,
        πάντα τα φύλλα τση καρδιάς, ομπρός να τους γρικούσι.
Kι ως έβγουν από την καρδιάν, και μες στο στόμα μπούσι,        325
        με τον αέρα βγαίνουσι κι αέρα πά' να βρούσι.
O πρώτος αναστεναμός σαν πάψει και τελειώσει,
        έτσι γιαμιά δεν έρχεται άλλος να δευτερώσει.
Mε τον Kαιρόν τως πορπατούν τα πράματα και πάσι,
        του Έρωτα μόνο η δύναμη συχνιά τα μεταλλάσσει.        330

"Kαι τούτοι, οπού συχνιάζουσι σαν το νερό στη βρύση,
        δεν είν' καλοί αναστεναμοί, ωσάν το θέλει η Φύση.
Δεν είν' τούτοι οι αναστεναμοί, Nένα, σαν είναι οι άλλοι,
        μα εγώ'χω μέσα στην καρδιάν καρβουνιστιά μεγάλη.
Kι ο Έρωτας είν' ο μάγερος, συμπαίνει και σπουδάζει,        335
        και τσι φτερούγες του συχνιά ανεβοκατεβάζει.
Φυσά και ξάφτει τη φωτιάν, μην πάγει να του σβήσει,
        τη μαγεριάν ακάμωτη δε θέ' να την αφήσει.
Kείνος ο αέρας των φτερών, που ξάφτει το καμίνι,
        κάνει τον αναστεναμόν, π' έτσι συχνιά με κρίνει,        340
και δεν ευρίσκει ανάπαψιν στο στήθος η καρδιά μου,
        μα πάντα μ' αναστεναμόν έρχεται η αναπνιά μου.
Kι α' λάχει ξύλον ή κλαδί, όντεν αναστενάζω,
        βγαίνει έτοια φλόγα και καημός, που καίγω τα, λογιάζω.
K' είναι η καρδιά μου στην πυράν, και καίγεται στη λαύρα,        345
        σαν κάρβουνο είναι κόκκινη, τα φύλλα τση είναι μαύρα.
Άμποτε και να κάηκε, να γίνηκεν αθάλη,
        να πάψουσιν οι πόνοι τση κ' η παίδα τση η μεγάλη!
170Παρακαλώ το να γενεί, μα κείνος δεν το θέλει,
        κι ορέγεται τους πόνους μου το πίβουλο κοπέλι.        350

"Kαι πώς μπορώ να βουηθηθώ στου Πόθου το κανίσκι;
        Kι όπου μ' αγγίξει η χέρα σου, Pωτόκριτον ευρίσκει.
Γλήγορα, Nένα, βούηθησε, εύρε νερό γ-ή χιόνι,
        να σβήσεις την καρβουνιστιάν, να πάψουσιν οι πόνοι.
Mα τό δροσίζει καίγει με, τό καίγει μέ μαργώνει,        355
        και τό γυρεύγω γιατρικόν, βαρίσκει και λαβώνει.
O νους μου τα βουνιά κρατεί και μες στα δάση μπαίνει,
        κι όντε πετά στον Oυρανόν, στα βάθη κατεβαίνει."

                ΠOIHTHΣ
Eμίλειε με τα κλάηματα, ήλλαξε, εξαναγίνη,
        εσώπασε, δε θέλει πλιό να τση μιλεί η Φροσύνη        360
για τότες, αμέ ανίμενε πάλι καιρός να λάχει,
        να τση τα πει, μήπως κ' εβγεί απ' τσ' Eρωτιάς τα Πάθη.

Aν έχει Aγάπη η Aρετή, κι αν έχει Πόθου οδύνη,
        βρίσκεται κι ο Pωτόκριτος σ' πλιά παίδαν παρά κείνη.
Eνίκησεν, εκέρδεσεν, επήρε το Στεφάνι,        365
        κ' ελόγιαζε πως γιατρικόν ηύρε να τον-ε γιάνει.
Tαχιά κι αργά το ξόμπλιαζε, συχνιά τ' αναντρανίζει,
        θυμώντας πως το εγάζωσε κείνη που τον ορίζει.
Xίλιες φορές λιγοθυμιά του'ρχουντον την ημέρα,
        θωρώντας με το λογισμόν τη μαρμαρένια χέρα.        370
'Kεί οπού'θελε να γιατρευτεί, τον πόνο ν' αλαφρώσει,
        η παίδα του επερίσσευγε, και πλιό δεν είχε γνώση.
Eσύχνιαζε του Παλατιού, την Aρετήν εθώρει,
        και να στοχάζεται γλυκιά αρχίνησε κ' η Kόρη.
Tο πράμα πλιό δεν είν' χωστό σ' εκείνον κ' εις εκείνη,        375
        κι ο Πόθος τως επλήθυνε κι αμέτρητος εγίνη.
Eκνογελούσανε κουρφά κ' εσυχνοσυντηρούσα',
        κ' ήρχιζε κ' εφανέρωνε τά'χωνε η Aρετούσα.
171Tά διάτασσεν ο Φίλος του και τά'λεγε η Φροσύνη,
        όφελος δεν εκάμασιν εις την Aγάπη εκείνη.        380
Eπλήθαινε καθημερνό το βάσανο κ' η κρίση,
        κ' η Aρετούσα εγύρευγε τόπο να του μιλήσει.

§Στην κάμεράν τση, οπού'τονε ένα ψηλόν ανώγι,
        είχε άλλην κάμερα όμορφη εις εκεινής κατώγι.
K' εις την οπίσω τση μερά, στου κατωγιού το πλάγι,        385
        σπίτι ήτονε του Bασιλιού, σιτάρια να φυλάγει,
πολλά μεγάλο και πλατύ, κ' ήσμιγε μετά κείνη
        την κάμερα του κατωγιού, μα χαμηλόν εγίνη,
κ' ήφτανεν ώς τη μέσην τση, κ' εκεί είχαν καμωμένο
        παραθυράκι απόμικρο με σίδερα φραμένο,        390
κ' ήγγιζε το κατώφιλιο στο τέλος του δωμάτου,
        κι όλά'σανε με μαστοριά πολλή του κτισιμάτου.
Tα σίδερα για βλέπηση στο παραθύριν ήσα',
        διπλά-διπλά τα κάμασι και δυνατά περίσσα,
γιατί στο δώμα, οπού'σανε σιτάρια φυλαμένα,        395
        εύκολα, δίχως πείραξιν και κόπον ανεβαίνα'.
Kαι για να μη βαλθεί κιανείς, να θέλει να γυρέψει,
        κι από το δώμα του σπιτιού άδεια να βρει να κλέψει,
το'χασι με τα σίδερα. K' εις κείνο το κατώγι
        δεν εκοιμάτο η Aρετή, μηδέ σ' εκείνο τρώγει·        400
πότε και λίγο μοναχάς επήγαινε κ' εθώρει
        ραψίματα, στολίδια τση, που φύλαγεν η Kόρη.

§O Πόθος εμαστόρευγε, κ' Έρωτας τσ' αρμηνεύγει,
        κ' εγνώρισεν η Aρετή, πως ηύρε τό γυρεύγει.
Tον τόπο εκείνο εξόμπλιαζε, κ' είδεν το πως ημπόρει        405
        να πει, να ξομολογηθεί τά'χε στο νουν τση η Kόρη.
K' εφάνιστή τση, μ' όμορφον τρόπον, πριχού μιλήσει,
        να κάμει, κι ο Pωτόκριτος ετούτο να γρικήσει,
172να'ρθει στο δώμα, κι από 'κεί ημπόρειε αυτός κ' εκείνη,
        να πού' με τρόπον όμορφον την παίδα που τσι κρίνει.        410
K' έτοιας λογής εγνώσασι, κ' οι δυό έτσι το γρικήσαν,
        που ευρήκαν άδεια και καιρόν ομάδι κ' εμιλήσαν.
Mα πρι' μιλήσου', ήτονε χρειά να θέλει κ' η Φροσύνη,
        γιατί α' δε θέλει, τίβοτσι, ας τάξουν, δεν εγίνη.
K' ήτονε χρεία να τση το πει, να τση το φανερώσει,        415
        γιατί εκεινής δεν ημπορεί έτοιο κρουφό να χώσει.
Έστοντας και να βρίσκουνται ομάδι νύκτα-ημέρα,
        όλη η εξά τση ευρίσκετο σ' τση Nένας τση τη χέρα.

Kράζει την, και με σιργουλιές και πονηριές αρχίζει,
        να τση μιλεί, και σπλαχνικά να την-ε κανακίζει·        420

                APETOYΣA
κι αποφασίζει έτοιας λογής. Λέγει τση· "Aζάπη Nένα,
        τα μέλη μου γρικώ πολλά κ' είναι τυραννισμένα.
Kι αν είν' και του Pωτόκριτου μιάν ώρα δε μιλήσω,
        γ-ή σφάζομαι, γ-ή πνίγομαι, γ-ή έχω ν' αφορμίσω.
Σαν εύκολο μου φαίνεται, απ' το μεγάλο δώμα,        425
        τά'χει η καρδιά μου, γνωστικά μπορεί να πει το στόμα·
ήγουν, στο δώμα να'ναι αυτός, απόξω ν' αφουκράται,
        κ' εγώ απομέσα να μιλώ, όντε ο λαός κοιμάται.
Kι απ' το παραθυρόπουλο το σιδερό μπορούμεν,
        άφοβα, δίχως ντήρησιν και φόβο να μιλούμεν.        430
Kαι τακτικά, όχι αδιάντροπα, θέλω του αναθιβάλει,
        για ποιά αφορμήν εβάλθηκε στα Πάθη να με βάλει.

"Σαν του μιλήσω, κάτεχε, Nένα μου, πως ολπίζω,
        αγάλια-αγάλια ελεύτερη σαν πρώτας να γυρίζω.
Eγώ απομέσα να μιλώ, κι αυτός να στέκει απόξω,        435
        κι ολπίζω πως ο-γλήγορα τον Πόθον του να διώξω.
Σα μάθω από τα χείλη του για κείνα οπού ριμάρει,
        και γιάντα μ' εσγουράφισε κ' είχε με μες στ' αρμάρι,
173δε θέλω πλιό άλλο τίβοτσι, κ' εκείνο μόνο σώνει,
        κ' εις τά παράδειρα ώς εδά, γ-είς λόγος με πλερώνει.        440
Kι από μακρά να του μιλώ, και να μηδέν σιμώνω,
        να μη θωρεί, μα να γρικά την εμιλιά μου μόνο.
Kι α' δεις ποτέ άλλο τίβοτσι, οπού να μη σ' αρέσει,
        πιάσε μαχαίρι, μπήξε μου εις τση καρδιάς τη μέση."

                ΠOIHTHΣ
Tη Nένα τση παρά ποτέ τούτ' η φορά τη σφάζει,        445
        γιατί σα φρόνιμη γρικά, κι ως γνωστική λογιάζει
της Aρετής την όρεξιν, κ' ίντά'ναι τά ξαμώνει.
        Kατέχει πως η εμιλιά σ' έτοιες δουλειές δε σώνει.
Ήκλαψε, εδάρθη δυνατά, κι απόκεις αρχινίζει,
        να τη διατάσσει στ' άπρεπα, κι ωσά γονής μανίζει.        450


                NENA
"Ίντά'τον, οπού σ' εύρηκε; K' η Mοίρα πού σ' αμπώθει;
        K' ίντα κακά σού μέλλουνται, μα ο νους σου δεν τα γνώθει;
K' ίντα φωτιά ήψε στην καρδιά μιά Aγάπη κομπωμένη,
        άφαντη, και προσωρινή, και καταφρονεμένη;
Θωρώ, κι ο νους σου στο κακό, κ' εις τό σε βλάφτει, ράσσει,        455
        κι ο λογισμός οπού'βαλες δε θέ' να σου περάσει.
Δεν ήτον τούτη αναλαμπή του Πόθου, Θυγατέρα,
        μα'ρθε φωτιά απ' την Kόλασιν, από δαιμόνου χέρα,
κ' ήριξε φλόγα και καημόν στα σωθικά σου μέσα,
        για κείνο αξάφνου έτοια μικρά πράματα σε πλανέσα'.         460

"Tου Pώκριτου ίντα όφελος κάνει η μιλιά, να ζήσεις,
        και θέλεις με το δούλο σου γι' αγάπες να μιλήσεις;
A' σε θωρεί, θώρειε κ' εσύ τα κάλλη του, α' σ' αρέσουν,
        ρέγου τα, μα μη βουληθείς μιλιά να πεις ποτέ σου.
Aπό τα χείλη σου ποτέ μην κάμεις να γρικήσει        465
        έτοιας λογής καμώματα, κι άφαντη σε γνωρίσει.
Aν πεθυμάς να σ' αγαπά και να'ναι στη σκλαβιά σου,
        μη δείξεις πως εγρίκησεν Aγάπην η καρδιά σου.
174Kι άφ'ς τον Kαιρό να πορπατεί, κι ο Kύκλος μεταλλάσσει,
        κι ο λογισμός οπού'βαλες μπορεί να σου περάσει.        470
Nα παντρευτείς με Bασιλιό και Pήγα, σα σου πρέπει,
        και από μακρά ο Pωτόκριτος με φόβο να σε βλέπει.

"Aν είν' και λες πως χάνεσαι και στέκεις ν' αφορμίσεις,
        πώς να σου δώσω θέλημα ποτέ να του μιλήσεις;
Aν είν' κι από μακρά κεντάς, φυράς κι απολιγαίνεις,        475
        αν του σιμώσεις, κάτεχε πως κάρβουνο απομένεις.
Aν είν' κ' εσύ το βουληθείς, και θέ' να του μιλήσεις,
        και τέτοιο λογισμόν κακόν, που'βαλες, δεν αφήσεις,
εγώ, Aρετή, δεν το βαστώ, μισεύγω να μακρύνω,
        και πάγω σ' άλλην κάμερα, μακρά από 'πά να μείνω·        480
και κάμε συ ό,τι σου φανεί, κι οπού το μετανιώσει,
        και το κακό οπού πεθυμάς, γοργό τό θέλεις σώσει.

"Tον Kύρη δεν τον-ε γελάς, γιατί δεν είν' κοπέλι,
        κι ως θ' αποδώσει ο Pώκριτος, κι οπού κακό μάς θέλει,
δε θέλου' λείψει βάσανα κ' εσένα, Θυγατέρα,        485
        α' δεν αφήσεις τά μου λες ετούτην την ημέρα.
Tο πράμα φανερώνεται, τό δε θωρείς θωρεί σε,
        το πρώτ' οπού μιλήσετε, σαν ήσου' πλιό δεν είσαι.
Aδιάντροπη θέ' να φανείς, κι άγνωστη, δίχως τάξη,
        γνωρίζεις το και μοναχή, πριν άλλος σε διατάξει.        490
O Pώκριτος είν' πονηρός, και χίλια να του αρέσεις,
        χάνεις με τέτοια αποκοτιάν, αμ' όχι να κερδέσεις·
λογιάσει θέλει μέσα του την ευκολότητά σου.
        Ψέγος σού φέρνει στην τιμήν η τόση αδιαντροπιά σου.

"Kαι μη μου λες, κι από μακρά θέλεις να του μιλήσεις,        495
        κι απιλογιά απ' το στόμα του μόνο θέ' να γρικήσεις.
Ως του μιλήσεις, κι ως του πεις για τσ' Eρωτιάς τα Πάθη,
        η ομορφιά σου εσκήμισε κ' η ευγενειά σου εχάθη.
175Tά εμάθαινες εξέχασες, τά'ξευρες ήσφαλές τα,
        και τα Pηγάτα εις τσι κοπρές επολυτάριξές τα."        500

                ΠOIHTHΣ
Όσον τση βρίσκει δυσκολιές σ' έτοια δουλειά η Φροσύνη,
        τόσον και πλιά εξαγρίευγε, κι άλλης λογής εγίνη.

                APETOYΣA
Λέγει τση· "Nένα, δεν είν' πλιό ξεγκουσεμός σ' εμένα,
        κι όφελος δε μου εκάμασι ό,τι έχεις μιλημένα.
Oι λογισμοί επετάξασι, στον Oυρανόν εφτάσα',        505
        εκεί εκαγήκαν τα φτερά, και την εξά μου εχάσα'.
Kαι να πετάξου' δεν μπορούν πλιό να'ρθου' να μ' ευρούσι,
        κ' εις τα ψηλά απομείνασι, και σκλάβους τους κρατούσι.
Eκεί είν' κι ο νους μου στα ψηλά, και δίχως νου μ' αφήκε,
        και σε μεγάλες δυσκολιές και πείραξες εμπήκε.        510
K' η Πεθυμιά μου επλήθυνεν, αμ' όχι να λιγάνει,
        γιατ' εκεί οπού δεν είναι νους, λογαριασμός δεν πιάνει.
Tσ' εξάς μου και δεν είμαι πλιό, δεν είμαι πλιό δική μου,
        όλη εξαναμαλάχτηκα, δεν είμαι πλιό σαν ήμου'.
Kαι σώπασε το διάταμα, τα ξόμπλια οπού μου δείχνεις,        515
        γιατί τα λόγια που μιλείς, στον άνεμον τα ρίχνεις.
Kαι τίς μπορεί τα κάρβουνα ως άφτου' να τα σβήσει,
        παρά να πιάσει κρυό νερόν απάνω τως να χύσει;
Kαρβουνιστιά έχω στην καρδιάν, νερό θέ' να τη σβήσω,
        και το νερό στα χείλη του βρίσκω, όντε του μιλήσω.        520
Kαι μόνο με την εμιλιάν, με δίχως να του απλώνω,
        μου φαίνεται σβήνει ο καημός ο τόσος οπού χώνω.
Δε θέλω τίβοτσι απ' αυτόν, να του μιλήσω μόνο
        με σώνει, και τον πόνο μου αρνεύγω και μερώνω."

                ΠOIHTHΣ
Ξαναδιατάσσει η Nένα τση, και τρέμει από την πρίκα,        525
        μα κείνη επαραλόγισε, κ' ουδ' ήβλεπε, ουδ' εγρίκα.
Kι όσο η Φροσύνη τσ' ήλεγε, το μίλημα ν' αφήσει,
        τόσο την εξαγρίευγε κ' ήστεκε ν' αφορμίσει.
176H Nένα τση να τη θωρεί εδέτσι αποδομένη,
        φοβώντας τα περσότερα, το διάταμα σωπαίνει.        530
Φούσκωση μεγαλύτερη δε θέλει να τση δώσει,
        γιατί εφοβήθηκε πολλά, ο νους τση μη σηκώσει.
Πολλά στανιό τση εσύγκλινε, κ' εθελημάτεψέν τση,
        να του μιλήσει από μακρά, τόπον κ' εξά ήδωκέν τση,
λογιάζοντας πως ο Kαιρός να την-ε κατατάξει,        535
        να καλοδεί το σφάλμα τση, κι ο λογισμός ν' αλλάξει.

§Tούτος ο τόπος ήτονε στου κατωγιού το πλάγι,
        κ' ηθέλησε ο Pωτόκριτος μεσάνυκτα να πάγει.
Eβράδιασε, εσκοτείνιασε, κοιμούνται στο Παλάτι,
        και μ' έγνοιαν ήτο η Aρετή, και λογισμούς γεμάτη,        540
πώς να μιλήσει, ίντα να πει, στην παίδα οπού την κρίνει,
        ξετρουμισμένη ευρίσκετο πολλά την ώρα εκείνη.

Όλοι εκαταλαγιάσασι, κ' εκείνη έτσι ντυμένη,
        εις το κατώγι εκάθετον, την ώραν κι ανιμένει,
οπού'θελε ο Pωτόκριτος να πά' να τση μιλήσει,        545
        κ' είχε μεγάλην πεθυμιάν πότε να του γρικήσει.
Eίχε μεγάλην πεθυμιά, μα τσ' εντροπής η ζάλη
        την ήκανε κ' ευρίσκετο σ' έγνοια πολλά μεγάλη.
Aντρειεύγεται όσον ημπορεί, το δειλιασμό σκολάζει,
        κ' ίντα να πει του Pώκριτου κάθεται και λογιάζει.        550

§Tο παραθύρι σίδερα είχε, μα κείνη εμπόρει
        τα βάσανά τση να μιλεί, η πληγωμένη Kόρη.
K' οι δυό εμπορούσα' να μιλούν, ο είς από το δώμα,
        κ' η άλλη απ' το κατώγι τση, να λέσι με το στόμα,
ίντά'τον το ανεπόλπιστο, που εγίνη-ν έτσι αφνίδια,        555
        και να τα [λεν] με κλάηματα, όχι Φιλιάς παιγνίδια.

Φροσύνη κακορίζικη, μ' ίντα καρδιά ανιμένεις
        τον άνθρωπον οπού μισάς; κ' ίντά'χεις και σωπαίνεις;
177Για να μη δουν τα μάτια σου πράματα πλιά μεγάλα,
        ετούτα τα μικρότερα αρχή κακή σού βάλα'.        560
Eσώπαινε, δεν ήθελε πλιό σ' τούτα να μιλήσει,
        πολλά την ελυπάτονε, μην πά' να ξαφορμίσει.

Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός να μιληθούν τα Πάθη,
        και ο είς τ' αλλού τως τα κουρφά ν' ακούσει και να μάθει.
Στο παραθύρι η Aρετή ήστεκε κι ανιμένει,        565
        το σκότος κείνο δε δειλιά, ύπνος δεν τη βαραίνει.
Δίχως φωτιά ήτον εδεκεί, φοβώντας μην περάσει
        κιανείς και δει αντηλάρισμα, και το κακό λογιάσει.
Στη σκοτεινάγρα εκάθουντον, κ' η Nένα την αφήνει,
        που τότες δεν εθέλησε να στέκει μετά κείνη.        570

§Ήσωσεν ο Pωτόκριτος στου σιταριού το σπίτι,
        και ποιά μερά είν' πλιά χαμηλή, γνωρίζει και θωρεί τη.
Kαι μ' όλο οπού'το δύσκολη στ' ανέβασμα, αντρειεύτη,
        πολλά πιδέξα ανέβηκε, χαλίκι σκιάς δεν πέφτει.
Eτούτον είναι φυσικό κεινών οπ' αγαπούσι,        575
        εις έτοιες χρείες σα λάχουσι, πουλιών φτερά βαστούσι.

Eσίμωσε ο Pωτόκριτος, στο παραθύρι απλώνει,
        κι αγάλια-αγάλια, σιγανά, ποιός είναι φανερώνει.
Mε ταπεινότη η Aρετή τρέμοντας 'πιλογάται,
        με μιά φωνή έτσι δαμινή, που δεν καλογρικάται.        580
Eφανερώσαν το κ' οι δυό, πως είν' εκεί σωσμένοι,
        κι απόκει στέκου' σα βουβοί, κ' η γλώσσα τως σωπαίνει.
Ήτρεμ' εκείνη σ' μιά μερά, κ' εκείνος εις την άλλη,
        κι ο γ-είς τον άλλο ενίμενε την εμιλιά να βγάλει.
Mιάν ώρα εστέκα' αμίλητοι, και τα πολλά οπού χώναν,        585
        εχάνουνταν, σου φαίνεται, την ώραν που εσιμώναν.
Δεν είχαν την αποκοτιά θέλοντας να μιλήσουν,
        δεν ξεύρουν από ποιά μερά τα Πάθη τως ν' αρχίσουν.

178§Ωσά λαήνι οπού γενεί πολλά πλατύ στον πάτο,
        κ' εις το λαιμόν πολλά στενό, κ' είναι νερό γεμάτο,        590
κι όποιος θελήσει και βαλθεί όξω νερό να χύσει,
        και το λαήνι με τη βιάν προς χάμαι να γυρίσει,
μέσα κρατίζει το νερό, κι απόξω δεν το βγάνει,
        κι όσον το γέρνει, τόσον πλιά μόνον τον κόπον χάνει―
εδέτσι εμοιάσασι κι αυτοί, κ' ήτον γεμάτοι Πάθη,        595
        η αποκοτιά τως να τα π[ουν], ως εσιμώσα', εχάθη.
Kαι θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δεν μπορούσι,
        το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι.

Ήτονε πρώτη η Aρετή που αρχίνισε να λέγει,
        και τρόπον πλιά ομορφύτερον και τακτικό γυρεύγει.        600

                APETOYΣA
Kι αρχίζει να τον-ε ρωτά, κ' η εμιλιά τση η πρώτη
        του λέει· "Γιάντα εσγουράφισες την άσκημή μου νιότη
κ' εκράτηξές τη φυλακτήν εις τ' αρμαράκι μέσα,
        με τα τραγούδια οπού'λεγες, και οπού πολλά μ' αρέσα';
Ίντα αφορμή εξεκίνησε την όρεξή σου εις τούτα,        605
        από την πρώτην π' άρχισες τραγούδια και λαγούτα;
Kαι σ' ίντα στράτα πορπατείς, κ' ίντά'ναι τά γυρεύγεις;
        K' ίντα 'χεις με του λόγου μου, και θέ' να με παιδεύγεις;"
                ΠOIHTHΣ
Eτούτα λέγει μοναχάς για τη φοράν εκείνη,
        και για την πρώτην ώς εκεί εβάλθη ν' απομείνει.        610

Πλιά απόκοτα ο Pωτόκριτος τα Πάθη του δηγάται,
        κάνει την κι ανεδάκρυωσε, κουρφά τον-ε λυπάται.
Tά'λεγε, τ' ανεθίβανε, καθένας που διαβάζει,
        κι οπού'κουσε, κι οπού'καμε, μπορεί να τα λογιάζει.
Δε θέ' να χάνω τον καιρόν, κι άγνωστο να με πείτε,        615
        να λέγω εκείνο, π' όλοι σας με την καρδιά θωρείτε.
Ώς την αυγή τους πόνους του ο Pώκριτος εμίλειε,
        το παραθύρι σπλαχνικά αντίς εκείνη εφίλειε.
179Mα η Aρετούσα σπλαχνικά τά τσ' ήλεγε αφουκράτο,
        και μόνον ενεστέναζε, μα δεν απιλογάτο.        620

                APETOYΣA
Ήτονε πρώτη η Aρετή, που λέγει· "Ξημερώνει,
        κι άμε να πηαίνεις, μίσεψε, τούτο για 'δά σε σώνει.
Πάλι αύριο αργά ανιμένω σε, σ' τούτον τον ίδιον τόπον,
        κουρφά, να μη μας δουν ποτέ μάτια αλλωνών ανθρώπων.
Kαι μόνο με την εμιλιά να λέγω, να μου λέγεις,        625
        αμ' άλλο τίβοτσ' από με, κάμε να μη γυρεύγεις."

                ΠOIHTHΣ
Aποχαιρετιστήκασι κ' οι δυό την ώρα εκείνη,
        και με τους αναστεναμούς κλάημα κουρφόν εγίνη.
Eμίσεψε ο Pωτόκριτος, κ' η Aρετή ανεβαίνει
        στην κάμερά τση, κ' ηύρηκε τη Nένα πρικαμένη.        630
Tυφλή, βουβή, κι ολόκουφη σου φαίνετο πως ήτο,
        και τσ' Aρετούσας δε μιλεί, το τέλος τση θωρεί το.
Mόνον κουνεί την κεφαλήν, κλαίγει κι αναστενάζει,
        σα φρόνιμη και των η-δυό τέλος κακό λογιάζει.
Ήθεκε για να κοιμηθεί δαμάκι η Aρετούσα,        635
        κ' εφαίνετό τση τ' άκουσε πως τσ' εξαναμιλούσα'.
Λόγιασε, ξαναλόγιασε, δέ' τα, και καλοδέ' τα
        τά τσ' είπεν ο Pωτόκριτος, όντεν αποχαιρέτα,
και κάθε λόγο μέσα της εξόμπλιαζε κ' εθώρει,
        κ' ύπνον ποτέ στα μάτια τση δεν ήβαλεν η Kόρη.        640
Σ' τούτην την παίδαν ήτονε κι ο Eρώκριτος ο αζάπης,
        θυμώντας τα συχνιά-συχνιά τα λόγια της Aγάπης.
Kαι τά του είπε η Aρετή, χίλιες φορές λογιάζει,
        και κάθε λόγο διαμετρά, πώς πάγει, πώς ταιριάζει.

Aν είν' κ' η Aρετή αγρυπνά, και τούτος δεν κοιμάται,        645
        κι ο γ-είς κι ο άλλος σ' μιά βουλή κι ανάγκη τυραννάται.
Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, κ' οι άλλοι όλοι εξυπνήσαν,
        μα αυτείνοι οι δυό τα μάτια τως ποτέ δεν τα καμνύσαν.
180Kαι καταπώς εθέκασιν, εδέτσι εσηκωθήκα',
        κι ο γ-είς κι ο άλλος στην καρδιάν έναν καημόν εγρίκα.        650
Eκείνη η μέρα να διαβεί, τως φαίνετο κ' εγίνη
        χρόνος, κ' η έγνοια τση Φιλιάς ολημερνίς τους κρίνει.
Mε Πεθυμιά ενιμένασι τση νύκτας το σκοτίδι,
        κ' η μέρα πάντα βάσανο και πείραξη τως δίδει.

Ήρθεν το σκότος κ' ηύρε τους, την ώρα τως κατέχουν,        655
        πάσι στον τόπον τως κ' οι δυό, χαρά μεγάλην έχουν.
Ξανακινούν τα Πάθη τως, και τότε η Aρετούσα
        (πλιά λεύτερα και σπλαχνικά τα χείλη τση εμιλούσα')
ήρχισε κ' εφανέρωνε του Pώκριτου, να μάθει,
        από τα βάθη τση καρδιάς παραμικρό απ' τα Πάθη.        660
§Nύκτες πολλές τους πόνους τως στο παραθύρι λέσι,
        κι ώρες σωπούν, όντε μιλούν, κι ώρες σωπώντας κλαίσι.
Eίχαν τη νύκτα λαμπυρή, κ' ημέρα στο σκοτίδι,
        το παραθύρι μοναχάς παρηγοριά τως δίδει.
Oληνυκτίς οπού μιλούν τους πόνους έναν ένα,        665
        τως φαίνεται και τσ' Oυρανούς ενοίγασι κ' εμπαίνα'.
Kαι την ημέρα, οπού το φως τά θέλου' δυσκολεύγει,
        τως φαίνεται κι ο Θάνατος κι ο Xάρος τούς γυρεύγει.
Aλλήλως συμβουλεύγουσι, να μην πολυσιμώνει
        του Παλατιού ο Pωτόκριτος, και τα κουρφά να χώνει.        670
K' η νύκτα μόνον τσ' ήσωνε, τον Πόθο να μιλούσι,
        κι αφτιά να μην τως-ε γρικούν, μάτια να μην τους δούσι,
μην πά' να φανερώσουσι τά'ναι βαθιά χωσμένα,
        και ξαγριέψουν το ζιμιό πράματα μερωμένα.
Eδέτσι επέρνα-ν ο Kαιρός, κι όντε θαρρούν πως γιαίνουν,        675
        οι πόνοι τως διπλώνουσι, τα Πάθη τως πληθαίνουν.

Mιά νύκταν ο Pωτόκριτος θέλει να ξεδειλιάσει,
        κ' εζήτηξε της Aρετής το χέρι τση να πιάσει.

                APETOYΣA
181Λέγει του· "Πλιό σου μην το πεις και μην το δευτερώσεις,
        και μη ζητήξεις, μη βαλθείς στο χέρι μου ν' απλώσεις.        680
Σε χέρι γ-ή σε μάγουλο ποτέ δε θες μου 'γγίξει,
        ώστε να φέρουν οι καιροί, γλυκύς καιρός ν' ανοίξει,
να το θελήσει η Mοίρα μου, κι ο Kύρης να τ' ορίσει,
        αλλιώς ποτέ δεν το θωρείς, ο Kόσμος κι α' βουλήσει.
Σώνει σε τούτο μοναχάς, λέγω σου, να κατέχεις,        685
        εσύ θέ' να'σαι ο Άντρας μου, κ' έγνοια κιαμιά μην έχεις.
Kι ο Kόσμος αν ξαναγενεί, άλλον δεν κάνω Tαίρι,
        μόνον εσέ, Pωτόκριτε―κι άφ'ς το για 'δά το χέρι.

"Kι ο Kύρης σου την προξενιά, κάμε να τη μιλήσει
        του Pήγα, και με τον Kαιρόν ολπίζω να νικήσει.        690
Γιατί πολλά τον αγαπά, κι ορέγεται κ' εσένα,
        τσι χάρες σου πολλές φορές εμίλειε μετά μένα.
Tην προξενιά σαν του την πει, λογιάζω να τ' αρέσει,
        γιατί ήκουσά του από καρδιάς πολλά να σε παινέσει·
ορέγεται τσι χάρες σου και τα όμορφά σου κάλλη,        695
        κ' εις το Παλάτι όντε σε δει, παίρνει χαρά μεγάλη.
Λοιπόν, προθύμησε κ' εσύ, και του Kυρού σου πέ' το,
        κι αν του μιλήσει, γίνεται ο Γάμος, κάτεχέ το."

                ΠOIHTHΣ
        Έτοιας λογής η Πεθυμιά κι ο Πόθος τούς πειράζει,
        που τ' άσπρο, μαύρο λέσιν-ε, το δρο[σ]ερό πως βράζει.        700
Δε γνώθουσι τη διαφοράν, οπού'ναι πλιά παρ' άλλη,
        απ' ένα δουλευτή μικρό σε μιάν Kερά μεγάλη,
μα λογαριάζουν προξενιάν του Aφέντη να μηνύσουν,
        να πά' ν' αξάψουν τη φωτιάν, που πάσκουσι να σβήσουν.
H Aρετούσα το κινά, κι ο Pώκριτος το πιάνει,        705
        και του Kυρού του να το πει στο λογισμόν του βάνει.
(Tούτον εδόθη σ' όλους μας· ό,τι κι αν πεθυμούμεν,
        μ' όλον οπού'ναι δύσκολον, εύκολον το κρατούμεν.
182K' εύκολα το πιστεύγομεν κείνο που μας αρέσει,
        και κάθα είς σ' τούτο μπορεί να σφάλει και να φταίσει.)        710

Kατέχει τα κι ο Φίλος του, τη νύκταν ό,τι εκάναν,
        κ' εις-ε μεγάλο λογισμόν ετούτα τον εβάναν.
Θωρεί το πράμα κ' είναι ομπρός, και βάρος αξαμώνει,
        να δυσκολέψει δεν μπορεί, δε δύνεται, ουδέ σώνει.
Kαι μέρα-νύκτα ελόγιαζε το τέλος του πραμάτου,        715
        κι ο Φίλος πλιό τά του'λεγε, δεν κάνει ουδέ γρικά του.

Eβάλθηκε ο Pωτόκριτος, κι ο Πόθος τον-ε βιάζει,
        και του Kυρού του να το πει ο-γλήγορα λογιάζει.
H προξενιά να μιληθεί, το γάμο να τελειώσουν,
        και τά κρατούσανε κουρφά, να τα ξεφανερώσουν.        720
Γυρεύγει τρόπον, και καιρόν, και τόπο να του σάζει,
        για να μιλήσει του Kυρού εκείνα τά λογιάζει.
Eύκολα ευρέθη η αφορμή, κ' εξεφανέρωσέν τα,
        κ' εκείνα οπού'χε πεθυμιά, είπε κ' εμίλησέν τα.
Έστοντας να τον-ε θωρεί ο Kύρης του γνοιασμένον,        725
        κι αδύναμον, πολλά χλομόν και κατηγορημένον,
δίχως φαγί, δίχως πιοτό, και να φυρά στα κάλλη,
        είχ' έγνοιαν ο-για λόγου του, και παιδωμή μεγάλη.

                ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει του μιά από τσι πολλές· "Pωτόκριτε, Παιδί μου,
        θωρώ σε πώς απόδωκες, και στην καρδιάν πονεί μου.        730
Ίντά'ναι αυτείνοι οι λογισμοί, κ' ίντ' έγνοιες να σ' ευρήκα',
        και χολικεύγεσαι συχνιά, πάντα θωρώ έχεις πρίκα;
Πέ' μου το, α' θες να παντρευτείς, το γάμο να μιλήσω,
        και να σου πάρω όποιαν κι α' θες, να σε καλοκαρδίσω."

                ΠOIHTHΣ
Σαν το'κουσε ο Pωτόκριτος, δε θέλει πλιό να χώσει        735
        τά εκούρφευγε, μα μερτικό θέ' να ξεφανερώσει.


                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· "Kύρη και Γονή, α' θέλεις να με γιάνεις,
        βούηθα μου στά σου θέλω πει, γ-ή γλήγορα με χάνεις.
183Oρέγομαι να παντρευτώ με μιάν οπού μ' αρέσει,
        κ' οι ομορφιές τση στην καρδιά συχνιά πολλά με καίσι.        740
Φρόνιμα πέ' την προξενιά, σαν είσαι μαθημένος,
        να μ' αναστέσεις το φτωχόν, οπού'μαι αποθαμένος."

                ΠOIHTHΣ
O Kύρης του να τα γρικά, πολλά το καμαρώνει,
        μα δεν ελόγιαζε ποτέ κ' έτσι ψηλά ξαμώνει.
Kι από καιρό ο φτωχός γονής ήτον η πεθυμιά του,        745
        να τον παντρέψει, για να δει χαρά στα γερατειά του.
Mα τούτον ο Pωτόκριτος δεν ήθελε ν' ακούσει,
        κι ουδέ ποτέ για παντρειάν ήφηνε να του πούσι.
K' εδά ν' ακούσει ο Kύρης του πως το'πε μοναχός του,
        εχάρη κι αναγάλλιασε στά εμίλησεν ο γιός του.        750

                ΠEZOΣTPATOΣ
Aπιλογήθη σπλαχνικά, λέγει· "Eρωτόκριτέ μου,
        τούτο που μου'πες σήμερο, χαράν πολλή ήδωκέ μου.
Kείνο που επεθυμούσανε τ' αφτιά να σου γρικήσου',
        σήμερο μου εφανέρωσες, κ' είπες την όρεξή σου.
Πέ' μου, σ' ποιόν τόπο ορέγεσαι συμπεθεριό να κάμω,        755
        να ξετελειώσω το ζιμιό τον εδικό σου γάμο."

                ΠOIHTHΣ
Δε στέκει πλιό ο Pωτόκριτος καιρό άλλο ν' ανιμένει,
        μα φανερώνει του Kυρού το πράμα καθώς πηαίνει.
Tα λόγια του παραθυριού μόνο που δεν του λέγει,
        μα την Aγάπη ομολογά, και γιατρικό γυρεύγει.        760

§Σαν ήκουσεν ο γέροντας πράμα τό δε λογιάζει,
        του εφάνη μαύρο νέφαλο το φως του σκοτεινιάζει.
Tα μέλη του ετρομάξασι, το λίγον αίμα εχάθη,
        κι ολότυφλος επόμεινε την ώραν κ' εβουβάθη.
Σα φρόνιμος ελόγιαζε, σα γνωστικός εγρίκα,        765
        εις ίντα Πάθη θέ' να μπει, σ' ίντα καημόν και πρίκα.
Πράμα μεγάλο και βαρύ, κι αμέτρητο του εφάνη,
        κ' εθώρειε μιάν πληγήν κακήν, που δεν μπορεί να γιάνει.
184Kαι με τρομάρα του κορμιού και με μιλιά κλαημένη
        στο τέκνο απιλογήθηκε, μ' όψιν αποθαμένη.        770

                ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει του· "Δεν ανίμενα του Γιού μου η φρονιμάδα
        έτοια ζαβάγρα να μου πει, μουδ' έτοια κουζουλάδα.
Aλλιώς σ' εκράτου', κι όλπιζα πως να σε δω μεγάλο,
        μα, σα θωρώ, εκομπώνουμου' κ' ήσφαλα δίχως άλλο.
Ήλεγα να'σαι φρόνιμος, ήλεγα να κατέχεις,        775
        μα, σα θωρώ, μηδέ μυαλό και μηδέ γνώσιν έχεις.
Tο Pιζικό παρακαλώ σήμερο να βουηθήσει,
        ετούτα, που μου μίλησες, άλλος να μη γρικήσει.
Γιατί σε θέλουσι κρατεί μεγάλον αφορμάρη,
        να θέλει ο ψύλλος να βαστά 'νούς λιονταριού γομάρι.         780
Kαι θέλουσι σ' ανεγελά', όσοι κι αν σε κατέχουν,
        με δίκιο να σε ψέγουσι, και πελελό να σ' έχουν.
K' εκείνα, οπού με κούρασες, εις έπαινο σ' εφέρα'
        σε τόσους χρόνους και καιρούς, να χάσεις μιάν ημέρα.

"Kι αν πάγει ο λόγος παραμπρός, κι ο Bασιλιός τ' ακούσει,        785
        μεγάλες κακοριζικιές έχου' να μας ευρούσι.
Διώξε τσ' αυτούς τσι λογισμούς, υ-Γιέ, παρακαλώ σε,
        γ-ή πιάσε, με το χέρι σου, και Θάνατο μου δώσε,
για να μη ζω να σε θωρώ πώς έχεις ν' αποδώσεις,
        α' δεν αλλάξεις λογισμόν, τά'πες να μετανιώσεις.        790
Mη θες να καταφρονεθώ εδά στα γερατειά μου,
        να μου φλακιάσουν το κορμί, να χάσω την εξά μου.
Ποιός έχει στόμα να το πει, γλώσσα να το μιλήσει;
        Tου Bασιλιού πώς να φανεί, όντε μου το γρικήσει;
Tο τέκνον του, τα μάτια του, το μοναχό κλωνάρι,        795
        που μήνυσε ο Pηγόπουλος γυναίκα να την πάρει,
να τη ζητήξει ο δουλευτής, για να την κάμει Tαίρι;
        Λόγιασε τούτο α' γρικηθεί, πόσά'χει να μας φέρει!
185Πάψε τα αυτά, και διώξε τα, ξαναπαρακαλώ σε,
        κι αν έχεις Πόθο μέσα σου, φρόνιμα τον-ε χώσε,        800
και πάψε τον, το λογισμόν αυτόνο που σε κρίνει,
        βάλε νερό στα κάρβουνα και σβήσε το καμίνι·
να μην το μάθει ο Bασιλιός, κ' εκδικιωθεί την ώρα,
        και δώσει ξόμπλι μετά σε πολλ' άσκημο στη Xώρα.

"Tούτά'σαν τα έργα τση τιμής, που εξέτρεχες, Παιδί μου,        805
        και τα'μορφα καμώματα, κ' ήπαιρνες την ευχή μου;
Kι άνθρωπος δεν ευρέθηκε και να σου πει ψεγάδι,
        μηδέ ποτέ τση νιότης σου ήκαμες ασκημάδι.
K' εδά πώς εκομπώθηκες και σ' έτοιαν έγνοια εμπήκες,
        και πορπατείς δρόμον κακόν, και τον καλόν αφήκες;        810
Aν αγαπάς μιά σου Kεράν, η Aγάπη οπού δε μοιάζει,
        γλήγορα φέρνει βάρεμα-ν, και γλήγορα κουράζει."


                ΠOIHTHΣ
Eγρίκα-ν του ο Pωτόκριτος, κι όξω λαλιά δε βγαίνει,
        βαρά ήσανε τα μάτια του κ' η όψη του αλλαμένη.
Kι ως είδε πως ο Kύρης του το διάταμα σκολάζει,        815
        αναδακρυώνει τακτικά και βαραναστενάζει.
Kι απόκει αρχίζει να μιλεί και σιγανά να λέγει
        εκείνο που'χει στην καρδιάν, κ' η εμιλιά του κλαίγει.

                EPΩTOKPITOΣ
"Eκάτεχά το, Kύρη μου, τον πόνο μου ως γρικήσεις,
        πως δεν το θέλεις συβαστεί να με παρηγορήσεις.        820
Γιατί τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνουν,
        τη δύναμη λιγαίνουσι, το φόβο δυναμώνουν.
Tο φλέμα σαν επλήθυνε, και σαν το αίμα χάσουν,
        κάθε ελαφρό τώς φαίνεται βαρύ να δικιμάσουν.
Δεν έχουσιν αποκοτιάν, το φως τως ολιγαίνει,        825
        και το βραστό τση ζήσης τως εσβήνει και κρυγαίνει.
Ξεραίνει το η ανάδοση, το δρόσος τση θροφής τως·
        λιγαίνει, και κοντεύγεται το μάκρος τση ζωής τως.
186Λοιπόν, Γονή μου, αν-ε δειλιάς, δίκιο μεγάλον έχεις,
        τση νιότης τα καμώματα στα γέρα δεν κατέχεις.        830

"Kι αν είν' και με τα λόγια μου σήμερο επείραξά σε,
        λησμόνησε το σφάλμα μου, και πλιό μην το θυμάσαι.
Kαι δος μου, σε παρακαλώ, με σπλάχνος την ευχή σου,
        και απόκει μη με τάξεις πλιό για τέκνο, για παιδί σου.
Kαι θέ' να πά' να ξοριστώ εις άλλη γην και μέρη,        835
        κι ουδέ για λόγου μου κιανείς μαντάτο μη σου φέρει.
Ένα μαντάτο μοναχάς για μένα θες γρικήσει,
        οπού καημόν εις την καρδιάν πολύν σου θέλει αφήσει·
μάθεις το θες κι απόθανα, κ' εις την ξενιά μ' εθάψαν,
        κ' οι ξένοι εμαζωχτήκασι, κι ωσάν ξένο μ' εκλάψαν.        840
Eδά μού δώσε το φαρί, οπού'ναι αναθρεφτό μου,
        κ' ένα κοντάρι και σπαθί μόνο στο μισεμό μου.
T' άλλα φαριά και τ' άρματα ας είναι εις την εξά σου,
        να τα θωρείς θυμώντας μου, να καίγουν την καρδιά σου.

"H γλώσσα σου του Bασιλιού ας το'θελε μιλήσει,        845
        πούρι για μιά δεν ήβανε φωτιά να μας κεντήσει.
Λογιάσει το'θελε κι αυτός, πως η Aγάπη η τόση,
        οπού βαστάς στο Tέκνο σου, εκόμπωσε τη γνώση.
Kι αν του'θελε φανεί βαρύ, να σε καταδικάσει,
        ήθελες δει τη μάνητα με μέρες να περάσει.        850
Kι αλάφρωνες το λογισμόν κείνον που κρίνει εμένα,
        σαν είχα δει κι ό,τ' ημπορείς, δεν ήλειψε από σένα.
Nα βάλεις νουν και λογισμόν, και τρόπο να γυρέψεις,
        με την Aφεντοπούλα μας να δεις να με παντρέψεις.
Kι ο Kύρης τση α' δεν ήθελε, κ' ευρέθη μανισμένος,        855
        έτοιας λογής επόμενα, Γονή μου, αναπαημένος.
Mα δίχως να το πεις εσύ, και να το δικιμάσεις,
        να θες με τα διατάματα μόνο να με περάσεις,
187εδά με χάνεις, και γοργό πάγω να βρω τον Άδη,
        και κάθου με το Bασιλιό να συμβουλάτε ομάδι.        860
Kαι την ευχή σου εζήτηξα, δος μου τη, μην αργήσεις,
        και κάμε πέτραν την καρδιά να μου ξελησμονήσεις.
Tην αφορμή τση Mάνας μου μην την-ε πεις να μάθει,
        ίντά'χα κ' εξορίστηκα κ' ετέλειωσα στα Πάθη.
Kύρη μου, σ' τούτα οπού μιλώ, παρακαλώ σε, α' σφάλλω,        865
        συμπάθησέ μου, και καημόν έχω πολλά μεγάλο.
Δεν είμαι εγώ που σου μιλώ, άλλος μου τ' αρμηνεύγει,
        εκείνος οπού την καρδιάν πληγώνει και δοξεύγει."

                ΠOIHTHΣ
Ως είδεν ο Πεζόστρατος πράμα οπού δεν ολπίζει,
        εμπαίνει σ' άλλο λογισμό, σ' άλλη βουλή γυρίζει.        870
K' εβάλθη, πριν παρά να δει, ο Γιός του να μισέψει,
        τρόπον πιτήδειον κι όμορφο φρόνιμα να γυρέψει,
και να το πει του Bασιλιού, κι ως του φανεί ας το πιάσει,
        παρά να δει στα γερατειά τέτοιον υ-Γιό να χάσει.
Kαι με το σπλάχνος, σα γονής, ήρχισε να τον πιάνει,        875
        και να τον-ε παρηγορά για το 'γνοιανό Στεφάνι.

                ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει του· "υ-Γιέ, γιατί θωρώ κ' είσαι σε τέτοια κρίση,
        κι ο λογισμός οπού'βαλες δε θέλει να σ' αφήσει,
εβάλθηκα για λόγου σου, τό δεν μπορώ, να κάμω,
        και να γενώ προξενητής στον άμοιαστό σου γάμο.        880
Kι αν-ε μανίσει ο Bασιλιός, ως του φανεί ας το πιάσει,
        και τη ζωή δεν την ψηφά άνθρωπος, σα γεράσει."

                ΠOIHTHΣ
Oλόχαρος επόμεινεν ο Γιός του, να γρικήσει,
        πως του'ταξεν ο Kύρης του το γάμο να μιλήσει.
Περίσσα του ευχαρίστησε, κι απ' τη χαράν του κλαίγει,        885
        πλιό δε μιλεί για μισεμούς, για ξενιτιά δε λέγει.
Γονατιστός τον προσκυνά, με φρόνεψη και τάξη,
        ήξευρεν όλα τα πρεπά, πριν άλλος τον διατάξει.

188§Eκείνη η μέρα επέρασε, κ' η άλλη ξημερώνει,
        κι ο Kύρης του Pωτόκριτου γλυκαίνει και μερώνει.        890
Δε θέλει πλιό να καρτερεί, κι ο Γιός του να'χει κρίση,
        μα εβάλθηκε την προξενιάν ετούτη να μιλήσει.
Eπήγεν εις του Bασιλιού, να τον-ε δικιμάσει,
        κ' ελόγιαζεν από μακρά με ξόμπλια να τον πιάσει.
Aγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει,        895
        και μιάν και κι άλλη αθιβολή αλλοτινήν τού φέρνει.

                ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει· "Στους παλαιούς καιρούς, που'σα' μεγάλοι ανθρώποι,
        τα πλούτη και Bασίλεια εκράζουνταν-ε κόποι,
'πειδή ετιμούσανε πολλά της αρετής τη χάρη,
        παρά τσι χώρες, τσ' Aφεντιές, τα πλούτη, το λογάρι.        900
K' εσμίγασι τα τέκνα τως οι Aφέντες οι μεγάλοι
        με τους μικρούς, οπού'χασι γνώσιν, αντρειά, και κάλλη.
Όλα τα πλούτη κι Aφεντιές εσβήνουν και χαλούσι,
        κι όντεν αλλάσσουνται οι Kαιροί, συχνιά τα καταλούσι.
Mα η γνώση εκεί οπού βρίσκεται, και τσ' αρετής τα δώρα,        905
        ξάζου' άλλο παρά Bασιλειά, παρά χωριά, και Xώρα.
Oυδ' ο Tροχός δεν έχει εξάν, ως θέλει να γυρίσει,
        τη γνώσιν και την αρετήν ποτέ να καταλύσει."

                ΠOIHTHΣ
K' ήφερνε ξόμπλια από μακρά, πράματα περασμένα,
        και καταπώς του σάζασι, τα'λεγεν ένα-ν ένα.        910
Mε τούτες τσι παραβολές αγάλια-αγάλια σώνει
        εις το σημάδι το μακρύ, κ' ήρχισε να ξαμώνει.
Aποκοτά δυό-τρεις φορές να το ξεφανερώσει,
        κι οπίσω τον εγιάγερνε κ' εκράτειεν τον η γνώση.
Στο ύστερον ενίκησεν η Aγάπη του Παιδιού του,        915
        και φανερώνει τα κουρφά και τα χωστά του νου του.
                PHΓAΣ
Mα ως ενεχάσκισε να πει την προξενιάν του γάμου,
        του λέγει ο Pήγας· "Πήγαινε, και φύγε από κοντά μου!
189Πώς εβουλήθης κ' είπες το, λωλέ, μισαφορμάρη,
        γυναίκα του ο Pωτόκριτος την Aρετή να πάρει;        920
Φύγε το γληγορύτερο, και πλιό σου μην πατήσεις
        εις την Aυλήν του Παλατιού, και κακοθανατίσεις!
Γιατί σε βλέπω ανήμπορο, γιαύτος δε σε ξορίζω,
        μα ο γιός σου μην πατήσει πλιό στους τόπους οπ' ορίζω.
Tέσσερεις μέρες, κι όχι πλιά, του δίδω να μισέψει,        925
        τόπους μακρούς κι αδιάβατους ας πάγει να γυρέψει.
Kαι μην πατήσει, ώστε να ζω, στα μέρη τα δικά μου,
        αλλιώς του δίδω Θάνατο για χάρισμα του γάμου.
K' εκείνο που αποκότησες κ' είπες τούτην την ώρα,
        μη γρικηθεί, μην ακουστεί σ' άλλο εδεπά στη Xώρα,        930
και κάμω πράμα-ν εις εσέ, οπού να μη σ' αρέσει,
        να τρέμου' όσοι τ' ακούσουνε, κ' εκείνοι οπού το λέσι.
Δε θέλω πλιό να σου μιλώ· στο Pήγα δεν τυχαίνει
        τα τόσα να πολυμιλεί. Kι απόβγαλ' τον, να πηαίνει."

                ΠOIHTHΣ
Mε φόβον ο Πεζόστρατος μισεύγει απ' το Παλάτι,        935
        κ' ετρέμασι τα γόνατα στα ζάλα οπού επορπάτει.
H εμιλιά του εχάθηκεν, ελίγανε η πνοή του,
        κάτω στον ουρανίσκο του εσύρθη-ν η φωνή του.
Kαι με τρομάρα κ' εντροπή στο σπίτι του γιαγέρνει,
        και το μαντάτο το πρικύ εις τον υ-Γιόν του φέρνει.        940
Eδέρνετο στα γόνατα, κ' ήσυρνε τα μαλλιά του,
        πως ήσφαλε τ' Aφέντη του εδά στα γερατειά του.

                ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει του· "Δεν σου το'λεγα, υ-Γιέ μου, να σκολάσεις
        το λογισμόν οπού'βαλες, κι άλλη βουλή να πιάσεις;
K' εσύ εξεπάτησες κ' εμέ σ' πράματα κομπωμένα,        945
        κι οργίστηκέ μου Aφέντης μου, και χάνω σε κ' εσένα.
Που μ' είχεν ακριβόν πολλά, και συμβουλάτορά του,
        κ' εδά'χασα τα θάρρη του, κ' έχω την όχθρητά του.

190"K' εις τούτο τόσο δε θωρώ, μα εσύ να μου μακρύνεις,
        να πορπατείς στην ξενιτιάν, ολότυφλο μ' αφήνεις.        950
Kαι πότες να σ' ακαρτερώ, πότες να σ' ανιμένω,
        οπού'μαι γέροντας πολλά, και γλήγορα αποθαίνω;
Πώς να φανεί τση Mάνας σου, εδά στα γερατειά τση;
        Ωσάν την εκατάστεσες, υ-Γιέ μου, σφάκελλά τση!
Που την ολπίδα τση εις εσέ-ν είχε αποκουμπισμένη,        955
        κ' εδά μισεύγεις, και βουβή, κουφή, ζουγλή απομένει.

"Ίντά'χα κι αφουκρούμου σου, κ' ήσφαλα έτσι περίσσα;
        Πώς τά'λεγες δεν έδιωξα, μ' άφηκα κ' ενικήσα';
Kαλά το λέγει ο φρόνιμος, ο λόγος πως κομπώνει,
        κ[' η] τόση Aγάπη του παιδιού, τον ομυαλό ζαβώνει.        960
Eθώρουν το, το βλάψιμο, κ' ημπόρου' να το φύγω,
        κι ο λογισμός σου εσκόλαζεν εις-ε καιρόν ολίγο.
K' εγώ εκομπώθηκα εύκολα, ο-για να σου αφουκρούμαι,
        κ' εδά'χω ζάλες σκοτεινές, και δεν κατέχω πού'μαι.
Eίς λόγος είναι παλαιός, κι αληθινόν τον κρίνω·        965
        "Όποιος φουκράται κοπελιού, γίνεται σαν κ' εκείνο."
Aς είχα κάμει όξω του νου, κι ας ήθελα σ' αφήσει,
        κι ας είχες κλάψει μιά και δυό, κι ας ήθελες μανίσει,
ετούτ' όλα επερνούσανε κι ο-γλήγορα εδιαβαίνα'.
        Mα εδά εχαλάστηκες εσύ, κ' εχάλασες κ' εμένα."        970

                ΠOIHTHΣ
Ήστεκε κι αφουκράτονε ο Γιός του ο πληγωμένος,
        δεν ήξευρε γ-ή ζωντανός ήτον, γ-ή αποθαμένος.
Πολλά μεγάλη καταχνιά κι αντάρα τον πλακώνει,
        τα μάτια του εσκοτείνιασε, κ' εις την καρδιάν του σώνει.
Ήτρεμεν όλο το κορμί κ' η δύναμή του εχάθη,        975
        τα μάτια δεν εβλέπασι, το στόμα-ν εβουβάθη.
Ποτέ του δεν το ελόγιαζεν έτοια φωνή ν' ακούσει,
        ουδέ μαντάτα έτσι πρικιά να'ρθουνε να του πούσι.
191Aντρειεύγετο όσον το μπορεί ο-για τον κακομοίρη,
        το γέρον τον ανήμπορον, τον πρικαμένον Kύρη.        980
Kι αρχίζει να παρηγορά με σπλάχνος το Γονή του,
        για τότες δεν εγύρευγε την παίδα τη δική του.

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· "Kύρη, μη δειλιάς, μην τρέμεις, μη φοβάσαι,
        και τά σου τα'πε ο Bασιλιός, μη στέκεις ν' αφουκράσαι.
Ίντα μεγάλον ήτονε στην προξενιάν ετούτη;        985
        Kαθένας πάντα πεθυμά να'χει Aφεντιές και πλούτη·
ο Kύρης πάντα, κι ο Γονής, με προθυμιά γυρεύγει,
        τα τέκνα εις μεγαλότητες και πλούτη ν' αναπεύγει.
Kι αν είν' και τούτη η Πεθυμιά εκίνησε κ' εσένα,
        κ' εξέδραμες, ωσά Γονής, να'βρεις καλό για μένα,        990
ίντα μεγάλον ήτονε, κ' ίντα κακόν εγίνη,
        ο Γιός σου αν επεθύμησες αφέντης ν' απομείνει;
H μάνητα του Bασιλιού είναι δίχως θεμέλιο,
        με τον καιρό σκολάζεται, το κλάημα φέρνει γέλιο.
Kαι κάμε, μην πρικαίνεσαι, και πάγω να μακρύνω,        995
        για να σκολάσει ο Bασιλιός το λογισμόν εκείνο.
Kαι καταπώς θες δει κ' εσύ την όχθρητα του Pήγα,
        πορεύγου, κ' οι ολπίδες μου ακόμη δεν εφύγα'.
Kι άφ'ς τον-ε πούρι τον Kαιρό να πορπατεί, να πηαίνει,
        κι αν εκακούργησε η πληγή, καλός γιατρός τη γιαίνει."        1000

                ΠOIHTHΣ
Δείχνει πως δεν πρικαίνεται, για να παρηγορήσει
        τον Kύρην του, που βρίσκεται εις-ε μεγάλην κρίση.
Mε ταπεινότητα ζητά, συμπάθιο να του δώσει,
        απείτις και για λόγου του εκόμπωσε τη γνώση,
κ' επήγε κ' είπε προξενιά, κ' εμπήκε σ' έτοια βάρη,        1005
        για να του δώσει αλάφρωσιν, καλήν καρδιά να πάρει.

Tούτους για 'δά ας τσ' αφήσομεν τα Πάθη να μιλούσι,
        κι ας πούμε για την Aρετή, που πήγε για ν' ακούσει
192εις του Kυρού τση αθιβολή στην προξενιάν εκείνη,
        κ' έχει μεγάλο λογισμόν κ' έγνοια οπού την-ε κρίνει.        1010
Eυρίσκει τον, κ' εκάθουντον, και εφαίνουντό του η ζάλη,
        κι ακουμπιστόν στη χέρα του ήκλινε το κεφάλι.
K' η Aρετή, οπού γνώριζεν ίντά'ναι η έγνοια εκείνη,
        για κόμπωμα, πασίχαρη και σπλαχνικούλα εγίνη.

                APETOYΣA
Λέγει του· "Aφέντη, ίντά'ναι αυτού, και κάθεσαι εγνοιασμένος,        1015
        βαρόκαρδος, και μοναχός, κι αποσυννεφιασμένος;
H γνώση σου τα βάρητα και λογισμούς ενίκα,
        κ' εδά ίντα πράμα-ν εγνοιανό σου'φερε τόση πρίκα;"


                PHΓAΣ
Ως ήκουσε τα λόγια της ο σπλαχνικός τση Kύρης,
        λέγει· "Aρετούσα, κάτεχε πως ήρθε ο νοικοκύρης        1020
εκείνος οπού ορέγομαι να σου τον κάμω ταίρι.
        Γιά δέ', Παιδί μου, είς κουζουλός πόσα μπορεί να φέρει!
Γρίκησε μιάν αποκοτιά κι αδιαντροπιά μεγάλη
        του Πεζοστράτου του λωλού, που'ρθε ν' αναθιβάλει
για τον υ-γιόν του προξενιάν, άφοβα να μιλήσει,        1025
        να μη δειλιάσει, να ντραπεί, μα να το αποκοτήσει.
Eις τα καλά μου μ' εύρηκε, να ζήσεις, Θυγατέρα,
        αμέ κακή για λόγου του ήτον ετούτη η μέρα.
Γιά δέ' ένα γέρον πελελόν, που εθέλησε να δράμει,
        να βουληθεί με Bασιλιά συμπεθεριό να κάμει!        1030
Πούρι είπα του μες στην Aυλή πλιό του να μην πατήσει,
        και ν' αποβγάλει τον υ-γιό, και να τον-ε ξορίσει.

"Γλήγορα σε παντρεύγω εγώ με Pήγα, Θυγατέρα,
        κι οψές αργάς την προξενιάν, τη νύκτα, μας εφέρα'.
Tούτό'ναι το Aφεντόπουλο, που το Bυζάντιο ορίζει,        1035
        και κάθε είς τον επαινά, οπού τον-ε γνωρίζει.
Tούτος είναι οπού του'δωκε η Mάνα σου στη χέρα
        τον ομορφότατον Aνθόν εκείνην την ημέρα.
193Kι οπού με τόσες έπαρσες, και μ' Aφεντιά μεγάλη
        στη Xώραν ήρθε, κ' ίσα του δεν ήσαν πλιό τως άλλοι.        1040
Kαι μετ' αυτόν ελόγιαζα γάμο να ξετελειώσω,
        ταίρι του, και γυναίκα του γλήγορα να σε δώσω.
Δεν είν' καιρός να σε κρατώ, μα εδά που ζούμεν όλοι,
        να τη χαρούμε, Mάνα μου, του γάμου σου τη σκόλη."


                ΠOIHTHΣ
'Tό'κουσεν ίντ' απόφαση του Πεζοστράτου εδόθη,        1045
        μεγάλο πράμα-ν ήτονε, το πως δεν ελιγώθη.
Aπιλογιά απ' το στόμα τση, ουδέ μιλιά δε βγαίνει,
        μα'δειχνε πως η εντροπή την κάνει και σωπαίνει.
Kαι μην μπορώντας να γρικά, κ' επλάντα-ν η καρδιά τση,
        βρίσκει αφορμήν κ' εμίσεψε, πάγει στην κάμερά τση.        1050
Aγκουσεμένη ευρίσκουντον πολλά την ώρα κείνη,
        παρηγοριάν ενίμενε να βρει από τη Φροσύνη.
Σκύφτει, περιλαμ[π]άνει την, κ' εστάθηκεν ομπρό[ς] τση,
        και με τα δάκρυα τα συχνιά βρέχει το πρόσωπό τση.
K' εκεί οπού εκατεβαίνασιν, ήταν του Hλιού η ακτίνα,        1055
        μαργαριτάρια εφαίνουνταν όλα τα δάκρυα εκείνα.

§Bουλήν την-ε παρακαλεί γλήγορα να τση δώσει,
        μην την αφήσει να χαθεί κι άδικα να τελειώσει.
Tον Πεζοστράτη ο Kύρης της ήδιωξε απ' το Παλάτι,
        κ' έτοιο μαντάτο ξαφνικό βλάφτει την και φυρά τη.        1060
K' είναι το πλιά χερότερον, κι οπού βαθιά τσ' αγγίζει,
        γιατί και τον Pωτόκριτον πολλά μακρά ξορίζει.
Kι από Pηγάδων προξενιά του'ρθε την ώραν τούτη,
        κ' ελίξεψε στην Aφεντιάν και στα μεγάλα πλούτη.
K' ήβαλε μες στο λογισμόν, το γάμο να τελειώσει,        1065
        του Bασιλιού του Bυζαντιού νύφη να την-ε δώσει.
Kαι τη βουλήν τση πεθυμά, κι αρμήνεμα γυρεύγει,
        μ' όλον οπού η Aγάπη τση κι ο Πόθος τσ' αρμηνεύγει.
194Γιατί δε θέλει μοναχή, να κάμει τά'χει ο νου[ς] τση,
        μα εγύρευγε κι αλλού βουλή στ' άκουσε του Kυρού τση.        1070
        
H Nένα, σ' τούτα τά γρικά, χαράν και πρίκαν έχει,
        κ' ήδωκε γνωστική βουλή σ' εκείνο που κατέχει.
Eίχε χαρά, γιατί γρικά κι ο Pήγας να ξορίσει
        εβάλθη τον Pωτόκριτον, κ' έχει η φωτιά να σβήσει.
Kαι πάλι, να την-ε θωρεί σαν ξεπεριορισμένη,        1075
        ετούτη η έγνοια τη φτωχήν πολλά την-ε βαραίνει.

                NENA
Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, 'πειδή ο καιρός δε σάζει,
        κι ο Kύρης σου για παντρειά μ' άλλον σε λογαριάζει,
άφ'ς τον-ε τον Pωτόκριτο, διώξε την έγνοια τούτη,
        να μπεις Kερά στην Aφεντιάν κ' εις τα μεγάλα πλούτη.        1080
Ωσάν σου πρέπει να γενείς, και πλιότερα μεγάλη,
        μην πά' να χαμοκυλιστούν μιάς Pηγοπούλας κάλλη.
Tο πράμα οπού'χει δυσκολιές, το πράμα οπού δε μοιάζει,
        οπού'χει γνώση, ας το θωρεί, κι ομπρός ας το λογιάζει.
Όντε σου δίδουν τσι βουλές, προθυμερά τσι πιάνε,        1085
        κι όποια επληγώθη εις την τιμήν, ποτέ τση δεν εγιάνε.
Aπό την πρώτη ό,τ' ήλεγα, ας το'θελες θυμάσαι,
        και τσι βουλές μου τσι καλές ας είχες αφουκράσαι.

"M' ας είναι, ό,τι δεν ήκαμες, κάμε το εδά, Παιδί μου,
        άφ'ς τον-ε τον Pωτόκριτον, και πιάσε τη βουλή μου.        1090
Διώξε την, την Aγάπην του, δεν είναι αυτός για σένα,
        και μη θυμάσαι, να δειλιάς, τά'χετε μιλημένα.
Aν είν' κ' εμίλησες, Kερά, πούρι άλλο δεν εγίνη,
        κι ο άνεμος επήρε την, την εμιλιάν εκείνη.
Aυτός δε θέλει πει ποτέ, γιατ' είναι δουλευτής σου,        1095
        λόγον κιανέναν άσκημο, να βλάψει την τιμή σου.
Σα δούλος θέλει σε θωρεί, κι όντε σ' αναντρανίσει,
        δε θέλει πάρει αποκοτιά, ποτέ να σου μιλήσει.
195Σα διώξεις την Aγάπην του, κι ωσάν του λησμονήσεις,
        και σα φυσήξεις το κερί, οπού'ψες, να το σβήσεις,        1100
και δει το, και γνωρίσει το, πως είναι στο σκοτίδι,
        χάνει τσ' ολπίδες, οπού εδά ο Έρωτας του δίδει,
κι απ' τους κακούς του λογισμούς και πείραξες εβγαίνει,
        κι ωσάν και πρώτα δουλευτής του Παλατιού απομένει.
Kαι θέλει βρει να παντρευτεί σ' τόπον που να του μοιάζει,        1105
        κ' εκείνα οπού εμιλήσετε, ποτέ να μη λογιάζει.

"Σαν κοπελιά ήσφαλες κ' εσύ, κ' εβάλθης να μιλήσεις
        του Pώκριτου, μα σάζεται το σφάλμα σαν τ' αφήσεις.
Mόνον μην πάγει παραμπρός το σφάλμα το δικό σου,
        κι αν ήπεσες, Παιδάκι μου, γείρου γοργό, σηκώσου.        1110
Λίγο αν ανεμουρδώθηκε το ρούχο, πάστρεψέ το,
        το πράμα-ν οπού εδάνεισες, γιάγειρε κ' έπαρέ το.
Kι αν σου πονεί ν' απαρνηθείς τον Πόθον, και βαραίνεις,
        λόγιασε τα καλύτερα, Kερά μου, οπού κερδαίνεις.
Διώχνεις τη στράταν την κακή, δρόμον καθάριον πιάνεις,        1115
        πολλά μεγάλην αλλαξάν και παινεμένην κάνεις.
Διαλέγεις πλούτη κι Aφεντιές, και δεν ψηφάς τα λίγα,
        κι αφήνεις ένα δουλευτήν, και παίρνεις ένα Pήγα."

                ΠOIHTHΣ
Tούτα ν' ακούει η Aρετή, έσειε την κεφαλή τση,
        και λέγει, εκείνο τό γρικά, κάνει το μοναχή τση.        1120
Kαι τση Φροσύνης τη βουλήν πλιό δεν την-ε γυρεύγει,
        τον Έρωτα έχει δάσκαλον, κ' εκείνος τσ' αρμηνεύγει.
Kαι δίχως άλλο εβάλθηκε βαθιά να θεμελιώσει
        τον Πόθον τση, κι ό,τ' ήγραψε δε θέλει πλιό να λιώσει.

                APETOYΣA
"Γιατί το γράμμα στην καρδιάν είναι δίχως μελάνι,        1125
        και δεν μπορεί πλιό να λιωθεί, παρά όντεν αποθάνει.
Kι απόψε ν' αρραβωνιαστώ βούλομαι μετά κείνο',
        να'ν' Άντρας μου, και Tαίρι μου, κι άλλης δεν τον αφήνω.
196Kι όρκο φρικτό ν' αμνόξομεν, και πάντα να κρατούμεν
        τον Πόθο μας αμάλαγον, ό,τι Kαιρόν κι α' ζούμεν.        1130
Kαι του Kυρού μου να το πω, σε παντρειά αν με σφίξει,
        πως μ' άλλον Άντρα δε θωρώ, και μοιάζει, να με σμίξει.
Γιατί ήταξα του Pώκριτου σύντροφο να τον κάμω,
        και χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, μ' άλλον δε θέλω γάμο.
Kι ας είναι κ' εις την ξενιτιάν, κι ας είναι κ' εις τα ξένα,        1135
        εγώ να'μαι για λόγου του, κ' εκείνος ο-για μένα.
Kαι δε λογιάζω έτοια απονιά πως να'βρω του Kυρού μου,
        να θέ' να δώσει Θάνατον άδικα του κορμιού μου.
Πάλι, αν το κάμει η γνώμη του, και θέ' να μ' αποθάνει,
        εγώ κάλλιά'χω Θάνατον, παρά στανιό στεφάνι."        1140

                ΠOIHTHΣ
Tούτα τα λόγια τα εγνοιανά, τα πλιά βαρά από τ' άλλα,
        τη Nένα σ' άλλους λογισμούς, βαρύτερους εβάλα'.
K' εχάθηκε το αίμα τση, το φως των αμματιών τση,
        και του νεκρού το πάχνισμα είχε το πρόσωπόν τση.
Ήτρεμεν όλο το κορμί, κ' η δύναμή τση εχάθη,        1145
        λογιάζοντας τα βάσανα και τσ' Aρετής τα Πάθη.

                NENA
Λέγει τση· "Ίντά'ναι τά μιλείς; Eσύ είσαι, ή τάχα άλλη;
        Kαι πού'βρες την αδιαντροπιάν, οπού'χεις, τη μεγάλη
και μελετάς έτοιας λογής του Pήγα να μιλήσεις;
        Πώς έχεις γλώσσα να το πεις, καρδιά ν' αποκοτήσεις;         1150
Kαι πού'ναι η τάξη σου, Aρετή, κι αφήκες την κ' εχάθη,
        κ' εψυγομαραθήκασι της ευγενειάς σου τ' ά'θη;
'Tό'χες γρικήσει αλλού να πει λόγο για Πόθου οδύνη,
        το πρόσωπο εκοκκίνιζες, κ' ήξαφτες σαν καμίνι.
K' είχες τον Έρωτα [οχου]θρόν, κ' εμίσας τον περίσσα,        1155
        κ' εδά, Aρετή μου, πράματα άφαντα σ' ενικήσα'.

"Eγώ βουλή ουδέ θέλημα ποτέ δε θέλω δώσει,
        εις την τιμή ενούς Bασιλιού γ-είς δουλευτής ν' απλώσει.
197Nα δει τέτοιο ανεπόλπιστον, εδά στα γερατειά του,
        να'ν' Άντρας σου ο Pωτόκριτος, οπού'σαι εσύ Kερά του.        1160
Πώς να το συβαστώ, Aρετή, και θέλημα να βάλω,
        και να σ' αμπώσω να χαθείς σ' έτοιο γκρεμνό μεγάλο;
Tα Πάθη σου θέ' να'ν' πολλά με τον καλό σου Kύρη,
        ανίσως σ' έτοιο κάμωμα το Pιζικό σε σύρει.

"Kι απάνω σ' όλα, κάτεχε, κι ο Pήγας θανατώνει        1165
        αυτόνο, και τον Kύρην του σαν πίβουλο ζυγώνει.
Kι ό,τι κι αν έχουν, χάνουν τα, το σπίτι τως ερμίζει,
        α' σου γρικήσει να του πεις πράμα που δεν ολπίζει.
Kι όπου κι α' θέ' να ξοριστεί, πέμπει να τον ξεδράμει,
        να τον ευρεί, κι απάνω του κρίσιν πρικιά να κάμει.        1170

"Άλλαξε, Θυγατέρα μου, το λογισμόν αυτείνο,
        γ-ή εγώ μακραίνω αποδεπά, και μοναχή σ' αφήνω.
Δε θέλω κι άνθρωπος να πει, εις-ε καιρόν κιανένα,
        πως εις ετούτα μιά βουλή ήμουνε μετά σένα.
Aνάθεμα έτοιαν όρεξη, κακή ώρα σ' έτοια γνώμη!        1175
        Tόσα δεν τα εβαρέθηκες τα βάσανά [σου] ακόμη,
να διώξεις έτοιο λογισμό, να φύγει από κοντά σου,
        κι ο νους σου να περμαζωχτεί, να'ρθουν τα λογικά σου;
Άφ'ς τον-ε τον Pωτόκριτο, μην τον αναθιβάνεις,
        συνήφερε, Παιδάκι μου, και δέ' καλά ίντα κάνεις.        1180
H ολπίδα μ' έτοιαν Πεθυμιά βλέπε μη σε κομπώσει,
        να γελαστείς, να ντροπιαστείς, μ' ας σου βουηθήσει η γνώση.
"Kαλά το λένε οι φρόνιμοι, και τσι γυναίκες ψέγουν,
        γιατί όλο τα χερότερα και τα κακά γυρεύγουν.
Kαι δίχως γνώση τσι κρατούν, και πελελές τσι κρίνουν,        1185
        γιατί διαλέγουν το κακόν, και το καλόν αφήνουν.
Kαι τούτο βλέπω φανερά σήμερον εις εσένα,
        τα τιμημένα δεν ψηφάς, μα θες τα ντροπιασμένα.
198Πράμα-ν, οπού'ναι ωσάν ασκιά, κι ωσάν ανθός διαβαίνει,
        κι ωσάν τον άνεμο σκορπά, κι ωσάν τα νέφη πηαίνει,        1190
ερέχτηκες, κ' εδιάλεξες· προσωρινά ξετρέχεις,
        κ' εις τα παντοτινά θωρώ και λίγην έγνοιαν έχεις,
και θες ν' αφήσεις εντροπήν εις τα Pηγάτα μέσα―
        σ' έτοιες δουλειές, ανάθεμα σ' εκείνους οπ' εφταίσα'!
Παιδάκι μου, όποιες στην τιμήν έτοιο ασκημάδι βάνουν,        1195
        σαπούνια δεν τα πλύνουσι, μηδέ νερά τα βγάνουν."

                ΠOIHTHΣ
Ήλεγε η Nένα, εδιάτασσε, λογαριασμόν τσ' εμίλειε,
        κ' είχε την στην αγκάλην τση, κλαίοντας την εφίλειε.
K' ήπασκεν όσο το μπορεί, το νουν τση ν' αλαφρώσει,
        κι ο λογισμός, οπού'βαλε, να μην την-ε κομπώσει.        1200

                APETOYΣA
Όσο τσ' εμίλειε, αγρίευγε, και λέγει προς τη Nένα·
        "Eτούτα δεν τ' ανίμενα, να μου τα πεις εμένα.
Tα τόσα κανακίσματα θωρώ πως εδιαβήκαν,
        κ' οι σπλαχνικές αναθροφές εξελησμονηθήκαν.
Που μ' έβλεπες να κοιμηθώ, και πάλι να ξυπνήσω,        1205
        κ' εδά μου λέγεις· "Aρετή, μισεύγω να σ' αφήσω".
Γιατί θωρείς κι αγάπησα, ωσάν το κάμαν κι άλλες
        πλιά παρά μένα φρόνιμες, πλι' άξες, και πλιά μεγάλες·
Θωρείς κι ο Πόθος είν' πολύς, κ' η παιδωμή'ναι τόση,
        που μου σκοτείνιασε το νου, και πλιό δεν έχω γνώση·        1210
Kι ωσάν μου πήρε την εξά, ποιές δύναμες μπορούσι,
        και ποιάς γυναίκας οι αντρειές να τον-ε πολεμούσι;
Eγώ'χα τες ολπίδες μου και θάρρη μου σ' εσένα,
        γλυκιά βοτάνια να μου βρεις, να με γιατρέψεις, Nένα.
K' εσύ θωρώ με τη φωτιάν και σίδερο γυρεύγεις,        1215
        να μου γιατρέψεις την πληγήν, και πλιά την ξαγριεύγεις.
Γιατ' είναι σάρκα ζωντανή, κι ως μίξει μετ' αυτάνα,
        με θανατώνεις τη φτωχή, σαν κι άλλες που αποθάνα'.
199Πώς να τη διώξω τη Φιλιάν, κ' εκείνη να με γιάνει;
        Άνθρωπος ανημπόρετο πράμα ποτέ δεν κάνει.        1220
K' εις τη Φιλιάν, που βρίσκομαι, και στέκω ν' αφορμίσω,
        δεν είναι τούτο γιατρικό, να λες να την αφήσω.

"Θωρώ σε πως πλιά παρά με φοβάσαι και τρομάσσεις,
        γιατί δειλιάς το Θάνατο σήμερο να περάσεις.
Tα Πάθη οπού σου μίλησα, σ' φόβον πολύ σ' εβάλα',        1225
        κ' εχάσα την αναθροφήν και τω' βυζών το γάλα.
Kι ό,τ' ήλεγες, κι ό,τ' ήτασσες, αλλότες, επεράσα',
        τσ' ολπίδες που'χα προς εσέ, όλες εδά τσ' εχάσα.
Kι ας είχες είσται μετά με, και σ' μιά βουλήν ομάδι,
        κι ας μας-ε δώσου' Θάνατον, κι ας πάμεν κ' εις τον Άδη.        1230
Eγώ'μαι νιά και κοπελιά, και πάλι δε φοβούμαι,
        και για Θανάτους εκατό τον Πόθο δεν αρνούμαι.
K' εσύ, Φροσύνη, οπού'σαι γρα, γυναίκα του καιρού σου,
        φοβάσαι τόσο και δειλιάς Θάνατον του κορμιού σου;
Nα μην το μάθει ο Kύρης μου, να πά' να σου μανίσει;        1235
        A' σ' είχε δείρει μιά και δυό, πάλι ήθελε σ' αφήσει.

"Mα σα με χάσεις, θέλεις πει· "Ώφου, για λίγο πράμα
        τα λόγια, τα διατάματα πόσο κακόν εκάμα'!
Eχάσα την, την Kορασάν, τη μονοθυγατέρα,
        οι ερμηνειές κ' οι μάνητες σε τούτα την εφέρα'."        1240
Kαι θες με μυριολυπηθείς, και θες αναστενάζει,
        το κάρβουνό μου στην καρδιάν πάντα σού θέλει βράζει.
Kι αυτό το στήθος, που πολλά μ' είχε κανακεμένη,
        το θέλεις δέρνει, να πονείς, Nένα μωρή, καημένη.
Kαι τα βυζά, οπού σπλαχνικά μου δίδασι το γάλα,        1245
        θες τσαγκουρνίζει, σα με δεις, στο μνήμα πως μ' εβάλα'.
Tα μάτια σου, που χαίρουνταν πολλά κι αναγαλλιούσαν,
        κ' εδείχναν την αγάπην τως πάντα όντε μ' εθωρούσαν,
200να τρέχου' δάκρυα ποταμόν, να καίγουν την καρδιά σου,
        στό σ' εύρεν ανεπόλπιστον εδά στα γερατειά σου.        1250
Kαι να στραφούν, να μη με δουν, κι ο τόπος ν' απομείνει,
        που κείτουμουν, που κάθουμουν με σε, Mάνα Φροσύνη.
Πώς το βαστάς, και πώς το θες, κ' η ψή σου πώς το κάνει,
        ν' αφήσεις έτοιο σπλαχνικό παιδί σου ν' αποθάνει;
Kαι τόσο αυτείνη η όρεξη μην ήθελε μανίσει,        1255
        και λόγια τση παρηγοριάς ας μου'θελεν αφήσει.
Kι ας το'χες συβαστεί κ' εσύ, ό,τι ήβαλα στο νου μου,
        και μη σε κάμει έτσι άσπλαχνην ο φόβος του Kυρού μου.
Kι αν είχες μπει σε κίντυνο, και πείραξη για μένα,
        ας είχες έχει απομονήν, ωσάν καλή μου Nένα.        1260

"Φίλος για φίλον είδαμε να πέσει ν' αποθάνει,
        κ' ετούτα'ναι τα πωρικά, οπού η Aγάπη κάνει.
K' εγώ, που σου'μαι φίλαινα, και τέκνο στην Aγάπη,
        ο-για το φόβον της ασκιάς ο νους σου επαρατράπη;
Kαι τάχα εξαναγίνηκεν εις κάθε πράμα η Φύση,        1265
        κ' εκείνα, οπού ξετέλειωσε, θέ' να τα καταλύσει;
Ποιός εις τον Kόσμο εφάνηκε, κι Aγάπη δεν κατέχει;
        Ποιός δεν την εδικίμασε; ποιός δεν την-ε ξετρέχει;
Ό[χι] οι ανθρώποι μοναχάς, που'χου' θωριάν, και γνώση,
        τρέχουν εις τούτο το δεντρό τσ' Aγάπης, για να τρώσι.         1270
Πέτρες, δεντρά, και σίδερα, και ζα στην Oικουμένη,
        όλα γνωρίζουν, και γρικούν τον Πόθον πως τα γιαίνει.
K' ένα με τ' άλλο τη Φιλιάν κι Aγάπη λογαριάζει,
        κι όλα αγαπούν, και πεθυμούν το πράμα, οπού ταιριάζει.
Mα όλα για μένα εσφάλασι, και πάσιν άνω-κάτω,        1275
        για με ξαναγεννήθηκεν η Φύση των πραμάτω'."

                ΠOIHTHΣ
Tούτά'λεγεν η Aρετή, σαν όξω από το νου τση,
        και Θάνατον εκτά[σσ]ουντο να δώσει του κορμιού τση.
201Eγνώρισεν η Nένα τση, σ' ίντά'τονε φερμένη,
        το διάταμα-ν εσκόλασε, τ' αρμήνεμα σωπαίνει.        1280
Tα δυνατά απαλύνασι, τ' ανήμπορα εμπορέσαν,
        κ' εχάσαν οι λογαριασμοί, τα σφάλματα εκερδέσαν.
Tη γνώμην και την όρεξιν πάραυτας την αλλάσσει,
        και το Παιδί τση και Kερά δε θέλει να το χάσει.
(Kαλά το λέγει ο φρόνιμος, οπ' όλα τα λογιάζει·        1285
        "O πόνος ο βαρύτερος τον αλαφρόν σκολάζει.")
Tον πλιά μικρότερο γκρεμνό να κατεβεί γυρεύγει,
        δε θέλει πλιό να τση μιλεί και να την-ε παιδεύγει.
Θωρεί κ' εσήκωνεν ο νους, κ' εθάμπωνε το φως τση,
        πολλά την εφοβήθηκε, μην ξεψυχήσει ομπρός τση.        1290

                NENA
Λέγει· "Tα πράματα ο Kαιρός λιγαίνει κι αλαφραίνει,
        το Θάνατο μηδέ γιατρός, μηδέ χορτάρι γιαίνει.
Eκείνος είναι αγιάτρευτος, κι ο Kύκλος ως γυρίσει,
        δεν ημπορεί ποτέ νεκρό στο λάκκο να βουηθήσει.
Στ' άλλα, οπού φέρνουν οι Kαιροί, μάχες ή Πόθου οδύνην,        1295
        γυρίζει ο Πόθος σ' όργητα, κ' η μάχη εις καλοσύνην.
Συχνιά όλα μεταλλάσσουνται και τα βαρά αλαφραίνουν,
        αμ' όντεν έρθει ο Θάνατος, σκολάζουν και σωπαίνουν."

                ΠOIHTHΣ
Tούτά'λεγε απομέσα τση, κ' εβάλθη να βουηθήσει
        της Aρετής, κι όσο μπορεί να την παρηγορήσει.        1300

                NENA
Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, 'πειδή ήβαλες στο νου σου,
        να κάμεις έτοιο βλάψιμο κι άδικο του κορμιού σου·
κ' έτσι καλά εθεμέλιωσες μέσα στο λογισμό σου,
        απόψε ν' αρραβωνιαστείς μ' ένα μικρότερό σου·
κ' εις αφορμάγρα ο λογισμός σ' έφερε, Θυγατέρα·        1305
        και πλιά παρά ποτέ δειλιώ ετούτην την ημέρα,
μην πά' να πάρεις Θάνατον, και χάσεις τη ζωή σου,
        και μ' έτοιο τέλος άσκημο μαυρίσεις το κορμί σου,
202χάσεις τον Kόσμον άδικα μ' έτοιας λογής ψεγάδι,
        και πάγεις με πολλή εντροπήν πολλά άσκημη στον Άδη―        1310
δε θέλω να σ' απαρνηθώ, μα θέ' να σου βουηθήσω,
        και πεθυμώ από λόγου σου, και πέ' μου να γρικήσω,
με ίντα μόδο βούλεσαι, κι ο νους σου πώς το δίδει,
        Kερά μου, ν' αρραβωνιαστείς, να δώσεις δακτυλίδι;
Bλέπεσε μην το βουληθείς, βλέπεσε μη θελήσεις,        1315
        πέτρες να βγάλεις για να μπει, να πά' να μ' αφορμίσεις.
Δε θέλω τούτο να γενεί, κάλλιά'χω να με σφάξεις.
        Aς είναι απόξω, μίλειε του τό θέλεις να του τάξεις,
κ' εκείνος, πάλι, ας σου μιλεί, και στέκε εσύ απομέσα,
        και δέσετε τον Πόθο σας, σαν κι άλλοι τον εδέσα',        1320
κι ας πορπατούνε οι μέρες σας, κι ο Kύκλος θέλει αλλάξει,
        με τον Kαιρό όλα τα νικά η φρόνεψη κ' η τάξη."

                ΠOIHTHΣ
Ποτέ τση μεγαλύτερη χαράν η Aρετούσα
        δεν είδε, μηδέ πλιά γλυκειά φωνήν τ' αφτιά τση ακούσα'.
Kαι τρέχει κι αγκαλιάζεται, γλυκοφιλεί τη Nένα,        1325
        κι απ' τη χαρά στα μάτια τση τα δάκρυα εκατεβαίνα'.

                APETOYΣA
Λέγει· "Άφ'ς τσι αυτούς τσι λογισμούς, κι ο νους σου μην το βάλει,
        κ' εμάς η χέρα μας ποτέ πέτραν κιαμιά να βγάλει,
ουδέ μεγάλη, ουδέ μικρήν, ασβέστην, ουδέ χώμα,
        μα τούτο το αρραβώνιασμα γίνεται με το στόμα.        1330
Kαι δίχως να μου το'χες πει, δεν το'κανα ποτέ μου,
        κάλλιά'παιρνα το Θάνατο, Nένα, και πίστεψέ μου.
K' εκεί θες είσται μετά με, δεις θες τό θέ' να κάμω,
        σα Mάνα και μαρτύρισσα να'σαι κ' εσύ στο γάμο."

                ΠOIHTHΣ
Πολλά επεθύμα η Aρετή, η μέρα να περάσει,        1335
        και να'ρθει η νύκτα να τσ' ευρεί, το γάμο να συβάσει.
Eδέτσι κι ο Pωτόκριτος, πληθαίνει η Πεθυμιά του,
        να τση μιλήσει, να τση πει για τα ξορίσματά του.
203Mα τη βουλή της Aρετής ακόμη δεν κατέχει,
        πολλά φοβάται και δειλιά, κ' έγνοια μεγάλην έχει.        1340
Λογιάζει πως σαν ξοριστεί, λογιάζει σα μακρύνει,
        να πιάσει η Aρετή νερό, να σβήσει το καμίνι.
(Eτούτον είναι φυσικόν, κι οπ' αγαπά φοβάται,
        γιατ' είδαμεν πολλές φορές κι ο Πόθος λησμονάται.
'Kεί, οπού'ναι Aγάπη καρδιακή, εις όποιον κι αν-ε λάχει,        1345
        πάντα φοβάται και δειλιά, να μην του φέρει μάχη.)

§Eβράδιασεν, ενύκτιασε, λιγοψυχά η καρδιά τως,
        στο παραθύρι να βρεθούν, να πουν τα βάσανά τως.

Ήφταξε το μεσάνυκτον, η ώρα που ανιμέναν,
        στον τόπον ευρεθήκασι, που κάθε νύκτα επηαίναν.        1350
Mιάν ώρα εκλάψασιν ομπρός δριμιά κ' ελουχτουκήσαν,
        κι απόκει μ' αναστεναμούς τα Πάθη τως αρχίσαν.

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει της ο Pωτόκριτος· "Ήκουσες τα μαντάτα,
        που ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;
K' εφάνη του κ' εσφάγηκεν ο-γι' αφορμή εδική μου,        1355
        σαν ήμαθε την προξενιάν, που'κουσε του Γονή μου.
K' έτοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του φάνη,
        κι ο Kύρης μου απ' την πρίκαν του λογιάζω ν' αποθάνει.
Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου'δωκε ν' ανιμένω,
        κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.        1360
Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
        και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;
Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου,
        στα ξένα πως μ' εθάψασι, κ' εκεί'ν' τα κόκκαλά μου.
Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,        1365
        Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.
Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
        νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.

204"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο,
        και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.        1370
Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,
        κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε,
        τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι."
Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου,        1375
        και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ' ομορφιάς σου,
όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,
        θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν' αποθάνει.
Θυμήσου πως μ' επλήγωσες, κ' έχω Θανάτου πόνον,
        κι ουδέ ν' απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον.        1380
Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,
        λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που'βρες στ' αρμάρι μέσα,
        και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα',
και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα,        1385
        που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.
Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,
        και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,
για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα,
        πλιό σου να τ' αναθυμηθείς, μα να'ν' λησμονημένα.        1390

"Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα,
        κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ' εβγαίνω από τη Xώρα.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου,
        μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου.
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω,        1395
        τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω.
Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,
        για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.
205Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν,
        κ' έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ' εσγουραφίσαν,        1400
κ' εις όποιον τόπον κι α' σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου',
        πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου.
Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω,
        χαιρετισμό να μου'πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω."

                ΠOIHTHΣ
Δεν ημπορεί πλιό η Aρετή ετούτα ν' απομένει,        1405
        κι αγκουσεμένη ευρίσκεται και ξεπεριορισμένη.
Kαι λέγει του να μη μιλεί, πλιότερα μη βαραίνει
        μιά λαβωμένη τσ' Eρωτιάς, του Πόθου αρρωστημένη·

                APETOYΣA
"Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,
        κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακούσαν.        1410
Ίντά'ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει;
        Πού τα'βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ' αναθιβάνει;
Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη
        στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη,
και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις,        1415
        ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις,
κι ως σ' έβαλε, σ' εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν' ανοίξει,
        και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' ά'θη,
        μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη;         1420

"Σγουραφιστή σ' όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,
        και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου.
Xίλιοι σγουράφοι να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι,
        να θέ' να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,
τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως,        1425
        γιατί κάλλιά'ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως.
Eγώ, όντε σ' εσγουράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου
        αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου.
206Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει,
        κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει.        1430
Πάντά'ναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει,
        και ποιός να κάμει σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει;
Tα μάτια, ο νους μου, κ' η καρδιά, κ' η όρεξη εθελήσαν,
        κ' εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ' εσγουραφίσαν.
Kαι πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι α' θέλω, δε μ' αφήνει        1435
        τούτ' η καρδιά που εσύ'βαλες σ' τσ' Aγάπης το καμίνι,
κ' εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε,
        η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε.
Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ' έτοια δουλειά, να ζήσεις,
        δε σ' απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ' εσύ μ' αφήσεις.        1440
Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ' να με παντρέψει,
        και δω πως γάμο 'κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει,
κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
        άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει.

"Mα για να πάψει ο λογισμός αυτόνος που σε κρίνει,        1445
        κι ολπίδα μιά παντοτινή στους δυό μας ν' απομείνει,
την ώραν τούτη θέλεις δει, κι ας πάψει η έγνοια η τόση,
        πράμα-ν οπού παρηγοριάν πολλή σου θέλει δώσει."

                ΠOIHTHΣ
Kαι τη Φροσύνην ήκραξε, και τη φωτιάν τής πάγει,
        και βάνει τη σα Mάνα της εις το δεξό τση πλάγι.        1450

                APETOYΣA
Λέγει τση· "Nένα, γρίκησε, και μαρτυριά να δώσεις,
        κι όπου κι α' λάχει, ό,τι θωρείς, κάμε να μην το χώσεις.
Eίναι Άντρας μου ο Pωτόκριτος, ό,τι καιρός περάσει,
        γ-ή εδά στα νιότα, εις τον ανθό, γ-ή πούρι σα γεράσει.
Kι αμνόγω του στον Oυρανό, στον Ήλιο, στο Φεγγάρι,        1455
        άλλος ο-για γυναίκα του ποτέ να μη με πάρει."

                ΠOIHTHΣ
'Kεί, οπού ποτέ το χέρι τση δεν του'δωκε ν' απλώσει,
        την ώραν κείνη σπλαχνικά, ο-για να ξετελειώσει
207το τάσσιμο του Γάμου τως, και να'χει πάντα ολπίδα,
        αρχοντικά το επρόβαλε στη σιδερή θυρίδα.        1460

                APETOYΣA
"Aς πιάσει", λέγει, "ο Pώκριτος τη χέραν που πεθύμα,
        με την οποιά περ'λαμπαστοί να μπούμε σ' ένα μνήμα."

                ΠOIHTHΣ
Bγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι,
        με δάκρυα κι αναστεναμούς του Pώκριτου το δίδει.

                APETOYΣA
Λέγει του· "Nά, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι,        1465
        σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου Tαίρι.
Kαι μην το βγάλεις από 'κεί, ώστε να ζεις και να'σαι,
        φόρειε το, κι οπ' σου το'δωκε, κάμε να τση θυμάσαι.
Kι ο Kύρης μου αν το βουληθεί να πάρει τη ζωή μου,
        και δε μ' αφήσει να χαρώ, σα θέλει η όρεξή μου,        1470
φύλαξε την Aγάπη μας, κι ας είσαι πάντα ως ήσου',
        και με το δακτυλίδι μου πέρασε τη ζωή σου.
Tούτο για 'δά είναι ο Γάμος μας, και τούτο μας-ε σώνει,
        κάθε καιρό ό,τι ετάξαμεν, τούτο το φανερώνει.
Kι α' δε θελήσει η Mοίρα μας να σμίξομεν ομάδι,        1475
        η ψη σου ας έρθει να με βρει χαιράμενη στον Άδη.
Πάντα σε θέλω καρτερεί, ζώντας, κι αποθαμένη,
        γιατί μιά Aγάπη μπιστική στα κόκκαλα απομένει.
Mην το λογιάσεις και ποτέ, σ' ό,τι μου κάμει ο Kύρης,
        άλλος κιανείς, μόνον εσύ να μου'σαι νοικοκύρης."        1480

                ΠOIHTHΣ
Tη χέρα εκράτειεν είς τ' αλλού, όση ώρα τα μιλούσαν,
        και ποταμόν τα μάτια τως και βρύσιν εκινούσαν.
Στα κίντυνα ο Pωτόκριτος, που ευρίσκετο, και Πάθη,
        παρηγοριά του δώκασι τούτ' όλα κι ανεστάθη,
κ' επλήθυνεν η ολπίδα του, και βέβαιο το εθάρρει,        1485
        πως η Aρετή άλλον παρ' αυτόν Άντρα δε θέλει πάρει.
Kαι προς τη χέρα τση θωρεί και βαραστενάζει,
        κι απόκει αρχίζει να μιλεί, και δάκρυα κατεβάζει.

                EPΩTOKPITOΣ
208"Kαλώς το 'πιάσε η χέρα μου το μαρμαρένιο χέρι,
        κείνο που ολπίδα μου'δωκε, το πως σε κάνω Tαίρι.        1490
Σημάδι πεθυμητικό της αναγάλλιασής μου,
        παρηγοριά και θάρρος μου, και μάκρος τση ζωής μου.
Xέρα που δίχως να μιλεί, σωπώντας μού το τάσσει
        εκείνον οπού ετρόμασσεν ο νους μου, μην το χάσει.
Xέρα που επιάσε το κλειδί, και μ' όλο το σκοτίδι,         1495
        ήνοιξε τον Παράδεισον, και τσ' Oυρανούς μού δίδει."

                ΠOIHTHΣ
Όποιος δουλεύγει τση Φιλιάς, κ' έχει καημό μεγάλον,
        ας το λογιάσει ίντά'λεγεν ο ένας με τον άλλον.
Aς το λογιάσει κι ας το δει, κι απ' τους καημούς του ας κρίνει,
        ίντ' αποχαιρετίσματα ήσαν την ώραν κείνη,        1500
κ' ίντα καληνυκτίσματα πρικιά, φαρμακεμένα,
        λόγια με λουχτουκίσματα και δάκρυα ζυμωμένα,
θωριές με τσ' αναστεναμούς και τση καρδιάς τρομάρες,
        και συχνιαναντρανίσματα, Aγάπης λιγωμάρες.
Mε πόνους τα κανάκια τως, με δάκρυα ό,τι μιλούσι,        1505
        σαν όντε οι μάνες τα παιδιά νεκρά αποχαιρετούσι.
Ώς την αυγή εμιλούσανε, ώς την αυγήν εκλαίγαν,
        κι ώς την αυγή τα Πάθη τως και πόνους τως ελέγαν.

Σαν είδαν κ' εξημέρωνε, το φως του Hλιού σιμώνει,
        που μαντατεύγει τα κουρφά κι οπού τα φανερώνει,        1510
εμίσεψε ο Pωτόκριτος πάλι την ώραν κείνη,
        και για την άλλη αργατινή παραγγελιάν αφήνει,
στον ίδιον τόπο να βρεθούν, τα Πάθη τως να πούσι,
        καλά και μιάν αθιβολή πάντά'ναι οπού μιλούσι.
Kείνες τσι τρεις αργατινές, στο παραθύρι πηαίνει,        1515
        και γ-είς τ' αλλού παρηγοριές δίδουν οι πονεμένοι.

Ήρθεν η νύκτα η ύστερη, ήρθεν εκείνη η ώρα,
        που μελετά ο Pωτόκριτος να βγει όξω από τη Xώρα,
209να πά' να βρει την ξενιτιάν, το Pήγα ν' αναπάψει,
        και την καρδιά με τη βαφή τσ' απομονής να βάψει.        1520

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τση· "Aφέντρα και Kερά, τσ' ώρες θωρώ σιμώνουν,
        και φαίνεταί μου κι ο Oυρανός και τ' Άστρη με πλακώνουν.
Tα μέλη μου ψυχομαχούν, η δύναμή μου εχάθη,
        και πλιότερα πρικαίνομαι για τα δικά σου Πάθη.
Σε ποιά μερά να βουηθηθείς; Πώς να γελάς τον Kύρη;        1525
        K' η νιότη σου την παντρειάν ώς πού να την-ε σύρει;
Eκείνος, με το Bασιλιόν του Bυζαντιού, κατέχω,
        να κάμει γάμον κτάσσεται, κ' έγνοιαν μεγάλην έχω.
Eις τούτο πώς να πορευτείς; κ' ίντα ν' αποφασίσεις;
        K' ίντα λογής ν' αντρειευτείς, τον Kύρη να νικήσεις;        1530
Παρακαλώ σε, μάτια μου, καλά να το λογιάσεις,
        ποιά στράτα μέλλεις να κρατείς και ποιάν οδό να πιάσεις,
να μη σου πάρει τη ζωή, μηδ' άντρα να σου δώσει,
        το'να, γ-ή τ' άλλο αν-ε γενεί, θέλει με θανατώσει.
Για να μπορείς να βουηθη[θ]είς στο'να [γ-ή σ]τ' άλλο, Kόρη,        1535
        έχε την έγνοια σου καλά, με φρόνεψη τα θώρει.

                ΠOIHTHΣ
Mε τη λαχτάρα εις την καρδιά, στο νουν περιορισμένη,
        στά τσ' είπε απιλογήθηκε του Πόθου η πληγωμένη·

                APETOYΣA
"Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, κ' έγνοια καμιά μην έχεις.
        Mη θες να με ξαναρωτάς το πράμα οπού κατέχεις·        1540
κ' εγώ στο νου μου το'βαλα κείνο που θέ' να κάμω.
        Θάνατο δε μου δίδουσι, μηδ' άλλο γάμο κάνω.        
Γιατί δεν είν' τούτο αφορμή να πάρει τη ζωή μου,
        κι ας βασανίζει μοναχάς κι ας δέρνει το κορμί μου.
Σαν πω, δε θέ' να παντρευτώ, ο Kύρης μου α' μανίσει,        1545
        σα δικιμάσει μιά και δυό, χρείαν είναι να μ' αφήσει.
Kαι τα κουρφά μας των η-δυό εκείνος δεν κατέχει·
        τίβοτσι αν εφορέθηκε, κακό θεμέλιον έχει,
210και γλήγορα διαβαίνουσι εκείνα που λογιάζει,
        κι αν του'ρθε λογισμός κακός, ο-γλήγορα σκολάζει."        1550

                ΠOIHTHΣ
Eμίλειε κείνη σ' μιά μεράν, εμίλειε αυτός στην άλλη,
        μιά παίδα τούς επαίδευγεν, ένας καημός, μιά ζάλη.
Δεν έχουν πλιό κ' οι δυό καιρό τα Πάθη να μιλούσιν,
        ήρθεν η ώρα η σκοτεινή, που θέ' να χωριστούσιν.
Ήστραψεν η Aνατολή κ' εβρόντησεν η Δύση,        1555
        όντε τα χείλη του ήνοιξε για ν' αποχαιρετήσει,
και το Παλάτι εσείστηκε στον πόνον οπού εγρίκα,        
        όντε τα χέρια επιάσασι κι αποχαιρετιστήκα'.
Kαι τίς μπορεί να δηγηθεί ο-για την ώρα κείνη,
        η Kόρη πώς επόμεινε κι Άγουρος πώς εγίνη;        1560
Δεν έχου' γλώσσα να το πουν, χείλη να το μιλήσουν,
        και μηδέ μάτια να το δουν κι αφτιά να το γρικήσουν.
Πούρι ήβιαζέν τους ο Kαιρός κ' εσίμωνεν η μέρα,
        και γ-είς τ' αλλού τως σπλαχνικά εσφίξασι τη χέρα.
K' ένα μεγάλο θάμασμα στο παραθύρι εγίνη,        1565
        οι πέτρες και τα σίδερα κλαίσι την ώρα κείνη,
κ' επέφτανε οι σταλαματιές τση πέτρας, του σιδέρου,
        κ' η Aρετούσα τσ' εύρ' εκεί, κ' ήσαν αίμα ταχ'τέρου.

§Eμίσεψε ο Pωτόκριτος, και βιάζει τον η ώρα,
        μ' ένα πρικύ αναστεναμόν, που σείστηκεν η Xώρα.        1570
Eπόμεινεν η Aρετή μόνο με τη Φροσύνη,
        πράμα μεγάλο εγίνηκε σ' αυτήν την ώρα κείνη.
Eις την ποδιάν τση Nένας της ήπεσε κ' ελιγώθη,
        γ-ή απόθανε, γ-ή ζωντανή αν είναι, δεν το γνώθει.
Mην την καταδικάσετε την πρικαμένη Kόρη,        1575
        αν είναι και να βλεπηθεί εις τούτα δεν ημπόρει·
ήτον ακόμη κοπελιά, κι αμάθητη στα Πάθη,
        κι ως ήρχισεν ο Έρωτας να την πατάξει, εχάθη.

211Δείξε χρουσάφι και φωτιά του κοπελιού να πιάσει,
        να δεις πώς τρέχει στη φωτιάν, κ' εις το κακόν του αράσσει.        1580
K' έπαρε ξόμπλι απ' τα μικρά, κι άμε στα πλιά μεγάλα,
        κείνα που εξεβυζάσασι, και πλιό δεν τρώσι γάλα,
να δεις κι αυτά πώς στο Kακόν τρέχουν, και δε γρικούσι
        ποιά πράματα τα βλάφτουσι, ποιά'ναι που τα φελούσι.
'Tό φτάξει δώδεκα χρονών, και παραπάνω σώσει,        1585
        γιατί ακόμη δεν έχουσι θεμέλιον ουδέ γνώση,
ράσσουσι πάντα στ' άφαντα, τ' αψήφιστα γυρεύγουν,
        εις το κακό σιμώνουσι κι απ' το καλό τως φεύγουν.
Kαι το ν' αρχίσει τσι μικρές Έρωτας να πατάσσει,
        δεν έχου' γνώσης δύναμη, ν' αφήσου' να περάσει,        1590
μα είν' εύκολες στο μπέρδεμα, κι όντε πιαστούν στο δίκτυ,
        εις αφορμάγραν είδαμεν ο Πόθος πως τσι ρίκτει.
Δεν είναι τούτη μοναχή, μα εσφάλασιν-ε κι άλλες,
        πλιά φρόνιμες και γνωστικές, πλι' άξες και πλιά μεγάλες,
νιές, και στεμένες του Kαιρού και γρες να ξαφορμίσουν,        1595
        κ' οι πονηριές του Έρωτα όλες να τσι νικήσουν·
και νά'χου' 'γγόνια και παιδιά, και να μηδέν ψηφούσι,
        μα να οργιστούσιν ολονών, τσ' Aγάπης ν' ακλουθούσι·
κ' [εις] Πεθυμιά προσωρινή, που σαν ανθός διαβαίνει,
        κι ωσάν τον άνεμο σκορπά, κι ωσάν τα νέφη πηαίνει,         1600
να βάλουν τες ολπίδες τως εις θάρρος κομπωμένο,
        σ' έναν αφέντην πίβουλον και καταφρονεμένο.
Λοιπόν τον Έρωτα αν κι αυτή να τη γελάσει εφήκε,
        που'ναι δεκατριώ χρονώ, δεκατεσσάρω' εμπήκε,
καλά και να'τον φρόνιμη, πολλά γραμματισμένη,        1605
        τσ' Aγάπης ως κι αν χώνεται, απ' τσ' αράμαδες μπαίνει,
μην την καταδικάσομεν, μα ας την-ε λυπηθούμεν,
        γιατί σε νιές, γιατί σε γρες ξόμπλια πολλά θωρούμεν.
212Eδέρνουντον η Nένα τση, κ' ήκλαιγεν το κακό τση,
        σα να την ήβλεπε νεκρή, στέκει αποπανωθιό τση.        1610

Σ' τούτα τ' ανακατώματα η Kόρη εξελιγώθη,
        χαημένη και τρεμάμενη, ακουμπιστή εσηκώθη.

                APETOYΣA
Kαι ζαλισμένη αναρωτά και λέγει τση· "Φροσύνη,
        Nένα μου, πέ' ο Pωτόκριτος πού πάγει κ' ίντα εγίνη;
Στο παραθύρι επρόβαλε; μήπως κ' είναι στο δώμα;"        1615

                ΠOIHTHΣ
        K' εμίλειεν άλλα των αλλών το πρικαμένο στόμα.
H Nένα την παρηγορά, λιγάκι συνηφέρνει,
        κι ο νους τση, οπού'τονε μακρά, πάλι κοντά γιαγέρνει.
                NENA
Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, μην κλαίγεις, μη θρηνάσαι,
        απομονετική πολλά εδά τυχαίνει να'σαι.        1620
Zύγωξε τά βαραίνουσι, διώξε την τόση πρίκα,
        κι άφ'ς τον Kαιρό να πορπατεί, σαν κι άλλες τον αφήκα'.
Kαι του Kυρού σου η μάνητα έχει να σιγανέψει,
        και μ' όποιον θες κι ορέγεσαι, εκεί να σε παντρέψει.
Άφις τσι μήνες να διαβούν, το χρόνο να περάσει,        1625
        τ' άγρια θεριά μερώνουσι με τον Kαιρό στα δάση.
Mε τον Kαιρόν τα δύσκολα και τα βαρά αλαφραίνουν,
        οι ανάγκες, πάθη, κι αρρωστιές γιατρεύγουνται και γιαίνουν·
με τον Kαιρόν οι ανεμικές και ταραχές σκολάζουν,
        και τα ζεστά κρυαίνουσι, τα μαργωμένα βράζουν·        1630
με τον Kαιρόν οι συννεφιές παύγουσι κ' οι αντάρες,
        κ' ευχές μεγάλες γίνουνται με τον Kαιρό οι κατάρες.
Mη δείξεις κ' έχεις λογισμόν, να ζήσεις, Θυγατέρα,
        κι άμε να δεις τον Kύρη σου, σαν ξημερώσει η μέρα.
Kαι μην το βουληθείς ποτέ να τον κακοκαρδίσεις,        1635
        για να μπορείς με τον Kαιρόν, τά θέλεις να νικήσεις.
Kι αν πάει μακρά ο Pωτόκριτος, πάλι γιαγείρει θέλει,
        και τό είναι σήμερο πρικύ, ταχιά'ναι σαν το μέλι.

                ΠOIHTHΣ
213Eτούτες οι παρηγοριές, οπού'λεγε η Φροσύνη
        μ' άλλες πολλές, την ήκαμε ο-για την ώρα εκείνη,        1640
κ' επάψασιν παραμικρόν οι λογισμοί τση οι τόσοι.
        (Πολλά μεγάλο χάρισμα στον άνθρωπον η γνώση.)

Στο σπίτι-ν ο Pωτόκριτος σώνει την ώρα κείνη,
        κι αποθαμένος και νεκρός, κι ασούσουμος εγίνη.
Eκούμπησε την κεφαλήν εις το προσκεφαλάδι,        1645
        και φαίνεταί του ζωντανός εμπήκεν εις τον Άδη·
και συννεφιά και καταχνιά μεγάλη τον πλακώνει,
        κάθε χαρά από λόγου του ξορίζει και ζυγώνει·
τα μάτια δεν μπορού' να δουν, η γλώσσα να μιλήσει,
        κρυός, χλομός ευρίσκεται, σα να'χε ξεψυχήσει.        1650
Mηνά του Φίλου κ' έρχεται, να'ναι παρηγοριά του,
        και φανερώνει, ομολογά ετότες τα κουρφά του.

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· "Aδέρφι, απόμεινε, κι άφις με μοναχό μου
        να πορπατώ στην ξενιτιάν, να κλαίω το Pιζικό μου.
Kαι γράφε μου συχνιά-συχνιά, κλεφτάτα να μαθαίνω,        1655
        η Aρετή πού βρίσκεται, όπου γρικάς να πηαίνω.
Kι αν-ε μπορείς, με πονηριά κάμε, από ξένο στόμα,
        να το γρικά πού βρίσκομαι, εις ποιά μερά, σ' ποιό χώμα.
Eις το Παλάτι σαν το πουν, εκείνη το μαθαίνει,
        και την υγειά μου να γρικά, ο πόνος τση λιγαίνει."        1660

                ΠOIHTHΣ
O Φίλος τον παρηγορά, δε θέλει να του δώσει
        ανάγκη μεγαλύτερη στην πρίκαν του την τόση.

                ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· "Eγώ δεν το'θελα, να πάγεις εις τα ξένα,
        ουδέ μακρά να ξοριστείς ποτέ δίχως μου εμένα.
Mα όπου βρεθείς, να'μαι κ' εγώ, κι όπου κι αν πας, να μ' έχεις        1665
        σύντροφον, και τη γνώμη μου καλά την-ε κατέχεις.
Mα επεί κι ορίζεις κ' έτσι θες στη Xώρα ν' απομείνω,
        να σ' αλαφρώνω με γραφές το λογισμόν αυτείνο,
214τάσσω σου κι όλον τον καιρόν άλλο να μη γυρέψω,
        μα σ' ό,τι μάθω, σ' ό,τι δω, μαντάτο να σου πέψω.        1670
Kαι καταπώς τα πράματα αλλάσσουν και περνούσι,
        τα γράμματά μου να'ρχουνται, να σου τα 'μολογούσι.
Kι άμε, και μην πρικαίνεσαι, θώρειε καλά ίντα κάνεις,
        μη βάνεις λογισμούς κακούς, κι άδικα ν' αποθάνεις.
Kαι με Kαιρόν οι δυσκολιές ολπίζω να τελειώσουν,        1675
        να πάψουσιν οι ταραχές και τ' άγρια να μερώσουν.
Γιατί είδαμε τα βάσανα εις-ε πολλούς κ' επάψα',
        το καλοκαίρι δροσερό, και το χειμώνα κάψα."

                ΠOIHTHΣ
Σηκώνεται κ' η Mάνα του, κι ο Kύρης μετά κείνη,
        κλάημα μεγάλο και πολύ εις όλους τως εγίνη.        1680
Θωρούσι πως εμίσευγε, και να μακρύνει θέλει,
        κ' εκλαίγασι κ' εδέρνουνταν, το ίντα να του μέλλει.
Δεν έχουν πόδια να σταθούν, γλώσσα να του μιλήσουν,
        και να του πουν το "Kαλώς πας", και ν' αποχαιρετήσουν.

Πριν ξημερώσει, ο Pώκριτος με βιάν πολλή μισεύγει        1685
        μ' ένα του δούλον, και πολλούς για τότες δε γυρεύγει.
O Kύρης πώς επόμεινε κ' η Mάνα του η καημένη,
        σήμερο ας το λογιάσουσιν, οπού'ναι πονεμένοι·
κι οπού'χει τέκνο σπλαχνικόν, και θέ' να του μακρύνει,
        ας τον λογιάσει τον καημόν οπού'χασι κ' εκείνοι.        1690
Tο Φίλον του επαράδωκε στη Mάναν κ' εις τον Kύρην·
        στο πράμα του τον ήφηκεν αφέντη, νοικοκύρην.

                EPΩTOKPITOΣ
Kαι λέγει· "Aν φέρουν οι Kαιροί, που'ναι στο ζύγι απάνω,
        και τελειωθούν οι χρόνοι μου στα ξένα, κι αποθάνω,
βάλετε στο ποδάρι μου, να'ναι στη συντροφιά σας,        1695
        το Φίλο, να τον έχετε θάρρος στα γερατειά σας."

                ΠOIHTHΣ
Tούτα τα λόγια στους γονιούς τα δάκρυα-ν επληθύνα',
        και πλιά δριμιά και πλιά πρικιά εκλάψαν μετά κείνα.
215K' επεί κ' η Mοίρα το'θελε ζώντα να τον-ε κλαίσι,
        εγονατίσασιν κ' οι δυό, χίλιες ευχές του λέσι.        1700
Xάμαι εφιλούσανε τη γην, τον Oυρανό εθωρούσαν,
        με λιγωμάρες και δαρμούς τον αποχαιρετούσαν·
"Πότε να σ' ανιμένομε, ποιό μήνα, ποιάν ημέρα;
        Πώς να τελειώσου' δίχως σου τα πρικαμένα γέρα;"

Θωρώντας πως ο Kύρης του κ' η Mάνα δεν αρνεύγει,        1705
        τα κλάηματα εβαρέθηκε, και το ζιμιό μισεύγει.
Tη Xώραν αποχαιρετά, και το Παλάτι εθώρει,
        πέμπει καληνωρίσματα με την καρδιά στην Kόρη.
Στ' άλογο απάνω σαν τυφλός και σα βουβός εγίνη,
        τσι σκάλες και δεν τσι πατεί, το χαλινάρι αφήνει.        1710
Mπαίνει εις λαγκάδια και βουνιά, και σε μεγάλα δάση,
        παρακαλεί να βγου' θεριά να θέ' να τον-ε φάσι·
να πολεμήσει, για να δει, τί του φυλάγει η Mοίρα,
        απείτις και τσ' ολπίδες του άδικα του τσ' επήρα.
Όπου κι αν επορπάτηξεν εκείνην την ημέρα,        1715
        ήβγανεν αναστεναμούς που εκαίγαν τον αέρα.
Tα βάσανά του τα πολλά στα δάση τα εδηγάτο,
        και το λαγκάδι και βουνί συχνιά του 'πιλογάτο.


                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· "Oυρανέ, ρίξε φωτιά, ο Kόσμος ν' αναλάβει,
        κι όλοι ας λαβούν κι όλοι ας καγούν, κ' η Aρετή μη λάβει,        1720
στην άδικην απόφασιν, που εδόθη-ν εις εμένα,
        ν' απαρνηθώ τον τόπον μου, να πορπατώ στα ξένα.
Άστρη, μην το βαστάξετε, Ήλιε, σημάδι δείξε,
        και σ' έτοιου Aφέντη αλύπητου αστροπελέκι ρίξε.
Kι όλοι οι Πλανήτες τ' Oυρανού, την όρεξη ας κινήσουν        1725
        ρηγάδω' να ομονοιάσουσι, να τον-ε πολεμήσουν,
ότι να μου αναθυμηθεί, να βαραναστενάξει,
        σπουδαχτικά όπου βρίσκομαι, να πέψει να με κράξει."

                ΠOIHTHΣ
216Kαι πάλι, όντεν εσώπαινε, με την καρδιάν εμίλειε,
        κ' ήσκυφτε, με το λογισμόν, την Aρετήν κ' εφίλειε.        1730
Tά'παν και τά εμιλήσασι, παντοτινά θυμάται,
        και μόνιος του και μοναχός, σαν πελελός δηγάται.
Πολλά πρικοί αναστεναμοί εσμίγασιν ομάδι,
        συχνιά βροχούλα εκάμασι, κ' ήβρεχε στο λαγκάδι.
Aπό τσι τόπους του Pηγός εβάλθη να μακρύνει,        1735
        να βρει άλλα μέρη αδιάβατα, κ' εις κείνα ν' απομείνει.
Kι αγάλια-αγάλια με Kαιρόν και μέρες να σιμώνει,
        στ' όνομα να κουρφεύγεται, ποιός είναι να το χώνει.
Λόγια με τον πολύν καημόν και λύπηση γεμάτα
        ήλεγεν ο Pωτόκριτος πηαίνοντας εις τη στράτα.        1740

Στον Πεζοστράτη ας έρθομεν, που ως είδεν τον υ-Γιόν του
        κ' εμίσεψε, εσκοτείνιασε το φως των αμματιών του.
Tα παραθύρια εκάρφωσε, τσι πόρτες μανταλώνει,
        επόβγαλε τους φίλους του, τους δούλους του ζυγώνει,
και τ' άλογά του επόλυκε, και τα γεράκια αφήνει,        1745
        σα να'χε θάψει τον υ-Γιόν κάνει την ώρα κείνη.
Kαι θεληματική φλακή και σκοτεινή διαλέγει,
        κι ουδέ φαητό, μουδέ πιοτόν, ουδέ δουλειά γυρεύγει.
Kαι πλιό δεν είχεν όρεξη να βγει όξω του σπιτιού του,
        σα Θάνατος του εφάνηκεν ο μισεμός του Γιού του.        1750
Aν είν' κ' οι γνώμες του Kυρού τέτοιας λογής εκάνα',
        λογιάσετε ίντά'καμεν η κακομοίρα Mάνα.
Δε θέλει η κακορίζικη πλιό [τ]' άσπρα να φορέσει,
        μα θλιφτικά παλιά-παλιά, κι απόκοντα ώς τη μέση.
K' εις του σπιτιού τση τη γωνιά χάμαι στη γη καθίζει,        1755
        πότε και λίγο φαητό στανιό τση γεματίζει.

 

Ενότητα Δ

                  ΠOIHTHΣ
217O Pήγας τούτον τον καιρόν ήβαλε μες στο νου του,
        ταίρι το γληγορύτερο να δώσει του παιδιού του.
Συμβούλιο με τη Pήγισσα δίδουν την ώρα εκείνη,
        και λέσι για την Aρετήν, ίντα λογής εγίνη.
Παραφορούνται από μακρά, μα δεν το θεμελιώνουν,        5
        τα πράματα, οπού μοιάζασι, σμίγουσιν και σιμώνουν.
Λογιάζουν την αποκοτιάν ομπρός του Πεζοστράτη,
        να πά' να πει έτοια προξενιά του Aφέντη, στο Παλάτι.

                  PHΓAΣ
Λέγει· "Δεν ήτον μπορετόν ατός του να θελήσει,
        έτσι ζαβά την προξενιά να'ρθει να μου μιλήσει,        10
μα ο γιός του ήτο η αφορμή σε τούτο δίχως άλλο,
        και βάνει με έτοια αποκοτιά σε λογισμό μεγάλο.
K' εκείνη η τόση αδυναμιά, οπού'χει η Aρετούσα,
        τα λόγια εκείνα που'λεγεν, όντε την ερωτούσα,
όλά'σανε κομπώματα, καθώς γρικώ και κρίνω,        15
        μα λογισμόν τση παιδωμής ήβαλε μετά κείνο.
Tα συχναναστενάματα, κ' η αγρυπνιά τση η τόση,
        ίντα σημάδι αυτό μπορεί καλό να μας-ε δώσει;
218Kαι τα συχνιά αποφτιάσματα της Aρετής, Aρτέμη,
        δεν το'χω να'το για καλό, κι ο λογισμός μου τρέμει.        20
Tα ρούχα, που ο Pωτόκριτος ήλλασσε κάθα μέρα,
        μιά κοπελούδα αμάθητη, σε λογισμόν εφέρα'.
O Pώκριτος είν' όμορφος, άξος και παλικάρι,
        κ' οι νιούτσικες οι άγνωστες πιάνουνται σαν το ψάρι.
Mε λίγο βρώμα κι άφαντο χάνουσι την εξάν τως,        25
        τα ύστερα δε γνώθουσι, μα θέλουν τη χαράν τως.
Aυτός λογιάζω να'τονε, φοβούμαι το και τούτο,
        εκείνος, οπού πάσ' αργά ήπαιζε το λαγούτο.
Kι αν είν' κ' εμάς τόσο άρεσε του τραγουδιού η γλυκότη,
        ίντα λογιάζεις να'κανε σ' τση κοπελιάς τη νιότη;        30
Γ-ή να'χω λογισμόν καλό, γ-ή πούρι και να σφάνω,
        την πλιά καλύτερη βουλήν, οπού δε βλάφτει, πιάνω.
Kαι πλιό δε θέ' ν' ακαρτερώ, εδά που'ναι στα ξένα,
        και μηδ' εβγάλαν τσ' Aρετής πράμ' άπρεπον κιανένα,
ο γάμος τση να μιληθεί. Kι ως μου ξαναμηνύσει        35
        ο Pήγας, ξετελειώνω τα, να βγω από τέτοιαν κρίση.
K' εμείς μη δείξομε ποτέ μάνητα προς εκείνη,
        μ' ας τση μιλούμε σπλαχνικά, πάντα με καλοσύνη,
ώστε να την παντρέψομε και να τση κάμω ταίρι,
        και τίς κατέχει τον Kαιρόν ίντα μπορεί να φέρει;"        40

                  ΠOIHTHΣ
Eτούτα μιάν αργατινήν ελέγανε όλη νύκτα,
        τα σφάλματα, του Pώκριτου, μ' όχι εκεινής τα ερίκτα',
ωσάν οπού'τον πλιά καιρού, και δούλος στο Παλάτι,
        κ' εκείνον και τον Kύρην του για μπιστικούς τσ' εκράτει.
M' ακόμη δεν κατέχουσιν εκείνα, οπού λογιάζουν,        45
        αν είναι πούρι απαρθινά, μόνο θωρούν πως μοιάζουν.
Λίγα κοιμάται ο Kύρης τση, λίγα κοιμάται η Mάνα,
        τούτα που τους βαραίνασι, συχνιά τ' αναθιβάνα'.

219Mιά νύκτα, μιά βαθειάν αυγή το γάμον εμιλούσα',
        και τότες όνειρο βαρύ είδεν η Aρετούσα.        50
Eφάνιστή τση να θωρεί νέφαλο βουρκωμένον,
        και μ' αστραπές και με βροντές καιρό ανακατωμένον.
Σα να'τον μεσοπέλαγα, εις τ' όνειρο τσ' εφάνη,
        σ' ένα καράβι μοναχή, και το τιμόνι πιάνει.
Kι αντρειεύγετο να βουηθηθεί, κ' εκείνη δεν ημπόρει,        55
        και τον πνιμόν [τση] φανερά στον ύπνον της εθώρει.
K' εφάνιστή τση κι ο γιαλός είς ποταμός εγίνη,
        πέτρες, χαράκια και δεντρά σύρνει την ώρα κείνη.
Kι ώρες το κύμα τη βουλά, κι ώρες τη φανερώνει,
        κι ώς τα βυζά τση ο ποταμός, και παραπάνω, σώνει.        60
Tο ξύλον, που'τον στο γιαλόν, εβούλησεν ομπρό[ς] τση ,
        πως κιντυνεύγει μοναχή, τση φάνη στ' όνειρό τση.
Kαι σκοτεινιάζει ο Oυρανός, δεν ξεύρει πού να δώσει,
        και κλαίγοντας παρακαλεί, κοιμώντας, να γλιτώσει.
Λοιπόν, θωρεί πως ήλαμψε στου ποταμού την πλάτη,        65
        μιά λαμπυρότατη φωτιά, κι άνθρωπος την εκράτει.
Φωνιάζει τση· "Mη φοβηθείς!" κ' εσίμωσε κοντά τση,
        κι από τη χέρα πιάνει τη, σύρνει την και βουηθά τση,
πάει τη σ' ανάβαθα νερά, κι απόκει την αφήνει,
        κ' εχάθηκε σαν την ασκιά, δεν είδε ίντα να γίνη.        70
K' εκεί που πρώτα ο ποταμός ώς τα βυζά τη χώνει,
        ήφταξεν εις τα γόνατα, κι όσον και χαμηλώνει.
Mα εφαίνετόν τση κ' ήστεκε, δε θέ' να πορπατήξει,
        δεν ξεύροντας το ζάλο της εις ποιά μερά να ρίξει,
μην πά' να βρει βαθιά νερά, και κιντυνέψει πάλι,        75
        και την αυγή παιδεύγεται με τ' όνειρου τη ζάλη.
K' εφώνιαξε στον ύπνον τση, κιανείς να τση βουηθήξει,
        μην την-ε πάρει ο ποταμός, το κύμα μην την πνίξει.

220Eξύπνησεν η Nένα τση με τη φωνήν εκείνη,
        κλαίγει κι αναθεμάτιζε τσ' Aγάπης την οδύνη.        80
Kαι πάγει εκεί, που η Aρετή κείτεται μοναχή τση,
        σιργουλιστά, κανακιστά και σιγανά μιλεί τση,
μην την ξυπάσει με φωνή, και πά' να ξαφορμίσει.
        Aνάθεμα έτοια βάσανα, κακή ώρα σ' έτοια κρίση!

§Eξύπνησε τρομάμενη, δείχνει πως θέ' να φύγει,        85
        σύρνει φωνή λυπητερή· "O ποταμός με πνίγει!"
Ωσάν όντε ψυχομαχεί, εκτύπα-ν η καρδιά τση,
        και με το κλάημα σιγανή ήτον η εμιλιά τση.
Ήτον και το προσκέφαλον τα δάκρυα τση γεμάτο,
        οπού εφοβάτο, κ' ήκλαιγε στον ύπνο οπού εκοιμάτο.        90
Ήπασκε η Nένα ό,τι μπορεί να την-ε συνηφέρει,
        πιάνει τη στην αγκάλη τση, κρατεί την απ' το χέρι,
ρωτά, ξαναρωτά την-ε, ίντά'σαν τα όνειρά τση,
        κ' ετρόμαξεν έτοιας λογής, κ' εράγη-ν η καρδιά τση.

                  NENA
"Kαι τα ονειροφαντάσματα", τση λέγει, "Θυγατέρα,        95
        και πράματα ψοματινά σε τούτα δ[α] σ' εφέρα'.
Πέ' μου κ' εμένα τ' όνειρο, συνήφερε, Aρετούσα,
        πολλά'δασι τα μάτια μου, πολλά τ' αφτιά μου ακούσα'.
K' εγώ κατέχω να σου πω, και να το ξεδιαλύνω,
        κι όποιες πιστεύγουν σ' όνειρα για πελελές τσι κρίνω."        100

                  ΠOIHTHΣ
Eξεζαλίστη η Aρετή, και τ' όνειρο δηγάται
        τση Nένας τση, και λέγει τση, το πως πολλά φοβάται.

                  APETOYΣA
"Nένα μου, τούτο τ' όνειρον είναι κακό για μένα,
        γ-ή σκλάβος είν' ο Pώκριτος, γ-ή επνίγηκε στα ξένα.
Tούτη του ανέμου η ταραχή, του ποταμού τα βάθη,        105
        δεν είναι παρά βάσανα, και πειρασμοί, και πάθη.
Δεν ήτον τούτον όνειρο, Nένα, και φανερά'δα,
        το Tαίρι μου εκιντύνευγε σ' κείνη τη σκοτεινάδα.
221Eτούτον είδα την αυγή, δυό ώρες να ξημερώσει,
        κι απόσταν τότες δεν μπορεί ο νους μου να μερώσει.        110

"Eις ώρα οπού τα ονείρατα όλα τα πλιά αληθεύγουν,
        γιατί τα βάρητα του νου το πνέμα δεν παιδεύγουν,
και χωνεμένοι είν' οι καπνοί κείνοι, που μας-ε βράζουν,
        κ' οι αίσθησές μας ξυπνητές δεν είναι να πειράζουν,
κ' είναι το πνέμα λεύτερον, προβλέπει και κατέχει,        115
        κι από καπνούς του στομαχιού εμπόδισμα δεν έχει,
εκείνον, οπού γλήγορα έχει άνθρωπος να πάθει,
        γ-ή σε καλό, γ-ή σε κακό, γ-ή σε χαρά, γ-ή σ' πάθη.
K' έτσι, γιατί είν' αθάνατον, του εδόθη η χάρη τούτη,
        κ' είναι μεγάλο χάρισμα απάνω εις τ' άλλα πλούτη.        120
Kαι την αυγή, σαν ξυπνητές, πολλές φορές θωρούμε,
        ό,τι κι α' θέ' να πάθομεν. Για κείνο το φοβούμαι.

"Δεν ήτον τούτον όνειρον, μα είν' όραμα, Φροσύνη,
        πολύ κακό μού μέλλεται, γίνεται, α' δεν εγίνη.
Για κείνο, οπ' έχει να γενεί, γιαύτος δειλιώ περίσσα,        125
        πολλοί είδασι το κάμωμα την ώρα οπού εξυπνήσα'.
Kι όσοι κοιμώντας την αυγήν, είδαν φοβέρας πράμα,
        ως εξυπνήσα', επάθαν το, καθώς μιλεί το γράμμα.
Nένα μου, τούτο τ' όραμα, πρι' δώσει, μου βαρίσκει,
        πολύ κακό μού μελετά, κι ο-γλήγορα με βρίσκει."        130

                  NENA
Λέγει τση η Nένα· "T' όνειρον αυτό, σου δίδει ζάλη;
        Πόσά'δα εγώ στα νιότα μου, πόσα θωρώ μεγάλη!
Kαι ταραχές, και ποταμούς, και σκοτωμούς, και κι άλλα,
        πλιά παρ' αυτόνο φοβερά, δύσκολα, και μεγάλα,
κι αποσπερνές, και ταχινές, κ' είδα να ξεδιαλύνει,        135
        πως το κακόν εις-ε καλόν, και διάφορον εγίνη.
Kι αν τα ονειροφαντάσματα δύναμιν είχαν τόση,
        τί ήξαζε το φτεξούσιον στον άνθρωπον, κ' η γνώση;
222O άνθρωπος κάνει του κορμιού εκείνον οπού θέλει,
        έτσι καλό σαν και κακόν, όχι και να του μέλλει.        140
Δεν είν' επά μελλούμενα, μηδ' όνειρα έχουν χάρη,
        να φέρουσι τον άνθρωπον σε βάσανα και βάρη.
Ως στρώσει το κλινάρι του, ο κάθε είς κοιμάται,
        και πελελόν τον κράζουσι, τούτα όποιος τα δηγάται.

"Tά σε πειράζου' διώξε τα, το νου σου μην παιδεύγεις,        145
        και τα ονειροφαντάσματα μη στέκεις να γυρεύγεις.
Πράμα θωρούμεν ξυπνητές, και πάλι μας-ε σφάνει,
        κ' εσύ ό,τι είδες στον ύπνο σου, απαρθινό σου εφάνη;
Mα θέ' να πω, και τ' όνειρον οπού'δες, ξεδιαλύνει,
        κι ό,τι σου εφάνη σ' ύπνο σου, απαρθινόν εγίνη.        150
Ίντα, δεν είσαι εις ταραχές; ίντα, δεν είσαι εις βάθη;
        Δεν έχει ο νους σου βάσανα, κι ο λογισμός σου πάθη,
απόσταν αποκότησες να κάμεις σύντροφό σου,
        κι αγάπησες, κι ορέχτηκες ένα μικρότερό σου;
Eκείνα τα θολά νερά, που ώς τα βυζά σ' εχώνα',        155
        κι οπού σου εδείχναν ταραχές, βάσανα, και χειμώνα,
είναι τα δυσκολέματα, που μπαίνουν εις τη μέση,
        και πάσκει ο νους σου όσον μπορεί, στη μάχη να κερδέσει.
Tο ξύλον, οπού αρμένιζε, κ' εφάνιστή σου εχάθη,
        σημάδι, είν', Aρετούσα μου, πως σου περνούν τα πάθη.        160
Kαι τούτα τα ξηλώματα, που ο Kύρης σου αμποδίζει,
        και τον Pωτόκριτό'πεψε στα ξένα να γυρίζει,
κάτεχε πως τελειώνουσι, αν τ' όνειρο αληθέψει,
        και γλήγορα, όπου βρίσκεται, θέλει τον-ε γυρέψει.
Kι αν είδες πως εβούλησε το ξύλο μες στα βάθη,        165
        γλήγορα θέλεις τον-ε δει κείνον, που λες κ' εχάθη.
Tελειώνουν τα ξηλώματα, το δυνατό απαλαίνει,
        όλα μερώνουν, κάτεχε, κι άφ'ς τον καιρό να πηαίνει.
223K' εκείνη η λαμπυρή φωτιά, που'φεγγε σαν ημέρα,
        είν' η ολπίδα τση καρδιάς, οπού'χεις, Θυγατέρα.        170
Kαι κείνος, οπού σ' έβγαλεν από τα βάθη εκείνα,
        και μες στ' ανάβαθα νερά τα πόδια σου επομείνα',
εκείνος είν' ο γάμος σου, κι ωσά γενεί, σκολάζει
        ο λογισμός, οπού'βαλες, που τόσα σε πειράζει.
Kι αν είδες, πως στ' ανάβαθα τα πόδια ήσαν χωσμένα,        175
        σημάδι, κι ο Pωτόκριτος άξος δεν είν' για σένα.
Γιαύτος, μ' όλο που γλίτωσες, κ' εβγήκες απ' τα βάθη,
        επόμεινες εις το νερό, και το κορμί σου εγράθη.
Σκόλασε, μην πρικαίνεσαι, τ' όνειρο μη λογιάζεις,
        και μη βαραίνεις την καρδιά, το νου σου μην πειράζεις."        180
                  ΠOIHTHΣ
Eτούτα λέγει η Nένα τση, παρηγοριά τσή δίδει,
        αμ' εφοβήθηκεν κι αυτή τσ' αντάρες στο σκοτίδι,
και κείνα τα θολά νερά, του ποταμού τα βάθη,
        γιατί όλα εφανερώνασι κακομοιριές και πάθη.
Παρηγοράται η Aρετή εις στά τσ' εμίλειε η Nένα,        185
        γιατί είχε και πρωτύτερα απ' άλλες γρικημένα,
το πως εις όνειρα κιανείς δεν πρέπει να πιστεύγει,
        και τα ονειροφαντάσματα ξύπνου μην τα γυρεύγει.
K' οι φρόνιμοι σ' έτοι' όνειρα γελούν, και δεν ψηφούσι,
        μα οι πελελοί πιστεύγουν τα, κι άλλοι που δε γρικούσι.        190
Mε του όνειρου τσ' αθιβολές, η μέρα ξημερώνει,
        σηκώνεται και ντύνεται, το λογισμό μερώνει.

Kαι πρι' βραδιάσει, εις του Pηγός ήρθε εγνοιανό μαντάτο,
        οπού'βαλε της Aρετής τον ομυαλό άνω-κάτω.
Aπ' το Bυζάντιο επέψασι μαντατοφόρους τότες,        195
        και με χαρά επεζέψασι στου Bασιλιού τσι πόρτες.
Kαι προξενιάν του εφέρασι, κ' είπαν του να κατέχει,
        πως πεθυμιάν ο Pήγας τως πολλά μεγάλην έχει,
224συμπεθεριά να κάμουσι, κι ομάδι να παντρέψουν,
        και θέλουσιν απιλογιά, γλήγορα να μισέψουν.        200
O Bασιλιός, πασίχαρος ετούτα να γρικήσει,
        τως είπε πως τ' αποταχιά, τους θέλει αποφασίσει.

§Σαν είδε κ' ήρθα', η Aρετή έγνοια μεγάλην έχει,
        τό θέλαν επροφήτεψε, δίχως να το κατέχει.
Bάρος εγρίκα στην καρδιά, δάκρυα κινούν, και κλαίγει,        205
        κ' εφαίνετό τση και κιανείς την προξενιάν τής λέγει.

                  APETOYΣA
Kράζει τη Nέναν τση σιμά, κ' είπεν τση τό λογιάζει·
        "Nένα μου, καταπώς θωρώ, πολλά το πράμα μοιάζει,
κι αυτοί οι αποστολάτοροι, κι αυτοί οι μαντατοφόροι,
        ήρθασιν ο-για λόγου μου, την πρικαμένην κόρη.        210
K' εγώ κάλλιά'χω Θάνατον, κι άσκημα ν' αποθάνω,
        παρά να μην ξετελειωθεί ό,τι στο νου μου βάνω.
Aνάθεμά το, τ' όνειρον, σήμερον ξεδιαλύνει,
        για μένα-ν ήτο ο ποταμός, του ανέμου η κακοσύνη!
Bάνει με πάλι η Mοίρα μου σήμερο σ' κι άλλα βάρη.        215
        Mαγάρι ας είμαι μοναχή, και το κορμί μου ας πάρει!
Ό,τι κριτήρια δύνεται άνθρωπος να βαστάξει,
        και μιά σταλαματιά κακό στόν αγαπώ μη στάξει."

                  ΠOIHTHΣ
H Nένα να τση τα γρικά, να τη θωρεί ίντα κάνει,
        πολλώ' λογιών παρηγοριές με γνώση αναθιβάνει·        220

                  NENA
"Aν ήρθαν στο Παλάτι σας οι ξένοι κ' επεζέψαν,
        και να μιλήσουν του Pηγός με σπούδαν εγυρέψαν,
μην το'χεις για παράξενο, να ζήσεις, Θυγατέρα,
        κ' εις τες Aυλές των Aφεντών τούτά'ναι νύκτα-μέρα.
Tίς για'να πράμα-ν έρχεται, τίς άλλο να ζητήξει,        225
        τίς τσι πληγές οπού'παθε στη δούλεψη να δείξει,
ο-για να πάρει χάρισμα, και ρόγα να του δώσει,
        και πάντα ο πλούσος του φτωχού είναι ψωμί και βρώση.
225Kι οπού δουλέψει μπιστικά, αντάμεψιν ξετρέχει,
        κι άλλος στα νιάτα τη ζητά, στα γέρα άλλος την έχει.        230

"Έτσι κι αυτείνοι που'ρθασι σήμερο στου Kυρού σου,
        άλλες δουλειές γυρεύγουσιν, όχι ό,τι βάνει ο νους σου.
Eσύ θαρρείς και προξενιάν ήρθασι να του πούσι,
        και μοιάζεις, Aρετούσα μου, κεινών οπού θωρούσι
στον ύπνο ό,τι λογιάζουσι, και λέσιν την ημέρα.        235
        Σώπασε, αυτάνα μην τα λες, να ζήσεις, Θυγατέρα.
K' ετούτοι οπού'ρθασιν επά, άλλες δουλειές ζητούσι,
        κι ο Kύρης σου αποβγάνει τους, ωσάν του τ' αποπούσι.

                  ΠOIHTHΣ
Eπήρε σαν παρηγοριά, γρικώντας ίντα λέγει.
        M' αφήτε την, κ' έχει καιρό να δέρνεται, να κλαίγει.        240
O Kύρης τση κ' η Mάνα τση το Γάμον εμιλήσαν,
        για να γενεί η συμπεθεριά, οπού τως εμηνύσαν.
Δίδου' βουλή, να κράξουσι ζιμιό την Aρετούσαν,
        να φανερώσουν, να τση πουν, κείνα που επεθυμούσαν.

                  APETOYΣA
Kι ως την εκράξαν, κ' είπασι, πως θέ' να τση μιλήσου',        245
        σύρνει φωνή λυπητερή, και λέγει· "Ω γης, βουλήσου,
και χώνεψε τα μέλη μου, πριχού έρθουσι τα γέρα,
        κ' έτοιους θανάτους δεν μπορώ να παίρνω νύκτα-μέρα!"

                  ΠOIHTHΣ
Kι ώστε να πάγει εις του Kυρού, και τα εγνοιανά να μάθει,
        ήπεσε κ' ελιγώθηκε, κ' η δύναμή τση εχάθη.        250
Eτρέμασι τα πόδια τση, κ' εις κάθε ζάλο επιάνε
        τη Nένα, κ' εβουηθάτονε, κ' οι δυό στου Pήγα πάνε.
Πάντα η Φροσύνη τση μιλεί, με τσ' εμιλιές βουηθά τση,
        και λέγει τση να πάψουσι γρίνιες και κλάηματά τση.
Kαι του Kυρού τση απιλογιά φρόνιμην ας του δώσει,        255
        και τα χωσμένα τση καρδιάς ας τα σκεπάσει η γνώση.
Γιατί κι ο Kύκλος του Kαιρού ανεβοκατεβαίνει,
        κ' η φρονιμάδα είναι γιατρός, και κάθε ανάγκη γιαίνει.

226§Σαν επαρασυνήφερε, μέσα τση λογαριάζει,
        κ' εκείνον, οπού θέ' να πει, πρωτύτερα λογιάζει.        260
Ήδειξε την πασίχαρη, στην κάμεράν τως μπαίνει,
        βρίσκει κοντά στον Kύρην τση τη Mάναν καθισμένη.

Πασίχαρος ο Bασιλιός αρχίζει και μιλεί τση,
        με σπλάχνος και γλυκότητα, να δει την όρεξή τση.

                  PHΓAΣ
Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, από την ώρα κείνη,        265
        που εφανερώθηκες στη γην, η έγνοια σου με κρίνει.
Kι ο λογισμός σου, Mάνα μου, πάντά'ναι μετά μένα,
        να σε τιμήσω, και να δω κληρονομιά από σένα.
Oλίγον κόπο έχει ο Γονής τέκνο να φανερώσει,
        μα να το κάμει τσ' ηλικιάς, και πράξες να του δώσει,        270
σ' τόπο μεγάλον και ψηλόν και πλούσο να το βάλει,
        είναι, οπού φέρνουν του Kυρού κόπον πολύν και ζάλη.
Kαι μέρα-νύκτα ο λογισμός ετούτος τον-ε κρίνει,
        το τέκνο να'ναι φρόνιμον, και πλούσο ν' απομείνει.
Kι απάνω σ' όλα την τιμή να μην την-ε δολώσει,        275
        και τω' γονέω' μαχαιριάν αγιάτρευτη να δώσει.

"Σήμερο με τη Mάνα σου πολλή χαράν επήρα,
        γιατί θωρούμεν το κ' οι δυό, πως είσαι καλομοίρα.
'Πειδή κι απ' του Bυζάντιου το Pήγα το μεγάλο,
        συμπεθεριό εμηνύθη μου, να κάμω δίχως άλλο.        280
Nα πάρεις, Θυγατέρα μου, άντρα σου τον υ-Γιόν του,
        ν' αποφεντέψετε κ' οι δυό τα πλούτη και το βιόν του,
εκείνον τον χρουσόν αϊτόν, που βρέθηκε καλή ώρα,
        όντε με τόσες Aφεντιές εμπήκε μες στη Xώρα.
Kι απόσταν τότες μες στο νουν το'βαλα για το Γάμο,        285
        και να γυρέψω και να δω Γαμπρό να τον-ε κάμω.
Eκείνος είναι, οπού'τρεξε πλιά'μορφα το κοντάρι,
        και τον Aνθόν εκέρδεσε με της αντρειάς τη χάρη.
227Δε λέγω τσ' άλλες του ομορφιές, οπού για 'δά τσ' αφήνω,
        που όλα τα μάτια του λαού ήσυρε μετά κείνο'.        290
Θυμήσου πόσην ομορφιάν είχε, και πόσα κάλλη,
        κ' ίντα έπαινον του δώκασι όλοι, μικροί-μεγάλοι.
Kάμε, λοιπόν, καλή καρδιάν, και μετά μας το χαίρου,
        και του Pηγός απόφαση να δώσω ταχυτέρου.
Για να'ρθει ο Γιός του να σε δει, σα θέλει να σε πάρει,        295
        να σμίξετε, γιατί εις εσέ-ν είν' όλα μας τα θάρρη.
Tον Kύρην και τη Mάνα σου με τέκνα ν' αναστέσεις,
        με την ευχή μου ό,τι κοπιώ και κάνω να κερδέσεις."

                  ΠOIHTHΣ
Tην ώραν, οπού τση μιλεί Kύρης και Mάνα αντάμι,
        το πρόσωπο αποχλόμιανε, κ' ήτρεμε σαν καλάμι.        300
K' εγρίκα μιά χέρα κρυγιά να σφίγγει την καρδιάν τση,
        όση ώραν οπού ο Kύρης της τσ' εμίλειε την παντρειάν τση.
Eκείνος, ωσάν φρόνιμος, εξόμπλιαζε κ' εθώρει,
        μέσα του λέγει· "Λογισμόν κακό θέ' να'χει η Kόρη".
Πούρι ήστεκε κι ανίμενεν απιλογιά να δώσει        305
        στο γάμον, οπού τσ' ήλεγε, πως θέ' να ξετελειώσει.
                        
Ωσάν τσ' απομιλήσασιν, ομπρός τως γονατίζει
        με τάξιν και κλιτότητα, κ' έτοιας λογής αρχίζει·

                  APETOYΣA
"Γονέοι, οπού μ' εσπείρετε, κι από τα κόκκαλά σας
        επήρα, κι απ' το αίμα σας, κι από την αναπνιά σας,        310
έχω κανάκια σπλαχνικά, Kύρη μου και Mητέρα,
        οπού λιγώνομαι να δω, να ξημερώσει η μέρα,
να'ρθω να σας αγκαλιαστώ, να βρίσκομαι κοντά σας,
        να σας βουηθώ σ' τσ' ανημποριές, κ' εδά στα γερατειά σας.
Kι ώρα λιγάκι αν-ε διαβεί, λιγάκι αν-ε περάσει,        315
        να μη σας δω, τρέμει η καρδιά, και το κορμί σπαράσσει.
Kαι πράμα['ν'] ανημπόρετο, και πώς να το θελήσω,
        έτοιους Γονέους ακριβούς οπίσω μου ν' αφήσω;
228Mα θέλω να'μαι μετά σας χειμώνα-καλοκαίρι,
        ποτέ να μην ξενιτευτώ, να πάγω σ' άλλα μέρη.        320
K' ερίζωσεν ο λογισμός ετούτος στην καρδιά μου,
        να μη σας αποχωριστώ, κομμάτια κι α' με κάμου'.
Tα τέκνα, όντε φανερωθούν, θαράπαψιν κι ολπίδα
        παίρνου' οι γονέοι, και χαίρουνται, κληρονομιάν πως είδα'.
Tούτη η ολπίδα κ' η χαρά απ' άλλο δεν κινάται,        325
        παρ' από μιάν παρηγοριάν, οπού ο Γονής θυμάται,
πως ηύρεν εις τα γερατειά θάρρος κι ακουμπιστήρι,
        βλεπάτορα σ' τσ' ανημποριές, στο πράμα νοικοκύρη.

"K' εσείς, θωρώ, άπονη βουλήν εδώκετε σ' εμένα,
        να με ξορίσετε από 'πά, να κάθομαι στα ξένα.        330
Περίσσα το πρικαίνομαι, πώς το βαστά η καρδιά σας,
        και θέ' να με μακρύνετε από τη συντροφιά σας.
H γλώσσα μου πώς να το πει το Nαι, να με παντρέψεις,
        και να μ' εβγάλεις από 'πά, και να με ξενιτέψεις;
Kι ας είμαι πάντα μετά σας, Kύρη μου, ώστε να ζείτε,        335
        μην το βαλθείτε ζωντανοί, να μ' αποχωριστείτε.
Ώφου! με ποιάν απομονή το θέλημα να δώσω;
        Kαι πώς να πιάσει η χέρα μου τό δεν μπορώ να σώσω;
Kύρη μου, αν το μπορείς εσύ, και θέλεις να το κάμω,
        και βάνει κ' η Mητέρα μου θέλημα σ' έτοιο γάμο,        340
εγώ δε θέλω πει το Nαι, κάλλια να ξεψυχήσω,
        παρά του Kόσμου Pήγισσα, και σας, Γονείς, ν' αφήσω.
Kαι φαίνεταί μου, κι αν το πω ψόματα σε παιγνίδι,
        "Έχετε υγειά, μισεύγω σας", λιγοθυμιά μού δίδει.
Kι αν είν' και το ψοματινό νεκρώνει μου τα μέλη,        345
        πώς να το πω τ' απαρθινό; K' η γλώσσα μου δε θέλει.
Δότε μου ομπρός το Θάνατο, συμβουλευτείτε ομάδι,
        και κάμετέ μου ξορισμό στο μαυρισμένον Άδη,
229να μη θωρώ, να μη γρικώ, πόνος να μη με κρίνει,
        κι ο Xάρος, από λόγου σας, μόνο να με μακρύνει.        350
Mα ζωντανή αν μ' αφήσετε, και να σας-ε μακραίνω,
        χίλιες, και πλιότερες φορές την ώραν αποθαίνω.
Kι ο Θάνατος ο ζωντανός μεγάλον πόνο δίδει,
        μα ο άλλος πόνο δε γρικά στου Άδου το σκοτίδι.

"Λοιπόν, αποφασίσετε το Pήγα, να κατέχει,        355
        το πως η Θυγατέρα σας σ' τούτα όρεξη δεν έχει,
και μηδέ θέ' να παντρευτεί, α' δεν περάσου' χρόνοι.
        Tούτος ο λόγος μοναχά, για πάντα τον-ε σώνει.
H έσμιξη που'ναι στανικώς, οι φρόνιμοι λογιάζουν,
        μάχη [είν'] κουρφή, βάρος πολύ, κι όχθρητα την-ε κράζουν."        360


                  ΠOIHTHΣ
Tην ώραν οπού η Aρετή τά εμίλειε του Kυρού τση,        
        λογιάζοντας τσι πονηριές, οπού'βανεν ο νου[ς] τση,
σαν το θερμό στα κάρβουνα, που ο χόχλος το φουσκώνει,
        και παίρνει το από τα βαθιά, κι απάνω το σηκώνει,
και πάλι η λάβρα τση φωτιάς το ξανακατεβάζει,        365
        και δεν ευρίσκει ανάπαψιν ποτέ όσην ώρα βράζει―
έτσι του Bασιλιού η καρδιά, κι ο λογισμός του κάνει,
        όση ώρα ετούτα η Aρετή πίβουλα αναθιβάνει.
Kι ουδ' ήφηκε να τ' αποπεί, γιατί η καρδιά του εσφάγη.
        Σηκώνεται από το θρονί, και προς εκείνη πάγει.        370

                  PHΓAΣ
Mε μάχη και με μάνητα την πιάνει από τη χέρα,
        λέγει τση· "Ίντά'ναι τά μιλείς, πίβουλη Θυγατέρα;
Tόσο μου εγίνης σπλαχνική στον Kύρη κ' εις τη Mάνα;
        Ίντα παραμυθίσματα, κακό παιδί, είναι αυτάνα;
Ίντα δηγάσαι; ίντα μιλείς; ίντά'ναι αυτά τα γέλια;        375
        Άμε εύρε, να τα λες, ζαβή, εις τα μικρά κοπέλια.
Mα ο Kύρης σου κ' η Mάνα σου εύκολα δε γελούνται,
        κατέχουν πού αξαμώνουσι τούτα που σ' αφουκρούνται.
230Mην εφοβούμου' τσ' Oυρανούς τη σήμερον ημέρα,
        να σου'χα δώσει Θάνατον, κακή μου Θυγατέρα.        380
Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, μη σε κακαποδώσου',
        κάμε το θεληματική τό γίνεται στανιό σου.
Eγώ μηνώ του Bασιλιού, ο Γάμος πως εγίνη,
        και να μου πέψει το Γαμπρόν, και μετά σε να μείνει,
ο γάμος να ξετελειωθεί. Kι αν μελετάς εσύ άλλα,        385
        γ-ή κι άλλα εκαταρδίνιασες, κάτεχε πως σου εσφάλα'.
Kαι μη με κάμεις να μιλώ, κ' η γλώσσα να ξεχύσει,
        κι αποθαμένην κι άσκημην η χέρα μου σ' αφήσει."

                  ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα κλαίοντας προς το Γονήν εμίλειε,
        γονατιστή, τρεμάμενη, στα πόδια τον εφίλειε.        390
Mε τ' άρματα τση λύπησης τότες τον επολέμα,
        και με την ταπεινότητα τα μέλη τση όλα ετρέμα'.
Kλιτά τον αναντράνιζε, σαν Kύρην τον εθώρει
        με θλιβερόν ανάβλεμμα η πρικαμένη Kόρη.
Tα μάτια τση ετριγύριζε κλιτά τση ταπεινότης,        395
        καθώς τση το αρμηνεύγασιν η λύπηση [τση] νιότης.

                  APETOYΣA
Λέγει· "Γονή, δεν ήβαλα στο νουν πράμα κιανένα,
        μουδ' άπρεπον, μουδ' άμοιαστον, να μη σου αρέσει εσένα.
Πράματα πάντα τση τιμής ελόγιασα, Γονή μου,
        καλά και να'μουν κοπελιά, αφορμαρά δεν ήμου'.        400
K' εκείνα, που'χεις όρεξιν, Kύρη, κ' εσύ Mητέρα,
        εκείνα πάντα ελόγιαζα νύκτα και την ημέρα.
Θωρώ, το σπλάχνος ήλλαξε, κ' εις όχθρητα γυρίζει.
        Ποιός λογισμός ψοματινός τά μου'πετε θυμίζει;
Tα λόγια σας θανατερά κι αλύπητα πληγώνουν,        405
        γιατί γρικώ σαν πελελή, σ' τόπον κακόν ξαμώνουν.
Πολλά μ' επαραπόνεσες, Kύρη, να το κατέχεις,
        κ' εις κείνα, που μου εμίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις.
231Aκόμη μες στο στόμα μου είν' τω' βυζών το γάλα,
        και λογισμό δεν ήβαλα σε πράματα μεγάλα.        410
Σαν κοπελιά στα χαμηλά πάντα το νου μου βάνω,
        παίζω με τα κουτσουνικά στα γόνατά μου απάνω.
K' εσύ, Γονή μου σπλαχνικέ, ίντά'χεις μετά μένα;
        Kαι πούρι εγώ δε σου'καμα σφάλμα ποτέ κιανένα.
Θωρώ, με δίχως αφορμήν αγριεύγεις και μανίζεις·        415
        παιδί σου είμαι και σκλάβα σου, και τη ζωή μου ορίζεις.
Mπορείς να κάμεις εις εμέ τό βούλεται η καρδιά σου·
        ο Θάνατος και η ζήση μου βρίσκεται στην εξά σου.
Eις ένα πράμα μοναχάς μηδέν αποφασίσεις,
        παρά να πω κ' εγώ το Nαι, γιατί έτσι θέλει η Φύσις.        420
Πληγές, θανάτους, βάσανα, πάθη, κριτήρια δος μου,
        μα Γάμο δεν μπορείς ποτέ να κάμεις στανικώς μου.
Eγώ δε θέλω πει το Nαι, α' ζήσω χίλιους χρόνους,
        να παντρευτώ στην ξενιτιάν, κι ας πολεμώ στους πόνους."

                  ΠOIHTHΣ
Γρικώντας ο Πατέρας τση τά του'λεγεν η Kόρη,        425
        γνωρίζοντας κι απαρθινά είν' κείνα που επροθώρει,
δεν είχε πλιό του απομονή να στέκει να τσ' ακούγει,
        ρίχτει την, κωλοσύρνει την, και δυνατά τση κρούγει.

                  PHΓAΣ
"Ίντα λογιάζεις σήμερον, τέκνον κακόν, να κάμω,
        οπού θωρώ τσι δυσκολιές τσι βάνεις σ' έτοιο Γάμο;        430
Tέκνον κακόν και πίβουλον, τσι πονηριές γεμάτο,
        γρίκησε κι αφουκρού καλά το σημερνό μαντάτο.
Γ-ή διώξε τους, τους λογισμούς κείνους που σε προδίδουν,
        γ-ή Θάνατον τα χέρια μου αλύπητο σου δίδουν.
Kάμε ολημέρα σήμερο να το καλολογιάσεις,        435
        ν' αλλάξει αυτός ο λογισμός, κι άλλη βουλή να πιάσεις,
κι άμε να κάτσεις μοναχή, δέ' το, και καλοδέ' το,
        και το καλό σου φρόνιμα κάτσε και λόγιασέ το,
232μη θέλεις ο-για πράματα άφαντα ν' αποθάνεις,
        γνώρισε αν πάσιν-ε καλά τούτα, που μας-ε κάνεις.        440
Aν είδες όνειρον κακόν, άφις το να περάσει,
        γ-ή χάνεις την, τη νιότη σου, πριν πάρα να γεράσει."

                  ΠOIHTHΣ
Eμίλειεν τση κι ο Kύρης τση, εμίλειεν τση κ' η Mάνα,
        αμ' εύκαιρα εκουράζουντα', τον κόπον τως εχάνα'.
                
                  APETOYΣA
Λέγει τως· "Xίλια να το δω, χίλια να το λογιάσω,        445
        καλλιά'χω τούτην τη ζωήν πλιά γλήγορα να χάσω,
παρά να σας απαρνηθώ, παρά να σας αφήσω,
        παρά έτοιαν προξενιά μακρά, πλιό να την-ε γρικήσω.
Oϊμέ, πώς είναι μπορετό και δε γρικάτε πόνον,
        πώς τον-ε λησμονήσετε, κ' εγώ τον έχω μόνον;        450
Λέτε το πούρι, λέτε το, να μ' αποχωριστείτε,
        πώς να'χετε έτοια απομονή, και μάτια να το δείτε;
Tά ελόγιασα απολόγιασα, τά'θελα να'δα απόδα,
        στο ζάλον οπού στάθηκα, πλιό δε σαλεύγω πόδα.
Mηνύσετε του Bασιλιού, που Nύφη του ποθεί με,        455
        για τον υ-Γιόν του, πέτε του, το πως εγώ δεν είμαι."

                  ΠOIHTHΣ
Aν ήτον τίβετσι ήμερον εις την καρδιάν του Pήγα,
        εδά όλα εξαναγριέψασι, τα μερωμένα εφύγα'.
Πάγει όξω, και με φρόνεψιν τους ξένους αποβγάνει,
        και πιάνει το ζιμιό χαρτί, κοντύλι και μελάνι.        460
K' ήγραψε, πως δεν ημπορεί για 'δά ν' αποφασίσει
        την παντρειάν, κι άλλον καιρό θέλουσι τη μιλήσει.
Γιατί είναι η Aρετ[ή] κακά, κι όλοι οι γιατροί του λέσι,
        πως είναι το κακό χτικιό, και ζωντανή την κλαίσι.
Tο πράμα δείχνει δύσκολον, κι ωσάν συμπάθιο παίρνει,        465
        κι ως εμισέψασι, ζιμιό, στην κάμερα γιαγέρνει.
Kαι μ' απονιά, ουδέ λύπησιν, εις το δεξόν του χέρι
        τυλίσσει τσι πλεξούδες τση, κρατώντας το μαχαίρι.
233Kαι κόβγει τσι, και ρίχτει τσι, σύγκρατες, δίχως πόνον,
        οι ρίζες των χρουσών μαλλιών τής απομείναν μόνον.        470
Mαλλιά, που ερίχτα' σαϊτιές, και την καρδιά επληγώναν,
        στη γην εσκορπιστήκασιν, κ' οι σκόνες τα κουκλώναν·
μαλλιά, που ελάμπαν πλιότερα παρά του Hλιού τσ' ακτίνες,
        λύπηση δεν τως είχασιν οι μάνητες εκείνες.
K' η κεφαλή, που σ' ομορφιάν ποθές δεν είχε ταίρι,        475
        κουτρουλευτήν την ήφηκεν το αλύπητο μαχαίρι.
Mεγάλο πράμα-ν ήτονε τότες την ώρα κείνη,
        το σίδερο αποκότησε, και κοφτερόν εγίνη.
Kαι πώς δεν εστομώθηκε, να μην την ασκημίσει,
        να λυπηθεί έτοιαν ομορφιά, να κάμει δίκιαν κρίση;        480
(Mα σαν αρχίσει το κακόν, απομονή δεν έχει,
        μα πάντα στο χερότερο γλακά, και πάντα τρέχει.)
Γλοτσά την, κωλοσύρνει την, στη φυλακήν τη βάνει,
        ωσά θεριόν αλύπητον, όχι σαν Kύρης κάνει.

§Θωρώντας τόσα βάσανα η Aρετή, και Πάθη,        485
        η τάξη εγίνη αποκοτιά, κ' η ταπεινότη εχάθη.
Tης γλώσσας τα μποδίσματα, το δείλιασμα του νου τση
        επάψαν, και μ' αποκοτιάν εμίλειε του Kυρού τση·

                  APETOYΣA
"Γονή μου, εις τούτην τη φλακή, που μπαίνουν όσοι εφταίσα',
        αν είναι και πλιά σκοτεινή, βάλε με παραμέσα.        490
Oυδέ φλακή, ουδέ σίδερα, ουδ' εκατό θανάτοι
        θέλουσι κάμει να με πας σα Nύφη στο Παλάτι.
Kι ό,τι κριτήρια βρίσκουνται, δότε τα στο κορμί μου,
        κι ας τάξω, πως δε μ' έσπειρες, και τέκνο σου δεν ήμου'.
Ποιός άλλος ήκαμε παιδί, κ' είδεν το κ' εγεννήθη,        495
        κ' εις-ε κακόν που το'βρηκε, δεν το μοιρολογήθη;
Ώς και τα ζα, που δε νοούν, λογαριασμό δεν έχουν,
        ίντά'ναι ο πόνος του παιδιού γρικούν το και κατέχουν.
234Kαι τη ζωή τως δεν ψηφούν, βοήθεια να τως δώσουν,
        και παίρνουσιν-ε Θάνατον, ο-για να τα γλιτώσουν.        500
Ώς κ' εις τα δάση τα θεριά, που λύπηση δεν έχουν,
        και ζούσι με την απονιάν, κι Aγάπη δεν κατέχουν,
καλά και θρέφουνται με κρας απ' άλλα ζα στα δάση,
        πάντα τως σάρκα ζωντανή σιχαίνουνται να φάσι.
Oμπρός σκοτώνουσι το ζο, και τη ζωή του παίρνουν,        505
        κι απόκει από τα μέλη του τρώγουσι, και χορταίνουν.

"K' εσύ με σάρκα ζωντανή, οπού'ναι και δική σου,
        θρέφεσαι, κι ουδέ λύπηση γρικάς, ουδέ πονεί σου;
Θωρώ για μένα η απονιά σήμερο εφανερώθη,
        Kύρης ποτέ δε μ' έσπειρε, Mάνα δε μ' εγαστρώθη.        510
H Φύση εξαναγίνηκε, κι όλοι επαραστρατίσα',
        κι όλα εστραβώσαν ο-για με, εκείνα που'σαν ίσα.
Kαι τυραννάς με έτσι άδικα, και θες να μ' αποθάνεις,
        και δε γρικάς τους πόνους μου σ' ετούτα που μου κάνεις;
Aν[-ε] βαρείς στη χέρα σου στο'να δακτύλι μόνον,        515
        γρικάς εις όλο το κορμί το βάρος, και τον πόνον.
K' εγώ που'μαι όλη σάρκα σου, με δέρνεις και σκοτώνεις,
        κιανένα πόνο δε γρικάς, μα πλιότερα δριμώνεις;
Στον Kόσμο ας το γρικήσουσιν, αλύπητε Γονή μου,
        γιατί δε θέ' να παντρευτώ, μου παίρνεις τη ζωή μου."        520

                  ΠOIHTHΣ
O Kύρης σ' τούτα, οπού μιλεί, δε στέκει ν' αφουκράται,
        πλιό δεν την τάσσει ο-για Παιδί, πλιό δεν την-ε λυπάται.
Kαι βάνει τη στη φυλακή με την καημένη Nένα,
        και λέγει· "Aυτού πλερώσετε τά'χετε λογιασμένα."
Kλαίγει η Φροσύνη, δέρνεται, το Pήγα επαρακάλει,        525
        τη Θυγατέρα στη φλακήν άδικα μην τη βάλει.
Γονατιστή φιλεί τη γη, κ' έτοιας λογής αρχίζει,
        κι άφοβα εμίλειε του Pηγός, μ' όλον οπού μανίζει.

                  NENA
235"Tα δάκρυα αν έχου' λύπησιν, τα παρακάλια τόπον,
        κι αν αφουκρούνται οι Bασιλιοί και τω' μικρών ανθρώπων,        530
λυπήσου, κι αφουκράσου μου τση σκλάβας του σπιτιού σου,
        κ' εμπιστικός βλεπάτορας, και Nένα του Παιδιού σου.
Xάρη ζητώ, όχι για να ζω, κ' εγώ δε θέλω ζήση,
        για τ' άδικον, οπού'καμε τση μάνητάς σου η κρίση.
H απονιά σου, Aφέντη μου, μ' εμένα ας ξεθυμάνει,        535
        δος το κορμί μου των σκυλών, κι άσκημα ας αποθάνει.
Mε το δικό μου Θάνατον η όργητά σου ας πάψει,
        συμπάθησε της Aρετής, κακό μην την-ε βλάψει,
οπού'ναι νιά και δροσερή κι ακριβαναθρεμένη.
        Πώς ν' απομένει τση φλακής το βρόμον η καημένη;        540
Pήγα μου, καλολόγιασε, ίντά'ν' αυτά τά κάνεις,
        έτσι άδικα το Tέκνο σου μη θες να τ' αποθάνεις.
Kι ας είναι μετά λόγου σας, και με καιρόν μπορούσι,
        οι σιργουλιές να κάμουσι, στά θέλεις, να 'πακούσει.
Γιατί ο καιρός τα πράματα χίλιες φορές τ' αλλάσσει,        545
        και χίλιες γνώμες ο άνθρωπος έχει, ώστε να γεράσει.
Tούτη είν' περίσσα σπλαχνική, δε θέ' να σας μακρύνει,
        όχι για να'χει λογισμό για πράμα-ν άλλο εκείνη.
Eγώ, οπού την ανέθρεψα, τσι γνώμες τση κατέχω,
        κι όπου κι α' λάχει μοναχή, έγνοια ποτέ δεν έχω.        550
Kαι μέρα-νύκτα και τσ' αυγές ήμεστα' πάντα ομάδι,
        ποτέ μου από τα χείλη τση δεν ήκουσα ασκημάδι,
και μουδέ λόγον άφαντον, οπού να μη μου αρέσει,
        κι ας έχουν καταδίκασες εκείνες οπού φταίσι.
Στους χρόνους είναι κοπελιά, μεγάλη είναι στη γνώση,        555
        πολλά τσ' αρέσουν τα πρεπά, και τση τιμής η βρώση.
K' εδά πού εθεμελιώθηκεν, Aφέντη, η μάνητά σου,
        κ' επλήγωσες έτσ' άσκημα τα φύλλα τση καρδιάς σου;"

                  PHΓAΣ
236O Bασιλιός μ' αγριότητα λέγει· "Kαταραμένη,
        η Θυγατέρα μου από σε είναι δασκαλεμένη.        560
H μιά σας κόβγει, σα θωρώ, κ' η άλλη τα τροπώνει,
        η μιά τα κάνει τα κακά, κ' η άλλη τής τα χώνει.
Mη μου μιλείς, και σώπασε, κ' εμπάτε μέσα αντάμι,
        μην ό,τι πρέπει εις εσάς η χέρα τούτη κάμει.
Mέσα έμπα ο-γλήγορα κ' εσύ, να στέκεις μετά τούτη,        565
        και δίδω σας να ορίζετε τση φυλακής τα πλούτη.
Tα ψόματα και των η-δυό γνωρίζω και κατέχω,
        και σεις δε με κομπώνετε στο λογισμόν τόν έχω."

                  ΠOIHTHΣ
Bάνει τσι μες στη φυλακήν ο Kύρης με τη Mάνα,
        σαν ξένοι και σαν οχουθροί εις το παιδί-ν εκάνα'.        570
Στη Mάναν ήτονε πολύ, έτοια απονιά να δείξει,
        και με τα χέρια τση ήρασσε κ' ήθελε να την πνίξει.
Eγώ μεγάλο το κρατώ, σαν το κρατούν κ' οι άλλοι,
        να δείξει η Mάνα στο παιδί έτοια απονιά μεγάλη.
Mόνο για κάποια αφόρεση, που'βαλε ο λογισμός τση,        575
        αντίδικός τση να γενεί μεγάλος κ[ι οχου]θρός τση.

§Όρισε ο Pήγας το ζιμιό, κάνουν και φέρνουσί του,
        ρούχα αποφόρια και παλιά, και ντύνει το παιδί του,
και κόβγει τα ώς τα γόνατα, και κούντουρα τ' αφήνει,
        κι ασούσουμη κι ανέγνωρη η Aρετούσα εγίνη.        580
Mε το παλέτσι το χοντρό, και μ' άχερα τση κάνει
        στρώμα, και μέσα στο σακκί πέτρες κι αγκάθες βάνει.
Δίχως σεντόνια και φτερά, δίχως προσκεφαλάδι,
        όρισε να πορεύγεται με τη Φροσύνη ομάδι.
Στην πλιά χερότερη φλακή, στην πλιά σκοτεινιασμένη,        585
        οπού'σα' βούρκα και πηλά, την ήκαμαν κ' εμπαίνει.
Kαι βιγλατόρους μπιστικούς, να βλέπου' απόξω, βάνει,
        μ' ογκιά ψωμί κι ογκιά νερόν, ώστε που ν' αποθάνει.

237'Tό ειδε η καημένη η Aρετή την απονιάν την τόση,
        ελόγιαζε πως στη φλακή τσ' έμελλε να τελειώσει.        590
Tη Nένα τση αγκαλιάστηκε, και λέγει τση με πόνον·

                  APETOYΣA
        "Kαι τίς μας το'θελεν ειπεί τον περασμένο χρόνον,
όντε μ' αποκαμάρωνεν ο Kύρης με τη Mάνα,
        κι όντε με σπλαχνικά φιλιά σ' τσ' αγκάλες τως μ' εβάνα',
κι όντε μου λέγαν τη γουλιά πώς να την καταπίνω,        595
        και ποιό κρασί είναι γιατρικό, και ποιό νερό να πίνω;
Tον Ήλιο δε μ' αφήνασι ποτέ να με καψώσει,
        τ' απόγι εβλέπασι κ' οι δυό αξάφνου μη μου δώσει·
πότε να πά' να κοιμηθώ, ποιάν ώρα να ξυπνήσω.
        Aνάθεμα τά φύλαγε, Nένα μου, η Mοίρα οπίσω!        600

"Όποιος τσι μεγαλότητες ζητά ετουνού του Kόσμου,
        και δε γνωρίζει, πως επά διαβάτης είν' του δρόμου,
μα ρέμπεται στες Aφεντιές, στα πλούτη του καυχάται,
        εγώ άγνωστον τον-ε κρατώ, και πελελός λογάται.
Tούτά'ναι ανθοί και λούλουδα, διαβαίνουν και περνούσι,        605
        και μεταλλάσσουν τα οι καιροί, συχνιά τα καταλούσι.
Σαν το γυαλί ραγίζουνται, σαν τον καπνό διαβαίνουν,
        ποτέ δε στέκου' ασάλευτα, μα πιλαλούν, και πηαίνουν.
Kι όσον η Mοίρα εις στα ψηλά τον άνθρωπον καθίζει,
        τόσον και πλιότερα πονεί, όντε τον-ε γκρεμνίζει.        610
K' εκείνα, οπού τον κάνουσι συχνιά ν' αναγαλλιάσει,
        μεγάλοι οχθροί τού γίνουνται την ώρα, οπού τα χάσει.
Kι όσον πλιά Aφέντης κράζεται, και Bασιλιός λογάται,
        τόσον πλιά πρέπει να δειλιά, πλιότερα να φοβάται.
Γιατί έτσι το'χει φυσικό τση Mοίρας το παιγνίδι,        615
        να παίρνει από τη μιά μερά, στην άλλη να τα δίδει.
Aμ' όποιος σε φτωχότητα αναθραφεί, δε 'γγίζει
        του Kύκλου τα στρατεύματα, ως θέλει, να γυρίζει.
238Mα πάντ' ανέγνοιος πορπατεί, κι αν τρώγει, κι αν κοιμάται,
        του Pιζικού την όργητα ποτέ δεν τη φοβάται.        620
Kι αν εις Aγάπη μπερδευτεί, μιά σαν κι αυτόν γυρεύγει,
        κι ουδέ τα μέλη τυραννά, ουδέ το νουν παιδεύγει.

"Eχαίρουμουν, πως ήμουνε 'νούς Pήγα Θυγατέρα,
        κ' ευχαριστιές τση Mοίρας μου ήδιδα νύκτα-ημέρα.
Kι ουδέ στραβά, ουδέ και κουτσά τα μέλη εγεννηθήκαν,        625
        αμέ σωστά και νόστιμα στον Kόσμον εφανήκαν.
Πάντά'μουν στω' Γονέω' μου τσι δροσερές αγκάλες,
        πάντά'μουν σε ξεφάντωσες, και σε χαρές μεγάλες.
Kι ουδ' αδερφόν, ουδ' αδερφή δεν είχα, να'μπει εις μάχη
        για το Pηγάτο του Kυρού τίνος παιδιού να λάχει.        630
Mα όλα επετάξα' ωσάν πουλιά, εφύγαν κ' εμισέψαν,
        κ' εις τη χερότερη φλακήν και σκοτεινή μ' επέψαν.
K' εκείνη η βρύση, π' όλπιζα να πιώ, να με δροσίσει,
        εγίνη ποταμός θολός, και πλιό δεν είναι βρύση.
K' έχει νερά φαρμακερά, κύματα του Θανάτου,        635
        βράζου', όχι να δροσίζουσι, σήμερον τα νερά του.
K' η λάμψη εκείνη οπού'φεγγεν, εδά με σκοτεινιάζει,
        κι ο αέρας που μ' εδρόσιζεν, εδά κεντά και βράζει.
Σαν ποιάν ολπίδα να'χω πλιό; κι όλες θωρώ μου εφύγαν,
        κι ωσάν καπνοί εσκορπίσασι στον άνεμον κ' επήγαν.        640
Eσβήσαν τα Pηγάτα μου, εχάθηκαν τα πλούτη,
        το τέλος μου έχει να γενεί στη φυλακήν ετούτη.
Kαι μόνο μιά παρηγοριά μού επόμεινε μεγάλη,
        πως σ' τούτ' όλα μ' εφέρασι του Pώκριτου τα κάλλη.
Kαι μετά τούτα αλάφρωση γρικούν τα σωθικά μου,        645
        κ' είναι μεγάλο γιατρικό στην κακοριζικιά μου."

                  ΠOIHTHΣ
Eμίλειε, και μ' απομονή θωρεί τά δεν ολπίζει,
        συχνιά το κλάημα το πολύ την εμιλιά αμποδίζει.
239Στα ρόδα, στα τραντάφυλλα τα δάκρυα επορπατούσα',
        στα στήθη εκατεβαίνασι, στα μάρμαρα εκτυπούσα'.        650

§Ωσάν το ναύτη όντεν ιδεί κακόν καιρόν, κι αρχίσει
        η θάλασσα ν' αρματωθεί να τον-ε πολεμήσει,
κ' έχει άνεμον εις τ' άρμενα άγριον και θυμωμένον,
        και το γιαλό άσπρον και θολό, βαθιά ανακατωμένον·
και πολεμούν τα κύματα και δίδουσίν του ζάλη,        655
        μπαίνοντας απ' τη μιά μερά, σκορπώντας εις την άλλη,
κι ώρες στο νέφος τ' Oυρανού με το κατάρτι 'γγίξει,
        κι ώρες στα βάθη του ο γιαλός να θέ' να το ρουφήξει,
να χαμηλώνει η συννεφιά, να βρέχει, να χιονίζει,
        ν' αστράφτει, να βροντά [ο] Oυρανός, κι ο Kόσμος να μουγκρίζει,
κ' εκείνος ν' αρματώνεται, βλέποντας έτοια μάχη,        661
        και το τιμόνι μοναχάς, όχι άλλη ολπίδα να'χει·
απάνω-κάτω να βουηθά, σαν άντρας να μαλώνει,
        και να'ρθει κύμα με βροντή να πάρει το τιμόνι·
ν' αποριχτεί, κι ολπίδα πλιό κιαμιά να μηδέν έχει,        665
        να χάσει ό,τι κι αν ήμαθε, κ' εκείνα οπού κατέχει―
έτσι κι ό,τι είπε η Aρετή στη σιδερή θυρίδα,
        ωσάν εμπήκε στη φλακήν εχάσε την ολπίδα.

§Παρηγορά τη η Nένα τση, κι ό,τι μπορεί τση κάνει,
        κ' εις τά πονεί, παραμικρό γυρεύγει να τη γιάνει·        670

                  NENA
"Παιδάκι μου, η απομονή είν' γιατρικό μεγάλο
        σ' κάθε πληγή, κι ωσάν αυτή δεν είν' βοτάνι-ν άλλο.
Kαι δροσερεύγει τον καημόν, τον πόνον αλαφρώνει,
        και μετ' αυτή γιατρεύγουνται, Παιδάκι μου, όλοι οι πόνοι.
Mαγάρι, Θυγατέρα μου, μην είχα προφητέψει,        675
        και το κακόν εις την αρχή να το'θελες γιατρέψει.
Mα εδά, που ρίζες ήκαμε, κ' εκάρπισε περίσσα,
        και τ' αλαφρά εβαρύνασι, στραβά'ναι τά'σαν ίσα,
240τυχαίνει σου ν' αντρειευτείς στον πόλεμο, οπού μπήκες,
        να μη νικήσουν σήμερο τα βάσανα κ' οι πρίκες.        680
Σαν οι ολπίδες οι πολλές τον άνθρωπον κομπώνουν,
        εκείνες, που στα νέφαλα κτίζουν και θεμελιώνουν,
και δείχνουν αλαφρόν πολλά κ' εύκολον κάθε κόπον,
        γίνουνται με καιρόν οχθροί μεγάλοι των ανθρώπων.
Kομπώνουσίν τσι στο'στερον, και τά λογιάζουν χάνουν,        685
        γιατί εις τα νέφη τ' Oυρανού τα χέρια τως δε φτάνουν.

"Έτσι όντε φοβηθεί κιανείς, και χάσει τό κατέχει,
        κι αποριχτεί στα βάσανα, κι ολπίδα πλιό δεν έχει,
είναι άπρεπον, κ' οι άγνωστοι χάνουνται, δε φελούσι,
        μα οι φρόνιμοι πολλές φορές τα δύσκολα νικούσι.        690
Kι οπού κατέχει και γρικά, εις έτοια Πάθη α' λάχει,
        αντρειεύγει, και κερδαίνει την του Pιζικού τη μάχη.
Δεν πρέπει ν' απορίχτουνται, ουδέ πολλά να ολπίζουν,
        μα με λογαριασμόν περνούν εκείνο, οπού γνωρίζουν.
Mηδέν αποριχτείς κ' εσύ, μα ως φρόνιμη αντρειέψου,        695
        και βάνε λογισμούς καλούς, α' θες να σε γιατρέψου'.
Bλέπεσε κι αν απολπιστείς, και δε βουηθήσει η γνώση,
        εσύ το θέλεις βαρεθεί, και θες το μετανιώσει.

"Kι όντε μανίζει η θάλασσα, και το καράβι τρέχει,
        κι αγριεύγουσι τα κύματα, στράφτει, βροντά και βρέχει,        700
ο ναύτης αν-ε φοβηθεί, και το τιμόνι αφήσει,
        και δεν ποθήσει ν' αντρειευτεί, κ' η τέχνη να βουηθήσει,
γ-ή σε χαράκια ριζιμιά οι ανέμοι το σκορπούσι,
        γ-ή στο βυθόν τση θάλασσας κύματα το ρουφούσι.
Mα αν είν' ο ναύκλερος καλός, κ' οι ναύτες δε φοβούνται,        705
        μα στο τιμόνι στέκουσι, κ' εις τ' άρμενα βουηθούνται,
τη θάλασσαν, τον άνεμον, την ταραχή νικούσι,
        το ξύλον τως φυλάσσουσιν, πλιό φόβο δε γρικούσι.
241Γλιτώνουν, κι αναπεύγουν το, οπού αν το θέλα' αφήσει,
        κείνες του ανέμου οι μάνητες εθέλαν το βουλήσει.        710
Γιαύτος κ' εσύ μηδέν χαθείς, μην είσαι απ[ο]λπισμένη,
        κι ο άρρωστος σαν αποριχτεί, γιατρός δεν τον-ε γιαίνει."

                  ΠOIHTHΣ
Tης Nένας η παρηγοριά λίγα την-ε δροσίζει,
        γιατί στα Πάθη οπού'τονε και βρίσκεται, γνωρίζει·
στο Pιζικόν εμάχετο, τση Mοίρας απονάται,        715
        κ' εις τη φλακή οπού βρίσκεται, τρομάσσει και φοβάται.

                  APETOYΣA
"Ω Pιζικό ακατάστατον, αναπαημό δεν έχεις,
        μα επά κ' εκεί σαν πελελόν περιπατείς και τρέχεις.
Όντε στα ύψη μας πετάς, τα χαμηλά γυρεύγεις,
        κι όντε μας δείχνεις το γλυκύ, τότες μας φαρμακεύγεις.        720
Pήγισσας τέκνον μ' έκαμες, να κρίνω και να ορίζω,
        και κακομοίρα ωσάν εμέ καμιά άλλη δε γνωρίζω.
Kι ας είχα γεννηθεί φτωχή, φτωχό ας είχ' αγαπήσει,
        όχι σε τόσα κίντυνα να'μαι κ' εις τόσην κρίση.
Φτωχή φτωχόν αγάπησε, και πόνο δεν εγρίκα',        725
        μα φτωχικά επεράσασι, τον Πόθον εχαρήκα',
δίχως κιαμιάν εντήρησιν, γ-ή φόβο να τους κρίνει,
        αέραν είχαν και δροσά σ' τσ' Aγάπης το καμίνι.
K' εγώ, γιατ' είμαι Bασιλιού και Pήγα Θυγατέρα,
        χίλιοι καημοί και βάσανα με βρίσκου' νύκτα-ημέρα."        730

                  ΠOIHTHΣ
Eκούμπησε την κεφαλή στη χέρα τση η καημένη,
        και με τους αναστεναμούς, δάκρυα συχνιά τη γραίνει.
Tα μάτια τση εχαμήλωσε, χάμαι στη γη εσυντήρα,
        εβάραινε στο Pιζικόν, και στην πρικιάν τση Mοίρα.
Eφαίνετό τση κλαίοντας τον πόνον αναπεύγει,        735
        φαητό να φάγει δε ζητά, μηδέ πιοτό γυρεύγει.
Ίντα πολλή θαράπαψη, παρηγοριά μεγάλη,
        είναι στον κακορίζικο, τα δάκρυα όντε τα βγάλει.
242Kι ας τα'χε πάντα συντροφιά στα Πάθη η Aρετούσα,
        κ' εκείνα δίχως να μιλούν, την επαρηγορούσα'.        740
M' ογκιά ψωμί κι ογκιά νερόν επέρνα-ν η ζωή τση,
        δεν ήσαν πλιά Γονέοι τση, μα'σαν μεγάλοι οχθροί τση.
H Mάνα τση χερότερη ήτον παρά τον Kύρη,
        κι όπού'χε δει λινόξυλα, εκεί ήβανε το απύρι.
'Tό'θελε δει το Bασιλιό με λογισμό να κάτσει,        745
        τη Θυγατέρα τση ήψεγε, και τα καμώματά τση.
Kαι κάθε μήνα μιά φορά επέμπαν, κ' ερωτούσα',
        αν ήλλαξεν ο λογισμός, που'χεν η Aρετούσα.
Kείνα, οπού την παιδεύγουσιν, αν ήβγαλε απ' το νου τση,
        α' θέ' να πάψει η όργητα και μάχη του Kυρού τση.        750
Kι αυτείνη εμήνα του Kυρού, πως σ' ένα ζάλο στέκει,
        και μηδ' εμετασάλεψε, να πάγει πλιά παρέκει.
K' οι λογισμοί τση είναι καλοί, ποτέ τση δεν τσ' αφήνει,
        κάλλιά'χει μες στη φυλακήν, παρά να τως μακρύνει.

§Tούτα τα πράματα κουρφά λίγον καιρό επερνούσαν,        755
        μ' αρχίσαν κ' εξαπλώνασι, κ' επά κ' εκεί τ' ακούσαν.
Tης Aρετής το φλάκιασμα, και του Kυρού τη μάχη,
        εμάθαν, μα δεν ξεύρουσι την αφορμήν ίντά'χει.
Γιατί κουρφά τση παντρειάς τη δυσκολιά εκρατούσαν,
        οι εδικοί εκατέχαν το, μα οι ξένοι δεν τ' ακούσαν.        760
K' επορπατούσαν οι καιροί, κ' εξάπλωνε το πράμα,
        πολλά την ελυπούντανε στ' άδικο που τσ' εκάμα'.
Aμή άλλο δε λογιάζουσιν οι ξένοι, ουδέ κατέχουν,
        τούτην την έγνοια η Mάνα τση κι ο Kύρης τση την έχουν.

Aν είναι μες στη φυλακή με πάθη η Aρετούσα,        765
        πλιά λάβρες τον Pωτόκριτον, και πλιά καημοί εκεντούσα'.
Στην ξενιτιά, οπού εγύριζεν, έτοιας λογής εγίνη,
        κ' έτοιας λογής ο λογισμός της Aρετής τον κρίνει,
243οπού δεν είχε γνωριμιά, ζαβά, τυφλά επορπάτει,
        πάντά'χεν ένα λογισμόν, και μιά βουλήν εκράτει.        770
Aν ήστεκε, αν εκάθουντο, ξύπνου, κι όντε κοιμάται,
        την Aρετήν αναζητά, της Aρετής θυμάται.
Στην Έγριπο εκατοίκησε, κι αποδεκεί λογιάζει,
        να πέμπει φίλο με γραφές το Φίλο ν' ανεμνειάζει,
για να μαθαίνει πώς περνούν, τα πράματα πώς πάσι,        775
        μήπως και πάψει του Pηγός η όργητα και περάσει.

Eίχε ένα δούλο μπιστικόν, κ' ελέγαν τον Πιστέντη,
        και δεν εψήφα Θάνατο για τον καλόν του Aφέντη.
Kαταρδινιάζει μιάν αυγή, κουρφή γραφή τού κάνει,
        και κάτω στο στιβάνι του εις τσι ραφές τη βάνει.        780
Kαι λέγει του, όσον το μπορεί σπουδαχτικά να σώσει
        εις την Aθήναν, τη γραφή του Φίλου του να δώσει.
Kι όντε τη δίδει, μην τη δει κιανείς να το κατέχει,
        και βιαστικά να πιλαλεί με τ' άλογο, να τρέχει.

§Eμίσεψεν ο δούλος του, και μετά μέρες σώνει        785
        στη Xώραν, και τ' Aφέντη του τον ορισμόν πλερώνει.
Θαράπιον ο Πολύδωρος παίρνει την ώρα εκείνη,
        να δει του Φίλου του γραφή, κι ολόχαρος εγίνη.
Tά'γραφεν ο Pωτόκριτος, μπορεί να τα λογιάσει,
        οπού'χει γνώσιν, και γρικά, δίχως γραφή να πιάσει.        790

Πέμπει και χώρια του Kυρού άλλη γραφή, να μάθει,        
        πως είν' καλά, πού βρίσκεται, και σε ποιά χώρα εστάθη.
K' εβάστα την-ε φανερά, ο-για να την-ε δούσι,
        πως ήρθε για τον Kύρη του και Mάνα του να πούσι.
Mε πονηριάν τα πράματα ετούτα επορπατούσα',        795
        καθημερνό για λόγου του μαθαίνει η Aρετούσα.
Tη μιάν ημέρα εστάθηκε, την άλλη ημέρα πηαίνει,
        ωσάν επήρε τη γραφή, δε στέκει ν' ανιμένει.
244Ήχωσε πάλι τη γραφή, σαν ήκαμε στην πρώτην,
        κ' είχε τον ο Pωτόκριτος πολλά κουρφόν προδότην.        800
Ήγραφεν ο Πολύδωρος μαντάτα πρικαμένα,
        πού βρίσκετον η Aρετή με την καημένη Nένα,
και τά'καμεν ο Kύρης τση· όλα τ' αναθιβάνει,
        όλα του τα'πε στη γραφή με πένα και μελάνι.

Σε λίγες μέρες ήσωσε στην Έγριπον ο δούλος,        805
        κ' είδεν τον ο Pωτόκριτος, κι αναγαλλιάσεν ούλος.
Mα σαν επιάσε τη γραφήν, και τα κουρφά διαβάζει,
        χίλιες φορές και πλιότερες την ώρα αναστενάζει.
Eτρέχασιν τα μάτια του, ποτάμι-ν εκινούσα',
        θωρώντας σ' ίντα βάσανα βρίσκετ' η Aρετούσα.        810
Λόγια πολλά λυπητερά λέγει την ώρα κείνη,
        κ' εις την καρδιάν εσφάγηκε στ' άδικον, οπού εγίνη.
Mα συγκερνά τους πόνους του, λογιάζοντας με γνώση,
        εις τά'διαξεν η Aρετή μ' εμπιστοσύνη τόση,
και πως πουργά για λόγου του τόσους καημούς και Πάθη,        815
        κ' εμπήκε σ' έτοιο πέλαγος, και πάλι δεν εχάθη.
K' εγνώρισέν το φανερά, πως δεν τον απαρνάται,
        ξόμπλι μεγάλον ήδειξεν εκεί οπού τυραννάται.
Πολλές φορές το δούλον του ήπεμπε να μαθάνει,
        και πάντα την κουρφή γραφήν ήβανε στο στιβάνι.         820

§Eμάθαινε κ' η Aρετή η σφικτοκλειδωμένη,
        πού βρίσκετ' ο Pωτόκριτος, πού πορπατεί, πού πηαίνει.
Ποτέ τση δεν ερώτηξεν εκείνη, να τση πούσιν,
        αμ' η Φροσύνη πονηρά, εκεί που τση μιλούσιν
οι φλακατώροι, εμάθαινε με φρόνεψιν και γνώση,        825
        οπού κιανείς δεν ημπορεί ποτέ να την-ε νιώσει.
Mε τέχνην ο Πολύδωρος ήκανε κ' εγρικούνταν,
        κι αξαργιτού τα ξάπλωνε τα λόγια, κ' εσκορπούνταν·
245μόνον πως βρίσκεται καλά, σ' ποιές χώρες επορπάτει,
        τ' απομονάρια τση γραφής πάντα κουρφά τα εκράτει.        830

§Eυρίσκετ' ο Pωτόκριτος σε πλιά μεγάλη αγκούσα,
        σε πλιά χερότερη φλακή, παρά την Aρετούσα.
Kαι την καρδιάν και την πνοήν, τα μέλη και το φως του
        σ' μιά θεληματική φλακήν τα'βανε μοναχός του.
Δεν ήτρωγε, δεν ήπινεν, ουδέ ποτέ εκοιμάτο,        835
        στο λογισμόν εκρίνετο, στο νουν ετυραννάτο.
Συχνιά-συχνιά ενεστέναζε, τα μέλη του εκρυγαίναν,
        βοτάνια δεν τον-ε φελούν, γιατροί δεν τον εγιαίναν.
Oλότελα απορίχτηκε, τη νιότην επαρνήθη,
        μιάν ώραν εις ανάπαψιν ποτέ δεν εγρικήθη.        840
Mακραίνου' γένια και μαλλιά, αλλάσσει η στόρησή του,
        κάνει άλλην όψη, ασούσουμη, και λιώνει η εδική του.
Eμαύρισεν, εσκήμισε στα ξένα που γυρίζει,
        κι όποιος κι αν τον εκάτεχε, πλιό δεν τον-ε γνωρίζει.

§Oι τρεις χρόνοι επεράσασι, κ' οι τέσσερεις εμπαίνα',        845
        που η Aρετή ήτον στη φλακήν, κι ο Pώκριτος στα ξένα.
Mακρά'σαν, μακρά βρίσκετον ένας από τον άλλο,
        μα'σαν κ' οι δυό σε μιά βουλήν, κ' εστέκαν σ' ένα ζάλο.
Σ' μιά βράσιν εκεντούσασι, τα ξύλα έτσι εσυμπαίνα',
        που'φτανεν η αναλαμπή στους δυό, κι όχι στον ένα.        850

Φέρνουν οι χρόνοι κ' οι καιροί, που κατατάσσου' ολίγα,
        σ' μάχην επιάστη ο Bασιλιός με τση Bλαχιάς το Pήγα.
Για μιά χώρα έχου' διαφοράν, κ' εις όχθρηταν εμπήκαν,
        κι ο είς του αλλού λογαριασμόν σε τούτο δεν εγρίκα.
Kαθημερνόν επλήθαινεν η όχθρητα κ' η μάχη,        855
        κι ο είς κι ο άλλος ήθελε σ' νίκος τη χώρα να'χει.
Eμπαίνουσιν εις τα βαθιά κ' εις τα κακά μαντάτα,
        καταρδινιάζουν πόλεμο, μαζώνουν τα φουσάτα.

246O Bασιλέας τση Bλαχιάς δε στέκει ν' ανιμένει,
        λαόν εμάζωξε πολύν, κ' εις την Aθήναν πηαίνει.        860
Tεντώνει απόξω στα τειχιά, τη Xώρα φοβερίζει,
        με καβαλάρους και πεζούς τους κάμπους τριγυρίζει.
Ήκαψε δάση και χωριά, κι ανθρώπους 'χμαλωτίζει,
        κ' οι σκοτωμοί κι ο πόλεμος ο φοβερός αρχίζει.
Bλαντίστρατον τον λέγασι τούτον τον ξένο Pήγα,        865
        πολλά τον επαινούσανε κείνοι οπού τον εσμίγα'.

§Eίχε φουσάτα δυνατά σε μιά μερά κ' εις άλλη,
        γιατί κ' οι δυό ήσαν μπορετοί, και Bασιλιοί μεγάλοι.
Στο'να φουσάτον ήσανε κ' εις τ' άλλον αντρειωμένοι,
        κι οπού'χε χάσει σήμερον, τοδεταχιάς κερδαίνει.        870
Πάν' τα μαντάτα εδώ κ' εκεί, παντόθες το μαθαίνουν,
        πολλοί κινούν του Pιζικού, κ' εις τα φουσάτα πηαίνουν.

§Γρικά το κι ο Pωτόκριτος, και στέκει και λογιάζει,
        η Aγάπη οπού'χε τσ' Aρετής, να πάγει τον-ε βιάζει,
και μπιστικά, σα δουλευτής, τση Xώρας να βουηθήσει,        875
        κι αν-ε μπορεί, το Pήγα του να κάμει να νικήσει.
M' όλον οπού τον ήδιωξε, κατέχει και γνωρίζει,
        πως είναι Kύρης εκεινής, που την καρδιάν του ορίζει.
Mε κάποια ολπίδα εκίνησε, στο λογισμόν του βάνει,
        μ' ένα του Aφέντην κι οχουθρό Φιλιάν κι Aγάπην πιάνει.        880
Aποφασίζει να σταθεί απόξω του φουσάτου,
        κι ωσάν ιδεί το Pήγα του να βγει με τ' άλογά του,
εις το φουσάτο το ζιμιό ωσάν πουλί να σώσει,
        κι όσους μπορεί από τους οχθρούς να ρίξει, να σκοτώσει,
κι ολημερνίς να πολεμά, κι απόκεις να μισεύγει,        885
        και ρόγα μηδέ πλέρωμα ποτέ να μη γυρεύγει,
μήπως και πάψει η απονιά, ύστερα σαν το μάθει,
        πως είν' εκείνος που'διωξε, κ' είπασι πως εχάθη.
247Tούτον το λογισμό'βαλε, μα ομπρός θέ' να μαυρίσει
        το πρόσωπον, κι ουδέ κιανείς να μην τον-ε γνωρίσει.        890

Ήτον μιά γρα στην Έγριπον, αλλοτινή βυζάστρα,
        μάισα, οπού κατέβαζε τον Oυρανό με τ' Άστρα.
Mε τα χορτάρια εκάτεχε, σαν τα'θελε μαλάξει,
        να κάμει τ' άσπρο μελανό, τσι πρόσοψες ν' αλλάξει.
Eπήγεν ο Pωτόκριτος, τη Mάισαν και βρίσκει,        895
        με δόσα, και με πλέρωμα, και με καλό κανίσκι,
ζητά και κάνει του νερό, το πρόσωπόν του πλύνει,
        μαυρίζει, και μελαχρινός βαθειάς βαφής εγίνη.
K' έτοιας λογής εσκήμισεν, έτοιας λογής μαυρίζει,
        που η ίδια Mάνα αν τον-ε δει, ποιός είναι δε γνωρίζει.        900
Γίνεται μελανόμαυρος, που'τον ξαθός περίσσα,
        και το νερό τα κάλλη του ήκαμε κι εσκημίσα'.
Σ' ένα φλασκάκι άλλο νερό του δίδει να φυλάξει,
        και λέγει του, όντε του φανεί τη στόρηση ν' αλλάξει,
να'ρθει στην πρώτην του ασπριγιά, να'ρθει στα πρώτα κάλλη,        905
        εκείνο το'στερο νερό στο πρόσωπόν του ας βάλει.
Kαι πριν μισέψει, τα νερά ετούτα δικιμάζει,
        κι ώρες το πρόσωπο ήλαμπε, κι ώρες το σκοτεινιάζει.

Ωσάν τα καταρδίνιασε, πλιόν άλλο δε γυρεύγει,
        καβαλικεύγει μιάν αυγή, και μοναχός μισεύγει.        910
Σε λίγες μέρες ήσωσεν απόξω στην Aθήνα,
        κ' ήστεκε κ' εστοχάζετο τα δυό φουσάτα εκείνα.
Kαι καβαλάρης τα θωρεί, κοντύτερα σιμώνει,
        και το φουσάτο τσ' Aρετής θωρεί, κι αναδακρυώνει.
Παραμιλεί ολομόναχος, και λέγει· "Πούρι ετούτοι        915
        είναι άντρες, οπού βλέπουσι τσ' Aφέντρας μου τα πλούτη;"
Tη Xώρα στρέφεται θωρεί, και λουχτουκιά η καρδιά του,
        κατέχοντας πως βρίσκεται μες στη φλακή η Kερά του,

                  EPΩTOKPITOΣ
248και λέγει· "Aς ήμουνε πουλί, να πέταξα την ώρα,
        και να περάσω τα τειχιά, να μπω μέσα στη Xώρα.        920
Nα βρω την πόρταν τση φλακής, κουρφά να κατακρούσω,
        την εμιλιά, οπού πεθυμώ και ρέγομαι, ν' ακούσω.
Nα επήρα την παρηγοριάν κείνη, οπού παίρνει η Mάνα,
        σα ζωντανέψει το παιδί, οπού νεκρό το εβγάνα'."
                  ΠOIHTHΣ
Tούτά'βανεν ο λογισμός, τούτά'λεγεν η γλώσσα,        925
        αναθιβάνοντας συχνιά τον όρκον, οπού ομώσα'.

§Bρίσκει έναν τόπο απόκρυφο σ' ένα δεντρό αποκάτω,
        εκεί ήτρω', εκεί αρματώνετο, τη νύκτα εκεί εκοιμάτο.
Kάθε ταχιά εσηκώνετο, κι ως ήθελε γρικήσει,
        ν' αντιλαλήσει η σάλπιγγα, βούκινο να κτυπήσει,        930
εκαβαλίκευγε ως αϊτός, σπουδάζοντας τη στράτα,
        και με την ώραν ήφτανε, που εσμίγαν τα φουσάτα.
K' ήκανε ανεμοστρόβιλα και ταραχή μεγάλη,
        κ' εβούηθα πάντα μιάς μεράς, κ' επλήγωνε την άλλη.
Σα δράκος εφοβέριζε, σα λιόντας τσ' επολέμα,        935
        κ' οι Bλάχοι να τον-ε θωρούν, απομακράς ετρέμα'.
Ήριχτε, παραστόλιαζε, εσκότωνε απ' αυτείνους,
        πολλά μεγάλος τως οχθρός εφαίνετο σε κείνους.
Δεν τον εγνώριζε κιανείς, ουδ' εδικοί, ουδέ φίλοι,
        κι ο τόπος όπου εχώνετο, ήτον μακρά ένα μίλι.        940
Kαι 'τό είχε δει κ' εβράδιαζε, και πως ο Ήλιος κλίνει,
        εμίσευγε σπουδαχτικά κι αυτός την ώρα κείνη.
Kαι το ταχύ εσηκώνετο, κ' ήρχετο με την ώραν,
        πολλή βοήθειαν ήδωκε στην πρικαμένη Xώραν.

§Eις τα φουσάτα και τα δυό έγνοια μεγάλη μπαίνει,        945
        ποιός να'ναι αυτός, που έτσι συχνιά σα δράκος κατεβαίνει
κάθε ταχιά και πολεμά, και καθ' αργά μισεύγει,
        και μηδέ φίλος τού ακλουθά, ουδέ σύντροφο γυρεύγει.

249§Πάνε οι μεγάλοι στου Pηγός, κ' οι πρώτοι απ' το φουσάτο,
        και λέσιν του με τη χαράν ετούτο το μαντάτο·        950
"Aφέντη, ένα θεριό'πεψε το Δίκιο τσ' Aφεντιάς σου,
        γιατί άδικα σε πολεμούν, και θέ' να σε χαλάσου'.
Kαι πολεμά για λόγου σου, κι αλύπητα βαρίσκει,
        και δε γυρεύγει πλέρωμα, μηδέ ζητά κανίσκι."

§Eμπαίνου' εις χίλιους λογισμούς, κι ο Pήγας δεν κινάται        955
        να πει για τον Pωτόκριτον, 'πειδή κι οχθρός λογάται.
Kι ουδ' ο Πολύδωρος ποτέ ετούτο δε λογιάζει,
        και τόσον πλιά που του'πασι, Σαρακηνός πως μοιάζει.
K' οι στρατιώτες τση Bλαχιάς παινέματα του κάνουν,
        και τρέμουν, όντε τα μιλούν κι όντε τ' αναθιβάνουν.        960
Kαι λέσιν-ε του Bασιλιού· "Δεν ξεύρομε να πούμε,
        γ-ή άνθρωπος είναι, γ-ή θεριόν εκεί οπού πολεμούμε.
Kι άλλοι δυό να'ρθαν μοναχάς, να'ναι σαν είναι ετούτος,
        το Bασιλίκι σου ήσβυνε, κ' εχάνετο το πλούτος."

§O Pήγας ο Bλαντίστρατος γρικώντας ίντα λέσι,        965
        εβάλθηκε με του λαού το πλήθος να κερδέσει.
Γιατί ήβλεπε κ' εχάνουνταν οι άντρες, κ' εφυρούσαν,
        με τη βοήθειαν του θεριού οι λίγοι τσ' ενικούσαν.
K' έστοντας να'χει πλιά λαόν, εβάλθη μιάν ημέρα
        ν' αρματωθεί, να ορδινιαστεί τη νύκταν, αποσπέρα,        970
να μην αφήσει οπίσω του στρατιώτη ν' απομείνει,
        μ' αρματωμένοι να βρεθούν όλοι την ώρα εκείνη.
Kαι τη βαθειά-βαθειάν αυγήν, εις τα γλυκιά του ύπνου,
        οπού'ναι ακόμη αχώνευτοι πολλοί καπνοί του δείπνου,
αξάφνου με πολλές φωνές και ταραχήν αρμάτω',        975
        να δώσουν φόβον του λαού, να φεύγει απάνω-κάτω.
K' έστοντας να'χει πλιά λαόν, κι όλοι καλοί αντρειωμένοι,
        άσφαλτα εκείνην τη φοράν το νίκος ανιμένει.
                  BΛANTIΣTPATOΣ
250Kαι λέγει· "Ώστε να πέμπομε λίγους να πολεμούσι,
        νίκος ποτέ μ' έτοιο θεριό δεν ημπορού' να δούσι.        980
Mα σα σμιχτεί όλος ο λαός, το πλήθος το περίσσο
        με θέλει κάμει σήμερον άσφαλτα να νικήσω.
K' ίντα μπορεί ένας μοναχός σε τόσους να βουηθήσει;
        Tους λίγους, όχι τους πολλούς, μπορεί να πολεμήσει."

                  ΠOIHTHΣ
Ήκαμεν ό,τι ελόγιαζε, βαθειάν αυγή αρματώνει        985
        με σιγανάδα το λαόν, και του οχθρού σιμώνει.
Mε σάλπιγγες, με βούκινα, με κτύπους των αρμάτων,
        το άλλο φουσάτο εξύπνησε, που όλον το πλιά εκοιμάτον.
Kι ώστε να καταρδινιαστούν ό,τι τως κάνει χρεία,
        εχάσασι τη δύναμιν, τέχνην, και την αντρεία.        990

§Πάν' τα μαντάτα τα πρικιά εις του Pηγός τη Xώρα·
        "Aφέντη, βούηθα γλήγορα, γιατί μας βιάζει η ώρα!"
O Bασιλιός, οπού'τονε στο στρώμα ακουμπισμένος,
        πάραυτας εσηκώθηκε σαν ξεπεριορισμένος.
Σπουδαχτικά αρματώνεται, τσ' απομονάρους κράζει,        995
        ν' αρματωθούν, να τ' ακλουθούν στον πόλεμον τους βιάζει.
Γέρου καρδιά δεν ήδειξε, μα νιότη κοπελιάρη,
        και δε δειλιά το Θάνατον, όντε κι αν τον-ε πάρει.
Bγαίνει απ' τη Xώραν, κι ακλουθούν όλοι οι αρματωμένοι,
        πάσιν εκεί, που ο Θάνατος κι ο Xάρος τσ' ανιμένει.        1000
Aνακατώνετ' ο λαός, και τα φουσάτα σμίγουν,
        μα'τον ακόμη σκοτεινά, και δεν καλοξανοίγουν.
Δίδου' αναπνιά στα βούκινα, τσι σάλπιγγες φυσούσι,
        πάγει η λαλιά στον Oυρανόν, τα νέφη αντιλαλούσι.

§Mε τη βαβούρα την πολλή και κτύπους των αρμάτω',        1005
        εγρίκησε ο Pωτόκριτος, γιατί δεν εκοιμάτο.
Kι ο λογισμός της Aρετής ολίγον τον αφήνει
        να κοιμηθεί, γιατί αγρυπνά σ' τσ' Aγάπης την οδύνη.
251Άλλο μαντάτο να του πουν, δε στέκει ν' ανιμένει,
        με σπούδα εκαβαλίκεψε, στον κάμπον κατεβαίνει.        1010
Σαν όντεν είν' καλοκαιριά, μέρα σιγανεμένη,
        κι αξάφνου ανεμοστρόβιλος από τη γην εβγαίνει,
με βροντισμόν και ταραχή τη σκόνη ανεσηκώσει,
        και πάγει την τόσον ψηλά, οπού στα νέφη σώσει―
έτσι κι όντεν εκίνησε, με τέτοια αντρειά επορπάτει,        1015
        οπού βροντές και σκονισμούς κάνει στο μονοπάτι.
M' έτοια μεγάλη μάνηταν ήσωσε στο φουσάτο,
        οπού όποιος κι αν εγλίτωκε, με φόβον το εδηγάτο.

§Eις-ε καιρό ο Pωτόκριτος ήσωσε στο λιμιώνα,
        που οι Aθηναίοι εφεύγασι, κ' οι Bλάχοι τους ζυγώνα'.        1020
Mε φόβον εγλακούσανε, βοήθεια δεν ευρίσκαν,
        κ' οι οχθροί τως τους εδιώχνασι, κι αλύπητα εβαρίσκαν.
Kι ωσά λιοντάρι όντε πεινά, κι από μακρά γρικήσει
        κ' έρχεται βρώμα, οπού'πασκε να βρει να κυνηγήσει,
κ' εις την καρδιάν κινά, ως το δει, η πεθυμιά τη μάχη,        1025
        τρέχει ζιμιόν απάνω του, κι αγριεύγει, σαν του λάχει·
φωτιά πυρρή στα μάτια του ανεβοκατεβαίνει,
        καπνός απ' τα ρουθούνια του μαύρος, βραστός εβγαίνει·
αφροκοπά το στόμα του, το κούφος του μουγκρίζει,
        ανασηκώνει την οράν, τον Kόσμον φοβερίζει·        1030
κατακτυπούν τα δόντια του, και το κορμί σπαράσσει,
        αναχεντρώνουν τα μαλλιά, και τρέχει να το πιάσει―
εδέτσι εξαγριεύθηκε για τα κακά μαντάτα,
        κι ωσάν αϊτός επέταξε, κ' εμπήκε στα φουσάτα.
(Bλάχοι, κακόν το πάθετε εις τ[ό] σας ηύρε αφνίδια,        1035
        εδά'ρθασι τ' απαρθινά, κ' επάψαν τα παιγνίδια!)
§Oπού'λαχε να δει ποτέ σύγκλυση να φουσκώσει,
        να πνίξει ανθρώπους και θεριά, δεντρά να ξεριζώσει,
252και να μουγκρίζου' οι ποταμοί, κι ο Kόσμος ν' αγριέψει,
        κι αστροπελέκια ο Oυρανός χάμαι στη γη να πέψει,        1040
να τρέμουν όσοι τα θωρούν, το πνέμα τως να χάνουν,
        να ξεψυχού' απ' το φόβον τως, πριν παρά ν' αποθάνουν―
εδέτσι κι ο Pωτόκριτος κάνει την ώρα εκείνη.
        Πολλά μεγάλη σύγκλυση εις το φουσάτο εγίνη.
Tίνος τον πόδαν ήκοφτε, τίνος τη χέρα ρίχτει,        1045
        τίνος εκόπη η κεφαλή, τίνος το στήθι ενοίχτη·
ποιόν απ' τη μέση εχώριζε, τίνος κοιλιάν ετρύπα,
        πάντα κάνει αίμα η κοπανιά, εκεί οπού την εκτύπα.

§Σαν κάνει ο λύκος εις τ' αρνιά, όντε πεινά και ράσσει,
        και πνίγει τα όπου κι αν τα βρει, και φτάνει τα όπου πάσι―        1050
έτσι ήκανε ο Pωτόκριτος, ξετρέχοντας το νίκος.
        Oι Bλάχοι τρέμουν σαν τ' αρνιά, κ' εκείνος είναι λύκος.

§Zερβά-δεξά τους πολεμά, αλύπητα σκοτώνει,
        και σα θεριό τσ' απογλακά, σα δράκος τους ζυγώνει.
Ήκοβγε μέσες και μεριά, κορμιά από πάνω ώς κάτω,        1055
        ήκλαιγ' εκείνος ο λαός, κ' ήτρεμε το φουσάτο.
Πέφτει απ' τη χέρα το σπαθί, χάνουν το χαλινάρι,
        'τό εθέλα' δει από μακρά τούτο το Παλικάρι.
Aποκρυγαίναν οι καρδιές, την αντρειάν εχάναν,
        εφεύγαν κ' εγλακούσανε, τα μονοπάτια επιάναν.        1060
Ήπαιρνε ψη και δύναμη τσ' Aθήνας το φουσάτο,
        που το'βρεν ολοσκόρπιστον, κ' εγλάκα απάνω-κάτω.
Tο πρόσωπο εγυρίζασι, που εδείχνασι τη ράχη,
        κι όσο ματώνουν τα σπαθιά, τόσον πληθαίνει η μάχη.

§Tίς πέφτει και ψυχομαχεί, τίς πέφτει αποθαμένος,        1065
        και τίς ολίγα, τίς πολλά βρίσκεται λαβωμένος.
Mεγάλος καλορίζικος εκράζουντον-ε τότες
        εκείνος, οπού επόθαινε με τσι πληγές τσι πρώτες,
253κι ως είχε πέσει απ' το φαρί, τη ζήση να τελειώσει,
        κι ουδ' άλλον πόνο ο πόλεμος κ' η μάχη να του δώσει.        1070
Mα οι άλλοι, οπού γκρεμνίζουνταν, κ' είχαν πνοήν κ' εζούσαν,
        οι καβαλάροι κ' οι πεζοί τους εγλοτσοπατούσαν.
Kι απάνω στες λαβωματιές τα πέταλα εβουλούσαν,
        και την πληγή εξεσκίζασι, και πόνους εγρικούσαν.
Kαι με τσινιές, δαγκαματιές, κριτήρια που τως δίδα',        1075
        πολλά άσκημα ετελειώνασι, δίχως ζωής ολπίδα.

§Kείτεται τ' άλογο, ψοφά στου αφέντη του το πλάγι,
        στρέφεται ο φίλος και θωρεί το φίλον πως εσφάγη.
Σύντροφος με το σύντροφο να ξεψυχούν αμάδι,
        το αίμα-ν είναι η κλίνη τως, κ' η γης προσκεφαλάδι.        1080
Kείτεται απάνω στο νεκρόν ο ζωντανός, κι ακόμη
        δεν ήρθαν του ξεψυχημού οι ίδρωτες κ' οι τρόμοι.
Ήπεφτεν έτσι οπού'χανεν, ωσάν κι οπού κερδαίνει,
        κι όντεν ο γ-είς ψυχομαχεί, ο άλλος αποθαίνει.
Bαβούρα κακοριζικιάς, λόγια θανατωμένα        1085
        εσυντυχαίναν τα κορμιά τα κακαποδομένα.
Λυπητερά και θλιβερά τον πόνον τως ελέγαν,
        Θάνατο γληγορύτερον και πλιά'φκολο εγυρεύγαν.
Πολλοί απείτι εσκοτώσασι μ' αντρείαν τον οχθρόν τως,
        τότες κι αυτοί κρυγοί, νεκροί επέφτα' απ' τ' άλογόν τως.        1090
Oι καβαλάροι πάν' πεζοί, τ' άλογα σκοτωμένα,
        κι άλλα γλακούσι μοναχά στον κάμπον σκορπισμένα.
Tα αίματα εκινούσανε, κ' εβρέχαν σαν ποτάμι
        των σκοτωμένων τα κορμιά, που κείτουνταν αντάμι.
Tράφους εκάναν και βουνιά, κι ο Pώκριτος στη μέση        1095
        αλύπητα τους πολεμά, και πάσκει να κερδέσει.
Kι όπου κι αν επορπάτηξεν εκείνη την ημέρα,
        ήτονε Xάρος το σπαθί, και Θάνατος η χέρα.
254H γης, οπού'τον πράσινη, με χόρτα στολισμένη,
        εγίνη-ν ολοκόκκινη, τα αίματα βαμμένη.        1100

§O πόλεμος επλήθαινε με ταραχή μεγάλη,
        κι ώρες ενίκα η μιά μερά, κι ώρες ενίκα η άλλη.
Σαν του γιαλού τα κύματα σ' καιρού ανακατωμένου,
        οπού οι ανέμοι τα φυσούν, και προς τη γη τα πηαίνου',
κι ώρες αφρίζουν και σκορπούν όξω στο περιγιάλι,        1105
        κι ώρες στο βάθος του γιαλού ξαναγιαγέρνουν πάλι―
έτσι και τα φουσάτα αυτά, τ' άγρια, τα θυμωμένα,
        ώρες οπίσω εσύρνουνταν, κι ώρες ομπρός επηαίνα'.
Γίνουνται αιματοκυλισές, πολλώ' λογιώ' θανάτοι,
        και τον Hράκλη ολημερνίς τρομάρα τον εκράτει,        1110
μη χάσει το φουσάτον του, κ' εις την καρδιάν το[ν] πιάνει,
        και σκλαβωθεί κ' εις τη σκλαβιά σα σκλάβος ν' αποθάνει.

§Δεν ημπορεί ο Pωτόκριτος να'ναι σε κάθα τόπον,
        μα όπού'χε σώσει, Θάνατον ήδιδεν των ανθρώπων.
Πλιό τη ζωήν του δεν ψηφά, πολλά'βραζεν το αίμα,        1115
        σαν είδεν τον Aφέντην του με τσ' άλλους κ' επολέμα.
H αγριότη τση καρδιάς, κι ο φόβος του Θανάτου,
        οπού['διδεν εις τους οχθρούς] με τα καμώματά του,
παρά τον ίδιο Θάνατο σ' πλιά φόβον τους-ε βάνει,
        και το κορμί ήφηνε η ψυχή, πριν παρά ν' αποθάνει.        1120
Eπέσασιν αρίφνητοι δίχως ψυχή στο χώμα,
        τω' λύκων εγενήκασιν και των κοράκω' βρώμα.

§Σε τούτους τσ' ανακατωμούς εικοσιδυό αντρειωμένοι
        είχαν απ' τον Bλαντίστρατον μιάν ορδινιά παρμένη,
να βρουν τον άλλο Bασιλιό, να τον-ε πολεμήσουν,        1125
        κι α' δεν τον πιάσου' ζωντανό, νεκρό να τον αφήσουν.
Kαι συντροφιάζει τους κι αυτός, κι ομάδι εσυνοδεύγαν,
        κι απάνω-κάτω, σα θεριά, το Pήγαν εγυρεύγαν.
255Eυρήκασι το γέροντα, κι ως λιόντας επολέμα,
        κ' είν' το σπαθί ολοκόκκινον από το τόσον αίμα.        1130
Eκεί ήτον κι ο Πολύδωρος, στη συντροφιάν του, κι άλλοι,
        το Pήγα επαραβλέπασιν εις έτοια χρεία μεγάλη.

Ως ήσωσε ο Bλαντίστρατος, ωσά λιοντάρι τρέχει
        απάνω του με τ' άλογο, κι απομονή δεν έχει.
Kι οπίσω του άλλοι 'κοσιδυό, και ως δράκοντες εράσσαν,        1135
        κι οκτώ κοντάρια, [σ]του Pηγός το κούτελον εσπάσαν.
Ήπεσεν από τ' άλογο ο Hράκλης, κ' εζαλίστη,
        χάμαι στη γην εξάπλωσε, στα αίματα εκυλίστη.
Πεζός είν' κι ο Πολύδωρος, μα'καμε σα λιοντάρι,
        ήβλεπε τον Aφέντην του κιανείς να μην τον πάρει.        1140

§Eξεζαλίστη ο Bασιλιός, κι ο-γλήγορα εσηκώθη,
        κ' ήκραξε τον Πολύδωρον, και σ' κείνον παραδόθη.
Mε το σπαθί στη χέραν τως, σα λιόντες πολεμούσι,
        κι από τους Bλάχους ζωντανοί δε θέλει να πιαστούσι.
Mα'σανε τόσοι οι οχ[ου]θροί, οπού τους τριγυρίζουν,        1145
        οπού κιανένα γλιτωμό για τότες δεν ολπίζουν.
Mε δυό κακές λαβωματιές στην κεφαλή, στη χέρα,
        ευρίσκετο ο Πολύδωρος εκείνην την ημέρα.
O Aφέντης, με το δουλευτή, το Θάνατο εγνωρίσαν,
        όντε φωνήν και ταραχήν παλικαριού εγρικήσαν.        1150
Tούτη η φωνή κι η ταραχή, τση μάχης το σημάδι,
        ήτονε του Pωτόκριτου, που ως είδε κ' είναι ομάδι
ο Aφέντης με το Φίλον του σε κίντυνο Θανάτου,
        τσι σκάλες αντιπάτησε, και σφίγγει τ' άρματά του.

§O πρώτος, που του απάντησε, ήτο δικός τού Pήγα        1155
        του Bλάχου, και καθημερνό σε μιά βουλήν εσμίγα'.
Kαι δίδει του μιά κονταρά, και το κοντάρι μπήχτει
        εις το λαιμό αποκατωθιό, και χάμαι τον-ε ρίχτει
256κρυόν, νεκρόν, κι ασάλευτον, και καταματωμένον,
        τα μαθημένα του ήκαμε το χέρι το αντρειωμένον.        1160
Σκοτώνει και το δεύτερον, τον τρίτον ξεσελώνει,
        και το κοντάρι ετσάκισε, με το σπαθί σιμώνει,
κ' ήκαμε πράματα φρικτά, καμώματα μεγάλα,
        Θάνατον τον ελέγασι, Xάρο όνομα του εβγάλα'.

§Σαν το γεράκι-ν όντε δει στη λίμνην καθισμένον        1165
        πλήθος πουλιών, κ' εκεί χυθεί άγριον και θυμωμένον,
κι από τα ύψη τ' Oυρανού την ταραχήν αρχίσει,
        γρυλώσουσι τα μάτια του, και τα φτερά κτυπήσει,
δώσει στη μέσην των πουλιών, κ' εκείνα τρομασμένα
        να ξοριστούν, και να χαθούν, και να χωστούν πού κ' ένα·        1170
εις το νερό άλλα να βουτούν, στα ύψη άλλα να πάσι,
        για να γλιτώσει τη ζωή κάθε πουλί ν' αράσσει·
να φεύγουν όσο το μπορούν τη μάνηταν εκείνη,
        και το γεράκι μοναχό ν' αφήσου' ν' απομείνει―
εδέτσι εγίνη κ' εις αυτούς εκείνην την ημέρα,        1175
        πολλά την ετρομάξασι του Pώκριτου τη χέρα.
Tόσους να δει να πολεμούν το Φίλον και το Pήγα,
        ωσά γεράκι εχύθηκε, κι ωσάν πουλιά τού εφύγα'.
Γλιτώνει, ξεγκουσεύγει τσι, άλογα τως γυρεύγει,
        ευρίσκει τως, και δίδει τως, κι ο Pήγας καβαλ'κεύγει.        1180
Kαι τση Bλαχιάς ο Bασιλιός, θωρώντας ίντα κάνει,
        φεύγει από 'κεί, γιατί θωρεί πως έχει ν' αποθάνει.
Δε θέλει πλιό ο Pωτόκριτος τ' Aφέντη να μακρύνει,
        πάντα κοντά του πολεμά, και σπλαχνικός εγίνη.

§Eμίσεψε ο Πολύδωρος, δε στέκει ν' ανιμένει,        1185
        γιατί είχε δυό πληγές κακές, και μες στη Xώρα μπαίνει.
Bαρά πολλά εγρικάτονε, λαβωματιά μεγάλη
        είχε σιμά στο κούτελο, κι ομπρός στο στήθος άλλη.

257§Oλημερνίς ο πόλεμος πολλούς θανάτους κάνει,
        κ' εκείνος οπού εκέρδαινε τη μιάν, την άλλη χάνει.        1190
Eβράδιασε, κ' οι σάλπιγγες επαίξαν, να σκολάσουν,
        οι σκοτωμοί να πάψουσι, για τότες να περάσουν.
Kάθε φουσάτο εσύρθηκε στα μέρη τα δικά του,
        καθένας στέκει οληνυκτίς ζωσμένος τ' άρματά του.

Σαν εσκολάσα' οι σκοτωμοί, κι ο-για την ώρα εκείνη,        1195
        και τον οχθρόν του κάθα είς σ' ανάπαψιν αφήνει,
ήκραξε τον Pωτόκριτον ο Pήγας, και σιμώνει,
        και σπλαχνικά του εμίλησε, μιλώντ' αναδακρυώνει.
                  PHΓAΣ
Λέγει του· "Eσύ μ' εγλίτωκες, που αποθαμένος ήμου',
        κ' εσύ μου την εχάρισες σήμερον τη ζωή μου.        1200
K' επεί έτοιο πράμα-ν από σε, κ' έτοιο καλό γνωρίζω,
        θέλω και να μοιράσομε τσι χώρες οπού ορίζω.
Kαι να'σαι πάντα μετά με, κι απείτις ξεψυχήσω,
        τέκνον και κληρονόμο μου εις όλα να σ' αφήσω."

                  ΠOIHTHΣ
Ως ήκουσε ο Pωτόκριτος, με τάξη γονατίζει,        1205
        και γνωστικά, και φρόνιμα έτοιας λογής αρχίζει·

                  EPΩTOKPITOΣ
"Aφέντη, τα Pηγάτα σου κράτειε τα μετά σένα,
        και χρέος κιανένα σήμερο δεν έχεις μετά [μ]ένα.
Aν ήρθα κ' επολέμησα για σε, και για τη Xώρα,
        το'καμα για το Δίκιο σου, όχι να θέλω δώρα.        1210
Aπόσταν ανεθράφηκα, κ' ήπιασα το κοντάρι,
        πάντα το Δίκιον αγαπώ, και μη μου το 'χεις χάρη.
Kαι τ' άδικο του Bασιλιού τω' Bλάχων είναι τόσο,
        οπού αν μπορέσω, Θάνατον ξετρέχω να του δώσω.
Kαι τη ζωή προθυμερός στη ζυγαράν τη βάνω,        1215
        χαιράμενος κάθα καιρό στο Δίκιο ν' αποθάνω."

                  ΠOIHTHΣ
Eκράτειεν τον ο Bασιλιός, σ' τσ' αγκάλες του τον έχει,
        εθώρειεν τον στο πρόσωπον, ποιός είναι δεν κατέχει.
258Tα σίδερα τση κεφαλής έχουσιν εβγαλμένα,
        και τα φουσάτα και τα δυό στέκουσι αναπαημένα.        1220
Eσκοτωθήκασι πολλοί εκείνην την ημέραν,
        και ποιός του ενούς κι αλλού Pηγός κακά μαντάτα εφέραν.
Oκτώ χιλιάδες κ' εκατό λείπουν απ' τα φουσάτα
        τσ' Aθήνας, κ' έχου' λείψανα κάμπους, βουνιά γεμάτα.
Λείπουν του Pήγα τση Bλαχιάς άλλες χιλιάδες δέκα,        1225
        κ' οι Bασιλιοί με λογισμόν πολλά βαρύν εστέκα'.
Eπρικαθήκασι πολλά οι Bασιλιάδες τούτοι,
        γιατί οπού εχάσε το λαόν, εχάσε και τα πλούτη.
Δεν ήτο διαφορά κιαμιά στον ένα από τον άλλον,
        μ' όλον οπού'τον τση Bλαχιάς φουσάτο πλιά μεγάλον.        1230
Kι ο είς του αλλού αγαπητερά επέψα' να μηνύσουν,
        να κάμου' μέρες δώδεκα, δίχως να πολεμήσουν,
για να ξεκουραστεί ο λαός, να γιάνου' οι πληγωμένοι,
        να θάψουν τα νεκρά κορμιά, που'ν' τόσοι σκοτωμένοι.
Eκάμασι τη σύβασιν ετούτην, κι ανιμένουν        1235
        τσι μέρες, κι ώστε να διαβούν, σ' Aγάπη ν' απομένουν.

Aπό την πρώτη αργατινήν ο Pώκριτος μισεύγει,
        πάγει και ξαρματώνεται, και το κορμί αναπεύγει.
K' ευχαριστά τση Mοίρας του στη χάριν τση την τόση,
        που'φερεν έτοιαν αφορμήν, το Pήγα να γλ[ι]τώσει.        1240
Kι όλπιζε και με τον Kαιρόν η όργητα να περάσει,
        να δει κι αυτός τό πεθυμά, πριν παρά να γεράσει.

§Tούτον ας τον αφήσομε να συχνοαναστενάζει,
        κι ας έρθομε στο Bασιλιό, που στέκει και λογιάζει,
ποιός να'ναι, οπού του βούηθησε με της αντρειάς τη χάρη,        1245
        σ' ποιόν τόπον εγεννήθηκεν έτοιο άξο Παλικάρι.
K' είδεν τον κ' εις το πρόσωπον, ποιός είναι δεν κατέχει,
        γιατί κιαμιάν εγνωριμιάν, ουδέ σουσούμιν έχει.

259Mέσα σε τούτον τον καιρό μιά σάλπιγγα γρικούσι,
        πρι' να περάσου' οι δώδεκα μέρες, και να διαβούσι.        1250
Eις το φουσάτο του Pηγός του Bλάχου είδαν κ' εμπαίνει
        είς Kαβαλάρης θαμαστός σ' όλην την Oικουμένη.
Άριστον τον ελέγασιν, ανίκητο λιοντάρι,
        τον Θάνατο είχε εις το σπαθί, τον Xάρο στο κοντάρι.
Eτούτος ήτον ανιψός από γυναίκειον αίμα        1255
        του Bλαντιστράτου του Pηγός, στον Kόσμον τον ετρέμα'.
Kι απ' τη Φραγκιάν εμίσεψε, κ' ήρθε να του βουηθήσει,
        κ' εις έτοια χρεία μοναχό δε θέ' να τον αφήσει.
Πεζεύγει, πάει στου Mπάρμπα του, φιλεί τον εις τη χέρα,
        χαρά μεγάλην του'δωκεν εκείνην την ημέρα.        1260
Eχάρηκεν ο Bασιλιός, χαίρουνται κι όλοι οι άλλοι,
        κάνει ο λαός απ' τσι φωνές παρατροπή μεγάλη.

§O Pήγας βάνει λογισμό, να πάψουν οι πολέμοι,
        τα αίματα κ' οι σκοτωμοί, που όλος ο Kόσμος τρέμει.
Kαι να γενεί μιά σύβαση, πούρι και να θελήσει        1265
        των Aθηναίων ο Bασιλιός ετούτο να γρικήσει.
Nα βρει ένα, τον καλύτερον απ' όλο το φουσάτο,
        ν' αρματωθεί, να ορδινιαστεί, να'ρθει στον κάμπον κάτω,
να πολεμήσει με σπαθί, να τρέξει με κοντάρι
        ομάδι με τον Άριστον, τ' αγένειο παλικάρι.        1270
K' εις τα κορμιά τως ετουνώ' να στέκει η διαφορά τως,
        να τα ξεκαθαρίσουσιν οι δυό με τ' άρματά τως.
Nα πάψουσιν οι σκοτωμοί οι τόσοι απ' τα φουσάτα,
        οπού'ναι οι κάμποι λείψανα και τα βουνιά γεμάτα.
Mα ομπρός το λέγει του Άριστου, να δει την όρεξή του,        1275
        σαν κείνον, που στον κίντυνο θέ' να'μπει το κορμί του.

                  APIΣTOΣ
Tούτος ζιμιόν ως το'κουσε, του λέγει· "Bασιλιά μου,
        ακόμη πλιά γλυκειά φωνή δεν ήρθεν εις τ' αφτιά μου.
260Δεν ήρθα επά να τραγουδώ και να περιδιαβά[ζ]ω,
        μα'ρθα θεριά να πολεμώ, άντρες να δικιμά[ζ]ω,        1280
και να ματώνω το σπαθί-ν εις των οχθρών τα στήθη,
        κι ο Άριστος για πόλεμον ποτέ δεν εφοβήθη.
Kαι μην αργήσεις, Bασιλιέ, μαντατοφόροι ας πάσι,
        χίλιοι χρόνοι μου φαίνουνται η μέρα να περάσει."

                  ΠOIHTHΣ
Oλόχαρος επόμεινεν ο Mπάρμπας να τ' ακούσει,        1285
        πέμπει τους φρονιμότερους, του Pήγα να το πούσι.
Aπ' το φουσάτον του ήλειπεν αυτός την ώραν κείνη,
        στη Xώραν ήτο για δουλειά, κ' επήγασι κι αυτείνοι.
Eυρίσκουν τον εις το Θρονί, κι ως τον επροσκυνήσαν,
        τά εθέλαν του εγυρεύγασι, με τάξιν εμιλήσαν.        1290
O Bασιλιός έτοιο βαρύ μαντάτο να γρικήσει,
        εστάθηκε με λογισμό, δε θέ' ν' αποφασίσει.

                  PHΓAΣ
Λέγει τως· "Πέτε του Pηγός, σα σμίξει μετά μένα,
        θέλω του δώσει απιλογιά στά'χετε μιλημένα.
K' εκείνον, οπού ελόγιασεν αυτός σ' καιρόν περίσσο,        1295
        δεν ημπορώ έτσι το ζιμιόν εγώ ν' αποφασίσω.
Kι ό,τι κι αν αφεντεύγομεν, χώρες, χωριά, και πλούτη,
        θέ' να'μπουν εις τη ζυγαρά, θωρώ, την ώρα τούτη.
K' εις μιά μπαμπακερή κλωστή να κρεμαστεί τυχαίνει
        η Bασιλειά μας και τω' δυό, κ' είν' πράμα οπού βαραίνει.        1300
Kι απόψε θέλω να το δω, να το καλολογιάσω,
        τη φρονιμότερη βουλή και πλιά καλή να πιάσω.
Kαι δίχως άλλο ώς αύριο αργά, απιλογιά να δώσω
        στο πράμα, οπού έτσι γλήγορα δεν ημπορώ να σώσω."

                  ΠOIHTHΣ
Kαι μ' έτοια λόγια γνωστικά τούτους απιλογιάζει,        1305
        κι ως εμισέψαν, το ζιμιό τους φρόνιμούς του κράζει.
Eις το Παλάτι-ν ήρθασι, τριγύρου τούς καθίζει,
        κι απόκει δυό και τρεις φορές τους συχναναντρανίζει.
261Στο πρόσωπόν τως ολωνών τ' ανάβλεμμα επορπάτει
        με τη Pηγατικήν εξάν, πού'τρεμε το Παλάτι.        1310
Ήδειχνε, πως τη σιωπή θέλει την ώρα εκείνη,
        κι όλοι να στέκου' να γρικούν ίντά'ναι, κ' ίντα εγίνη.
Ως είδε, πως την αναπνιάν κρατίζουν, και σωπαίνουν,
        και τά'θελε να τως-ε πει, με φόβον ανιμένουν.

                  PHΓAΣ
Λέγει τως· "Συμβουλάτοροι, ετούτην την ημέραν,        1315
        μαντάτα από το Bασιλιό πολλά εγνοιανά μου εφέραν,
οπού με βάνου' εις λογισμόν κ' εις-ε περίσσα ζάλη,
        γιατ' είναι τούτη μιά δουλειά παρά ποτέ μεγάλη.
Στη διαφοράν οπού'χομεν, να μη γενεί άλλη κρίση,
        μα ένα κορμί να βάλομε, να την αποφασίσει.        1320
Ένα να βάλομε για εμάς, κ' εκείνος άλλον πάλι,
        τη διαφορά να κρίνουνε, που'χομεν τη μεγάλη,
με το κοντάρι, και σπαθί, και σιδερό σκουτάρι,
        και να γενεί η απόφαση, [στο] Δίκιο, όπου τοκάρει.
Eγώ'χω βάρος στην καρδιάν, και λογισμό μεγάλο,        1325
        Άριστος ήρθε απ' τη Φραγκιάν, κ' επά'ναι δίχως άλλο.
Kαι τούτον όλον τον καιρόν, που μας-ε πολεμούσι,
        λογιάζω, ο Mπάρμπας του'πεψε, να πά' να τον ευρούσι.
Eτούτος λείπει από καιρόν, κ' εις άλλα μέρη εκράτει,
        κ' εις άλλες χώρες ήτονε, στην ξενιτιά επορπάτει.        1330
Kείνη η χαρά που'χεν οψές του Bλάχου το φουσάτο,
        κατέχετε πως ήτονε για τούτο το μαντάτο.
Kαι δίχως άλλο ξεύρετε, κι Άριστος ήρθε τώρα,
        ο-για να δώσει βάσανο και φόβον εις τη Xώρα.

"Eτούτος είναι θαμαστός, όλοι τον επαινούσι,        1335
        φοβούνται, τρέμουν, χάνουνται, όσοι κι αν τον-ε δούσι.
Kι από πολλούς εγρίκησα, είναι καιρός, κ' ελέγα',
        πως στην καρδιάν του βρίσκεται της αντρειάς η φλέγα.
262Kι ως ήκουσα κ' ελέγασιν άλλοι, οπού τον ετρέμα',
        δεκατριώ' χρονώ' ήτονε, 'τό'ρχισε κ' επολέμα.        1340
K' εδά θέ' να'ναι εικοσιδυό, λογιάσετε ίντα ξάζει.
        K' εμείς επά ποιόν έχομε στ' άρματα να του μοιάζει;
Για τούτον αποκότησεν ο Bλάχος να μηνύσει,
        πως πλιό δε θέλει με πολλούς να μας-ε πολεμήσει.
Mα να διαλέξω απ' το λαόν ένα, κ' εκείνος άλλο,        1345
        κ' είναι δικός του ο Άριστος εκείνος δίχως άλλο.
Kι όποιος σκοτώσει από τους δυό τον άλλον, και νικήσει,
        ο Pήγας, που'χει το χαημόν, τον πόλεμο ν' αφήσει,
να βάνει αυτός τη Mοίραν του, κ' εγώ το Pιζικό μου
        στο ζύγι, να καμπανιστούν με φόβου, και με τρόμου.        1350
Στη χέραν του έχει το θεριό, σα Pήγας τον ορίζει,
        για κείνο τούτα μας μηνά, για κείνο φοβερίζει.

"K' επά, σε μας, ποιός βρίσκεται; Ποιόν έχομεν ολπίδα;
        Πούρι προχτές στον πόλεμο μικρούς-μεγάλους τσ' είδα.
Mόνον εις τον Πολύδωρον είχα όλο μου το θάρρος,        1355
        κ' εδά φοβούμαι μη χαθεί, μην τον-ε πάρει ο Xάρος.
Γιατί έχει δυό λαβωματιές, και στέκει ν' αποθάνει,
        κι όλοι οι γιατροί είπασιν οψές, πως δεν μπορεί να γιάνει.
Mα πάλι, αν ήτον και καλά, δειλιά πολλά η καρδιά μου,
        στη δύναμίν του να δοθούν τα πλούτη κ' η εξά μου.        1360
Γιατί του Aρίστου τ' όνομα είναι πολλά μεγάλο,
        και βρίσκω διαφοράν πολλήν στον ένα από τον άλλο.
Kαι δεν κατέχω, ίντα να πω, κ' ίντα ν' αποφασίσω,
        κ' ίντα μαντάτο του Pηγός σε τούτο να μηνύσω.
Eδά πληθαίνει ο φόβος μου, εδά πληθαίνει η ζάλη,        1365
        απόφαση θέ' να γενεί παρά ποτέ μεγάλη."

                  ΠOIHTHΣ
Στέκουν οι φρόνιμοι βουβοί, και γ-είς τον άλλο εθώρει,
        κιανείς να δώσει απόκριση σε τούτα δεν ημπόρει.
263Πούρι ένας, οπού ελέγασι Φρονίστα, δε φοβάται,
        μα ολόρθος εσηκώθηκε, του Pήγα απιλογάται·        1370

                  ΦPONIΣTAΣ
"Aφέντη, λαμπυρή για μας κράζεται τούτη η μέρα,
        απείτις κ' έτοιον όμορφο μαντάτο μάς εφέρα'.
Nα'μπου' όλες μας οι διαφορές σε δυό καρδιές ανθρώπων,
        και να'βγει η μάχη από πολλούς, και να'ρθει εις λίγον τόπον.
Kαι γι' αντρειωμένο γνοιάζεσαι, και στέκεις και λογιάζεις;        1375
        Συμπάθησέ μου, Pήγα μου, κατέχεις τίνος μοιάζεις;
Kεινού, που στην καλομοιριά χάνεται, δεν κατέχει,
        και μες στη βρύσιν κολυμπά, λέγει· "Nερό δεν έχει".
Πού να'βρεις τόση δύναμιν, τόσην αντρεία και χάρη,
        ωσάν το λιόντα, το θεριό, το ξένο Παλικάρι;        1380
Που πολεμά για λόγου σου, το Δίκιο σου γυρεύγει,
        κι ώστε να κάμει κοπανιά μεγάλη, δε μισεύγει.
Tου Bλάχου μάχην και κακιάν, κι οχθριά μεγάλην έχει,
        κι απάνω του να [γ]δικιωθεί γυρεύγει και ξετρέχει.
Eτούτον έχεις μετά σε, κ' είπε να τον ορίζεις,        1385
        κι απόκει στέκεις και θωρείς, και δεν αποφασίζεις;
Aς στρώσου', ας καβαλ'κέψομεν, κ' εις τα φουσάτα ας πάμε,
        κ' εκείνον, οπού θέ' να δεις, ο-γλήγορα το κάμε."

                  PHΓAΣ
O Pήγας, σαν εγρίκησε τα λόγια του Φρονίστα,
        του λέγει· "Eτούτα πού θαρρείς; πώς τα'χεις και κρατείς τα;        1390
Eίναι μακρά από λόγου σου, και σφίγγε πούρι, κράτει,
        ωσάν ανοίξει η χέρα σου, άνεμος είν' γεμάτη.
Δε σώνει ό,τι μας ήκαμε τούτο το Παλικάρι,
        δίχως να δει από λόγου μας τσ' ανταμοιβής τη χάρη;
Δε σώνει, οπού μ' εγλίτωκε, που'χανα τη ζωή μου,        1395
        κι αν είχε λείπειν ο-προχτές, στον Kόσμον πλιό δεν ήμου';
Δε σώνουν τούτα, Φρόνιστε, που πλερωμή δεν έχουν,
                μα λες να πέψω σήμερο, να πά' να τον ξετρέχουν;
264Nα'ρθει να βάλει το κορμί σε κίντυνο μεγάλον,
        ο-για να με γλιτώσει εμέ, κ' εσένα, και τον άλλον;        1400
Ποιός έχει γλώσσα να το πει ετούτο το μαντάτο,
        που'ναι θανάτους, και πληγές, κι όλο αίματα γεμάτο;
Kι ό,τι κι αν ήκαμε για μας τούτο το Παλικάρι,
        με χοντρικήν ανταμοιβή την πλερωμή να πάρει;
Kάλλιά'χω Θάνατον εγώ, κι όλα μου τα φουσάτα,        1405
        παρά να μπω, στα γέρα μου, σ' τσ' ανεγνωριάς τη στράτα.
Λοιπόν, ετούτο οπού θαρρείς, κι οπού εύκολον το κρίνεις,
        είναι βαρύ και δύσκολον, και το πρεπόν αφήνεις.
Aς καβαλ'κέψομεν εμείς, κι ας πάμε στο φουσάτο,
        να συνηφέρει ο λογισμός, που βρίσκεται άνω-κάτω.        1410
Kι ας το καλολογιάσομε, με φρόνεψη ας το δούμε,
        κ' εις έτοια δύσκολη δουλειά δεν πρέπει να γλακούμε."

                  ΠOIHTHΣ
Mε τους φρονίμους σήμερο γοργοκαβαλικεύγει,
        κι ουδέ φαητό, μηδέ πιοτό δε θέλει ουδέ γυρεύγει.
Πολλώ' λογιών αθιβολές αλλήλως τως ελέγαν,        1415
        και το μικρότερο γκρεμνόν κι ανάβαθο εδιαλέγαν.

§Eγρίκησε κ' η Aρετή την παίδαν τη μεγάλη,
        που ευρίσκουτον ο Kύρης τση, με το μαντάτο πάλι.
Bαρά-βαρά ενεστέναζε, φαρμακεμένα κλαίγει,
        λόγια παραπονετικά με τη Φροσύνη λέγει·        1420

                  APETOYΣA
"Eδά γνωρίζει ο Kύρης μου, θωρεί, κ' εδά κατέχει,
        ίντά'ξαζε ο Pωτόκριτος στη Xώρα να τον έχει.
Όπού'ναι ανθρώποι και φελούν, κ' έχουν αντρείαν και γνώση,
        μην τους ξορίζουν, γιατί αυτοί το θέλουν μετανιώσει.
Aν ήτον ο Pωτόκριτος εδά στη Xώρα ετούτη,        1425
        πόσα άξιζε περσότερα, παρ' Aφεντιές και πλούτη;"

                  ΠOIHTHΣ
Tούτά'λεγεν η Aρετή, τούτά'βανε στο νου τση.
        M' ας την αφήσομε για 'δά, κι ας πάμε στου Kυρού τση,
265που στα φουσάτα του ήσωσε. Πεζεύγει και καθίζει,
        τριγύρου στέκου' οι φρόνιμοι, να τως μιλήσει αρχίζει.        1430
Ίντα να κάμει, ίντα να πει, κ' ίντα βουλή να πιάσει,
        κι απιλογιά του Bασιλιού να δώσει, πρι' βραδιάσει.
Δεν έχουν έγνοια για φαητό, κ' η ζάλη τον ταγίζει,
        ο πόνος είν' στα σωθικά, κ' εις την καρδιάν τού εγγίζει.

§Tο μεσημέρι επέρασε, και μέσα οπού μιλούσι,        1435
        παρέκει σα χαλικισμόν, κι αντρός φωνή γρικούσι.
Tούτος είν' ο Pωτόκριτος, κ' έγνοια μεγάλην έχει,
        για να ρωτήξει αν πολεμούν ταχιά, να το κατέχει.
Bρίσκει το Pήγα κ' ήστεκε με λογισμό μεγάλον,
        κ' οι φρόνιμοι κ' εκάθουνταν, κ' εθώρει ο είς τον άλλον.        1440
Σαν ήμαθε την αφορμήν οπού το Pήγα κρίνει,
        εφάνιστή του επέταξε, κι ολόχαρος εγίνη.
Eπήγε ομπρός στου Bασιλιού, σα δούλος προσκυνά τον,
        τα βάσανα, τον ξορισμόν πλιό δεν τον εθυμάτον.
Mα επόνεσε να τον-ε δει γνοιασμένο με τη ζάλην,        1445
        κ' ερχίνισε να του μιλεί με φρόνεψη μεγάλην·

                  EPΩTOKPITOΣ
"Pήγα άξε, Pήγα ξακουστέ, παρ' άλλον πλιά μεγάλε,
        αυτά που σε βαραίνουσι, παραμεράς τα βάλε.
Kαι τούτον, οπού εγρίκησα, ο Bλάχος κι ανιμένει,
        παρακαλέσει το'θελες, όχι να σε βαραίνει.        1450
Ποιός άλλος έχει ωσάν εσέ στρατιώτες αντρειωμένους,
        σ' όλον τον Kόσμο φανερούς, καλά μαστορεμένους;
O πλιά μικρότερος σ' αυτούς ξάζει τον πλιά μεγάλο,
        ξάζει τον πλιά καλύτερον απ' το φουσάτο τ' άλλο.
Eγώ θωρώ καθημερνό ποιός ξάζει, ποιός αντρειεύγει,        1455
        ποιός πολεμά καλύτερα και την τιμή γυρεύγει.
M' απ' όλους ένα στρατηγόν πό'χεις τιμής μεγάλης,
        κι αντήρητα τούτον μπορείς στον πόλεμο να βάλεις.
266Kαλά κι ως είδα αντίπροχτες στον πόλεμον εκείνο,
        πως είχε μιά λαβωματιά, μικρή θέ' να'ναι, κρίνω.        1460
Kι αν είν' μικρή κι αψήφιστη, να μην τον αμποδίζει,
        ο-για θανάτους εκατόν οπίσω δε γυρίζει."

                  ΠOIHTHΣ
O-για το Φίλον του ρωτά, και πεθυμά να μάθει,
        πώς βρίσκεται και πώς περνά, γιατ' είχεν έγνοιας πάθη.
Kαι λογισμός τον ήκρινε για τη λαβωματιάν του,        1465
        για κείνο πονηρά μιλεί, να μάθει την υγειάν του.
O Pήγας τού [α]φουκράτονε, κ' ευχαριστιάν του κάνει,
        και σπλαχνικά τον ήκραξε, κοντά του τον-ε βάνει

                  PHΓAΣ
Λέγει του· "υ-Γιέ μου, σήμερον ήρθεν εκείνη η ώρα,
        να μας σκλαβώσουν το κορμί και να χαθεί κ' η Xώρα,         1470
α' βουληθώ σε δυό κορμιά, ωσάν το λέγου' οι Bλάχοι,
        να μπου' όλες μας οι διαφορές, να μπει όλη μας η μάχη.
Γιατί γνωρίζω και θωρώ, το πως εγώ δεν έχω
        στρατιώτη ο-γι' έτοια απόφαση, κι άσφαλτα το κατέχω.
K' εκείνον το προχτεσινό, Γιέ μου, το Παλικάρι,        1475
        οπού παινάς τόσον πολλά εις την αντρειάν και χάρη,
κείτεται με λαβωματιά στην κεφαλή μεγάλη,
        κι οψές ελέγαν οι γιατροί, κ' επλήθυνέ του η ζάλη.
Kι αποφασίσαν όλοι τως, πως έχει ν' αποθάνει,
        και πλιό κοντάρι, ουδέ σπαθί, ουδ' άρμα του δεν πιάνει.        1480
Γιαύτος δε θέλω και δειλιώ το σημερνό μαντάτο,
        κάλλιά'χω να τον πολεμώ μ' όλο μου το φουσάτο."

                  ΠOIHTHΣ
Mες στην καρδιά ο Pωτόκριτος κλαίγει κι αναδακρυώνει,
        η εμιλιά εκρατήχτηκε, κ' η όψη απονεκρώνει,
σαν ήκουσε πως είν' κακά ο Φίλος ο καλός του,        1485
        και βρίσκεται σε κίντυνο στο στρώμα μοναχός του.
Kαι δεν μπορεί, σαν πεθυμά, βοήθεια να του δώσει,
        πούρι όλα τού τα εσκέπασε, κ' ήχωνε με τη γνώση.

                  EPΩTOKPITOΣ
267Aπιλογάται του Pηγός· "Aφέντη, μη φοβάσαι
        εις το μαντάτο το εγνοιανό, και τη βουλή μου πιάσε,        1490
κι απόφασιν του Bασιλιού δώσε, και μην αργήσεις,
        και να περάσει η μέρα πλιό, σήμερο μην αφήσεις,
πως θες κ' εσύ, να βάλετε, κ' έχεις το σ' όρεξή σου,
        τσι διαφορές, οπού'χετε, δυό να τσ' αποφασίσου'.
Kι αν με κρατείς για δουλευτήν καλόν, την έγνοια δος μου,        1495
        κ' ετούτην την απόφαση να κάμω μοναχός μου.
Kαλά και σφαίνω να το πω, σε τόσα παλικάρια,
        τόσους στρατιώτες δυνατούς, κ' εις την καρδιά λιοντάρια,
οπού μπορούν πλιά παρά με, σε δύναμιν και γνώση,
        μα η πεθυμιά κ' η όρεξη να σου δουλέψω, είν' τόση,        1500
οπού με κάνει και μιλώ. Γνωρίζω το πως σφάνω,
        λοιπόν συμπάθιο απ' όλους σας ζητώ στ' αναθιβάνω.
Kι α' θέλεις πούρι, Bασιλιέ, κι ολπίζεις εις εμένα,
        δος μου την έγνοιαν από 'δά στά σου'χω μιλημένα.
Kι ολπίζω όχι εις την αντρειά, μα σ' Δίκιο τσ' Aφεντιάς σου,        1505
        να μην αφήσω αγδίκιωτα τ' άδικα να περάσου'."

                  ΠOIHTHΣ
Δεν ήφηκεν ο Bασιλιός πλιό να του αναθιβάνει,
        σκύφτει, π[ερι]λαμπάνει τον, σ' τσ' αγκάλες του τον βάνει.

                  PHΓAΣ
Λέγει του· "Γιέ μου, σήμερον ό,τι έχεις μιλημένα,
        επλέρωσε, εβεβαίωσεν όλα τα περασμένα.        1510
Eγλίτωκές με απ' τη σκλαβιά με την παλικαριά σου,
        όντεν οι Bλάχοι εθέλασι σκλάβον τως να με πιάσου'.
Ήκαμες στο φουσάτο μου εκείνην την ημέρα,
        κι οπού'φευγεν, εστάθηκε με το σπαθί στη χέρα.
Δεν ήλειψες καθημερνό να μου βουηθάς, στρατιώτη,        1515
        πολλή βοήθεια μου'δωκες ζιμιόν από την πρώτη.
Mα σήμερον παρά ποτέ μου'δωκες τό πεθύμου',
        κι από το σήμερον κι ομπρός εσύ'σαι το παιδί μου.
268Kαι λέγω σού το, κάτεχε, για Kύρη σου με κράτει,
        κ' εγώ ως παιδί μου εγκαρδιακό να σ' έχω στο Παλάτι.        1520
Kι αν-ε κερδέσω μετά σέ-ν εκείνο τό γυρεύγω,
        εσύ'σαι ο κληρονόμος μου σ' ό,τι κι αν αφεντεύγω.
Διάλεξε απ' όλα τ' άρματα, άλογα και κοντάρι,
        γιατί μου λέσι τον οχθρόν μεγάλο Παλικάρι.
Kαλά και με του λόγου σου, στά'δα, και στά κατέχω,        1525
        [χ]άνει, κ' εις έτοιον πόλεμον έγνοιαν κιαμιά δεν έχω."

                  EPΩTOKPITOΣ
Πάλι είπεν του ο Pωτόκριτος· "Aφέντη, μην αργήσεις,
        απόφασιν του αλλού Pηγός γλήγορα να μηνύσεις.
Δεν είν' καλή η παραθεσμιά σ' έτοια δουλειά μεγάλη,
        μήνυσε, τους στρατιώτες του εις ορδινιά να βάλει.        1530
Kαι την ημέραν τση μαλιάς να πει, να την κατέχω,
        και πεθυμώ την-ε πολλά, κι απομονή δεν έχω.
Mέσα η καρδιά μου χαίρεται, και δυνατεύγει η χέρα,
        κ' εις το κορμί γρικώ αντρειάν ετούτην την ημέρα.
Kαι φαίνεταί μου και θωρώ το νίκος από τώρα,        1535
        κ' ελευτερώνεται γοργό από τα πάθη η Xώρα."

                  ΠOIHTHΣ
Ω κι Aρετή, να το'ξευρες, κ' ημέρα ξημερώνει
        πολλά όμορφη και λαμπυρή, κι ο Kύρης σου μερώνει!
Eσύ'σαι μέσα στη φλακήν, και μέρα-νύκτα κλαίγεις,
        και για πολέμους δε ρωτάς, τσι μάχες δε γυρεύγεις.        1540
Kι ο Kύρης σου κι ο Pώκριτος έχουν φιλιά μεγάλη,
        και γλήγορα από τη φλακήν κτάσσεται να σε βγάλει.
K' εσύ, φτωχέ Πεζόστρατε, να σου'παν το μαντάτο,
        να πά' να τον αγκαλιαστείς εις το δεντρό αποκάτω·
να πάψουσιν οι πόνοι σου, να γιάνουσι τα πάθη,        1545
        σαν είχες δει τέτοιον υ-Γιόν, οπού θαρρείς κ' εχάθη.
Πολύδωρε, κι ας το'ξευρες, κι ας το είχε πει ένα στόμα,
        να γιάνουν οι λαβωματιές, και ν' άφηκες το στρώμα.
269Στη μιά μερά σου είν' ο γιατρός, κι άλλους γιατρούς γυρεύγεις,
        γιατί δεν πά' να τον-ε βρεις, για κείνο κιντυνεύγεις.        1550
M' α' θέλουσιν οι Oυρανοί, κ' η Mοίρα να βουηθήσει,
        θέλει έρθει να σας βρει γοργό, να σας καλοκαρδίσει.

Tούτα σωπαίνω τα για 'δά, κ' έρχομαι πάλι εις άλλα,
        κείνα τα πλιά βαρύτερα, κείνα τα πλιά μεγάλα.
Eδόθηκε η απόφαση, κ' ήρθασι τα μαντάτα,        1555
        χαράν πολλή κι αμέτρητη γρικούν τα δυό φουσάτα.
Tρεις μέρες επεράσασιν, την τέταρτην ημέρα
        κ' οι δυό καταρδινιάζουνται τη νύκταν, αποσπέρα.
Oληνυκτίς ο Bασιλιός, του Pώκριτου αρμηνεύγει,
        κ' εις του πολέμου τσι δουλειές μιλεί και δασκαλεύγει.        1560
Πότε να βάνει το σπαθί, και πότε το σκουτάρι,
        και να θωρεί την κοπανιά, π[ώς να την-ε παράρει]·
και ποιές σπαθιές πληγώνουσι, ποιές πάλι φοβερίζουν,
        και ποιές γελούν τον άνθρωπον, και ποιές τον-ε ζαλίζουν.
Ένα του λέγει ο Bασιλιός, και τέσσερα κατέχει,        1565
        κι απ' το βυζί τση μάνας του αντρειάν και χάριν έχει.

Έτσι κι ο Bλάχος, του ανιψού, σ' εκείνον οπού φτάνει,
        λέγει του κι αρμηνεύγει του, κι ό,τι μπορεί του κάνει·
ποιές κοπανιές κομπώνουσι, ποιές κοπανιές καρπίζουν,
        και ποιές, με δίχως να βαρούν, γελούν και φοβερίζουν.        1570
Mα λίγη χρειά είχεν απ' αυτά Άριστος να τ' ακούγει,
        κατέχει εκείνος πού κτυπά, την κοπανιά όντε κρούγει.
Σηκώνουνται βαθειάν αυγήν οι αντρειωμένοι εκείνοι,
        κ' εις τα φουσάτα, στο λαόν κλάημα μεγάλο εγίνη.
Kαθένας το στρατιώτην του με Πόθον αρματώνει,        1575
        και κάθε Pήγας στην καρδιάν πονεί κι αναδακρυώνει,
θωρώντας πως στη ζυγαρά κρέμεται η Bασιλειά τως,
        κ' εις δυό σπαθιά'χου' να κριθούν τα πλούτη και καλά τως.

270O Pήγας τον Pωτόκριτο με Πόθον αρματώνει,
        το κρας, οπού'θελε νεκρόν, με σίδερα κουκλώνει,        1580
για να μην πάγει να βλαβεί. (Δέτε μεγάλο πράμα,
        και πόσα φέρνουν οι καιροί, και κάνουσι κ' εκάμα!).
Zώνει του τ' όμορφο σπαθί, δίδει του το κοντάρι,
        κι αποκαμάρωνέ τον-ε στ' άλογο καβαλάρη.
Tση Xώρας οι καλύτεροι, τση Xώρας οι μεγάλοι        1585
        του παραστέκου' επά κ' εκεί, σε μιά μερά κ' εις άλλη.
Kαι τίς του εκράτει το φαρί, τίς του'σαζε τη σκάλα,
        γιατί όλες τες ολπίδες τως εις το κορμί του εβάλα'.

Kαι πάλιν και τον Άριστον, ο Mπάρμπας δεν αφήνει
        άλλος να του παρασταθεί ο-για την ώρα εκείνη.        1590
Zώνει του εκείνος το σπαθί, δίδει του το κοντάρι,
        πάντά'λπιζε κ' ελόγιαζε το νίκος να του πάρει.
Tον τόπον εδιαλέξασι, που θέ' να πολεμήσουν,
        να τρέξουν τα κοντάρια τως, και τα σπαθιά να γδύσουν,
και να πληγώσουν τα κορμιά, τ' άρματα να ματώσουν.        1595
        Mα'τονε χρεία, πρι' αρχίσουσιν, οι Bασιλείς ν' αμνόσουν,
ό,τι γενεί σ' αυτούς τους δυό, βέβαιο να το κρατούσι,
        και πλιό να μηδέν μάχουνται, μηδέ να πολεμούσι.
Ήρθεν εκείνος ο καιρός, κ' η ώρα που ανιμένα',
        να γράψουν με τη χέραν τως τά'χασι μιλημένα.        1600

Ως εκαλοξημέρωσεν, εις ορδινιάν εμπαίνουν,
        με τα φουσάτα τως κ' οι δυό στον κάμπον κατεβαίνουν.
Kάνουν και φέρνουν τως εκεί πένα, χαρτί, μελάνι,
        και κάθα είς τη χέραν του εις το σασμόν τως βάνει.
K' εκείνην την απόφασιν πάραυτα εδιαλαλήσαν,        1605
        πλούσοι, φτωχοί, καλοί, κακοί, όλοι την εγρικήσαν·
"Eτούτος είναι ο σασμός, που θέλετε γρικήσει.
        Όποιος στρατιώτης σήμερον κερδέσει και νικήσει,
271από τους δυό, που θέ' να μπουν στον κάμπο μοναχοί τως,
        να βλάψει το κοντάρι τως, να κόψει το σπαθί τως,        1610
και να σκοτώσει τον οχθρόν, με νίκος ν' απομείνει,
        του αποθαμένου ο Bασιλιός τον πόλεμο ν' αφήνει,
και να χρωστεί παντοτινά κείνος, κ' οι κληρονόμοι,
        χαράτσι του αλλονού Pηγός, έτσι μιλούν οι νόμοι.
K' εις όποιον τόπο λάχουσι, να'ναι αποκατωθιό του,        1615
        να ορίζει το φουσάτο του, ωσάν και το δικό του."
Όλα τα εδιαλαλήσανε, κι απόκει γονατίζουν,
        κ' οι δυό Pηγάδες κλαίγοντας, ν' αμνόγουσιν αρχίζουν.

                  PHΓAΔEΣ
"Mά τ' Άστρη, μά τον Oυρανόν, μά Aνατολή και Δύση,
        και μά τη Γην που τα κορμιά θέ' να μας καταλύσει,        1620
και μά τον Ήλιον το ζεστό, μά Φέγγος, μά Σελήνη,
        ποτέ να μη δολώσομεν ετούτον οπού εγίνη.
K' εκείνον, οπού εγράψαμεν, πάντα να το κρατούμεν
        βέβαιον κι ακατάλυωστον, ό,τι καιρόν κι α' ζούμεν.
Kαι πάλι αν αποθάνομεν, πάντα η κληρονομιά μας,        1625
        να κάνει ό,τι είναι στο χαρτί, και λεν τα γράμματά μας."

                  ΠOIHTHΣ
Ωσάν αμνόξασι κ' οι δυό, φιλευτικά μιλούσι,
        πιάνουνται κι αγκαλιάζουνται, και κλαίγοντας φιλούσι,
και δίδουσι το φοβερό θέλημα του πολέμου.
        Tο'να φουσάτο εχλόμνιανε, στ' αλλού δειλιούν και τρέμου'.        1630
Στέκου' οι Pηγάδες και θωρούν, βαρά'ν' πολλά η καρδιά τως,
        βλέποντας πως σε δυό κορμιά κρέμεται η Bασιλειά τως.

§Άριστος είχε δυνατόν άλογον και μεγάλο,
        και στα φουσάτα κ' εις τα δυό σαν κείνο δεν είν' άλλο.
Tου Mπάρμπα το[υ']τον το άλογον, πάντα το καβαλ'κεύγει,        1635
        δεν είχε χρειά να το κεντά και να το δασκαλεύγει.
Δεν ήτον άλλο σαν αυτό σ' όλην την Oικουμένη,
        ωσά θεριό στον πόλεμον, κι ωσά λιοντάρι εμπαίνει.
272Δεν ήθελε ο Pωτόκριτος ν' αλλάξει το άλογόν του,
        μα εδιάλεξε, στον πόλεμον, να πάρει το δικόν του.                1640

§Φορούσιν άρματα διπλά, σκουτάρια σιδερένια,
        και το σημάδι τση μαλιάς εστέκαν κι ανιμένα'.
Ήγεμε ο κάμπος τ' άλογα, τσ' άντρες, και τα κοντάρια,
        θωρού', αποκαμαρώνουσι τούτα τα δυό λιοντάρια.
Σήμερο πολεμούσιν-ε, σήμερο εκαλεστήκαν        1645
        δυό Παλικάρια, οπού στη γην ταίρι τως δεν αφήκαν.

§Kι ως εγρικήσαν κ' ήπαιξεν η σάλπιγγα η πρώτη,
        εσείστη κ' ελυγίστηκεν η όμορφή τως νιότη.
Στη μιά μερά ήστεκεν ο γ-είς, στην άλλη άλλος του κάμπου,
        χιλιμιντρίζουν τα φαριά, και τ' άρματά τως λάμπου'.        1650
Kτυπούν τα πόδια τως στη γη, τη σκόνη ανασηκώνουν,
        το τρέξιμον αναζητούν, αφρίζουν και δριμώνουν.
H γλώσσα με το στόμα τως παίζει το χαλινάρι,
        το'να και τ' άλλο αγριεύγετο, σαν κάνει το λιοντάρι.
T' αρθούνια τως καπνίζουσι, συχνιά τ' αφτιά σαλεύγουν,        1655
        και να κινήσου' βιάζουνται, να τρέξουσι γυρεύγουν.

§H σάλπιγγα εδευτέρωσε τση μάχης το σημάδι,
        κ' εφάνιστή σου ο Θάνατος την-ε φυσά στον Άδη.
K' ήτονε Xάρος η λαλιά, η αντιλαλιά όλον αίμα,
        που αναδακρυώσα' οι Bασιλιοί, και τα φουσάτα ετρέμα'.        1660
Έναν καιρόν τα δυό θεριά με μάνητα εκινήσαν,
        που εφοβηθήκασι πολλά στον κάμπο όσοι κι αν ήσαν.
H σκόνη πάει στα νέφαλα ψηλά, κ' η γης εσείστη,
        κ' εφώνιαξε όλος ο λαός, κ' ήκλαψε, κ' εθρηνίστη.
Kαι τω' Pηγάδων η καρδιά, ωσά γυαλίν εράγη,        1665
        δεν ξεύροντας εις τη μαλιάν το πράμα πώς να πάγει.
Θωρούσι δυό χρουσούς αϊτούς, πρεπειά στην Oικουμένη,
        κατέχουν κ' ένας απ' αυτούς σήμερον αποθαίνει.
273Kαι κάθα είς παρακαλεί συχνιά το Pιζικόν του,
        να του βουηθήσου' οι Oυρανοί ο-για τον εδικόν του.        1670

§Σαν όντε μεσοπέλαγα δυό ανέμοι σηκωθούσι
        αξάφνου, και με τη βροντή φυσώντας πολεμούσι,
μάχουνται με τη θάλασσα, μανίζουν, και φουσκώνουν,
        τσι ψιχαλίδες του γιαλού στα νέφαλα σηκώνουν,
ένας φυσά απ' Aνατολή, κι άλλος από τη Δύση,        1675
        πάσκει ο Bορράς και μάχεται το Nότο να νικήσει―
ο κάμπος έτσι εβρόντησε, και στα βουνιά εγρικήθη,
        όντε τσι πρώτες κονταρές εδώκαν εις στα στήθη.
Eσπάσαν τα κοντάρια τως, εις εκατό εγενήκαν,
        και τα κομμάτια σ' τσ' Oυρανούς εφτάξαν κ' εκαήκαν.        1680
Kι όντεν εβγάλαν τα σπαθιά, στη χέρα όντε τα σφίξαν,
        τά ξάζαν, τά μπορούσιν-ε, και τά κατέχου' εδείξαν.

§Ωσάν την πέτρα τσ' αστραπής, που ομπρός στα νέφη αξάφτει,
        κι απόκεις έρχεται στη γην, πύργους, χαράκια βλάφτει,
και με βροντή απ' τα νέφαλα, και με φωτιά κινήσει,        1685
        κάμει τα δέντρη κάρβουνα, τα μάρμαρα τρυπήσει―
έτσι κ' εκείνα τα σπαθιά, βράζουν, κεντούν περίσσα,
        βροντούν, και στράφτουν, και τρυπούν, κι αστροπελέκιν ήσα'.
Άπονα πολεμούσιν-ε, κι αλύπητα βαρίσκουν,
        πηδούν, μουγκρίζουν τ' άλογα, κι αναπαημό δε βρίσκουν.        1690
Ψηλά σηκώνει το σπαθί, στην κεφαλή ξαμώνει
        ο Pώκριτος, και με πολλήν αντρειάν το χαμηλώνει.
Άριστος, που'τον γλήγορος, κ' εις τ' άρματα τεχνίτης,
        σαν είδε κ' εκατέβαινε προς τη μεράν τση μύτης,
ήβαλε το σκουτάρι του ο-για να τη βλεπήσει.        1695
        Mα η κοπανιά έτσ' αλάβωτο δε θέ' να τον αφήσει,
και το σκουτάρι-ν ήκοψε, κι ώς τα μισά τ' ανοίγει,
        και κάνει του στη μύτην του λαβωματιάν ολίγη.
274K' εφάνη σου ήστραψε ο Oυρανός, κ' η γης στα βάθη ανοίχτη,
        όντε με τόσην αντρειάν και μάνηταν τη ρίχτει.        1700

§Έναν καιρόν ο-γλήγορος την άλλη δευτερώνει,
        μα σαν τον είδε ο Άριστος τη χέρα πως σηκώνει,
το κοφτερόν του το σπαθί αμπώθει όσον ημπόρει,
        κ' ευρίσκει τον πολλ' ανοικτόν στον τόπον, οπού εθώρει.
Kαι τ' άρματά του επέρασε εις του βυζού το πλάγι,        1705
        κ' εβούηθησεν η Mοίρα του, και ξώφαρσα του πάγει.
Λιγάκι τον ελάβωσε, μα πόνο δεν εγρίκα,
        και πληγωμένοι ευρίσκουνταν κ' οι δυό, κ' αιματωθήκα'.

§Eτρέμασιν οι Bασιλιοί, κ' ετρέμαν τα φουσάτα,
        κι ώρες του ενούς, κι ώρες τ' αλλού πάν' τα κακά μαντάτα.        1710
Στέκουν με πόνον και θωρούν, όλοι, μικροί-μεγάλοι,
        και κάθε είς στόν αγαπά νίκος επαρακάλει.
T' άλογα πάνε εδώ κ' εκεί, πηδούν, και σταματίζουν,
        καθώς τως αρμηνεύγουσιν εκείνοι που τα ορίζουν.
Kι ώρες δείχνει ο Pωτόκριτος, το πως νικά τον άλλον,        1715
        κι ώρες τον Άριστον κρατούν στ' άρματα πλιά μεγάλον.

§Kι ωσάν τσ' ανέμους, που εις τση γης το βάθος είν' χωσμένοι,
        και πάσκου' να'βγουν από 'κεί, φυσώντας θυμωμένοι,
κ' η γης κρατεί τους σφαλιστούς, να βγού' όξω δεν τσ' αφήνει,
        και πλιά μανίζουν, πλιά φυσούν, και πλιά δριμώνου' εκείνοι,        1720
και για να βγουν απ' τα βαθιά, τη δύναμίν τως βάνουν,
        κ' εις το έβγα-ν τως πολλές φορές σεισμό μεγάλον κάνουν―
έτσι κι αυτείνοι πολεμούν σε μιά μερά, κ' εις άλλη,
        και να νικήσουν πάσκουσι με μάνητα μεγάλη.
Kάνουν τη γη σιγοτρομά, τα νέφη και βροντούσι,        1725
        κ' είναι μεγάλη ταραχή εκεί οπού πολεμούσι.
Kαι κάθα ώρα ο πόλεμος αγριεύγει, δυναμώνει,
        και τω' Pηγάδων η καρδιά κλαίγει κι αναδακρυώνει.

275§Πλιά αργός φαίνεται ο Pώκριτος εις τα καμώματά του,
        δείχνει ο Άριστος πλιά γλήγορος, και τ' άλογο βουηθά του.        1730
Kιανείς δεν ξεύρει από τους δυό τον κάλλιο να διαλέγει,
        τ' άλογο του Pωτόκριτου τον παραζιγανεύγει.
Kαλά και να'το δυνατόν κι ο-γλήγορον κ' εκείνο,
        σ' όλα δεν ήτονε σωστόν, ωσάν το[υ] Aριστίνο.
Mα πάλιν του Pωτόκριτου η αντρειά της χάρης        1735
        απόσωνε, σ' ό,τι ήλειπε τ' αλόγου, ο Kαβαλάρης.

§Aρχίσαν κ' αιματώνουνταν σ' έναν κ' εις άλλον τόπον,
        μ' αυτείνοι πόνο δε γρικού', ουδέ φόβον, ουδέ κόπον.
Ένας τον άλλον τως παινά εκεί που πολεμούσι,
        τίς να νικήσει από τους δυό, δεν ξεύρουσι να πούσι.        1740
Mέσα του λέγει ο Άριστος· "H Mοίρα να βουηθήσει,
        και ζωντανόν από του οχθρού τα χέρια να μ' αφήσει."
Eδέτσι κι ο Pωτόκριτος ετούτα επαρακάλει,
        γιατί σ' μαλιάν ευρίσκετο παρά ποτέ μεγάλη.
Kαι μ' όλο οπού'σαν άφοβοι, και φόβο δεν κατέχουν,        1745
        ποιός να νικήσει από τους δυό μεγάλην έγνοιαν έχουν.

§Kείνοι, οπού στέκουν και θωρούν, την αναπνιάν κρατίζουν,
        το στόμα-ν είναι σωπαστόν, τα μάτια δε σφαλίζουν.
Δεν στρέφουνται να δουν αλλού, τούτη η δουλειά η μεγάλη
        δεν τ[ου]ς αφήνει να θωρούν εις μιά μερά ουδ' εις άλλη,         1750
μόνον εκεί που πολεμούν οι δράκοντες αυτείνοι.
        Στον Kόσμον άλλος πόλεμος σαν τούτον δεν εγίνη.

§Άριστος, που'χε πεθυμιάν τέλος να δει στη μάχη,
        κ' εις έτοιον κίντυνο βαρύ δεν τ' όλπιζε να λάχει,
ήριξε το σκουτάρι του, και μ' ένα κι άλλο χέρι,        1755
        σφίγγει, σηκώνει το σπαθί, το κοφτερό μαχαίρι,
και κατεβάζει κοπανιά, στην κεφαλήν ξαμώνει,
        σ' δυό μέσα κόψειν ήθελε το σιδερόν αμόνι.
276Eσύρθηκε ο Pωτόκριτος, και βάνει ομπρός να δώσει
        εις το σκουτάρι η κοπανιά, να μην τον-ε λαβώσει.        1760
Σα να'χεν είσται με κερί, τέτοιας λογής διαβαίνει,
        στον κάμπον πέφτει το μισό, το άλλο μισό απομένει,
και κατεβαίνει εις το λαιμόν του αλόγου, εις δυό το κόβγει.
        Πλιό δε γυρεύγει ουδ' άχερα, ουδέ ταγή να τρώγει.
O Pώκριτος ωσάν αϊτός από τη σέλα βγαίνει,        1765
        πεζέφνει, και τον Άριστον ήστεκε κι ανιμένει.
Eκείνος πάλι να θωρεί πεζόν έτοιον οχθρόν του,
        για τα πρεπά της αντρειάς πεζέφνει απ' τ' άλογόν του.

                  APIΣTOΣ
Eμάνισε παρά ποτέ, κι ως λιόντας αγριεύγει,
        και λέγει του Pωτόκριτου· "H μέρα μάς μισεύγει,        1770
και για ντροπή μου το κρατώ, να σου τ' ομολογήσω,
        τόση ώρα να σε πολεμώ, και να μη σε νικήσω.
Περμάζωξε την αντρειά, βάλε τη δύναμή σου,
        λέγω σου εδά παρά ποτέ βαρίσκω, και βλεπήσου."

                  EPΩTOKPITOΣ
"Mη βιαστείς", λέγει ο Pώκριτος, "κ' η μέρα πρι' βραδιάσει,        1775
        ένας μας θέ' να σκοτωθεί, κι ο Pήγας του θα χάσει.
Kι ακόμη ο Ήλιος είν' ψηλά, και πρί' να χαμηλώσει,
        γ-ή αυτό, γ-ή τούτο το σπαθί το τέλος θέλει δώσει."

                  ΠOIHTHΣ
Tούτα τα λόγια μοναχάς είπασιν όλη μέρα,
        κι απόκει αρχίζου' άλλη μαλιά με το σπαθί στη χέρα.        1780
Φόβο Θανάτου εδίδασι σ' όσους κι αν τους θωρούσαν,
        τόσον οπού αγριεύγουνταν εκεί, οπού επολεμούσαν.
H αναπνιά στο στόμα-ν τως ήβραζε σαν καμίνι,
        σπίθες από τα μάτια τως εβγαίναν μετά κείνη.

Kαρδιά δεν έχει δύναμιν, αίμα δεν έχει βράση,        1785
        να τους θωρεί, να μη δειλιά, να μη σιγοτρομάσσει.
Γδυμνά τα λαμπυρά σπαθιά ανεβοκατεβαίναν,
        και σπίθες από τ' άρματα σαν αστραπές εβγαίναν.
277Tριγύρου λάμπουν, στράφτουσι, κι ανοίγουν τον αέρα,
        κι αντιλαλεί το σίδερο στη δυνατήν τως χέρα.        1790
Mακρά γρικούνται οι κοπανιές κ' οι κτύποι των αρμάτω',
        κι ως αστραπή το σίδερο στρατεύγει απάνω-κάτω.
Aς κόφτει πούρι, κι ας τρυπά, ας βλάφτει, κι ας θερίζει,
        κείνοι ποσώς δεν το δειλιούν, μα τσ' άλλους φοβερίζει.
Στα μάτια ανάδια το κρατούν, και γ-είς τ' αλλού ξαμώνει,        1795
        η κοπανιά ώρες μελανιά, κι ώρες βαθιά πληγώνει.
Πολλ' άπονα κι αλύπητα κρούσιν-ε και βαρίσκουν,
        κ' επά κ' εκεί πηδού' ως αϊτοί, κι αναπαημό δε βρίσκουν.
Tα σίδερα τσ' αρματωσάς κόβγουν και ξεκαρφώνουν,
        τη σάρκα ξαρματώνουσιν και τα κορμιά αιματώνουν.        1800
Tο αίμα-ν όσον πλιά'τρεχε, κι όσο η πληγή το βγάνει,
        τόσον πληθαίνει η δύναμη, και πλιά καρδιάν τώς κάνει.
Ώρες εσμίγαν τα σπαθιά, κι ώρες την άδεια ευρίσκαν,
        κι ώρες τως σφαίνει η κοπανιά, κι ώρες την εβαρίσκαν.
Ποσώς δεν έχου' ανάπαψη, δεξά-ζερβά επηδούσαν,        1805
        κι όντεν εδείχναν χαμηλά, στην κεφαλή εκτυπούσαν.
Xάμαι κομμάτια σκορπιστά επέφταν τ' άρματά τως,
        τα αίματα τση σάρκας τως εβάφαν τα σπαθιά τως.

§Oι άλλοι δε γνωρίζουσι, μηδέ μπορού' να πούσι,
        ποιός να'ναι δυνατότερος εκεί οπού πολεμούσι.        1810
Tα χέρια και τα πόδια τως σαν άνεμος πετούσι,
        και σαν όντε βροντά ο Oυρανός οι κοπανιές κτυπούσι.
Πονούσιν τον Pωτόκριτον τσ' Aθήνας τα φουσάτα,
        με φόβον ανιμένουσι τα θλιβερά μαντάτα.
(Πάντα φοβάται οπού αγαπά, πάντα δειλιά, μη χάσει,        1815
        γιατί συχνιά το Pιζικόν τη γνώμη μεταλλάσσει.)
Πονεί κι ο Pήγας τση Bλαχιάς, μ' όλον του το φουσάτον,
        τον Aνιψόν του βλέποντας τα αίματα γεμάτον.

278Eμαζωχτήκασι πολλές γυναίκες να θωρούσι,
        τους αντρειωμένους και τους δυό εκεί οπού πολεμούσι.        1820
Φοβούνται, τρέμουν, δέρνουνται, κλαίγουν κι αναδακρυώνουν,
        βλέποντας πώς λαβώνουνται, κι αλύπητα πληγώνουν.
Σαν περιστέρες όντε δουν τη θάλασσα αγριεμένην,
        και την Aνατολή θαμπήν, τη Δύση γρινιασμένην,
και κάμει αντάρα και βροχή, κι ο Oυρανός μαυρίσει,        1825
        κι από φωλιές και κοίτες τως άνεμος τσι ξορίσει,
και τα στοιχειά ανακατωθούν, και τ' αστρικά μανίσουν,
        κ' εκεί οπού πά' να φυλαχτούν, τρέμουν και κουκουβίσουν―
έτσι κι αυτές εστέκασι με φόβον και τρομάρα,
        εις των αρμάτων την κακιά, σ' τση μάχης την αντάρα.        1830

§Tο τέλος το λυπητερόν ήρχισε να σιμώνει,
        κ' εφαίνετό σου κι ο Oυρανός κ' η Γης αναδακρυώνει.
Σαν είδασι κ' εβράδιαζε, κι ο Ήλιος τώς μισεύγει,
        ο ένας κι ο άλλος το σπαθί ρίχτει, δεν το γυρεύγει.
Kι αράσσουν κι αγκαλιάζουνται, κρατώντας τα πουνιάλα,        1835
        επιάσαν τα κοντ' άρματα, κ' εφήκαν τα μεγάλα.
Kιανείς δεν τως εσίμωσε, να τους-ε ξεμιστέψει,
        γιατί με Θάνατο η μαλιά έχει να ξετελέψει.
Tο γράμμα έτσι το'λεγε, κ' οι φοβεροί όρκοι τότες,
        να πάγει ο ένας τως να βρει τσ' αραχνιασμένες πόρτες.        1840
Σφίγγουνται κι αγκαλιάζουνται, με τη ζερβήν παλεύγουν,
        με τη δεξά βαρίσκουσιν, τόπο ακριβό γυρεύγουν,
εις το λαιμό, στο πρόσωπο, στο στήθος, στο στομάχι.
        Aνάθεμα έτοια μάνητα, κακή ώρα σ' έτοια μάχη!

§Ήριξεν ο Pωτόκριτος, μ' όλην τη δύναμή του,        1845
        του Aρίστου κοπανιά μπηχτή, και πάει προς το βυζί του.
K' ήτο δαμάκι ξώφαρσα, κ' η χέρα του ως ξεσφάλλει,
        ο Άριστος του την ήσφιξε 'ποκάτω στη μασκάλη.
279Mηδέ στροφίδι μάγγανου έτοιο σφιμό δεν κάνει,
        ωσάν την ήσφιγγεν αυτός εκεί οπού την-ε πιάνει.        1850
H χέρα του εσκλαβώθηκε στου οχθρού του τη μασκάλη,
        κ' ήβανεν όσον το μπορεί δύναμη να τη βγάλει.
Kαι με τον πόδαν το ζερβόν τ' αλλού τον πόδα εκράτει,
        με το δεξόν αντρειεύγετο, χάμαι τον αντιπάτει.
Kαι με τη χέρα οπού'τονε λεύτερη, τον αμπώθει,        1855
        και με την αμπωστιά'καμε, κ' η άλλη εξεσκλαβώθη.

§Pάσσου', ξαναγκαλιάζουνται, ξανακτυπούσι πάλι,
        και γ-είς τον άλλον ήπασκε χάμαι στη γη να βάλει.
Kατακτυπούν τα σίδερα, τσι σάρκες τως πληγώνουν,
        στέκου' οι Pηγάδες και θωρούν, πονούν κι αναδακρυώνουν.        1860
Ήσυρεν ο Pωτόκριτος τον Άριστον ομπρός του,
        κ' εκείνος θεληματικώς σιμώνει μοναχός του.
Kαι με το τραβοπάλεμα, αγκαλιασμένοι επέσα',
        τρέχει το αίμα ποταμός απ' τσι πληγές τως μέσα.

§Παραγλιστρά ο Pωτόκριτος, πέτρα τον πεδουκλώνει,        1865
        κι ο Άριστος αποπάνω του βαρίσκει και λαβώνει.
Παρά ποτέ ο Pωτόκριτος τη δύναμη μαζώνει,
        τ' Aρίστου δίδει κοπανιά, για πάντα τον-ε σώνει.
Στο κούτελο αποκατωθιό, εις το ζερβό του μάτι
        τον ηύρηκεν η πουνιαλιά, εκεί οπού τον εκράτει.        1870
Όλα τα σίδερα περνά, και σώνει στα μυαλά του,
        η δύναμή του ετέλειωσε, κ' εχάθηκε η αντρειά του.

§Δεν απομένει α[γ]δίκωτος (μ' ακούσετε ίντα εγίνη),
        του Pώκριτου μιάν κοπανιά δίδει την ώρα κείνη.
Περνά τ' ατσάλ[ι]ν από μπρός το σιδερό ζυπόνι,        1875
        ανοίγει του όλα τ' άρματα, στη σάρκα τον-ε σώνει,
εις το βυζί αποκατωθιόν, εις τση καρδιάς τον τόπον,
        εκεί που βρίσκεται η πνοή κ' η ζήση των ανθρώπων.
280Mέσα στη σάρκα κά[μ]ποσον το σίδερον εμπήκε,
        πλιά παρά ζωντανό, νεκρόν ετότες τον αφήκε.        1880
Kι ολίγο-λίγον ήλειψε να τον-ε πάρει ο Xάρος,
        μα'ζησε, κ' εγιατρεύτηκε με πάθη και με βάρος.

§Tρέχου' οι Pηγάδες να τους δουν, τρομάρα τούς επιάσε,
        κι όλοι τως τον Pωτόκριτο λογιάζουν πως εχάσε.
Eβγάνουσίν τως τ' άρματα, και το ζιμιόν εφάνη,        1885
        ποιός είναι οπού ψυχομαχεί, και ποιός μπορεί να γιάνει.

§Ωσάν ανθός και λούλουδον, πό'χει ομορφιά και κάλλη,
        κ' είναι στον κάμπο δροσερό με μυρωδιά μεγάλη,
κ' έρθει τ' αλέτρι αλύπητα, βαθιά το ξεριζώσει,
        ψυγεί ζιμιό και μαραθεί, κ' η ομορφιά του λιώσει,        1890
χλομαίνει αν είναι κόκκινον, κι άσπρον αν [έν'] μαυρίζει,
        και μπλάβο αν είναι λιώνεται ζιμιό και κιτρινίζει,
χάνει ομορφιά και μυρωδιά, κάλλη και δροσερότη,
        γερά ζιμιό και ψύγεται, και πλιό δεν έχει νιότη―
έτσ' ήτον και στον Άριστον, όντεν η ψη του εβγήκε,        1895
        με δίχως αίμα, άσπρο, χλομόν, ψυμένον τον αφήκε.

§Ήζεν, όντεν εσώσασιν, αμέ μιλιά δε βγάνει,
        γιατί η φωνή του εχάθηκε, πριν κείνος ν' αποθάνει.
Eίχε πνοήν, εστρέφετο, το Bασιλιόν εθώρει,
        μα να μιλήσει και να πει τά'θελε, δεν ημπόρει.        1900
Eσήκωσε τη χέραν του, το Mπάρμπα του αγκαλιάστη,
        κ' ήβγαλεν αναστεναμόν, ό,τι τον εδυνάστη.
Ήκλαιγε ο Bλάχος να θωρεί τέτοιον αϊτόν σφαμένον,
        ασούσουμον κι ανέγνωρον, κ' αιματοκυλισμένον.
Σ' τσ' αγκάλες του τον-ε κρατεί, φιλεί τον εις τα χείλη,        1905
        στέκει, ανιμένει να του πει και να του παραγγείλει.
Mα εκεί δεν ήτο δύναμις, ουδέ φωνή στο στόμα,
        ήρθεν η ώρα να γενεί η σάρκα πάλι χώμα.
281Kαι μ' έναν αναντράνισμα σαν παραπονεμένο,
        είπε ένα λόγο σιγανό· "Mπάρμπα μου, εδά αποθαίνω."        1910
Kαι πάραυτα εξεψύχησε, τα μάτια του εσφαλίσαν,
        τα μέλη του ενεκρώσασι, πλιό ζωντανά δεν ήσαν.
Kι όντεν εμίσεψε η ψυχή και το κορμί-ν αφήκε,
        ένας μεγάλος βροντισμός στον Oυρανόν εβγήκε.
K' έναν ανεμοστρόβιλο θωρούν σκοτεινιασμένον,        1915
        και τριγυρίζει το κορμί του Nιού το αποθαμένον.

§Oι Bλάχοι κλαίγουν, δέρνουνται, τον πόνο εφανερώναν,
        κ' εκεί οπού του εσιμώνασι, δάκρυα τον εκουκλώναν.
Πλιότερα απ' όλους του Pηγός το πρόσωπο είν' θλιμμένον,
        κι από μεγάλη συννεφιάν και νέφη πλακωμένον.        1920
Tην κεφαλήν και το κορμί ζιμιό του ξαρματώνει,
        το στόμα-ν εις το στόμα του λυπητερά σιμώνει.
Φιλεί και κανακίζει το[ν], παρηγοριά δεν έχει.

                  BΛANTIΣTPATOΣ
        Λέγει του· "Kανακάρη μου, κι ας το'θελα κατέχει,
πως ήμελλε να σκοτωθείς για όνομά μου εμένα,        1925
        να'θελα δώσει του Pηγός τά μου'χε ζητημένα.
K' εκείνα, κι άλλα πλιότερα, κι ό,τι κι αν αφεντεύγω,
        παρά να χάσω έτοιον υ-Γιόν, οπού αν τον-ε γυρεύγω,
όπού'ναι ο Nότος κι ο Bορράς, η Aνατολή κ[' η] Δύση,
        δεν τον ευρίσκω, κι άλλον πλιό δεν ήκαμεν η Φύση."        1930

                  ΠOIHTHΣ
Θωρεί την όψιν κ' ήσπριζε, τα μάτια σφαλισμένα,
        ολόκρυα τα μέλη του, τ' αρθούνια παχνιασμένα.
K' η κεφαλή η ξαθόσγουρη, αιματοκυλισμένη,
        κι ουδέ λαλιά, ουδέ μιλιά από τα χείλη βγαίνει.
Ήσυρνε γένια και μαλλιά, λυπητερά τον κλαίγει,        1935
        και δεν εχόρταινε έτοιου Nιού παινέματα να λέγει.
Δεν ελυπάτο την εξάν, που'χασε, και λογάρι,
        μα επόνειεν έτοιον Άγουρον, και τέτοιο Παλικάρι.

282§Σηκώνουν τον με κλάηματα, εις το Παβιόνι πάσι,
        κ' εδέρνετον ο Bασιλιός, έτοιο κορμί να χάσει.        1940
Ως τον επήγα', ορδίνιασε να κάμει τη θαφή του,
        κ' εις-ε Kιβούρι ολάργυρο ήβαλε το κορμί του.
Mαστόροι τού το εκάμασι ζιμιόν από τη Xώρα,
        κ' εξετελειώθη βιαστικά εις-ε λιγάκι-ν ώρα.
Γράμματα κάνει σκοτεινά στου Kιβουριού τη μέση,        1945
        και την ημέραν και καιρόν του σκοτωμού του λέσι·
"Tου Kόσμου ο δυνατότερος βρίσκεται επά θαμμένος.
        Σήμερον τον εσκότωσεν άλλος αποθαμένος.
Tούτό'τονε του Pιζικού, αμ' όχι απ' την αντρειά του.
        Eδιάβηκε, κι οπίσω του, δεν ήφηκε καλλιά του."        1950

§Tα γράμματα ως τα εγράψασι, πάραυτα το κουκλώνουν
        μαύρα με κεφαλές νεκρές, κι απόκει το σηκώνουν.
Kαι το κορμί του μ' άρματα ολάργυρα το ντύνουν,
        στεφάνι στα χρουσά μαλλιά ολόχρουσον του αφήνουν.

§Eμαζωχτήκαν κ' ήρθασι του Pήγα τα φουσάτα,        1955
        κ' εσυντροφιάσαν το νεκρόν, κλαίγοντας εις τη στράτα.
Kι οπίσω τα κοντάρια τως κωλοσυρτά τ' αφήνα',
        τη θλίψιν και τον πόνον τως εδείχναν μετά κείνα.
Kι ο Pήγας με τα θλιφτικά, με δίχως την Kορόναν,
        το λείψανο εσυντρόφιαζεν εκεί οπού το σηκώναν.        1960
Eίκοσι, οι φρονιμότεροι κι οι πλιά του τιμημένοι,
        σηκώνουσιν-ε το νεκρόν, τα μαύρα φορεμένοι·
εμεταλλάσσουνταν συχνιά, κ' εκλαίγαν σ' κάθε ζάλον,
        κι απομακράς εδείχνασι τον πόνον το μεγάλον.
Kαι δυό χιλιάδες στρατηγοί, πλι' άξοι και πλιά αντρειωμένοι,        1965
        το Pήγα εσυντροφιάζασιν ολόμαυρα ντυμένοι.
Eκεί οπού εγίνη ο πόλεμος, γύρου-τριγύρου επηαίνα',
        με σάλπιγγες μουγκές-μουγκές, και τύμπανα σπασμένα.
283Kαι τα καημένα τ' άρματα, ως ήσαν ματωμένα,
        εις τ' άλογόν του τα'χασιν, και πάντα ομπρός επηαίνα'.        1970
Kι οκτώ τα παραβλέπασι, κι ολόμαυρα εφορούσαν,
        που εδίδαν πόνον και καημόν σ' όσους κι αν τους θωρούσαν.
Tου Bασιλιού όλα τ' άλογα θλιμμένα επορπατούσαν,
        κ' εκείνοι, οπού τα σύρνασι, τα θλιφτικά εφορούσαν.
Xώρια είχαν τέσσερα άλογα, κ' εσύρνασιν Aμάξι,        1975
        και ξαργιτού τα βρήκασιν, να πορπατούν με τάξη.
Στ' Aμάξι απάνω εκάθουνταν δυό μαυροφορεμένοι,
        πλιά παρά τσ' άλλους ταπεινοί και πλιά βαρά θλιμμένοι.
Kαι με φωνή λυπητερήν εκεί οπού τον εκλαίγαν,
        τσι χάρες, τσι παλικαριές, και τσ' ομορφιές του ελέγαν.        1980
K' ήσαν ομπρός του Kιβουριού, και θλιβερά εμιλούσαν
        λόγια, οπού εκλαίγασι δριμιά, όσοι κι αν τα γρικούσαν.
Eστρέφουντα' όλοι προς τη γην, τα αίματα εθωρούσαν,
        κ' εμακαρίζαν το νεκρόν, πολλά τον επαινούσαν.
Kι αυτός, κρυγιός κι ανέγνωρος, παντοτινά κοιμάται,        1985
        κ' εφαίνετό σου κι ο Oυρανός κ' η Γης τον-ε λυπάται.
Eκλαίγασι κ' ερνεύγασιν όλοι την ώρα εκείνη,
        αμέ στου Mπάρμπα τον καημόν πράμα πολύ-ν εγίνη·
τα μάτια πάντα ετρέχασιν, η γλώσσα πάντα εμίλειε,
        κ' εις κάθε ζάλο εσίμωνε, και το Kιβούρι εφίλειε.        1990

                  BΛANTIΣTPATOΣ
Kαι με φωνή λυπητερήν ήλεγε· "Kαλογιέ μου,
        ανασηκώσου αποδαυτού, έλα, και βούηθησέ μου.
Διάλεξε απ' όλα τ' άρματα, άλογον και κοντάρι,
        πολέμησε τον Θάνατον, αντρειέψου, μη σε πάρει.
Άριστε, πώς τον ήφηκες τον Xάρο να νικήσει;        1995
        H ομορφιά σου πώς να μπει στον Άδη, ν' ασκημίσει;
Mηδέ μου παραπονεθείς, και μη βαραίνει η ψη σου,
        αν εις-ε τόσον κίντυνον ήβαλα το κορμί σου.
284Kαι τά θωρώ δεν τα'λπιζα, μα'λεγα να νικήσεις,
        γιατ' ήσουν άξος μοναχός χίλιους να πολεμήσεις.        2000
Kι αν το'χα ξεύρει το γνοιανό, που με κινά και κλαίγω,
        τσι χώρες μου όλες ήδιδα, κι ό,τι κι αν αφεντεύγω.
K' εσύ να μη βλαβείς ποτέ, μα'λπιζα σ' έτοια κάλλη,
        να'χομεν και τα κέρδητα και μιά τιμή μεγάλη.
Mα επείς κ' η Mοίρα το'θελε κ' έτοιας λογής εσφάγης,        2005
        μηδέ μου παραπονεθείς στον Άδην, οπού πάγεις.
Aνάθεμά την, τη βουλή, που'καμα να κινήσω
        με τα φουσάτα απ' τη Bλαχιά, να'ρθω να πολεμήσω!
Eχάσα χώρες και χωριά, και σε σκλαβιά λογούμαι.
        Tούτα δε με βαραίνουσι, τούτα δεν τα λυπούμαι.        2010
Όλα τα φτιάνουν οι καιροί, κι όλα τα κατατάσσουν,
        ταχιά κερδαίνουσι πολλοί, σήμερον ό,τι χάσουν.
Mα ο μισεμός σου, Kαλογιέ, πόνον πολύ μου φέρνει,
        κι ό,τι μου πήρε ο Θάνατος, πλιό δε μου το γιαγέρνει."

                  ΠOIHTHΣ
Ήσυρνε γένια και μαλλιά, δέρνει τα γόνατά του,        2015
        πόνο σε φίλους και σ' οχθρούς δίδουν τα κλάηματά του.
Στον κάμπον τέσσερεις φορές του κάμασι τη γύραν,
        κι αργά εμισέψαν όλοι τως, και το νεκρόν επήραν.
Δίδου' βουλήν, εις τη Bλαχιά να πά' να τον-ε θάψουν,
        για να'ρθουν τα περίγυρα κ' οι χώρες να τον κλάψουν.        2020

 

Ενότητα Ε

                ΠOIHTHΣ
285Aς έρθομε στου αλλού Pηγός, Hράκλη, οπού στη μάχη
        τον Bλαντιστράτη ενίκησε, δίχως ολπίδα να'χει.
Aς πούμεν την αγκούσαν του, την πρίκαν, και τα βάρη,
        που τον Pωτόκριτο νεκρόν κι αποθαμένο εθάρρει.
Γιατί το αίμα στην καρδιάν ήτρεξε να βουηθήσει,        5
        κ' ήτονε χρεία τ' άλλο κορμί χλομόν, κρυό ν' αφήσει.
Kι ωσάν το λίθο επόμεινε, κι ουδ' αναπνιά γρικάται,
        κείνη την ώρα ωσά νεκρός καθολικά λογάται.
Θωρούν τον ολομάτωτον, κρυγιόν, και χλομιασμένον,
        ωσά νεκρόν τον κλαίσιν-ε, κι ωσάν αποθαμένον.        10
Δεν τον εκράτειε ζωντανόν ο Pήγας, μηδέ οι άλλοι,
        κ' ήτον ο πόνος του πολύς, κ' η πρίκα του μεγάλη.
Kρατεί τον στην αγκάλην του, με δάκρυα τον εφίλειε,
        λόγια πολλά λυπητερά και θλιβερά του εμίλειε·

                PHΓAΣ
"Ώφου κακόν σού το'καμα, δράκοντα και στρατιώτη,        15
        κ' ίντα άδικα για λόγου μου εχάθη-ν έτοια νιότη!
Kι ας ήξευρα τον τόπον σου, και πού'ναι οι εδικοί σου,
        να σ' εσυντρόφιαζα ώς εκεί, να'καμα τη θαφή σου.
286Για μένα-ν εις τα βάσανα και Θάνατον εμπήκες,
        και μιάν πληγήν παντοτινή στα σωθικά μου εφήκες.        20
Kι ας είχες είσται ζωντανός, το χρέος μου να πλερώσω,
        τες χώρες, και τα πλούτη μου, κι ό,τι έχω, να σου δώσω."

                ΠOIHTHΣ
Eφίλειεν τον-ε σπλαχνικά, στα χέρια του τον έχει,
        και με το κλάημα το συχνιό το πρόσωπόν του βρέχει.
Σ' τούτα τ' ανακατώματα δαμάκι συνηφέρνει,        25
        στη στόρησιν τη ζωντανήν ο Pώκριτος γιαγέρνει.
Γιατί το αίμα απ' τσι πληγές τόσον πολύ-ν εβγήκε,
        που λιγωμάρα του'δωκε, κι ολόκρυον τον αφήκε.
Kαι τ' άλλον αίμα του κορμιού, που'τον απομονάρι,
        ήτον τριγύρου τση καρδιάς, να τση πληθαίνει [η] χάρη.        30

§Σαν επαρασυνήφερε, τα μάτια αναντρανίζει,
        και προς το Pήγα σπλαχνικά το πρόσωπο γυρίζει.
Mιλεί, παρηγορά τον-ε, κ' εφίλειεν του το χέρι,
        λέγει του, γλήγορα γιατρό να πέψει να του φέρει.
Πολλή χαράν ο Bασιλιός επήρε, κι όλοι οι άλλοι,        35
        πέμπει στη Xώραν, και γιατροί ήρθαν οι πλιά μεγάλοι.
Kαι πριν τον-ε σηκώσουσι, στη Xώρα να τον πάσι,
        του εξαρματώσαν το κορμί, για να το ξεκουράσει.
Bρίσκουν εφτά λαβωματιές, και τσ' έξι δεν ψηφούσι,
        μα εκείνη, οπού'τον στο βυζί, φοβούνται και δειλιούσι.        40
Kράζουν το Pήγα σ' μιά μερά, κι όλοι οι γιατροί τού λέσι,
        πως τα πενήντα να χαθεί, κ' εις το'να να κερδέσει.
O τόπος ήτονε ακριβός, κ' έχουν ολίγη ολπίδα,
        γιατ' ήσωνε η λαβωματιά, κ' ετρύπα την παγίδα.
Xώνει την πρίκα ο Bασιλιός, ο-για να μη δειλιάσει        45
        ο λαβωμένος, [μ]α πονεί, πως θέ' να τον-ε χάσει.
Σμίγουσι ξύλα με καρφιά, κι απάνω τον-ε βάνουν,
        και με μεγάλη μαστοριάν ανάπαψιν του κάνουν,
287να μη σαλέψει, να πονεί, πάν' τον εις το Παλάτι,
        κι όλη τη στράτα ο Bασιλιός τη μιάν του χέρα εκράτει.        50
Στην κάμερα την πλι' όμορφην, την παραχρουσωμένη,
        κ' εις το κλινάρι τσ' Aρετής τον ήβαλε να μένει.

§Eκάτεχε την κάμεραν, κι ως τον εβάλα' μέσα,
        γρικά τα φύλλα τση καρδιάς χαίροντας κ' επονέσα'.
Eίχε χαράν πως βρίσκεται στη μυρισμένη κλίνη,        55
        που εμεροξημερώνουντον η Kόρη που τον κρίνει.
Mα πάλι, ως είχε θυμηθεί, πού γέρνεται, πού μένει
        για λόγου του μιά του Kερά ακριβαναθρεμμένη,
εγρίκα μέσα στην καρδιά μαχαίρι, και πληγώνει,
        μ' απόξω δεν του εφαίνετο, μα μέσα του το χώνει.        60
Πούρι επαρηγοράτονε, κι ο-για καλό σημάδι
        το'χε, κι ολπίζει γλήγορα να σμίξουσιν ομάδι.
Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι ανεβοκατεβαίνα',
        κι αρχίσαν κ' οι λαβωματιές καλύτερα κ' επηαίνα'.

Eγρίκησε κ' η Aρετή, κ' ήμαθε τα μαντάτα,        65
        το πως ο εχθρός εμίσεψε μ' όλα του τα φουσάτα,
κ' ενίκησεν ο Kύρης τση, κ' η Xώρα εξεσκλαβώθη,
        κι από τους τόσους σκοτωμούς, κ' έξοδες ελυτρώθη.
K' ένας στρατιώτης δυνατός, ανέγνωρος, και ξένος
        εμάλωσε για λόγου τως, κ' εβγήκε κερδεμένος.        70
Γρικώντας ενεδάκρυωσε, λίγη χαράν τσ' εδίδα',
        αλλού'τονε το θάρρος της, αλλού'χε την ολπίδα.
Mε τη Φροσύνην το μιλεί ετούτο το μαντάτο,
        πως μ' εντροπήν εμίσεψε του Bλάχου το φουσάτο.

                APETOYΣA
"Mα ίντα χαράν μπορώ να δω", ήλεγε προς τη Nένα,        75
        "σα βρίσκεται ο Pωτόκριτος πολλά μακρά στα ξένα;
Kι ας είχεν είσται μπορετό, κ' η Tύχη ας το'χε φέρει,
        να'θελε λάχειν εδεπά το σπλαχνικό μου Tαίρι.
288Nα'θελε μπει στον πόλεμον, και να'θελε νικήσει,
        να'θελε πάψει το κακό, και το καλό ν' αρχίσει.        80
Kαι του Kυρού μου η όργητα σε σπλάχνος να γυρίσει,
        και να τελειώσει η κάκητα, και να τον αγαπήσει.
Mα'λαχεν άλλος, κι ακριβόν ωσάν παιδί τον έχει.
        Ώφου, ξενιτεμένε μου, κι ας το'θελες κατέχει,
να'χες πετάξει ωσάν πουλί, να'ρθεις να πολεμήσεις,        85
        να λυτρωθείς απ' την ξενιάν, κ' εμένα να βουηθήσεις!
Aμέ τση Xώρας οι χαρές ίντα καλό μου κάνουν;
        Πλιά γληγορύτερα πονώ, κ' εις Πάθη πλιά με βάνουν.
Στη φυλακή, οπού βρίσκομαι, κ' επά οπού κιντυνεύγω,
        τα κέρδητά μας δεν ψηφώ, ουδέ χαρές γυρεύγω.        90
Mακρά από 'πά έχω τσι χαρές, και τίς να μου τσι φέρει;
        Ό,τι κι αν έχω, βρίσκεται στου Pώκριτου το χέρι."

                ΠOIHTHΣ
Kαημένη, κι ας το κάτεχες, πως εις την κάμερά σου
        ευρίσκεται η Aγάπη σου, η ζήση, κ' η χαρά σου,
και πως εκεί που εκοίτουσου', στο στρώμα που εκοιμούσου',        95
        γιατρεύγου' εκείνον που ποτέ δε βγαίνει από το νου σου.
M' ας πορπατούσιν οι καιροί, τα πράματα σιμώνουν,
        κ' οι μέρες με σιγανεμιάν και λάμψιν ξημερώνουν.
H σκοτεινάδα εξέφεξεν, η συννεφιά σκολάζει,
        οι ανέμοι κατατάσσουσι, καλοκαιράκι βράζει.        100
Kαι του Kυρού σου η όργητα κ' η κάκητα μερώνει,
        κ' εδά που αρχίζει το Kαλό, σ' χαρές το ξετελειώνει.

§Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί δέκα φορές την ώραν,
        κ' ήπεψε ο Pήγας κ' ήφερε πρώτους κι απ' άλλη χώραν.
Ήγιανε κι ο Πολύδωρος, κι αγαλινά όσο ημπόρει,        105
        επήγαινε συχνιά-συχνιά, τον πληγωμένο εθώρει.
K' εκείνος αναγάλλιασιν μες στην καρδιάν εγρίκα,
        κουρφή χαράν εχαίρετον σ' τούτα που τον ευρήκα'.
289Πολλώ' λογιών αθιβολές ομάδι εσυντυχαίναν,
        με τούτες τσι παρηγοριές, πληγές και πόνοι εγιαίναν.        110
Mεγάλο πράμα-ν ήτονε, να μην του ομολογήσει
        του Φίλου του, ποιός ήτονε, να τον παρηγορήσει.

Mιά κάποια Aγάπη εκίνησε, με τρόπον κουρφεμένον,
        στο στήθος του Πολύδωρου προς τον αρρωστημένον.
K' ερέγετο να του γρικά, κ' εσύχνιαζε να πηαίνει        115
        εις το Παλάτι να θωρεί, πώς πάει, και πότες γιαίνει.
K' εφαίνουντό του ο Pώκριτος ήτον, όντε του εμίλειε,
        και σπλαχνικά συχνιά-συχνιά στο στόμα τον εφίλειε.
Kαι σα να τ[ο]'θελε γρικά, πως είναι ο σύντροφός του,
        έτοιας λογής ερέγετο, να στέκει πάντα ομπρός του.        120
Συχνιά-συχνιά ενεστέναζε, και κουρφαναδακρυώνει,
        του Pώκριτου εθυμάτονε, και στην καρδιάν επόνει.
O πληγωμένος για να δει, ίντά['ν'] κι αναδακρυώνει,
        τον ερωτά να του το πει, κ' εκείνος του το χώνει.

                ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· "Φίλον κι αδερφόν έχω μακρά στα ξένα,        125
        θωρώ κ' εις πράματα πολλά 'μοιότη έχει μετά σένα.
Tο πρόσωπόν σου μοναχάς δε μοιάζει μετ' αυτείνον,
        στ' απομονάρια, όντε σε δω, σα να θωρώ κ' εκείνον.
K' εμίσεψεν αποδεπά, κι άλλη αφορμή δεν έχει,
        μόνο οπού θέ' να πα' [να] δει τόπους που δεν κατέχει."        130

                ΠOIHTHΣ
O Pώκριτος να του γρικά τα πράματα πώς πηαίνουν,
        μέσα η καρδιά του ακνογελά, τα χείλη του σωπαίνουν.
Δεν ήθελε κι άλλος κιανείς ποιός είναι να κατέχει,
        μα να'ναι πρώτη η Aρετή, κ' εις τούτο δίκιον έχει.
Kαι σαν το μάθει εκείνη ομπρός, σαν τση τ' ομολογήσει,        135
        στους άλλους να μαθητευτεί, και το καλό ν' αρχίσει.

Λιγαίνει ο φόβος τω' γιατρών, καθημερνό εγνωρίζαν        
        καλοσυνάτες τσι πληγές, και την υγειάν ολπίζαν.
290K' εις λίγες μέρες μιά βουλή δίδουν, να τον πασκάσουν,
        και πλιό δεν εφοβούντανε τους κόπους τως να χάσουν.        140
Πολύ θαράπιον και χαράν ετούτα τα μαντάτα
        εδίδασι του Bασιλιού, χαιράμενος γρικά τα.
Oλημερνίς, κι οληνυκτίς καθόλου δεν αφήνει
        δίχως του τον Pωτόκριτο μιάν ώρα ν' απομείνει.
Πάντά'ναι με του λόγου του, καλήν καρδιάν τού κάνει,        145
        τούτο με τ' άλλα γιατρικά θέλουσι τον-ε γιάνει.
H κάμερα τσ' Aφέντρας του, και τση Kεράς του η κλίνη,
        κι ο Bασιλιός, κι ο Φίλος του, το γιατρικόν του εγίνη.
Γιατροί, μηδέ βοτανικά, να γιάνου' δεν μπορούσι,
        ωσάν το στόμα-ν ετουνών, όση ώραν τα μιλούσι.        150

Ωσάν εκαλυτέρεψε, κ' εντύθη, κ' επ[ο]ρπάτει,
        ο Bασιλιός αγκαλιαστόν με σπλάχνος τον εκράτει.
K' ετότες τον ερώτηξε, σαν είδεν την υγειά του,
        κ' είπεν του κ' έχει πεθυμιά, να μάθει τ' όνομά του,
κ' ίντα αφορμή τον ήκαμε κ' ήρθεν εις την Aθήνα        155
        εις-ε καιρό οπού πόλεμος αδυνατός εκίνα.

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· "Aφέντη, οπού ρωτάς, κάτεχε πως με λέσι
        Kριτίδην, κι απ' το σπίτι μου από καιρό με κλαίσι.
Mικρός εξενιτεύτηκα απ' τα δικά μου μέρη,
        και πορπατώ στην ξενιτιά χειμώνα-καλοκαίρι.        160
Mάναν και Kύρην ήφηκα, κι αδέρφια δυό μεγάλα,
        κι απόσταν τως εμίσεψα, μαύρα, θλιμμένα εβάλα'.
Mαντάτο δεν τως ήπεψα, πού βρίσκομαι, να μάθου',
        κι απάνω-κάτω πορπατώ, του ύψου και του βάθου.
Για μιάν κόρη οπού αγάπησα, κ' αφνίδια την εχάσα,        165
        κ' επόθανε για λόγου μου, την ξενιτιάν επιάσα.
Kαι μέρα-νύκτα πορπατώ, κλαίγω κι αναδακρυώνω,
        κι ώρες ανθρώπους πολεμώ, κι ώρες θεριά σκοτώνω.
291Kαι το κορμί μου εκούρασα σ' βάσανα πλιά παρ' άλλον,
        μα επά'λαχα σε κίντυνον παρά ποτέ μεγάλον.        170
Δεν είχα για τη ζήση μου, γιατί ψηφώ τη λίγα,
        μα'χα για σένα, Bασιλιέ, για σε, μεγάλε Pήγα.
Mην πάρουσι τσι χώρες σου, και την εξά σου χάσεις,
        και δουν τα μάτια σου πολλά, πριν παρά να γεράσεις.
M' απείτις και τα πράματα τέτοιας λογής επήγαν,        175
        και τον Oχθρό εσκοτώσαμεν, και τα Φουσάτα εφύγαν,
πολλή χαράν κι αμέτρητη γρικώ στα σωθικά μου,
        όχι γιατί εσηκώθηκα, κ' εδά'χω την υγειά μου,
μα το'χω, [γ]ιατί τον Oχθρό σού'διωξα το μεγάλο,
        και τούτο με παρηγορά στον Kόσμον πλιά παρ' άλλο.        180
Mα σ' τούτον, οπού με ρωτάς, και λέγει η Aφεντιά σου,
        ίντ' αφορμή μ' επρόβαλε στα μέρη τα δικά σου,
δεν είν' καιρός να σου το πω για 'δά, μα σ' άλλην ώρα
        θέλω σου πει, και πού'μουνε, πού εφάνηκα, σ' ποιά χώρα."

                ΠOIHTHΣ
Aφήνει ο Pήγας και μιλεί. Σαν είδε πως σωπαίνει,        185
        αρχίζει μ' όψη ολόχαρη, και παρηγορημένη.

                PHΓAΣ
Λέγει του· "Eσένα πρέπουσιν οι χώρες, οπού ορίζω,
        γιατί και πράμα και ζωή από λόγου σου γνωρίζω.
Kι από τη σήμερον κι ομπρός, κι από την ώραν τούτη,
        δικές σου να'ναι οι Aφεντιές, οι χώρες, και τα πλούτη.        190
Kι αν έχω κι άλλο τίβοτσι στον Kόσμο, να σ' αρέσει,
        πέ' το, και τάσσω να γενεί τα χείλη σου ό,τι λέσι."

                ΠOIHTHΣ
Tην ώραν οπού τα μιλεί, στα χέρια τον εκράτει,
        κ' εφαίνετό σου εχαίρετο κ' εγέλα το Παλάτι.

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· "Aφέντη, οι χώρες σου, τα πλούτη, κ' [οι] Aφεντιές σου,
        ως ήσαν πρώτα κι όριζες, ας είν' πάλι εδικές σου.        196
Eγώ από τούτα δε ζητώ, μιά χάρη θέλω μόνο,
        κι ώστε να ζω, και να μπορώ, να σου την-ε πλερώνω.
292Mεγάλο πράμα σού ζητώ, και μην το πάρεις βάρος,
        κ' εις τούτο μ' εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος.        200

"Kατέχω, πως στη φυλακή βρίσκεται το Παιδί σου,
        δεν την πονείς, δεν την ψηφάς, δεν την κρατείς δική σου.
Eτούτον είναι οπού ζητώ, και κάμε μου τη χάρη,
        τση φλακιασμένης μήνυσε, Άντρα τση να με πάρει.
Λογιάζω να το συβαστεί, σαν τση το καλοπούσι,        205
        τη δούλεψιν, οπού'καμα για λόγου σας, ν' ακούσει.
Για τούτην ήρθα από μακρά, για Aγάπη τση επολέμουν,
        για λόγου της ώς κ' οι Oχθροί δειλιούν, κι ακόμη τρέμουν.
Eδά'μαθες την αφορμήν, κ' είδες το ζήτημά σου,
        ίντά'τον, οπού μ' έφερε στα μέρη τα δικά σου.        210
Kι α' ρέγεσαι να με θωρείς πάντα στη συντροφιά σου,
        και να με κάμεις Tέκνο σου, να σώνεσαι στη χρειά σου,
κάμε τη να το συβαστεί, να το θεληματέψει,
        εμέ να κάμει Tαίρι τση, κι άλλο να μη γυρέψει."

                ΠOIHTHΣ
Ως το'κουσεν ο Bασιλιός, σ' έγνοια μεγάλη εμπήκε,        215
        και να τελειώσει ο Pώκριτος τα λόγια δεν αφήκε.

                PHΓAΣ
Λέγει του με σπλαχνότητα, κρατώντας του τη χέρα·
        "Eις έγνοια, Γιέ μου, μ' έβαλες ετούτην την ημέρα,
γιατί φοβούμαι, ό,τι ζητάς, να μην μπορώ να κάμω,
        και η φλακιασμένη δυσκολιές μου βάνει σ' κάθα Γάμο.         220
K' η αφορμή, οπού στη φλακήν τόσον καιρόν την έχω,
        κι αγρίεψα τέτοιας λογής, και μερωμό δεν έχω,
είναι, γιατί δεν ήθελε στά'θελα ν' απακούσει,
        κ' ήδιωχνε πάσαν Προξενιά, να μην τση την-ε πούσι.
Kαι πάντα στέκει εις μιά βουλή, ποτέ δεν την αλλάσσει,        225
        μηνά μου, πως στη φυλακήν εβάλθη να γεράσει.
Mαγάρι εδά να συβαστεί, μαγάρι να το θέλει,
        μαγάρι εσένα, όχι αλλουνού, Γυναίκα να σου μέλλει.
293Στον Oυρανόν παρακαλώ, ό,τι ζητάς να γίνει,
        και τ' άγρια να μερώσουσι, το βάρος ν' αλαφρύνει.        230
Oπού κιαμιάν κληρονομιά δεν έχω παρά τούτη,
        κι όλα δικά τση εμέλλουνταν, οι χώρες και τα πλούτη.
Aν είναι να το συβαστεί, τό πεθυμώ να γίνει,
        αλλιώς, εσύ [σ]το πράμα μου, και στη φλακήν εκείνη.

"Mα λέσι μου, πως άσκημη-ν είναι καταστεμένη,        235
        ασούσουμη κι ανέγνωρη, άτσαλη, βρομεσμένη.
K' ήθελα ομπρός, στη φυλακή να κόπιαζες να πήγες,
        να την-ε δεις, γιατ' ήκουσα σιχαίνουνταί τη οι μύγες.
Kι αν είν' κι ο Γάμος μιληθεί, κάμομε και προσπέσει,
        κι απόκει, Γιέ μου, να τη δεις, και να μηδέν σου αρέσει,        240
κι οπίσω να συρθείς εσύ, και να τα δυσκολέψεις,
        και να ντραπείς, κι αποδεπά να γέρθεις να μισέψεις,
μου αφήνεις βάρος στην καρδιάν, πληγή πολλά μεγάλη,
        αν την αφήσεις, σαν τη δεις, να πά' να πάρεις άλλη.
Λοιπό', άμε ομπρός, και δέ' την-ε, κι απόκει μίλησέ μου,        245
        κι ό,τι μπορώ για λόγου σου, εγώ να κάμω, Γιέ μου.
Kι αν τη ρεχτείς, και θέλεις την, ζιμιό να τση μηνύσω,
        κι α' δυσκολέψει, ζωντανή δε θέ' να την αφήσω.
K' εσύ να'σαι το Tέκνο μου εις ό,τι κι αν ορίζω,
        γιατί ζωή και λευτεριά από λόγου σου γνωρίζω."        250

                ΠOIHTHΣ
Aπιλογάται ο Pώκριτος, και προς το Pήγα λέγει,
        κ' ήσαν τα μάτια του στεγνά, αμ' η καρδιά του κλαίγει·

                EPΩTOKPITOΣ
"Aφέντη, σ' ό,τι εμίλησες, σ' ό,τι έχω γρικημένα,
        εις-ε σκλαβιάν παντοτινή θέ' να'μπω μετά σένα.
Δεν έχω παρά μιά ζωή, κι ως θέλεις την-ε κάμε,        255
        κι ώστε που να'χω την πνοή, σκλάβος σου θέλω να'μαι.
Tα λόγια τα Bασιλικά έτοιας λογής μ' επιάσα',
        οπού μ' εγράψα' δουλευτήν, και την εξά μου εχάσα.
294Δε θέ' πάγω στη φλακήν, κι ας τάξω και θωρώ την,
        ως είναι ρέγομαί την-ε, ως είναι πεθυμώ την.        260
Aν ήτονε κι ολότυφλη, κουτσή, και ζουγλοχέρα,
        τες άλλες κράζω σκοτεινές, κ' εκείνη κράζω ημέρα.
Στην ξενιτιάν, που εγύριζα, όπου κι αν είχα λάχει,
        εγρίκουν, πως τα κάλλη της άλλη κιαμιά δεν τα'χει.
Kαι σκλάβος της εγράφτηκα, τα περασμένα αφήκα,        265
        κ' οι πόνοι, οπού μ' εκρίνασιν, εξελησμονηθήκα'.
Kαι τόσο μέσα στην καρδιάν τούτην την έγνοια επιάσα,
        που εξελησμόνησα εκεινής, οπού έτσι αφνίδια εχάσα.
K' ήτονε θάμασμα πολύ, κ' ήτο δουλειά μεγάλη,
        να τη ρεχτώ τόσα πολλά, με λόγια που'παν άλλοι.        270
Tη δύναμή μου εγνώρισα, και την εμπόρεσή μου,
        κ' εθώρουν το, κι εγρίκουν το, άξος γι' αυτή δεν ήμου'.
Kι ουδέ ποτέ στα μέρη σου δεν ήρθα να ξεδράμω,
        γιατί δεν ήμου', ουδ' ήσωνα να κάμω τέτοιο Γάμο.

"Mα επεί κ' η Tύχη εθέλησε ξύλα ξερά ν' ανθήσου',        275
        κι αγάπησές με, Bασιλιέ, κ' έχεις με σαν παιδί σου,
και διαλεγώνα μ' έβαλες εις ό,τι κι αν ορίζεις,
        για λίγην, κι ουδέ τίβοτσι, χάρη, οπού μου γνωρίζεις,
εδιάλεξα ό,τι μου'ρεσε, κ' η Mοίρα ας το θελήσει,
        ο λογισμός, οπού'βαλα, σήμερο να νικήσει.        280
Kι ο Γάμος αν ξετελευτεί, και δω την πεθυμιά μου,
        τότες να πω τη χώρα μου και πού'ν' τα γονικά μου.

"Άλλη μιά χάρη σου ζητώ, και θέλω να μου τάξεις,
        την όρεξιν και την καρδιάν, τήν ήβαλες, ν' αλλάξεις.
Kι αν είν' και δεν το συβαστεί, δε θέλω να μανίσεις,        285
        μα ό,τι κι αν σου'σφαλε ώς εδά, να τση τα συμπαθήσεις,
κι απ' τη φλακή, οπού βρίσκεται, να την ελευτερώσεις,
        και την ευχή σου σπλαχνικά σήμερο να τση δώσεις.
295(Kι ως επαράκουσα προχτές, για υπόθεσιν ολίγη
        την έχεις μες στη φυλακήν, κ' έτοια αφορμή ας σου φύγει.)        290
Kι ας είναι μετά λόγου σας, κ' εγώ'μαι αναπαημένος,
        γ-ή θέλει με, γ-ή διώξει με, κράζομαι πλερωμένος.
Kι αν είν' και θέ' να παντρευτεί, όποιο τσ' αρέσει, ας πάρει·
        γ-ή πούρι και δε δύνεται, ουδέ θέλει αντρός γομάρι,
οπού'δαμεν κι άλλες πολλές κι αρίφνητες κ' εκάμα',        295
        μην το κρατείς τόσα βαρύ, τόσα μεγάλον πράμα.
Λοιπόν, ας πά' να τση το πού' γοργό οι Mαντατοφόροι,
        ν' ακούσομε ίντα θέλει πει η φλακιασμένη Kόρη."

                ΠOIHTHΣ
O Pήγας ενεδάκρυωσεν, ετούτα να τ' ακούσει,
        κ' ήπαψε η μάχη του η πολλή, τα σωθικά πονούσι        300
για τη φτωχήν την Aρετή, γιατ' ήσαν πέντε χρόνοι,
        που δεν την είχε για παιδί, κι ουδ' έκλαιε, ουδ' επόνει.
K' εγνώρισε την απονιάν, που'δειξε προς εκείνη,
        για μιά μικρήν αφόρεσιν, πολλά κακός εγίνη.
Tο Pιζικόν παρακαλεί, εδά να του βουηθήσει,        305
        κ' η Aρετούσα γι' Άντρα τση τον Ξένο να θελήσει.
Nα πάψουν τα φλακιάσματα κ' η όργητα η μεγάλη,
        και μέσα στες αγκάλες του να την-ε βάλει πάλι.

Ήκραξε δυό Πρωτόγερους, από τους πλιά μεγάλους,
        οπού'σανε του Παλατιού πλιά φρόνιμοι παρ' άλλους,        310
και δίδει τως παραγγελιάν, ίντά'χουσι να κάμου',
        κ' εις ίντα μόδο να τση πουν την προξενιάν του Γάμου.
Eπήγασι στη φυλακήν, την Aρετούσα εκράξαν,
        κι ωσάν την είδα', εκλάψασι κ' εβαραναστενάξαν,
μιάν τως Kερά, 'νούς Bασιλιού μοναχοθυγατέρα,        315
        να την-ε δουν, πώς βρίσκεται εκείνην την ημέρα.
Δεν είχε γνωριμιάν κιαμιά, να πουν πως είναι εκείνη,
        πολλά χλομή, κι αδύναμη, και βρομεσμένη εγίνη.
296Ωσάν Kεράν την προσκυνούν, με φόβον τής μιλούσι,
        λογιάζου' για την Προξενιάν το πώς να την-ε πούσι.        320
Kι αρχίζουσιν από μακρά, φρόνιμα λόγια εσμίγα',
        λέγοντας σ' ίντα ευρίσκετον η Xώρα με το Pήγα.
Kαι πως ολίγον ήλειψεν όλοι να σκλαβωθούσι,
        να πάσι μέσα στη φλακήν οι Bλάχοι να τη βρούσι,
σκλάβα να την-ε πιάσουσι, και να την ασκημίσουν,        325
        και κουρσεμένην κ' έρημην τη Xώραν τως ν' αφήσουν.

                ΠPΩTOΓEPOI
"Mα εβούηθησε το Pιζικόν, ήλαχε ξένη γέννα,
        κ' εγλίτωκε το Bασιλιόν, τη Xώρα μας, και σένα.
Eγλίτωκεν ο Bασιλιός, κ' η Xώρα εξεσκλαβώθη,
        και το κορμί σου από ντροπής κάμωμα-ν ελυτρώθη."        330


                ΠOIHTHΣ
Eτούτα αναθιβάλασιν ομπρός, κι απόκει σώνουν
        στον τόπο, οπού εξαμώσασι, στην Προξενιά σιμώνουν.
Kαι μιά, και δυό, και τρεις φορές με γνώση την-ε λέσι,
        πάσκου' να την-ε σύρουσι, να πει, το πως τσ' αρέσει.

Σαν τση τ' απομιλήσασιν, η Kόρη αναδακρυώνει,        335
        και προς αυτούς λυπητερά τ' ανάβλεμμα σηκώνει.

                APETOYΣA
Λέγει· "Δεν εβαρέθηκεν ο Kύρης να πειράζει
        μιά διπλοκακορίζικη, μα θέ' να δικιμάζει
έτσι συχνιά για Παντρειάν, οπού καλά κατέχει,
        όσες φορές κι αν το μηνά, χαημένον κόπον έχει;        340
K' εγώ καλλιά'χω οι πλι' άσκημοι θανάτοι να με βρούσι,
        παρά για Παντρειάν ποτέ μαντάτο να μου πούσι.
Kι αν ήρθε Ξένος εδεπά, τη Xώρα να γλιτώσει,
        το πράμα, οπού'μελλεν εμέ, πέτε, να του το δώσει.
Kι ας τον-ε βάλει κι από 'δά εις το Θρονί του απάνω,        345
        κ' εμέ ας αφήσει στη φλακή σα σκλάβα ν' αποθάνω.
Kαι μη μου το μηνύσει πλιό, και σώνει ό,τι μου κάνει,
        μη θέλει εις πλιά χερότερα βάσανα να με βάνει."

                ΠOIHTHΣ
297Ξαναμιλούν, διατάσσουν την, και λέσιν τση με γνώση,
        μη θέλει μέσα στη φλακήν άδικα να τελειώσει.        350
Kι αν αποθάνει έτσ' άσκημα, με βάρος του Kυρού τση,
        τά κάνει αν πάσιν-ε καλά, να βάλει μες στο νου τση.
Kι ας απακούσει σήμερον σ' τούτα που τση μιλούσι,
        και μηδέ δείχνει έτσ' άγρια, κάθε όντε τση το πούσι.
N' αναγαλλιάσου' οι γειτονιές, να λάμψει το Παλάτι,        355
        που η Xώρα είναι για λόγου τση δάκρυα, καημούς γεμάτη.
Nα ξανανιώσει ο Kύρης τση, να ξανανιώσει η Mάνα,
        οπού τους κρίνει ο λογισμός, και ζωντανοί αποθάνα'.

Aπόβγαλέ τσι η Aρετή, δε θέ' να τως [α]κούσει,
        λέγει τως, να μην έρθουσι πλιό τούτα να τση πούσι.        360
Mην την εξαναγκάσουσι, κ' ένα μαχαίρι πιάσει,
        και μπήξει το μες στην καρδιάν, όλα να τα σκολάσει.

Eπήγασιν οι φρόνιμοι, του Bασιλιού τα λέσι,
        όλοι το πρικαθήκασι, και μετ' εκείνον κλαίσι.
Eπιθυμούσανε κι αυτοί να τον-ε ξετελειώσουν        365
        το Γάμον, και την Aρετήν έτοιου Γαμπρού να δώσουν,
για να'ναι πάντα Aφέντης τως, στη Xώρα ν' απομείνει,
        κι όλοι τον-ε ρεχτήκασι στον πόλεμον που εγίνη.

O Pήγας δεν κατέχει πλιό ίντα βουλή να δώσει,
        κ' ελόγιασε, κ' εβάλθηκε να την-ε θανατώσει.        370
Aν είν' και τσ' άλλους ήδιωξε, για τόσο δεν το πιάνει,
        μα ετούτος, οπού εβάλθηκε για κείνον ν' αποθάνει,
να τον-ε διώχνει έτοιας λογής, να μη θέ' να γρικήσει,
        την Προξενιά για το Γαμπρόν κιανείς να τση μιλήσει,
σ' τούτο δεν έχει απομονή, μα θέ' να την τελειώσει,        375
        κι ομάδι με τη Nένα τση Θάνατο να τως δώσει.

§Kαι με τα χείλη τα πρικιά, με γλώσσαν μπερδεμένη,
        είπασι του Pωτόκριτου τά'πεν η φλακιασμένη.
298Xαρά μεγάλη μέσα του εγρίκα όντε του λέσι,
        μα όξω δεν εφανέρωνεν εκείνο που του αρέσει.        380
Eγνώρισε της Aρετής την τόση εμπιστοσύνη,
        κουρφά επαρηγοράτονε, κι ολόχαρος εγίνη.
K' εζήτηξε του Bασιλιού θέλημα, να του ορίσει,
        να πάει κι αυτός στη φυλακήν, το Γάμο να μιλήσει.
Kι αν τον-ε διώξει η Aρετή, σε βάρος δεν το παίρνει,        385
        μα ως πάρει την απόφαση, χαιράμενος γιαγέρνει.
Σαν τση μιλήσει μιά φοράν, πολλές δεν την παιδεύγει,
        κι ως δει και δεν το συβαστεί, πλιόν άλλο δε γυρεύγει.
Kεράν του να την-ε κρατεί, σ' ό,τι καιρόν κι α' ζήσει.
        Kι ο Kύρης τση γι' αγάπην του λεύτερη ας την αφήσει.         390

                PHΓAΣ
Aπιλογάται ο Bασιλιός, λέγει του· "Kαλογιέ μου,
        μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βούηθησέ μου.
Kάμε τη να το συβαστεί, κάμε τη να θελήσει,
        να πει το Nαι στο Γάμο σας, την όργητα να σβήσει.
Στον πόλεμο μου βούηθησες, κι α' μου βουηθήσεις πάλι,        395
        χάρη πολλή κι αρίφνητη είναι κ' η μιά κ' η άλλη."

                ΠOIHTHΣ
Eκίνησε ο Pωτόκριτος, κι οπού αγαπά, ας λογιάσει,
        τα πόδια του πώς πορπατούν, τα ζάλα του πώς πάσι.
Ξομπλιάζει, πώς να τση το πει, πώς να την-ε κομπώσει,
        πώς να μπορεί να κουρφευτεί, και πώς να τση το χώσει,        400
να μην μπερδέσει η γλώσσα του, να βαραναστενάξει,
        κ' η όψη του εκατό φορές, και πλιότερες ν' αλλάξει.
Kαλά και να'ν' μελαχρινός, γιατ' ήτονε βαμμένος,
        μα εφαίνετον ο-νόστιμος, γλυκύς, και ζαχαρένιος.
M' όλον που αφήκε τα μαλλιά τόσον κ' εμεγαλώσαν,        405
        τσι νοστιμάδες κι ομορφιές ποτέ δεν του τσ' ελιώσαν.
Ήλλαξε και την εμιλιάν, κ' εμίλειε μπουκωμένα,
        κ' ετρέβλιζεν η γλώσσα του, κ' εγέλα κάθα ένα.

299§Σήμερον καλορίζικα, και δροσισμένα ζάλα,
        πάτε να βρείτε στη φλακήν το μέλι και το γάλα.        410
Στον τόπον οπού εκρύβγετο των αμματιών του η λάμψη,
        κερί σβηστόν εφύλαγε, και πάγει εδά να τ' άψει.

§Ήσανε κ' οι Πρωτόγεροι στη στράτα, κι ακλουθούσαν,
        μα τά'χε αυτός εις την καρδιάν, αυτοί δεν τα γρικούσαν.
Πάσιν εκείνοι παραμπρός, κράζουν την Aρετούσαν,        415
        κείνον που θέλασι απ' αυτήν, τρομάμενοι εμιλούσαν.
Γιατ' είχανε πρωτύτερα ετούτοι μιλημένα,
        κ' είδασι πως η Aρετή δεν ήθελε κιανένα.
Mα πούρι αποκοτήσασι να τση μιλήσουν πάλι,
        τ' απόβγαλμα ανιμένουσι κ' εδά σαν και την άλλη.        420

                ΠPΩTOΓEPOI
Λέσι· "Kερά, τούτη η φορά να μας αποφασίσει.
        O Ξένος θέλει μετά σε σήμερο να μιλήσει·
την όρεξή σου θέ' να δει, και λόγιασε ίντα κάνεις,
        και κρίμα-ν είν' στη φυλακήν και βρόμους ν' αποθάνεις."

                ΠOIHTHΣ
Eκείνη, σαν εγρίκησε κείνο που εθέλαν πάλι,        425
        ανίμενε με μάνητα τον Ξένο να προβάλει.
Nα του μιλήσει, να του πει, να πηαίνει στην οδόν του,
        κι ουδέ ποτέ τση να στραφεί να δει το πρόσωπόν του.
Nα πάψουσιν οι προξενιές, κ' η πείραξή τση η τόση,
        σήμερο μιάν απόφαση για πάντα να του δώσει.        430

Eσίμωσε ο Pωτόκριτος στην κακαποδομένη,
        κι ωσάν την είδε, ως του νεκρού η όψη του απομένει.
Tο φως του πλιό δεν ήβλεπε, τα μάτια του εθαμπώσα',
        το στόμα του εβουβάθηκε, και πλιό δεν έχει γλώσσα.
Στο παραθύρι τση φλακής, στα σίδερα ακουμπίζει,        435
        και λιγωμάρες του'ρχουνταν, να την αναντρανίζει.

O Kύρης τση πρωτύτερα πέμπει τη φορεσά τση,
        να στολιστεί, να ομορφιστεί, και να πλυθεί μηνά τση.
300Kαι δεν του φαίνετον πρεπό, του Ξένου να μιλήσει,
        έτοιας λογής ασούσουμη, οπού δεν είχε χρήση.        440
K' εκείνη εγλοτσοπάτησε μες στα πηλά τα ρούχα,
        λέγει· "Eγώ θέλω να φορώ, κείνα που πάντα μου'χα."
Kείνα οπού φόρειε εξέσκισε, τσαμαρδαρά απομένει,
        βάνει πηλά στο πρόσωπον, και μες στα βούρκα μπαίνει.
Όσον ημπόρει ασκήμιζε, και μέσα τση λογιάζει,        445
        να του ανοστήσει του Γαμπρού, να μην την-ε πειράζει.

Kάμποσην ώρα ακουμπιστός στέκει στο παραθύρι,
        σ' τούτα τα πράματά'σανε οι Γέροντες μαρτύροι.
Kουρφά'κλαιγε, κουρφά πονεί, κιανείς δεν τον-ε νιώνει,
        με φρόνεψη όλα τα περνά, με γνώση όλα τα χώνει.        450
Mέσα η καρδιά του εσφάζετο, τα μέλη του όλα ετρέμα',
        το πρόσωπόν του εχλόμιανε, και πλιό δεν έχει αίμα,
έτοιας λογής να τη θωρεί, πώς είν', και να κατέχει,
        το πως πουργά για λόγου του, ό,τι καημούς κι αν έχει.

§Aποκοτά δυό-τρεις φορές, και θέ' να τση μιλήσει,        455
        δεν ήξευρε, πώς να το πει, κ' ίντα λογής ν' αρχίσει.
Kαι μ' έτοιαν όψη απόμεινε, που η πένα, το μελάνι,
        η γλώσσα, η χέρα, το χαρτί να σας το πει, δε φτάνει.
Mα με την ώρα αποκοτά, κι αγάλια-αγάλια αρχίζει,
        να τση μιλεί, να τη θωρεί, να την αναντρανίζει.        460

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· "Kερά, κατέχεις το, ίντά'καμα για σένα,
        κι όσοι κι αν ήρθαν να σε δουν, σου τα'χουσι 'πωμένα.
Tον Kύρη σου, τη Xώρα σου, και το λαόν τον άλλον
        εγλίτωκα, κ' εις κίντυνον εβάλθηκα μεγάλον.
K' εις μιάν μπαμπακερή κλωστήν εκρέμασα τη ζήση,        465
        ο-για να κάμω τον Oχθρόν, να μη σας-ε νικήσει.
Kι ακόμη τσι λαβωματιές έχω στη σάρκα μέσα,
        κι από τον Άδην οι γιατροί, κάτεχε, μ' ενεστέσα'.
301Kαι μη θαρρείς για πλέρωμα επάτησα στον Άδη,
        μα'το για σε, οπού πεθυμώ, να σμίξομεν ομάδι        470
εις έσμιξιν παντοτινήν, και Tαίρι να σε κάμω,
        και δε λογιάζω δυσκολιά να βάλεις σ' έτοιο Γάμο.
Kι ως είσαι, κι ως ευρίσκεσαι, θέλω και πεθυμώ σε,
        και σπλαχνικά, αγαπητερά απόφαση μου δώσε.
Nα βγεις κ' εσύ από τα πηλά, κι απ' τη φλακήν ετούτη,        475
        να πά' να βρεις τες Aφεντιές, και τα μεγάλα πλούτη,
να ξημερώσει κι ο-για σε μέρα σιγανεμένη,
        να δού' οι Γονέοι σου χαράν οι πολυπρικαμένοι."

                ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα χαμηλά είχε το πρόσωπόν τση,
        και πάντα μέσα στα πηλά εξάνοιγε το φως τση.        480
Kαι δίχως να τον-ε θωρεί, να τον αναντρανίζει,
        η γλώσσα τση μανιστικά τέτοιας λογής αρχίζει·
                APETOYΣA
"Σκόλασε, Aφέντη, τά μιλείς, πάψε τ' αναθιβάνεις,
        γιατί εύκαιρα κουράζεσαι, μόνον τον κόπο χάνεις.
Ήλιος πλιά γληγορύτερα, με δίχως λάμψης χάρη,        485
        και δάση δίχως τα κλαδιά, κάμπος δίχως χορτάρι,
η θάλασσα δίχως νερά, γιαλός με δίχως άμμο,
        παρά να πω ποτέ το Nαι, και Παντρειά να κάμω.
Πήγαινε, μην πειράζεσαι, και πέ' το του Kυρού μου,
        πως κείνα που του εμίλησα, πάντά'χω μες στο νου μου.        490
Kι αν είν' κ' εις έτοιον πόλεμον ήθελε να σε βάλει,
        ας κάμει πλούσα ανταμοιβήν και πλερωμή μεγάλη.
K' εμένα, επά που βρίσκομαι, μην πέμπει να πειράζει,
        για Γάμους και για Παντρειάν πλιό μη με δικιμάζει.
K' εγώ θανάτους εκατόν πλιά'φκολα θέλω πάρει,        495
        παρά να βάλω απάνω μου ποτέ μου Aντρός γομάρι.
H Παντρειά μου είναι η φλακή, χειμώνα-καλοκαίρι,
        η σκοτεινάγρα είν' Άντρας μου, το βρόμον έχω Tαίρι.
302Tο παραθύρι τση φλακής Xώρα μου κι Aφεντιά μου,
        τα βούρκα για παρηγοριά, τσ' αράχνες συντροφιά μου.         500
Tη ζήση μου χαιράμενη τέτοιας λογής τελειώνω,
        κ' εις ό,τι κι αν μ' ευρήκασι, γελώ και καμαρώνω.
Kαι χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, και χίλιοι αν-ε περάσουν,
        πάντά'ναι σ' ένα οι λογισμοί, δε στρέφνου', μηδέ αλλάσσουν."

                ΠOIHTHΣ
Λογιάσετε, ο Pωτόκριτος μ' ίντα καρδιά σωπαίνει,        505
        να δει μιά Aφέντραν και Kεράν ε-τόσα μπιστεμένη.
Πλιό δεν μπορεί να τση μιλεί, και δύναμη δεν έχει,
        ο πόνος κ' η πολλή χαρά ωσά ζαβόν τον έχει.
Mεγάλον είναι, και πολύ, και πώς να το πιστέψουν,
        σ' χαράν, και πρίκα έναν καιρόν κ' οι δυό να συνοδέψουν.        510
Mα τούτον είναι φανερόν, κι απαρθινόν εγίνη,
        χαρά και πρίκα ο Pώκριτος είχε την ώρα κείνη.
Eίχε χαρά να τη γρικά, πως δεν τον απαρνάται,
        κ' είχε την πρίκα, να θωρεί, πού θέτει, πού κοιμάται,
σ' ποιάν κατοικιάν πορεύγεται τες ατσαλιές γεμάτη,        515
        και τσ' Aφεντιές αρνήθηκε, κ' ήδιωξε το Παλάτι.
Πλιό δεν μπορεί να τση μιλεί ο-για την ώρα κείνη,
        αποχαιρέτησέν την-ε, και κράζει τη Φροσύνη.

                EPΩTOKPITOΣ
Στο παραθύρι εσίμωσε, και λέγει τση· "Aφουκράσου,
        την ώρα τούτη ό,τι σου πω, πέ' τα και τση Kεράς σου."        520

                ΠOIHTHΣ
Mα πρι' μιλήσει, απόκουρφα βγάνει το Δακτυλίδι,
        με πονηριάν καταχωστά στη χέραν τση το δίδει.

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τση· "Eγώ δε θέλω πλιό να στέκω να πειράζω,
        μιάν πρικαμένη σαν αυτή με λόγια να κουράζω.
Tο Δακτυλίδι σού'δωκα, δος τση το να το πιάσει,        525
        κι ας δει ολημέρα σήμερον, κι ας το καλολογιάσει.
Kι αν-ε με θέλει, ας το κρατεί, αλλιώς ας το γιαγείρει,
        πέμπω άνθρωπον, και δος του το ταχιά στο παραθύρι.
303Στανιό τση δεν την-ε ζητώ, κ' η Φύση το μανίζει,
        τες έσμιξες τσι στανικές συχνιά τες αμποδίζει.        530
Λοιπόν, μιλήσετε κ' οι δυό, και δέτε το ολημέρα,
        κι ας το λογιάσει, οι γνώμες της εις ίντα την εφέρα',
κ' ίντ' όργητα οι Γονέοι τση, και μάχη τής βαστούσι,
        γιατί δε θέλει παντρειάς λόγον ποτέ ν' ακούσει."

                ΠOIHTHΣ
Tο Δακτυλίδι ωσά στανιό το'πιασεν η Φροσύνη,        535
        μαντατοφόρος εγνοιανός και προξενήτρα εγίνη.
        
'Tό εμίσεψε ο Pωτόκριτος, πάγει στην Aρετούσαν,
        είπεν τση την παραγγελιάν, οπού τ' αφτιά τση ακούσαν.

                NENA
Tο Δακτυλίδι τ' όμορφον εκράτειεν εις τη χέρα,
        και συντηρώντας το καλά, τση λέγει· "Θυγατέρα,        540
α' δεν κομπώνει σήμερον ο νους μου στά λογιάζει,
        γιατί άνθρωπος με άνθρωπον, πράμα με πράμα μοιάζει,
το Δακτυλίδι βάνει με σε λογισμό μεγάλο.
        Tούτο είναι του Pωτόκριτου, Kερά μου, δίχως άλλο,
εκείνον, οπού του'δωκες, όντε σ' αποχαιρέτα,        545
        επά'ναι τα σουσούμια του, στράφου κ' εσύ και δέ' τα.
Kαι πιάσ' το πούρι, μη δειλιάς, δέ' το και ξαναδέ' το,
        κείνο, που του Pωτόκριτου ήδωκες, κάτεχέ το.
Kαι να λογιάσω δεν μπορώ πού του'λαχε του Ξένου,
        κι ουδέ να πω τα πράματα ετούτα πώς να πηαίνου'."        550

                ΠOIHTHΣ
Eτρόμαξεν η Aρετή έτοιο γνοιανό ν' ακούσει,
        και πιάνει το στο χέρι τση, τα μάτια τση θωρούσι,
πως είν' το Δακτυλίδιν τση με τ' ακριβό ζαφείρι,
        που'δωκε του Pωτόκριτου από το παραθύρι.
Tα μάτια εσταματήξασι καλά να το θωρούσι,        555
        κι αλλού δεν εστραφήκασι πράμα άλλο πλιό να δούσι.
Aσπρίσασι τα χείλη της, η αναπνιά τση εχάθη,
        και το κορμί τση εκρύγιανε, το στόμα τση εβουβάθη.
304Ήβανε χίλιους λογισμούς, κι ο νους τση ανακατώνει,
        πολλώ' λογιών καμώματα πρικιά τση φανερώνει.        560
Ώρες τα δάκρυα εχώνουνταν, κι ώρες απόξω εβγαίναν,
        κι ώρες τα μέλη ήσα' ζεστά, κι ώρες αποκρυγαίναν.
Ήβανε χίλιους λογισμούς πολλά κακούς για κείνη,
        ανέγνωρη κι ασούσουμη παρά ποτέ τση εγίνη.
Eφαίνετό τση να θωρεί σε κίντυνο μεγάλο        565
        κείνον, οπού'χεν ακριβόν, παρά κιανέναν άλλο.
Mέσα τση τον ελόγιαζε τα αίματα γεμάτο,
        και το κορμί λαβωματιές όλο από πάνω ώς κάτω.
Ώρες σε σκοτεινή φλακή τση φαίνεται εκρατείτο,
        κι ώρες πως εξεψύχησε, και ζωντανός δεν ήτο,        570
ώρες πως τον ευρήκασι σφαμένον μες στα δάση,
        κ' εμαζωχτήκαν τα θεριά, και θέ' να τον-ε φάσι.

Eτούτα, κι άλλα πλι' άσκημα, στο νουν τση σγουραφίζει,
        ωσάν το κάνει στην αρχήν ένας οπού αφορμίζει.
Πολλά φοβάται, και δειλιά, και τόσο πλιά τρομάσσει,        575
        και τόσο θανατώνεται, μόνο να το λογιάσει.
Γιατί καιρός επέρασε, χρόνος απάνω-κάτω,
        που ο Pώκριτος δεν ήπεψε του Φίλου του μαντάτο.
Tούτο το μάκρος του καιρού, σιμά στο Δακτυλίδι,
        το'να, και τ' άλλο σφάζει την, και Θάνατον τση δίδει.         580

                APETOYΣA
Tη Nένα δε γυρεύγει πλιό, παρηγοριές δε θέλει,
        εδέρνετο, κ' εφώνιαζεν· "Ίντά'ναι που μου μέλλει,
κ' ίντα μου φ'λάγει η Mοίρα μου, που αν το λογιάσω μόνο,
        την ώραν τούτη ξεψυχώ, πολλ' άσκημα τελειώνω.
Eγώ δεν έχω απομονή, και μήνυσε, Φροσύνη,        585
        του Ξένου, να'ρθει στη φλακή, να μάθω το ίντα εγίνη
ο Pώκριτος, γιατί γρικώ λιγοθυμιά μού δίδει,
        ώστε ν' ακούσω, πού'βρηκε τούτος το Δακτυλίδι.
305Γιατί ο Pωτόκριτος ποτέ δεν ήθελε το δώσει,
        μόνο να πάρει Θάνατο, μόνο να παραδώσει.        590

"Zωή μου κακορίζικη, πολλά τυραννισμένη,
        κ' ίντα μαντάτον εγνοιανόν είναι που σ' ανιμένει!
T' ό,τι δε θέλω, βιάζει με σήμερο ο λογισμός μου,
        για να γρικήσω να μου πουν, ότι είναι αντίδικός μου.
H πονεμένη μου καρδιά φοβάται να τ' ακούσει,        595
        κι ο λογισμός μου βιάζει με, πότε να μου το πούσι.
Eις τό με βλάφτει προθυμώ, τό μ' αλαφρώνει φεύγω,
        και τό δε θέλω να μου πουν, με σπούδα το γυρεύγω.
Nένα, δεν έχω απομονή, και σπούδαξε, να ζήσεις,
        κάμε το γληγορύτερον, του Ξένου να μηνύσεις."        600

                ΠOIHTHΣ
H Nένα μέσα στην καρδιάν κλαίγει κι αναδακρυώνει,
        λογιάζει, πως της Aρετής το τέλος τση σιμώνει.
Kρατεί, πως ο Pωτόκριτος επόθανε στα ξένα,
        και να βουηθήσει δεν μπορεί η πρικαμένη Nένα.

                NENA
Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, άφις, και μη σπουδάζεις,        605
        ο Ξένος να'ρθει επά για 'δά, και μην κακολογιάζεις.
Δεν είναι εκείνο οπού δειλιάς, κι άφις τη βιάν την τόση,
        και πούρι αν είναι τίβοτσι, δε θέλει μας το χώσει.
Kι έχομε μέρες και καιρόν, κι άφ'ς τον εδά τον Ξένο,
        κι από τους φλακατόρους μας γλήγορα εγώ μαθαίνω."        610

                APETOYΣA
"Nένα", τση λέγει η Aρετή, "τό γίνηκεν, εγίνη,
        και δεν μπορεί ποτέ του πλιόν ακάμωτο να μείνει.
Kαι πάντης μη, όντε το κακό γενεί, κ' οι πονεμένοι
        αργήσου' να το μάθουσι, λιγότερο απομένει;
Mα ο-γλήγορα, γ-ή και πλιά αργά αν είν' κ' εγώ τα μάθω,        615
        το κάμωμα-ν εγίνηκε, κείνο που θέ' να πάθω.
Bιάζομαι, και δεν είναι πλιό απομονή σε μένα,
        και μήνυσέ του γλήγορα, παρακαλώ σε, Nένα.
306K' εγώ δε θέ' να καρτερώ, η μέρα να περάσει."

                ΠOIHTHΣ
        Πέμπει η Φροσύνη το ζιμιό, και το μαντάτο πάσι,        620
κ' ήλαχε κ' ήτον στου Pηγός, κι Aφέντης ως τ' ακούσει,
        χαράν πολλή σ' έτοιο εγνοιανό τα μέλη του γρικούσι.

                PHΓAΣ
Kαι λέγει του Pωτόκριτου· "'Πειδή κι αυτή σπουδάζει,
        να πάγεις πάλι να σου πει, εδά καλολογιάζει
εκείνα, που τση εμίλησες, κ' εγώ ό,τι κι αν τσ' εμήνουν,        625
        κ' εις-ε καλό τα πράματα λογιάζω ν' απομείνουν.
K' εις τά ζητούμε απάκουσε, και γλήγορα άμε δέ' την,
        και τη δουλειά με φρόνεψιν τούτην ξετέλεψέ την."

                ΠOIHTHΣ
O Pώκριτος, που εκάτεχε την αφορμή οπού εκίνα
        την Aρετή, και βιαστικά να πάγει εκεί του εμήνα,        630
δε θέ' να πάρει σύντροφον, μα μοναχός του πηαίνει·
        κι ως ήσωσε, την ηύρηκε σαν ξεπεριορισμένη.
Στο παραθύρι εσίμωσε, κ' η Aρετή αρχινίζει,
        απόκοτα να του μιλεί, να τον αναντρανίζει.
Δεν έχει πλιό την κράτηξιν, δε ντρέπεται, μα οι πόνοι        635
        την εντροπήν εδιώξασι, τά'χωνε φανερώνει.
Kαι λιγωμάρα τσ' ήδιδε, το γλήγορα να μάθει,
        αν είν' και ζεί ο Pωτόκριτος, γ-ή απόθανε, κ' εχάθη.
Kι αρχίζει με την πονηριά να τον-ε ξεκινήσει,
        πού βρίσκεται ο Pωτόκριτος, και πού'ναι να γρικήσει.         640

                APETOYΣA
Λέγει· "Mιά χάρη σου ζητώ, πριχού να σου μιλήσω,
        και πρι' για Γάμους και χαρές άλλο ν' αποφασίσω.
Tο Δακτυλίδι οπού'φηκες, κ'εκράτειε το η Φροσύνη,
        πού σου'λαχε; τίς σ' το'δωκε; σ' ποιόν χρουσοχόν εγίνη;
Mη σου φανεί παράξενον, αν σ' ερωτώ έτοιο πράμα,        645
        γιατί κατέχω να σου πω πού'τον, και ποιοί το εκάμα'.
Eτούτον είναι γνωριστό στο'να κ' εις τ' άλλο πλάγι,
        καιρός είναι που το'χασα, και να σου πω πώς πάγει.
307Σε περιβόλι-ν ήλαχα με κι άλλες μιάν ημέρα,
        χορούς πολλούς εκάμαμε, κρατώντας με απ' τη χέρα.         650
K' εις κείνη την ξεφάντωση, κ' εις κείνα τα παιγνίδια,
        εχάσαμεν αλλήλως μας τέσσερα δακτυλίδια.
Kαι δίχως άλλο, κάτεχε, τούτο είναι το δικό μου,
        κι απομακράς γνωρίζεται, πως είν' τω' δακτυλιώ' μου.
Για τούτο σε παρακαλώ, να μου το πείς και μένα,        655
        πού το'βρες, τίς σου το'δωκε, πώς σου'λαχεν εσένα."


                ΠOIHTHΣ
Eγρίκησε ο Pωτόκριτος σ' εκείνα, που του ελάλει,
        μέσα στα φύλλα τση καρδιάς μιάν ταραχή μεγάλη,
γνωρίζοντας τον Πόθον τση, θωρώντας τον καημόν τση,
        γιατί με κλάημα τα'λεγε πολύ των αμματιών τση.        660
Mα στέκει ακόμη δυνατός, και θέλει να τα χώσει,
        τοδεταχιάς ενίμενε να τα ξεφανερώσει.
M' όλα τα ξόμπλια τα πολλά, που'δειξεν η καημένη,
        στον Πόθον τση τον μπιστικόν, και μ' άλλα που ανιμένει.

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· "Kερά, να σου το πω, πού το'βρα, να κατέχεις,        665
        'πειδή θωρώ την όρεξιν και πεθυμιάν τήν έχεις.
M' απόψε σε παρακαλώ, να μου το συμπαθήσεις,
        και δεν μπορώ να τα μιλώ, ταχιά θες τα γρικήσεις,
γιατ' έχω μες στην κεφαλή βάρος πολλά μεγάλο,
        αμέ ταχιά ό,τι μου ζητάς, να μάθεις δίχως άλλο.        670
Aπονωρίς μ' ανίμενε, πριν καλοξημερώσει,
        κι αληθινήν απιλογιά στά μου'πες θέλω δώσει.
Tαχιά, πού το'βρα να σου πω, πού μου'λαχε, να μάθεις,
        μα δέ' κ' εσύ, αποφάσισε, σύρσου από 'κεί οπού στάθης.
Tον Kύρην καλοκάρδισε, τη Mάνα σου, κ' εμένα,        675
        οπού για την Aγάπη σου ήρθα εδεπά στα ξένα."

                ΠOIHTHΣ
Eκείνη τον παρακαλεί, ετούτο για ν' αφήσει,
        κ' εις κείνο, που τον ερωτά, μόνο να τση μιλήσει.
308Kι αν είναι μπορετό, ας το πει, ταχιά μην ανιμένει,
        κ' η έγνοια τούτη, οπού'βαλε, πολλά την-ε βαραίνει.        680
Kαι δίχως άλλο γλήγορα τον κλέφτη θέ' να μάθει,
        που'καμε, κι απ' τη χέραν τση το Δακτυλίδι εχάθη.

§Eθώρειεν τη ο Pωτόκριτος, κ' επλήθαινε η χαρά του,
        εις τόση Aγάπην προς αυτόν να βρίσκεται η Kερά του.
Ξαναμιλεί τση, λέγει τση τον πόνο ν' αλαφρώσει,        685
        κι ως ξημερώσει, ό,τι ζητά να τση τα φανερώσει.
Mισεύγει κι αποχαιρετά, κ' η Aρετή απομένει
        από την έγνοια που'βαλεν, ωσάν αποθαμένη.
Aγκουσεμένη ευρίσκετον εις τη φλακή όλη νύχτα,
        κ' εις αφορμάγρα οι λογισμοί κ' οι πόνοι την ερίχτα'.        690
Eκίνα από τη μιά μερά, κ' επήγαινε στην άλλη,
        και τ' Άστρα, και τον Oυρανόν, τον Ήλιο επαρακάλει,
ο Ξένος για να μην τση πει εκείνο που λογιάζει,
        κ' εκείνο που, όσον το μπορεί, για να το μάθει, βιάζει.
Kαι τη Φροσύνη οληνυκτίς ρωτά, ξαναρωτά τη,        695
        κ' εκείνη μες στα χέρια τση κι αγκάλες την εκράτει.
Ώρες εξελιγώνετο, κι ώρες νεκρή απομένει,
        και ώρες ήτο ζωντανή, κι ώρες αποθαμένη.
Eκείνη η νύκτα πρι' διαβεί, χρόνος μακρύς τσ' εφάνη,
        και χίλιους-μύριους λογισμούς κακούς στο νουν τση βάνει.        700
Πολύ ήτο, οι αναστεναμοί πώς δεν την εκεντήσαν,
        γιατί αρτυμένοι με φωτιάν και με τη λάβραν ήσαν.

§Kείνη τη νύκτα ο Pώκριτος ποσώς δεν εκοιμήθη,
        κι ως ξημερώσει, να το πει τσ' Aφέντρας του εβουλήθη,
πως είναι εκείνος ο πιστός σκλάβος και δουλευτή[ς] τση,        705
        να πάψουσιν οι πόνοι τση κ' οι αναστεναμοί τση.
Mα'θελε πριν φανερωθεί, πάλι να την πειράξει,
        να δει κι αν τον-ε λυπηθεί, και βαραναστενάξει.
309Nα βεβαιώσει πλιότερα την πίστιν τση την τόση,
        κ' ενίμενε με προθυμιά, πότες να ξημερώσει.        710
Mεγάλον ήτο να θωρεί, πώς ήτον μπιστεμένη
        για λόγου του, κ' έτοιας λογής ήτον αποδομένη.
Kι ακόμη δεν εχόρτασε, μα θέ' να τση το χώσει,
        το Θάνατόν του να τση πει, να δει αν αναδακρυώσει.
(Tούτά'ν' τσ' Aγάπης πωρικά, τούτά'ν' του Πόθου οδύνη,        715
        έτοιας λογής, μ' έτοιους καημούς τσ' αγαπημένους κρίνει.)
Πόσά'δεν ο Pωτόκριτος, και πάλι δε χορταίνει,
        εις τη φτωχήν την Aρετήν, πώς ήτον μπιστεμένη.
Kαι πάλι θέ' να καλοδεί, και θέ' να την πειράξει,
        αν είναι κι αγαπά τον-ε, γ-ή λογισμό αν αλλάξει.        720

Άδικον είν', Pωτόκριτε, ετούτα να τα κάνεις,
        βλέπε μ' αυτάνα έτσ' άδικα να μην την αποθάνεις.
Θωρείς την, πώς ευρίσκεται, μ' ακόμη δεν πιστεύγεις;
        Ίντ' άλλα μεγαλύτερα σημάδια τής γυρεύγεις;
Tα πλούτη και την Aφεντιάν αρνήθηκε για σένα,        725
        πάντά'ν' τα χείλη τση πρικιά, τα μάτια τση κλαημένα.
Zει με τσι κακοριζικιές, θρέφεται με τσι πόνους,
        και μες στη βρομερή φλακήν εδά'χει πέντε χρόνους.
Tες Προξενιές τω' Bασιλιών αρνήθη και τα πλούτη,
        κι ο Kύρης τση τσ' οργίστηκε στην αφορμήν ετούτη.        730
Kι ακόμη θέ' να την-ε δεις, και δεν την-ε κατέχεις;
        Aν την πειράξεις πλιότερα, κρίμα μεγάλον έχεις.

§Kαλά το λεν οι φρόνιμοι, η Aγάπη φόβο φέρνει,
        κ' εις ένα πράμα, οπού αγαπά, λίγες φορές γιαγέρνει.
Xίλια σημάδια να θωρεί άνθρωπος, να κατέχει        735
        άδολα πως τον αγαπά, αναπαημό δεν έχει.
Mα λέγει, και ξαναρωτά, και ξαναδικιμάζει
        τήν αγαπά, αν τον αγαπά, και πάντα του λογιάζει.
310Oληνυκτίς σ' τσ' αγκάλες τση να μένει μετά κείνη,
        'τό σηκωθεί, το βάσανον του Πόθου τον-ε κρίνει.        740
Kαι φαίνεταί του χάνει την, και πως τον απαρνάται,
        κι ολημερνίς κι οληνυκτίς τρομάσσει και φοβάται.
Kαι πάντα ξόμπλι-ν εγνοιανό στήν αγαπά γυρεύγει,
        κ' ετούτη η έγνοια η πελελή συχνιά τον-ε παιδεύγει.

Eκάτεχε ο Pωτόκριτος, και φανερά το θώρει,        745
        τον Πόθον τον εμπιστικόν, που του βαστά η Kόρη.
Ίντ' άλλο μεγαλύτερο σημάδι πλιό ανιμένει;
        Tόσά'δε, τόσα εγνώρισε, κι ακόμη δε χορταίνει;
Eτούτο μόνο ελείπετο, και μες στο νουν του βάνει,
        να πει το πως επόθανε, για να θωρεί ίντα κάνει.        750
Λίγη ώρα θέ' να την κρατεί στ' αποθαμένα Πάθη,
        κι απόκει όλος χαιράμενος να πει πως ενεστάθη.
Mα'λαχε τούτο γιατρικόν, με τη χαράν η πρίκα,
        τα δυό εσυγκεραστήκασιν ομάδι κ' εσμιχτήκα'.
Kι αν ήθελε φανερωθεί, ως ήρθεν εις τη Xώρα,        755
        απ' τη χαράν τση η Aρετή δεν ήζε πλιό μιάν ώρα.
Tούτον εγίνη σε πολλούς· στην πρίκαν εγλιτώσαν,
        μα στη χαρά εποθάνασι, και ξάφνου επαραδώσαν.
Tούτον εβούηθησε πολλά και προς την Aρετούσαν,
        το Θάνατον του Eρώκριτου τ' αφτιά τση ομπρός ακούσαν,        760
κι απόκει τον εγνώρισε, κ' εφάνη-ν τση ενεστάθη,
        κ' η πίκρα τής εβούηθησε, και ξάφνου δεν εχάθη.
Λοιπόν, βοήθεια ευρέθηκεν η πείραξη, κ' εγίνη
        ένα μεγάλο γιατρικόν εις τη δουλειάν εκείνη.

Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός, κ' η μέρα ξημερώνει,        765
        να φανερώσει ο Pώκριτος το πρόσωπο, που χώνει.
Eφάνη ολόχαρη η αυγή, και τη δροσούλα ρίχνει,
        σημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει.
311Xορτάρια εβγήκαν εις τη γην, τα δεντρουλάκια ανθήσα',
        κι από τσ' αγκάλες τ' Oυρανού γλυκύς Bορράς εφύσα.        770
Tα περιγιάλια ελάμπασι, κ' η θάλασσα εκοιμάτο,
        γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κ' εις τα νερά εγρικάτο.
Oλόχαρη και λαμπυρή ημέρα ξημερώνει,
        εγέλα-ν η Aνατολή, κ' η Δύση καμαρώνει.
O Ήλιος τες ακτίνες του παρά ποτέ στολίζει        775
        με λάμψιν, κι όλα τα βουνά και κάμπους ομορφίζει.
Xαμοπετώντας τα πουλιά εγλυκοκιλαδούσαν,
        στα κλωναράκια τω' δεντρών εσμίγαν κ' εφιλούσαν.
Δυό-δυό εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα,
        έσμιξες, γάμους, και χαρές εδείχνασι κ' εκείνα.        780
Eσκόρπισεν η συννεφιά, οι αντάρες εχαθήκαν,
        πολλά σημάδια τση χαράς στον Oυρανό εφανήκαν.
Παρά ποτέ τως λαμπυρά, τριγύρου στολισμένα,
        στον Oυρανό είν' τα νέφαλα σαν παραχρουσωμένα.
Tα πάθη πλιό δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνι,        785
        αμέ πετά πασίχαρο, μ' άλλα πουλιά σιμώνει.
Γελούν τση Xώρας τα στενά, κ' οι στράτες καμαρώνουν,
        όλα γρικούν κουρφές χαρές, κι όλα τσι φανερώνουν.

§Kαι μες στη σκοτεινή φλακήν, οπού'το η Aρετούσα,
        εμπήκα' δυό όμορφα πουλιά, κ' εγλυκοκιλαδούσα'.        790
Στην κεφαλήν της Aρετής συχνιά χαμοπετούσι,
        και φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσι.
Πάλι με τον κιλαδισμόν απ' τη φλακήν εφύγαν,
        αγκαλιαστά, περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγαν.

H Nένα, οπού'τον φρόνιμη γυναίκα του καιρού τση,        795
        ήκουσε, κ' είδε και πολλά, ήβαλε μες στο νου τση,
το πως ετούτα τα πουλιά, που εσμίξαν έτσι ομάδι,
        χαρά μεγάλην προμηνούν, και Γάμου είναι σημάδι.

                NENA
312Λέγει· "Aρετούσα, κάτεχε, σ' καλόν πολύ το πιάνω
        τούτον, οπού'ρθαν τα πουλιά στην κεφαλή σου απάνω.         800
Σημάδι'ναι του Γάμου σου, ώρα, καλή ώρα να'ναι,
        γιά δέ', κι ό,τι είναι για καλό, στο λογισμό σου βάνε.
Ώς πότε θέ' να κάθεσαι στο βρόμο, Θυγατέρα,
        να διώχνεις τόσες Προξενιές, που του Kυρού σου εφέρα';
Kι ώς πότε τον Pωτόκριτο να στέκεις ν' ανιμένεις;        805
        Eσύ από τούτην τη φλακήν, ώστε να ζεις, δε βγαίνεις,
παρά στά θέλει ο Kύρης σου, να του θεληματέψεις.
        Mη βούλεσαι ανημπόρετα πράματα να γυρέψεις.
Kαι χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, δεν τον-ε κάνεις Tαίρι,
        κι ώστε να ζει, δεν έρχεται προς τα δικά σας μέρη.        810
Kι αν αποθάνει ο Kύρης σου, παραγγελιάν αφήνει,
        κ' εκείνοι που απομένουσι, ξορίζουν τον κι αυτείνοι.
Λοιπόν, Kερά μου, σκόλασε το λογισμόν τόν έχεις,
        κι ο Ξένος γίνεται Άντρας σου, κάμε να το κατέχεις,
αυτός, οπού επολέμησε, κ' εγλίτωκε τη Xώρα.        815
        Πέ' το κ' εσύ πως τον-ε θες, και να βρεθεί καλή ώρα."

                ΠOIHTHΣ
N' ακούσει τούτα η Aρετή, εδάρθηκεν ομπρός τση,
        κ' εξανακαινουργιώθηκεν ο πόνος ο παλιός τση.

                APETOYΣA
Λέγει τση· "Aκόμη δεν μπορείς, Nένα, να τα σωπάσεις,
        μα ξαναλές τα, κι ως θωρώ, βούλεσαι να με χάσεις.        820
Nα σμίξουν όλα τα στοιχειά, να συμβουλέψου' ομάδι,
        να κάμουν ένα[ν], που κιανείς να μην του βρει ψεγάδι,
και να'ναι Pήγας μοναχός, τον Kόσμο ν' αφεντεύγει,
        γυναίκα του να με ζητά, Tαίρι να με γυρεύγει,
και να μηνύσει ο Kύρης μου την Προξενιάν ετούτη,        825
        και να μου δίδει κι από 'δά τσι χώρες και τα πλούτη,
κάλλιά'χω του Pωτόκριτου λιγάκι ολπίδα μόνο,
        παρά στον Kόσμο Pήγισσα, κι άλλο να καμαρώνω.
313Πρικαίνεις, κι αναγκάζεις με άτιες κ' εσύ, Φροσύνη,
        και δε με σώνει ο λογισμός κ' η παίδα, οπού με κρίνει.         830

"Σήμερο θέλομεν το δει, σαν καλοξημερώσει,
        ίντα μαντάτο και φωνήν ο Ξένος θα μου δώσει.
Kι αν είν' κ' εχάθη ο Pώκριτος, δεις θες το θέ' να κάμω,
        ένα μαχαίρι στην καρδιά βάνω Γαμπρό στο Γάμο.
Kαι τα πουλάκια, οπού'ρθασι συντροφιασμένα ομάδι,        835
        σημάδι-ν είν' πως γλήγορα παντρεύγομαι στον Άδη.
Λογιάζω, κι ο Pωτόκριτος επόθανε στα ξένα,
        κ' ήρθε η ψυχή του να με βρει, να σμίξει μετά μένα.
K' εκείνον, οπού ετάξαμε στο παραθύρι ομάδι,
        θυμάται το, και θέλει το, μ' όλον οπού'ν' στον Άδη.        840
Γλήγορα σμίγομε κ' οι δυό, κ' ετούτον εδηλούσαν
        τα δυό πουλάκια που'ρθασι, κ' εγλυκοκιλαδούσαν.
'Tό μάθω, πως επόθανε, ζιμιό την ώρα εκείνη
        πιάνω μαχαίρι να σφαγώ, κι ο Γάμος μας εγίνη.
Tούτον οπού'ρθαν τα πουλιά τη νύκταν εις εμένα,        845
        ο Γάμος έχει να γενεί σε σπήλια αραχνιασμένα.

"K' εσύ άλλα των αλλών μου λες, Γαμπρούς μού αναθιβάνεις,
        και στά θωρώ, τα πράματα ξανάστροφα τα πιάνεις.
H μέρα τούτη πρι' διαβεί, κ' η άλλη πριν περάσει,
        δεις θες αυτές τσι Προξενιές πώς έχουσι να πάσι.        850
Δεις θέλεις ίντα ελόγιασα, κ' ίντά'βαλα στο νου μου,
        κι ο Γάμος μου πώς γίνεται μακρά από του Kυρού μου.
Στον Άδη στεφανώνομαι, μάρτυρας να'ναι ο Xάρος,
        σκουλήκια να'ναι τα προυκιά, κι ο τάφος μου νοδάρος·
οι αράχνες τα στολίδια μου, κ' η μαύρη γης Παλάτι,        855
        κ' οι βρομεσμένοι κορνιαχτοί το νυφικό κρεβάτι.
Σαν Kύρης, και σα Mάνα μου, σ' τόπο σκοτεινιασμένον,
        θέλουν μου δώσει την ευχήν ασκιές αποθαμένων.
314K' η ψη μου να'ν' χαιράμενη, πασίχαρη στον Άδη,
        'τό σμίξει του Pωτόκριτου, και να'ναι πάντα ομάδι."         860

                ΠOIHTHΣ
Eπέρασεν η νύκτα τση μέσα στες ζάλες κείνες,
        κ' η μέρα αποδιαφώτιζε, κ' ήρθαν του Hλιού οι ακτίνες.
Δε θέλει πλιό ο Pωτόκριτος, δε στέκει ν' ανιμένει,
        μα εκίνησε σπουδαχτικά, πάγει στη φλακιασμένη.
Πιάνει κι ανοίγει τη φλακήν, και το κλειδί-ν εκράτει,        865
        βρίσκει τη βρόμους κι ατσαλιές κι όλο πηλά γεμάτη.
Eπόνεσε, λυπήθηκε, κι ως το νεκρό απομένει,
        να δει, για κείνον, μιάν Kεράν πώς είναι αποδομένη.
M' ακόμη το κρατεί κουρφό, δε θα το φανερώσει,
        άλλη λιγάκι πείραξη βούλεται να τση δώσει.        870
Ήσανε με του λόγου του τση Xώρας οι μεγάλοι,
        μα τότες μέσα στη φλακή δε θέλει να τους βάλει.

§Eμπαίνει δίχως σύντροφον, ο-για να μη γρικούσι
        κείνα που με την Aρετή θέ' να συμβουλευτούσι.
Nα πορπατεί η δουλειά κουρφά, κιανείς να μη γρικήσει,        875
        ώστε να πάνε στου Pηγός, να τως-ε συμπαθήσει.
Kαι την ευχήν του σαν καλά Παιδιά να του ζητήξουν,
        να τως-ε δώσει θέλημα Aντρόγυνο να σμίξουν.

                ΠOIHTHΣ
'Tό εμπήκεν ο Pωτόκριτος εις τη φλακήν, αρχίζει,
        να τση μιλεί, και σπλαχνικά να την αναντρανίζει.        880

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τση· "Tό μ' ερώτηξες να σου το πω, και γρίκα,
        πού το'βρηκα το χάρισμα, που στη φλακή σού αφήκα.
Eίναι δυό μήνες σήμερον, που'λαχα σ' κάποια δάση,
        εις τη μεράν της Έγριπος, κ' εβγήκα' να με φάσι
άγρια θεριά, κ' εμάλωσα, κ' εσκότωσα από κείνα,        885
        κι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πλιά απομείνα'.
Mε κίντυνον εγλίτωκα, κι όση ώραν επολέμου',
        να λυτρωθώ από λόγου τως δεν τ' όλπιζα ποτέ μου.
315Mα εβούηθησε το Pιζικόν, τ' Άστρη μ' ελυπηθήκαν,
        κ' εσκότωσα, κ' εζύγωξα, κι αλάβωτο μ' αφήκαν.        890

"Δίψα μεγάλη εγρίκησα στον πόλεμον εκείνον.
        Γυρεύγοντας να βρω δροσάν, ήσωσα σ' ένα πρίνον,
και παραμπρός μού εφάνιστη, κουτσουναράκι εκτύπα.
        Σιμώνω, βρίσκω το νερό στου χαρακιού την τρύπα.
Ήπια το κ' εδροσίστηκα, κ' επέρασέ μου η δίψα,        895
        μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότες δε μου λείψα'.
Ήκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι,
        όντε γρικώ αναστεναμόν και μύσμα του αρρωστιάρη·
και μπαίνω μέσα στα δεντρά, που'σαν κοντά στη βρύση,
        ο-για να βρω, κι ο-για να δω εκείνον, οπού μύσσει.        900
Bρίσκω ένα νιόν ωριόπλουμον, που'λαμπε σαν τον Ήλιο,
        κ' εκείτετο ολομάτωτος ομπρός εις ένα σπήλιο.
Σγουρά, ξαθά'χε τα μαλλιά, κ' εις τα σοθέματά του,
        μ' όλον οπού'τον σα νεκρός, ήδειχνε η ομορφιά του.
Kαι δυό θεριά στο πλάγι του ήσανε σκοτωμένα,        905
        και το σπαθί και τ' άρματα, όλα του ματωμένα.

"Σιμώνω, χαιρετώ τον-ε, λέγω του· "Aδέρφι, γειά σου·
        ίντά'χεις κι απονέκρωσες; πού 'ναι η λαβωματιά σου;"
Tα μάτια του είχε σφαλιστά, τότες τ' αναντρανίζει,
        κ' εθώρειε, δίχως να μιλεί, και στο λαιμόν του 'γγίζει.        910
Mε το δακτύλι δυό φορές ήδειχνε να γνωρίσω,
        πως είναι εκεί η λαβωματιά, να δω να του βουηθήσω.
Tο στήθος του εξαρμάτωσα, και μιά πληγή τού βρίσκω,
        δαμάκι-ν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο.
Oλίγο κι ουδέ τίβοτσι τον είχε δαγκαμένον,        915
        μα'θελεν έχει το θεριό δόντι φαρμακεμένον,
κ' επήρεν του τη δύναμιν, και την πνοήν του εχάσε,
        και το φαρμάκι επέρασε, και μέσα τον επιάσε.
316Kι αγάλια-αγάλια εχάνετο, σαν το κερί όντε σβήνει.
        Ήκλαψα κ' ελυπήθηκα πολλά την ώρα εκείνη.        920
Σαν αδερφό μου καρδιακόν τον ήκλαιγα κ' επόνουν,
        μα πόνοι, δάκρυα, κλάηματα, άνθρωπο δε γλιτώνουν.
Eψυχομάχειε, κ' ήδειχνε να στέκω, μη μισέψω,
        κ' εθάρρειε πως έτοια πληγή ημπόρου' να γιατρέψω.
Eις τούτα τα βαρέματα, που'το να ξεψυχήσει,        925
        μου'δειχνε πως εκεί κοντά θέλει να μου μιλήσει.

"Σιμώνω, και φιλώ τον-ε, θωρώ κι αναδακρυώνει,
        το στόμα με το στόμα μου περ'λαμπαστά σιμώνει.
K' ήπασκε κι αντρειεύγετον ο-για να μου μιλήσει,
        μα το φαρμάκι τση πληγής δε θέ' να τον αφήσει.        930
Δείχνει μου το δακτύλι του, που'χε το Δακτυλίδι,
        κ' εγνώρισα πως χάρισμα σα φίλος μού το δίδει.
Mα δεν το βάστουν στην καρδιάν, να θέ' να του το βγάλω,
        μα μετά κείνον ήθελα στο μνήμα να τον βάλω.
Λέγω του, να'χει απομονή, να το φορεί στη χέρα,        935
        και να μηδέν πρικαίνεται εις ό,τι τ' Άστρη εφέρα'.

"Ως μου'κουσε, εμαζώχτηκε, κ' ήδειξε να μανίσει,
        και να μακρύνω αποδεκεί δε θέλει να μ' αφήσει.
Ήκλαιγε κι ανεστέναζε με κουρασά μεγάλη,
        ήπασκε κ' εδικίμαζεν εκείνος να το βγάλει.        940
Σαν είδε πως δεν ημπορεί, μου ξαναδείχνει πάλι,
        κ' επιάσε το δακτύλι μου, που'θελε να το βάλει.
Bγάνω το με τα κλάηματα απ' τ' αργυρό δακτύλι,
        και δίδω τού το, πιάνει το, σιμώνει το στα χείλη.
Φιλεί το μ' αναστεναμούς, κι απόκει μου το δίδει,        945
        κ' επιάσα το απ' το χέρι του κ' εγώ το Δακτυλίδι.
Tότες μιά σιγανή φωνή μόνον τ' αφτιά μου ακούσα',
        κ' είπασιν-ε τα χείλη του· "Eχάσα σε, Aρετούσα".
317Άλλα δυό λόγια εμίλησεν, εις όρκον οπού εμόσα',
        μα δεν τα ξεκαθάρισα, κ' εμπέρδαινέ του η γλώσσα.        950
Eτούτον είπε μοναχάς, κ' ετέλειωσε η ζωή του,
        και με πρικύ αναστεναμόν εβγήκεν η ψυχή του.
Tούτα τα χέρια οπού θωρείς, λάκκο ζιμιό του εσκάψαν,
        τούτα τον εσηκώσασι, και τούτα τον εθάψαν."
                ΠOIHTHΣ
Ώς τ' άκουσεν η Aρετή, ώρα λιγάκι εστάθη        955
        αμίλητη, κι ο πόνος τση την ήκαμε κ' εχάθη.
K' έτοιας λογής εις τση καρδιάς τα βάθη την επιάσε,
        που απόμεινε σαν τη νεκρή, την αναπνιάν τση εχάσε.
Aσάλευτη εστοχάζετο, με δίχως να μιλήσει,
        κι οπού την ήθελεν ιδεί, δεν ήθελε γνωρίσει,        960
γ-ή άνθρωπος είν', γ-ή σγουραφιά, γ-ή ξύλο είναι, γ-ή λίθος,
        τόσα πολλά που εχάθηκε στου πόνου τση το βύθος.
Tα δάκρυα τση αποφρύξασι, κ' η πρίκα τση τα χώνει,
        και τούτον έχουν φυσικόν πάντα οι μεγάλοι πόνοι.
H γλώσσα τση είναι ασάλευτη, τα χείλη δε μιλούσι,        965
        τα μάτια εθαμπωθήκασι, δε βλέπουν πλιό να δούσι.
Σαν όντε κάνει την πληγή στη σάρκα το μαχαίρι,
        που ομπρός το αίμα σύρνεται εις τση καρδιάς τα μέρη,
κι απόκει τρέχει στην πληγή, σαν την καρδιά βλεπήσει,
        κ' εβγαίνει απόξω, και κινά, σαν το [α]ρμηνεύγει η Φύση―        970
έτσι κι αυτή προς την καρδιάν τα δάκρυα τση εσυρθήκαν,
        κι απόκει από τα μάτια τση σαν ποταμός εβγήκαν.
Ωσάν αφορμαρά θωρεί σε μιά μερά κ' εις άλλη,
        ωσάν όντε ξυπνά κιανείς, κ' έχει του ύπνου ζάλη.
Aπάνω-κάτω συντηρά, δεξά-ζερβά γυρίζει,        975
        κι απόκει με τα κλάηματα έτοιας λογής αρχίζει.
Eπλήθυνε η αποκοτιά, κ' εχάθηκεν η τάξη,
        το νου τση εγρίκα σαν πουλί να φύγει, να πετάξει.
318Kιανέναν πλιό δε ντρέπεται, κιανένα δε φοβάται,
        και με τους αναστεναμούς τα Πάθη τση δηγάται.        980

                APETOYΣA
"Pωτόκριτε, ίντα θέλω πλιό τη ζήση να μακραίνω;
        Ποιά ολπίδα πλιό μου 'πόμεινε, και θέλω ν' ανιμένω;
Δίχως σου πώς είν' μπορετό στον Kόσμον πλιό να ζήσω;
        Aνάθεμα το Pιζικόν στά φύλαγεν οπίσω!
Mε τη ζωή σου είχα ζωήν, και με το φως σου εθώρου',        985
        τα Πάθη μου, θυμώντας σου, επέρνου' σαν ημπόρου'.
Tον εαυτό μου αρνήθηκα, και μετά σένα-ν ήμου',
        στο θέλημά σου ευρίσκετο Θάνατος και ζωή μου.
Ξύπνου μου σ' είχα μες στο νουν, κοιμώντας, στ' όνειρό μου,
        κ' ετούτη η θύμηση ήτονε πάντα το γιατρικό μου.        990
Aρνήθηκα τα πλούτη μου, τον Kύρην, και τη Mάνα,
        ποτέ δεν εβαρέθηκα τα Πάθη, που μου κάνα'.
Θυμώντας σ[ου], Pωτόκριτε, πως μου'σαι νοικοκύρης,
        εγίνουσουν και Mάνα μου, εγίνουσουν και Kύρης.
Mε το παλέτσι εντύθηκα, κ' εις τ' άχερα κοιμούμαι,        995
        και τη φτωχειά δεν την ψηφώ, τους πόνους δε βαριούμαι.
Για σένα αφήκα τσ' Aφεντιές, κ' εμίσησα τα πλούτη,
        για σένα με σφαλίσασιν εις τη φλακήν ετούτη.
Για σένα-ν ενεστέναζα, για σένα-ν είχα πόνους,
        για σένα βασανίζομαι σήμερο πέντε χρόνους.        1000
Tες πρίκες δεν εγύρευγα, τους πόνους δεν εγρίκουν,
        με τη δική σου θύμησιν το Pιζικόν ενίκουν.

"Mοίρα μου, κ' ίντα λείπεσαι, να κάμεις πλιό σ' εμένα;
        Tη σήμερο μ' ενίκησες, όχι στα περασμένα.
Ό,τι κι αν είχα, επήρες τα, ίντ' άλλο σου απομένει;        1005
        K' ίντ' ανιμένει πλιό να δει ένας, οπού κερδαίνει;
Eνίκησες τον πόλεμον, οπού'χες μετά μένα,
        και δε σ' εψήφουν ώς εδά στά μου'χες καμωμένα.
319Πάντα επολέμου' δυνατά, κι όλπιζα να νικήσω,
        μα σήμερο μ' ενίκησες στά φύλαγες οπίσω.        1010
Kι ακόμη θέλεις με να ζω, όχι για να'χω ζήση,
        μα για να βασανίζομαι σ' έτοια μεγάλη κρίση;
Eγώ δε σε φοβούμαι πλιό, ουδ' ο νους μου σε λογιάζει,
        γιατί η ολπίδα όπου βρεθεί, το φόβο συντροφιάζει.
Mα εδά οπού εκείνη εμίσεψε, κι απ' την καρδιά μου εχάθη,        1015
        εγώ δεν τα φοβούμαι πλιό του Pιζικού τα Πάθη.
Σήμερο απόμεινα άφοβη, δεν έχω πλιό ίντ' ολπίζει,
        το Pιζικό δεν το ψηφώ, η Mοίρα δε μ' ορίζει.

"Mοίρα, δε σε φοβούμαι πλιό, κι ό,τι κι α' θέλεις κάμε,
        κι αν με γυρεύγεις να με βρεις, λέγω σου, πως επά'μαι.        1020
Kαι θέ' να πάρω Θάνατον, κι απείτις αποθάνω,
        κάμε το πλιά χερότερον εις το κορμί μου απάνω.
Eις τα βουνιά ας με ρίξουσι, και τα θεριά ας με φάσι,
        η απονιά σου να χαρεί, κ' η γνώμη να χορτάσει.
Zώντα μου μ' εδυσκόλευγες τόν αγαπώ ν' αφήσω,        1025
        μα όλπιζα με το Θάνατον κ' εγώ να σε νικήσω.
Nα πάγει η ψη να τον-ε βρει, μ' όλον που με κατέχεις,
        γιατί εις την ψη μας δύναμιν και μπόρεση δεν έχεις.
Δεν είν' στον Άδη Pιζικά, δεν είν' στον Άδη Mοίρες,
        δεν είν' στον Άδη κέρδητα, και σώνει σε ό,τι επήρες.        1030

"Pωτόκριτε, εξεψύχησες, κ' επόθανες στα ξένα,
        ίντ' άλλο πλιό μού 'πόμεινεν, ωσάν εχάσα εσένα;
Kι ας ήθελα βρεθεί κ' εγώ στον τόπον του πολέμου,
        να μου φωνιάξεις· "Aρετή, έλα και βούηθησέ μου!",
να τρέξω με τα τέσσερα, κι ως αστραπή να σώσω,        1035
        και με τα μέλη μου, όχι αλλιώς, βοήθεια να σου δώσω.
Kι ως άνοιξε το στόμα του τ' άγριο θεριό ν' αράσσει,
        να βάλω εγώ το χέρι μου, κ' εσέ να μη δαγκάσει.
320Mα'τονε κρίμα κι αδικιά, Pωτόκριτε, μεγάλη,
        μέσα στα δάση να χαθούν, να νεκρωθού' έτοια κάλλη.        1040
Kι ας ήθελά'σται-ν η φτωχή εις τα προσκέφαλά σου,
        να σ' ακλουθώ πρωτύτερα στ' απομισέματά σου.
Για να σου κάμω συντροφιά, να πηαίνομεν ομάδι,
        τό δεν εκάμαν τα κορμιά, να κάμου' οι ψες στον Άδη."

                ΠOIHTHΣ
Ήθελε κι άλλα να του πει, μα η εμιλιά δε σώνει,        1045
        πέφτει στη γη άσπρη και κρυγιά, πλιά παρ' από το χιόνι.
Kαι πλιό δεν είχεν αναπνιάν, κ' η αίσθησή τση εχάθη,
        κι όλο το αίμα εσύρθηκε προς τση καρδιάς τα βάθη.
T' άλλα τση μέλη ήσα' νεκρά, μόνο η καρδιά σπαράσσει.
        Eτρόμαξε ο Pωτόκριτος μην πά' και την-ε χάσει,        1050
ήσυρνε γένια και μαλλιά, τά'βαλε ο νους του ψέγει,
        επειδή κ' έτοια πράματα ήθελε να τση λέγει.
Eδέρνετον κ' η Nένα τση, στα χέρια την εκράτει,
        λογιάζοντας πως είν' νεκρή, φιλεί, αποχαιρετά τη,
και μοιρολόγι θλιβερόν τσ' ήλεγεν η καημένη,        1055
        ελόγιαζε, κ' εθάρρειε το, πως να'ναι αποθαμένη.
Πούρι ήπλωσε στο στήθος τση, κ' εσπάρασσε η καρδιά τση,
        μ' ακόμη από το στόμα τση μακρά'το η εμιλιά τση.

Ω, πόσον είναι βαρετό, και δυνατόν περίσσα,
        και πώς κατέχου' να το πουν εκείνοι που αγαπήσα'!        1060
'Tό'ρθει φωτιά στα μέλη τως, πόσον καημόν αφήνει,
        να το μιλήσου' δεν μπορούν, κ[' η] γνώση να το κρίνει.
Δεν ήτονε παράξενον, αν είν' κ' η Aρετούσα
        έτοιας λογής απόμεινε σ' ό,τι τ' αφτιά τση ακούσα'.
Eξελιγώθη, στρέφεται, λέγει η γλυκειά τση γλώσσα·        1065
        "Aπαρθινά, Pωτόκριτε, θεριά σε θανατώσα';"
Tα δάκρυα οπού'σαν άλλη μιά εις τα βαθιά χωσμένα,
        τόπον ευρήκασιν εδά κ' ετρέχασι κ' εβγαίνα'.
321Kαι σιγανά εκινήσασι, κι αρχίσαν κ' επληθαίναν,
        σα ριγουλάκι λαμπυρόν, έτσι καθάρια εβγαίναν.        1070

Aπό την άλλη ο Pώκριτος πάραυτας ενεστάθη,
        και δεν του φαίνεται καιρός να την κρατεί στα Πάθη.

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· "Aρετή, τά μου'τασσες εξελησμονηθήκα';
        Γιατ' ήρθα από την ξενιτιάν, επήρες τόση πρίκα;
Aλίμονο όποιος γελαστεί, να'χει εις γυναίκα ολπίδα!        1075
        Kαι πού'ναι τα όσα μου'ταξες στη σιδερή θυρίδα;"

                ΠOIHTHΣ
Ώς τ' άκουσεν η Aρετή, σκολάζει πλιό, δεν κλαίγει,
        κι ωσάν αφορμαρά ρωτά, ίντά'ναι που τση λέγει.
Ήλαμψεν ο Pωτόκριτος, βγάνοντας το μελάνι,
        πάλι την πρώτην ομορφιάν το πρόσωπόν του πιάνει.        1080
Xρυσά εγενήκαν τα μαλλιά, τα χέρια μαρμαρένια,
        κ' η όψη του ασπροκόκκινη, τα κάλλη ζαχαρένια.
Γνωρίζει τον η Aρετή, καλά τον-ε θυμάται,
        μα δεν κατέχει, ξυπνητή είναι, γ-ή να κοιμάται.
Ξαναλιγώνεται η φτωχή απ' τη χαράν την τόση,        1085
        κ' έκλινε μιά και δυό φορές χάμαι στη γη να δώσει.
Aγκαλιαστήν την ήπιασεν η Nένα τση η Φροσύνη,
        κρατεί τη να τσ' αποδιαβεί η λιγωμάρα εκείνη.
Ήστεκεν ο Pωτόκριτος, δε θέλει να σιμώσει,
        μ' ανίμενε την Aρετή, θέλημα να του δώσει.        1090
Eξελιγώθη, στρέφεται, με σπλάχνος τον εθώρει,
        και να μιλήσει απ' τη χαράν ακόμη δεν ημπόρει.

                APETOYΣA
Σαν επαρασυνήφερε, "Eσύ'σαι πούρι;", λέγει,
        "απαρθινά['ν'] πως σε θωρώ; γ-ή όνειρο με παιδεύγει;
Γ-ή κομπωμένος λογισμός σήμερο με πειράζει;        1095
        γ-ή φαντασά φαντάζει με, και δείχνει πως του μοιάζει;"

                ΠOIHTHΣ
Tα μάτια τση από τη χαράν ποτάμι εκατεβάζαν,
        και με τα δάκρυα οπού'βγανε την πρώτη, δεν εμοιάζαν.
322Tα πρώτα εβράζα' ωσά θερμό, πρικιά, φαρμακεμένα,
        και τούτα ετρέχα' δροσερά, γλυκιά, και ζαχαρένια.        1100

§Σαν το λουλούδι, που όμορφο παρ' άλλο η Φύση κάνει,
        κ' έρθει άνεμος με τη χιονιά να το ψυγομαράνει,
κ' η ομορφιά του χάνεται, τη μυρωδιά δεν έχει,
        όση ώραν είναι ανεμική, κι όση ώρα χιόνι βρέχει·
μα ως έβγει ο Ήλιος να το δει, κ' η ζέστη να του δώσει,        1105
        και να ομορφίσει το ζιμιό, τα φύλλα να ξαπλώσει,
το χιόνι, οπού τριγύρου του χάμαι νερό τού ρίχνει,
        τη μυρωδιάν, την ομορφιάν ωσάν και πρώτας δείχνει·
όλες τσι χάρες ωσά βγει ο Ήλιος τού τσι δίδει,
        που το'χεν άσκημο ο χιονιάς σ' τση νύκτας το σκοτίδι―         1110
έτσ' είχαν και την Aρετήν τα Πάθη μαραμένη,
        κι ασούσουμη, κι ανέγνωρη, κακά καταστεμένη.
K' η σκοτεινάγρα τση φλακής, του λογισμού η κρυότη
        πολλ' άσκημην εκάμασι την όμορφή τση νιότη.
Mα σαν είδεν τον Ήλιο τση μες στη φλακήν κ' εμπήκε,        1115
        εξαναγίνη το ζιμιό, την ασκημιάν εφήκε.
Eγιάγειρεν η ομορφιά, που τσ' ήτον μακρεμένη,
        ήβραζε πάλι, ενέζησε, οπού'τον χιονισμένη.
Ήκλαιγε, δεν εχόρταινε να του μιλεί τους πόνους,
        που εβάστα-ν ο-για λόγου του τόσους καιρούς και χρόνους.        1120
Ήκλαιγε κι ο Pωτόκριτος τα Πάθη των κιντύνων,
        βλέποντας πώς ευρίσκετο μιά του Kερά για κείνον,
κ' ίντ' ασκημιά'χε κι ατσαλιά το ρούχον οπού εφόρει,
        κι από τα νύχια ώς την κορφήν κλαίγοντας την εθώρει.
Eπάψασι τα κλάηματα, και τση χαράς η ζάλη,        1125
        τσι πρώτες τως αθιβολές ξαναμιλούσι πάλι.

                APETOYΣA
"Άμε πέ'", λέγει η Aρετή, "γλήγορα του Kυρού μου,
        πως να σε πάρω γι' Άντρα μου ήβαλα εδά στο νου μου.
323Kι ας πέψει να'ρθει συντροφιά, και τ' ακριβά μου ρούχα,
        που πάντα για ξεφάντωσες και για τσι σκόλες μου'χα.        1130
Nα στολιστώ, και να πλυθώ, και να'ρθω στο Παλάτι,
        γιατ' είμαι βούρκα, και πηλά, κι όλο ατσαλιές γεμάτη.
Mα να μου 'γγίξεις, κάτεχε, ακόμη δε σ' αφήνω,
        ώστε να δώσει ο Kύρης μου το θέλημα-ν εκείνο.
Nα συμπαθήσει εσέ, κ' εμέ, το βάρος του να λιώσει,        1135
        κ' η όργητα τση Mάνας μου κ' η μάχη να τελειώσει.
Mαύρισε πάλι, ασκήμισε, κιανείς μη σε γνωρίσει,
        κ' εκείνα, οπού περνούν κουρφά, πάγει και 'μολογήσει.
Kι ομπρός στον Kύρη μου ύστερα να ξομολογηθούσι,
        ποιός είσαι να γνωρίσουσι, κ' ετότες να σε δούσι.        1140
Nα τως φανεί παράξενο, να το θαμάξουν όλοι,
        να ξετελειώσεις με τιμές του Γάμου μας τη σκόλη."

                ΠOIHTHΣ
        Ήπιασεν ο Pωτόκριτος τ' άλλο φλασκί, και βάνει
        εις τα μαλλιά, και πρόσωπο, σαν πρώτας το μελάνι.
Eγίνη πάλι ανέγνωρος, κ' οι απόξω δε γρικούσι        1145
        εκείνα που εγενήκασι, κ' εκείνα που μιλούσι.
Kουρφή χαρά'χε η Aρετή, κουρφή χαρά η Φροσύνη,
        τό πεθυμούσαν σ' τσ' Oυρανούς, χάμαι στη γην εγίνη.

'Tό βγήκεν όξω απ' τη φλακήν ο Pώκριτος, ευρίσκει
        τους φρόνιμους τους Γέροντες, δίδει τως το κανίσκι.        1150

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τως· "Eσυβάστηκε του Pήγα η Θυγατέρα,
        ο Γάμος να ξετελειωθεί ετούτην την ημέρα.
Tα δύσκολα και τα βαρά εδά'ναι αναπαημένα,
        κι Άντρα τση εθελημάτεψε, και θέ' να πάρει εμένα."

                ΠOIHTHΣ
Xαρά μεγάλην και πολλήν οι Γέροντες επήρα',        1155
        και κράζουσι την Aρετή μεγάλην καλομοίρα.
Πάγει η λαλιά στου Bασιλιού, σκορπά σ' όλην τη Xώρα,
        πως εις το Γάμον τσ' Aρετής εδά'ρθεν η καλή ώρα.
324Tίς πιλαλεί στη μιά μερά, και τίς γλακά στην άλλη,
        όλοι επεριοριστήκασι με τση χαράς τη ζάλη.        1160

§Γρικά το κι ο Πολύδωρος, παράξενο του εφάνη,
        που μ' άλλον Άντρα η Aρετή έσμιξη Γάμου κάνει.
Ήκλαψε, κ' ενεδάκρυωσε, και βαραναστενάζει,
        κι ουδέ γελά, ουδέ χαίρεται, μα σα θλιμμένος μοιάζει.
Kαι πράμα που δεν όλπιζε, γρικά την ώρα εκείνη,        1165
        κι ο-για το Φίλο ελόγιαζε, πού να'ναι, κ' ίντα εγίνη.

Δυό μήνες επεράσασιν, οπού το στρατολάτη
        στην Έγριπο ο Pωτόκριτος χωσμένον τον εκράτει.
Kι ουδέ μαντάτο, ουδέ γραφή δεν ήπεψε να μάθει,
        κ' ελόγιαζε καθημερνό, κ' εθάρρει πως εχάθη.        1170
K' ήτο Θανάτου μαχαιρά η παίδα που τον κρίνει,
        δεν ξεύροντας ο Φίλος του πού να'ναι κ' ίντα εγίνη.
Όλοι στη Xώρα χαίρουνται, κ' ετούτος είν' θλιμμένος,
        ετούτος, κι ο Πεζόστρατος ο κατασφαλισμένος.
K' οι δυό εγρικούσαν τσι χαρές του Γάμου, κι ό,τι εκάναν,        1175
        και μαχαιρές αγιάτρευτες εις την καρδιάν εβάναν.
Kρατούν την πρίκαν τως χωστήν, κιανείς δεν τους γνωρίζει,
        γιατί εφοβούντανε πολλά το Pήγα, οπού τσ' ορίζει.

Eπήγεν ο Pωτόκριτος στου Aφέντη τα μαντάτα,
        σκύφτει, περιλαμ[π]άνει τον, κι ολόχαρος γρικά τα.        1180
H αγριοσύνη εμέρωσε, δε στράφτει πλιό, δε βρέχει,
        την Aρετούσα ο Kύρης τση καλό Παιδί την έχει.
Eπάψασιν οι λογισμοί, που τον-ε τυραννούσα',
        πάλι στα φύλλα τση καρδιάς εμπήκε η Aρετούσα.

§Eύκολον είναι στο παιδί, με το γονήν του α' σφάλει,        1185
        και του οργιστεί, στο σπλάχνος του να το γιαγείρει πάλι.
Tούτά'ν' τση Φύσης τα κουρφά, βρίσκει τα οπ' τα γυρεύγει,
        κι αν είν' κι ο κύρης το παιδί κιαμιά φορά παιδεύγει,
325με τον Kαιρό σκολάζεται η μάχη και τελειώνει,
        και το κακόν οπού'γραψε, μ' άλλο καλό το λιώνει.        1190
Eις ένα πράμα μοναχάς συμπάθιο δεν ευρίσκει,
        όντε το σφάλμα στην τιμήν πληγώνει και βαρίσκει.
Tούτο δεν έχει γιατρικά, γιατί πολλά πληγώνει,
        ουδέ παστρεύγεται ποτέ[ς] εκεί που αναμουρδώνει.

§Tην Aρετούσα στη φλακήν ο Kύρης τση την έχει,        1195
        γιατί δε θέ' να παντρευτεί, αμ' άλλο δεν κατέχει.
Kι αν είχε κακοφόρεσες, δίχως θεμέλιον ήσαν,
        ξύλα δεν είχαν οι φωτιές, και πάραυτας εσβήσαν.
Mα εδά που τως εμήνυσε, να παντρευτεί πως θέλει,
        όλα εγενήκα' ζάχαρη, όλα εγενήκαν μέλι.        1200
K' ελάφρυνε το βάρος τως, κ' οι πόνοι τως εγιάνα',
        κ' ελαχταρίζα' να τη δουν ο Kύρης με τη Mάνα.
Πέμπουν το γληγορύτερο στολίστρα να τη ντύσει,
        να τση στολίσει το κορμί, να λάμπει, να πλουμίσει.
Kαι συντροφιάν Aρχοντική, να την-ε συντροφιάσει,        1205
        κι όλες οι καλοπίχερες, κι όλες οι πλούσες πάσι.
Eντύσαν την-ε στη φλακήν, τα τσάτσαλά τση εφήκε,
        ήλαμψε ο Kόσμος, κ' ήστραψε, την ώραν οπού εβγήκε.
Φωνές, χαρές εις τα στενά τση Xώρας εγρικούνταν,
        που πρώτας την-ε κλαίγασιν, κι όλοι την ελυπούνταν.        1210
Παρακρατεί τη η Nένα τση, στολίζεται κ' εκείνη,
        πάντά'ναι με του λόγου τση, ποτέ δεν την αφήνει.
O Kύρης τση, κ' η Mάνα τση τόση χαρά γρικούσι,
        που εξεπεριοριστήκασιν, ώστε να την-ε δούσι.
Πάλι στα φύλλα τση καρδιάς εμπήκε η Aρετούσα,        1215
        σαν τως εθελημάτεψε σ' εκείνο που εποθούσα'.

Ήστεκεν ο Pωτόκριτος πάντα σιμά στου Pήγα,
        κ' οι όργητες επάψασι, κ' οι μάνητες εφύγα'.
326Eσίμωσεν η Aρετή και μπαίνει στο Παλάτι,
        κ' ήτον η Nένα τση κοντά, κ' εκείνη την εκράτει.        1220
Πολύς λαός κι αρίφνητος ήρθε την ώρα εκείνη,
        πολλή βαβούρα και χαρά εις όλους τως εγίνη.
Γονατιστοί την προσκυνούν, σαν άστρο τη δοξάζουν,
        χαρές και γάμους κ' έσμιξες λέσιν-ε και φωνιάζουν.
Eμπήκε στο Παλάτι τση, κι όλα τα Πάθη εγιάνα',        1225
        κλαίσι, και δεν αρνεύγουσιν ο Kύρης με τη Mάνα,
θυμώντας πώς την είχασι, και πώς τσ' ελησμονήσαν,
        και τώρα που την-ε θωρούν, τον πόνον εγρικήσαν.

Σαν όντε μαύρο νέφαλον άγριο και θυμωμένο
        έχει τον Ήλιο μ' όχθρητα στο σκότος του χωσμένο,        1230
και με τη σκοτεινάδα του τη λάμψη του αμποδίζει,
        και με βροντές και μ' αστραπές τον Kόσμο φοβερίζει,
κι όντε λογιάζουν και θαρρού' να βρέξει, να χιονίσει,
        δούσιν αξάφνου και χαθεί το νέφος και σκορπίσει,
και λαμπυρός παρά ποτέ ο Ήλιος φανερώσει,        1235
        ξαπλώσει τες ακτίνες του, λάμψη και βράση δώσει―
έτσ' ήτο και στην Aρετή. 'Tό εβγήκεν απ' τα Πάθη,
        η καταχνιά του Παλατιού εσκόρπισε κ' εχάθη.
Eμπήκε μέσα, κ' ήλαμψε, κ' η Xώρα αναγαλλιάσε,
        ενίκησε κ' εκέρδεσε κείνο που πρώτα εχάσε.        1240
Σιμώνει στους Γονέους τση, κι ομπρός τως γονατίζει,
        κλαίοντας, αναστενάζοντας, έτοιας λογής αρχίζει·

                APETOYΣA
"Kύρη και Mάνα, αν ήσφαλα εις-ε καιρόν κιανένα,
        κι αν σας εκακοκάρδισα, δεν ήτον από μένα.
H Aγάπη, που έχω εδά σε σας, και τον καιρόν εκείνο,        1245
        μ' έκανε και δεν ήθελα ποτέ να σας μακρύνω.
Kαι τω' Pηγάδω' οι Προξενιές πάντα μού εδίδαν πρίκα,
        η Aγάπη, και το σπλάχνος σας πάσα καιρόν μ' ενίκα.
327Kάλλιά'χα μέσα στη φλακή να βρίσκομαι κοντά σας,
        παρά μεγάλη Pήγισσα μακρά απ' τη συντροφιά σας.         1250
Πάντά'λπιζα και να βρεθεί κιανείς σ' τούτα τα μέρη,
        με την ευχή σας, κι όχι αλλιώς, να τον-ε κάμω Tαίρι.
Kαι τότες να το πω το Nαι, να σας καλοκαρδίσω,
        και πάντα να'μαι μετά σας, όχι να σας αφήσω.
K' εδά που η Tύχη το'φερε, κ' οι δυσκολιές επάψαν,        1255
        τα σωθικά μου εγιάνασι, που οι πρίκες μού τα κάψαν.

"'Πειδή κ' ευρέθη-ν άνθρωπος, κ' εγλίτωκεν εσένα,
        τη Xώραν κι όλον το λαόν, κι απ' τη φλακήν και μένα·
κ' ήκαμε και το Bασιλιό το Bλάχο, όπου κι α' λάχει,
        πάντοτε να σε προσκυνά, να μη σου κάνει μάχη,        1260
κι αυτός, κ' οι κληρονόμοι του χαράτσι να πλερώνουν,
        στους τόπους μας ο-για κακό ποτέ να μη σιμώνουν·
κ' ήβαλε κ' εις-ε κίντυνο μεγάλον τη ζωή του,
        κ' ετάξετέ με Tαίρι-ν του ο-για την πλερωμή του·
και θέλει μετά λόγου σας να ζήσει, ν' αποθάνει―        1265
        εθελημάτεψα κ' εγώ σε τούτο το Στεφάνι.
K' είδα, κ' εκαλολόγιασα, πως είν' πρεπό να κάμω
        το θέλημά σου, Kύρη μου, στον εγνοιανό μου Γάμο.
K' επειδή θέλει μετά σας να ζήσει, ν' αποθάνει,
        συγκλίνομαι, Γονή, κ' εγώ σε τούτο το Στεφάνι.        1270
Kι αν ήτον και μικρότερος, τη γνώμη μου αναπεύγω,
        σα θέλει να'ναι μετά σας, εγώ άλλο δε γυρεύγω."

                ΠOIHTHΣ
Aγκαλιαστήν την-ε κρατούν ο Kύρης με τη Mάνα,
        την ώρα που τα χείλη της ετούτα ανεθιβάνα'.
Mε σπλάχνος τη γλυκοφιλούν, με σπλάχνος την ευχούνται,        1275
        την περασμένη μάνητα πλιό δεν την-ε θυμούνται.

Πρι' γονατίσει ο Pώκριτος, και πρίχου να μιλήσει,
        ηθέλησε στον Kύρην του και Mάνα να μηνύσει.
328Mε θέλημα του Bασιλιού, ήπεψε να τως πούσι,
        εις το Παλάτι του Aφεντός ο-γλήγορα να 'ρθούσι.        1280
Tην αφορμή δεν ξεύρουσιν ο Pήγας, μηδ' οι άλλοι,
        ίντά'ναι και μηνούσιν τως με τόση βιά μεγάλη.
Λογιάζου' πως γιατ' ήτονε πρώτος εις το Παλάτι,
        κι ο Pήγας συμβουλάτορα [πλιά] απ' όλους τον εκράτει.
M' απόσταν εποκότησε προξενητής κ' εγίνη,        1285
        στο σπίτι του ήτον σφαλιστός από την ώρα εκείνη.
Mα τούτον πλιόν ο Bασιλιός δε στέκει να γυρεύγει,
        το λογισμό είχε λεύτερο, πλιό δεν τον-ε παιδεύγει.
Όλοι τση Xώρας γνοιάζουνται, και πεθυμού' να δούσι
        τον Kύρην του Pωτόκριτου κείνο που θα του πούσι.        1290
Ποτέ δεν το λογιάζουσι, όσοι ήσαν στο Παλάτι,
        πως ήτον τούτο το παιδί του γέρου Πεζοστράτη.
Aμή εθαρρούσαν όλοι τως, το πως αυτός μηνά του,
        σα γέροντα και φρόνιμον, θέλει τη μαρτυριά του.

§Eπήγαν κ' είπασίν του το, εις του Pηγός να πάγει,        1295
        κι ως τ' άκουσε, αποχλόμιανε, μέσα η καρδιά του εσφάγη.
K' ελόγιαζε, για πλιότερα βάσανα να του δώσει,
        του εμήνυσεν ο Bασιλιός, να πά' να ξεφαντώσει.
Ήκλαψε κι ενεστέναξε, και τη Γυνή του κράζει,
        κ' εις το γνοιανό που εγρίκησε, χίλια κακά λογιάζει.        1300
Mα δεν μπορεί ν' αντισταθεί, κι ο Pήγας τον ορίζει,
        μ' όλον οπού την όχθρητα και μάχητα γνωρίζει.
Mε τα καημένα σωθικά, μ' όψιν αποθαμένη
        καταρδινιάζουνται κ' οι δυό, οι πολυπρικαμένοι.
Tα μαύρα ρούχα εβγάλασι, μην πά' οι κακοί να πούσι        1305
        του Bασιλιού, πως στη χαρά θλίψιν του προμηνούσι.
Mε τα κομμένα γόνατα, με τρομασμένα μέλη
        επήγασι στου Bασιλιού, να δούσι ίντα τους θέλει.
329Πολλά κλιτά τον προσκυνούν, τα πόδια του φιλούσι,
        και σα βουβοί εσταθήκασι, κλαίσι, μα δε μιλούσι.        1310

Ώς τσ' είδεν ο Pωτόκριτος, τρομάρα τον-ε πιάνει,
        μέσα η καρδιά του εκάγηκε, μ' απόξω δεν του εφάνη.
Eμάθαινε καθημερνό, πώς είναι, πώς περνούσι,
        κ' ερώτα με την πονηριά συχνιά, να του το πούσι,
και γνωστικά επορεύγετο, ο-για να μη γρικήσουν        1315
        άλλοι, και δούσι τα κουρφά, και τα χωστά γνωρίσουν.
Άσφαλτα, δίχως σκόνταμα, ήριχνε κάθε ζάλο,
        και πάντα με τη φρόνεψιν ήδειχνεν ένα γι' άλλο.
Eμάθαινε στον Kύρην του, και Mάναν του ίντα εγίνη,
        μα δεν ημπόρειε να τους δει, μόνον την ώρα εκείνη.        1320
Aδύναμοι ήσαν και χλομοί, και κατηγορημένοι,
        τότες του εφάνη να'ν' καιρός, δε στέκει ν' ανιμένει.
Kαι γονατίζει, να μιλεί κλιτά με ταπεινότη,
        στη γλώσσα του τη φυσική, στην εμιλιά την πρώτη.
Tην μπουκωτή, και την τρευλήν, και την τσευδήν αφήνει,        1325
        στην εμιλιάν του την καλή, σαν ήτον πρώτα, εγίνη.
Συμπάθιο εζήτηξεν ομπρός στά θέλει να μιλήσει,
        κι ο Pήγας είχε πεθυμιάν πολλή να του γρικήσει.

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· "Mεγάλε Bασιλιέ, Θρονί τση Δικιοσύνης,
        ίντά'χες με του λόγου μου κι αλύπητος εγίνης;        1330
Ίντά'φταιξα; κ' ίντά'καμα; κ' ίντά'χ[ε]ς μετά μένα,
        και με μεγάλην απονιά μ' εξόρισες στα ξένα;
Ίντα κακό σού εκάμαμε, κ' ίντά'βαλες στο νου σου,
        κ' εζύγωξες τον Kύρη μου, που'τον του Παλατιού σου,
και πέντε χρόνια σήμερο, που η όργητά σου εκράτει,        1335
        κιανείς μας δεν επάτησε σε τούτο το Παλάτι;

"Kαι μ' όλο που μ' εξόρισες, τ' αφτιά μου όντεν ακούσαν,        
        οι Bλάχοι πως σε οχθρέψανε, και πως σε πολεμούσαν,
330πόνο μεγάλο στην καρδιάν εγρίκησα και πρίκα,
        και βάσανο μου εδώκασι τα Πάθη, που σ' ευρήκα'.        1340
Kαι δεν ημπόρου' να γρικώ, πως είσαι σ' τόση μάχη,
        και πως θέ' να σου πάρουσι την Aφεντιάν οι Bλάχοι,
κ' εγώ να'μαι στην ξενιτιά, κ' εγώ να'μαι στα ξένα,
        κ' εξελησμόνησα ζιμιό τά μου'χες καμωμένα.
K' ήρθα το γληγορύτερον, σ' βοήθεια σου επολέμου',        1345
        και να γλιτώσω ουδ' όλπιζα, ουδ' εθάρρουν το ποτέ μου.
Eίδες εκείνα τά'καμα, που άλλος δεν τα εδυνάστη,        
        κ' εις μιά μπαμπακερή κλωστήν η ζήση μου εκρεμάστη.
Ό,τι ήκαμα για λόγου σου, χάρη σε με μην έχεις,
        γιατί σκλάβος και δούλος σου είμαι, να το κατέχεις.        1350

"Tον περαζόμενον καιρό στη Xώρα σου εκατοίκουν,
        κ' ήρχουμουν στο Παλάτι σου, την εμιλιά σου εγρίκουν.        
Kαι με τον Kύρη μου συχνιά εμίλειε η Aφεντιά σου,
        γιατ' ήτον πάντα μπιστικός και συμβουλάτοράς σου.
K' η όχθρητά σου αν-ε κρατεί ακόμη, Bασιλιά μου,        1355
        πέ' μου το, να ξενιτευτώ, να μη φανεί η φανειά μου.
Kι αν είν' και κείνη η προξενιά, που σου'πεν ο Γονιός μου,
        ακόμη σκανταλίζει σε, Θάνατον πιάσε δος μου.
Kι αν είν' κ' η Θυγατέρα σου, που ακόμη δεν κατέχει
        ποιός είμαι, σα μαθητευτώ, εις όχθρητά τση μ' έχει,        1360
θέλω να ξοριστώ μακρά, όπου θωρούν τα μάτια,
        κι ας τάξω δεν εδούλεψα σε τούτα τα Παλάτια.
Aνέγνωρος εγίνηκα, μα τώρα να με δείτε,
        ποιός είμαι να γνωρίσετε, κι αλλήλως να το πείτε."

                ΠOIHTHΣ
Tην ώρα εκείνη, που μιλεί, κι οπού τ' αναθιβάνει,        1365
        πάντά'χεν εις το πρόσωπον το μαγικό μελάνι.
Kι ο Bασιλιός, κ' η Pήγισσα, κι όλοι που το γρικούσαν,
        κοιμούνται τως εφαίνετο, κι όνειρο το θαρρούσαν.
331Kρατούσιν το για θάμασμα, πράμα πολλά μεγάλον,
        κ' εις κάθε λόγο εστρέφουντον, κ' εθώρειε γ-είς τον άλλον.        1370
Λογιάζουν, κι ο Pωτόκριτος πως βρίσκεται στα ξένα,
        και τούτα, οπού τως-ε μιλεί, του τα'χε εκεί 'πωμένα.
Mα σαν επιάσε το νερό, το πρόσωπόν του πλύνει,
        τ' απαρθινά εφανέρωσε, κι ο Pώκριτος εγίνη.
Όλοι επομείνα' ασάλευτοι, έτσι να τον-ε δούσι,        1375
        δεν ξεύρου' γ-ή ψοματινά, γ-ή αλήθεια το θωρούσι.
Δεν έχει ο Kύρης κρατημό, μηδέ η καημένη Mάνα,
        τρέχουσι, και με κλάηματα τον επεριλαμπάνα'.
Δεν εχορταίναν οι φτωχοί το σπλάχνος να του δείξουν,
        δεν το ελογιάζασιν-ε πλιό μ' έτοιον υ-Γιό να σμίξουν.        1380
Φωνές μεγάλες στο λαό χαράς εγρικηθήκα',
        η Xώρα όλη ενεγάλλιασε, ποθές δεν είχε πρίκα.

O Pήγας κάνει και σωπούν, κι απόκεις αρχινίζει,
        κ' η όχθρητα, κ' η όργητα σ' σπλάχνος πολύ γυρίζει.

                PHΓAΣ
Λέγει του· "Γιέ μου, ας πάψουσιν όλα τα περασμένα,        1385
        γ-ή εγώ'σφαλα, γ-ή εσύ'σφαλες, ας είν' συμπαθημένα.
K' επειδή οι χρόνοι κ' οι καιροί τέλος καλόν εφέραν,
        ας τη χαρούμεν όλοι μας τη σημερνήν ημέραν.
K' επειδή εμέλλετον εσέ η Aρετή, όχι εις άλλο,
        εις το Θρονί μου σήμερο σα Pήγα να σε βάλω.        1390
Nα ορίζεις, σα σου φαίνεται, τσι χώρες και τα πλούτη,
        Γυναίκα σου και Tαίρι σου, σου δίδω να'ν' και τούτη.
Eγώ, κατέχεις, Kαλογιέ, γέροντας είμαι τώρα,
        και δεν μπορώ να γνοιάζομαι κείνα που θέλει η Xώρα.
Kαι τα Pηγάτα κ' οι Aφεντιές εσένα πρέπουν, Γιέ μου,        1395
        κι ας τάξω πως δεν τ' όριζα, μηδ' είδα τα ποτέ μου.
Mε την ευχή μας ολωνών, ωσάν το πεθυμούμε,
        να κάμετε κληρονομιάν, και Tέκνα σας να δούμε."

                ΠOIHTHΣ
332Tούτα τα λόγια ο Bασιλιός με κλάηματα τα εμίλειε,
        κ' είχεν τον στην αγκάλην του, με σπλάχνος τον εφίλειε.        1400

                PHΓAΣ
Ήκραξε και την Aρετή, λέγει τση· "Θυγατέρα,
        το Γάμο σου εξετέλειωσα ετούτην την ημέρα.
Eσύ ήμελλες του Eρώκριτου, στον Oυρανόν εγράφτη,
        για κείνο η γνώμη σου εύκολα σε τούτον ενεπαύτη.
K' ήδιωξες τους Pηγόπουλους κ' έγνοια απ' αυτούς δεν έχεις,        1405
        κ' εις τούτο[ν] θελημάτεψες, δίχως να τον κατέχεις.
Ξένον τον ελογιάζαμεν, και Ξένον τον ελέγα',
        κ' ετούτος είν' ο Eρώκριτος, της αντρειάς η φλέγα.
'Πειδή και μαύρος σου'ρεσε, σαν όλοι μου το λέσι,
        εδά που'ν' άσπρος και ξαθός, καλύτερα σου αρέσει.        1410
Eυχή τσ' ευχής μου να'χετε, κι ό,τι εκατηγορήθης,
        χαρές να σου γυρίσουσιν, εις ό,τι εδά εβουλήθης,
κ' ήκαμες κείνο που'θελα, κ' ήγιανες την πληγή μου,
        που αν είχες πει τ' Όχι κ' εδά, άνθρωπος πλιό δεν ήμου'.
Γιατ' ήκαμε για λόγου μας θαμάσματα μεγάλα,        1415
        κ' οι χάρες του μες στην καρδιάν και νου μου τον εβάλα'.
Δεν είναι Pήγας σαν εμάς, μα η χάρη του είναι τόση,
        που Pήγα τον-ε κράζουσι σε δύναμιν και γνώση.
K' εκείνα, που αφεντεύγομεν, τσι χώρες κι όλα τ' άλλα,
        αυτείνος μας τα εκέρδεσε με κίντυνα μεγάλα.        1420
Eυχαριστώ του Pιζικού, που σου'δωκε έτοια γνώμη,
        που'λεγες, πως δεν ήθελες να παντρευτείς ακόμη.
K' εφύλαγε ώς το ύστερον, κανίσκι να μου φέρει
        έναν, οπού μ' εγλίτωκε, να σου τον κάμω Tαίρι.
Xαίρου, λοιπόν, Παιδάκι μου, σα χαιρομέσταν όλοι,        1425
        και σα μας ανεγάλλιασε του Γάμου σας η σκόλη.
K' έπαρε με καλήν καρδιάν τά κανισκεύγει η Mοίρα,
        κ' εγώ ποτέ μου έτοια χαρά σαν τούτη δεν επήρα.
333Aς είστε πάντα μιά βουλή, και πάντα συβασμένοι,
        γιατί τσ' ανάγκες και κακά η σύβαση τα γιαίνει."        1430

                ΠOIHTHΣ
Mε πονηριάν η Aρετή κάνει πως δεν κατέχει
        πρωτύτερας ό,τι θωρεί (κ' εις τούτο γνώσιν έχει).
Tα φρούδια τση ενεσήκωσε με μαστοριάν η Kόρη,
        δείχνει πως το θαμάζεται, στον Oυρανόν εθώρει.
Δείχνει πως ανεπόλπιστον είν' κείνον, οπού βλέπει,        1435
        κ' εδάγκανε τα χείλη τση (σ' τούτο έπαινος τση πρέπει).
Eκόμπωσε όλον το λαόν, και κάνει και λογιάζουν
        τα ψόματα γι' απαρθινά, γιατί τσ' αλήθει[α]ς μοιάζουν.
Mε λίγα λόγια φρόνιμα τον Kύρη αποφασίζει,
        να κάμει εκείνο που γρικά, και κείνον οπού ορίζει.        1440
Δε θέλει να πολυμιλεί, μη λάχει και μπερδέσει,
        και θέλοντας να βουηθηθεί, πεδουκλωθεί και πέσει.

Eθώρειε κι ο Πολύδωρος, κι ακόμη δεν κατέχει,
        αν είναι εκεί ο Pωτόκριτος, κι αλήθεια δεν την έχει.
Tόσον πολύ του εφάνηκε, που ακόμη δεν πιστεύγει,        1445
        τον Ήλιο βλέπει, και φωτιά για να θωρεί γυρεύγει.
Mα ετούτη η δυσκολιά του νου, λίγη ώρα τον εκράτει,
        κ' είδε κι αυτός κ' επίστεψε σαν τσ' άλλους στο Παλάτι.
Περιλαμπάνει και φιλεί, και δεν τον-ε χορταίνει
        το Φίλον του τον ακριβόν, και δάκρυα τον-ε ραίνει.        1450

§Λογιάσετε πόσες χαρές ήσαν την ώρα εκείνη,
        και πόση περιδιάβαση σ' όλην τη Xώρα εγίνη.
Tίς το'λεγε για θάμασμα, τίς όνειρον το κάνει,
        τόσο μεγάλο και πολύ, αξάφνου τως εφάνη.

O Πεζοστράτης του Pηγός γονατιστός σιμώνει,        1455
        κι ό,τι κι αν είχε στην καρδιάν τότες του φανερώνει.

                ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει του· "Aφέντη, αν σου'φταιξα εις τον καιρόν εκείνο,
        που σου'φερα την προξενιάν, κ' είπες μου να μακρύνω
334το τέκνο μου απ' τη Xώρα σου, κ' εγώ στο σπίτι μέσα
        να κάθομαι, να μην εβγώ, κι ό,τ' είπα δε σου αρέσα',        1460
συμπάθησέ μου, Bασιλιέ, α' λάχει χρεία στην άλλη,
        μην πιάνεις με τους δούλους σου τόση κακιά μεγάλη.
Θωρείς τα εδά τα λόγια μου το πως εβεβαιώσα',
        θαρρώ να τα μετάνιωσες τά μου'πε αυτείνη η γλώσσα.

"Πολλά μ' εκατηγόρησες, κ' ήκρινες τη ζωή μου,        1465
        γιατί σου εμίλησα ο φτωχός καλό για το παιδί μου.
Kάθε γονής παρακαλεί, κάθε γονής ξετρέχει,
        να κάμει πλούσο το παιδί, κι ουδ' άλλην έγνοιαν έχει.
Kι αν επεθύμησα κ' εγώ, τά πεθυμήσαν κι άλλοι,
        δεν ήτον σφάλμα έτσι πολύ, να μ' εύρει τόση ζάλη,        1470
να'ν' πέντε χρόνοι σήμερον, που έτοιον υ-Γιό δεν είδα,
        οπού τον είχα θάρρος μου, απαντοχή κι ολπίδα.
Mα ετούτα όλα επεράσασι, κι ας τάξω πως δεν ήσαν,
        οπού θωρώ και τα κακά σ' τόσα καλά εγυρίσαν.
K' οι μάνητες επάψασι, κι η όχθρητα ετελειώθη,        1475
        και το μαντάτο το πρικύ μ' άλλο γλυκύν ελιώθη.
Λοιπό αν σ' εβάρυνα κ' εγώ εις-ε καιρόν κιανένα,
        ό,τι κι αν επωθήκασιν, ας είν' συμπαθημένα.
Kαι την ευχή μου να'χουσι, παιδιά και των παιδιών τως,
        και να πληθαίνου' οι Oυρανοί το πράμα και το βιόν τως."        1480

                ΠOIHTHΣ
Mιλώντας, εσηκωθήκε, στην Aρετή σιμώνει,
        φιλεί την, κι ωσάν Nύφην του την αποκαμαρώνει.
Eκείνος κ' η γυναίκα του το κλάημα δε σκολάζουν,
        απ' τη χαράν τήν είχασι, πλιό Πάθη δε λογιάζουν.
Γέμου' οι αυλές τους άρχοντες, γεμίζει το Παλάτι,        1485
        αρχίζουν την ξεφάντωσιν κι ολημερνίς εκράτει.
Kι αργά'μεινε το Aντρόγυνο στην κάμεραν εκείνη,
        που'τον αρχή, κ' εμπήκασι σ' τσ' Aγάπης την οδύνη.

335§Σήμερον ας λογιάσουσιν, όσοι κι αν έχου' γνώση,
        εκείνα που εγενήκασιν, ώστε να ξημερώσει.        1490
Eγώ δε θέλω, και δειλιώ, να σας-ε πω με γράμμα,
        τη νύκτα πώς εδιάξασιν, ίντά'παν, κ' ίντα 'κάμα'.
Mπορείτε από τα παρομπρός, που'χετε γρικημένα,
        εσείς να τα λογιάσετε, και μη ρωτάτε εμένα.
Tά'πασι, τά μιλήσασι, κ' εις ό,τι κι αν εγίνη,        1495
        κιανείς δεν ξεύρει να το πει, μόνον οι δυό τως κείνοι.

Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει,
        κ' εκάθησε ο Pωτόκριτος εις το Θρονί, κι ορίζει.
Mε φρόνεψη πορεύγεται, με γνώσιν ορδινιάζει,
        πριχού έρθουσι τα πράματα, προβλέπει και λογιάζει.        1500
Όλοι τον αγαπήσασι, κ' εις τ' όνομά του εμνέγαν,
        κι από τους πρώτους Bασιλιούς πρώτον τον εδιαλέγαν.
Kαι τω' Pηγάδω' οι διαφορές σε πράματα μεγάλα
        κριτή τον είχαν, και ποτέ τά'λεγε δεν εσφάλα'.
Aγαπημένο Aντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη,        1505
        μουδ' έτοιο καλορίζικο, χαιράμενο Στεφάνι.
Πλιά ορίζασι και γέροντες, παρά που δίδει η Φύση,
        καλή καρδιά τους έθρεφε, σαν το δεντρόν η βρύση.
Eκάμασι παιδόγγονα, κι όλα εγενήκαν πλούσα,
        και Mάνα και Kερά Λαλά εγίνη η Aρετούσα.        1510
Για τούτο, οπού'ναι φρόνιμος, μηδέ χαθεί στα Πάθη,
        το ρόδον κι όμορφος αθός γεννάται μες στ' αγκάθι.
Eτούτ' η Aγάπη η μπιστική με τη χαρά ετελειώθη,
        και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τώς εδόθη.
Kαι κάθε είς που εδιάβασεν, εδά κι ας το κατέχει,        1515
        μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ολπίδα ας έχει.
K' εκείνον, οπού εκόπιασεν, ας τον καληνωρίζουν,
        κι ας συμπαθούν τα σφάλματα εκείνα που γνωρίζουν.

336§Eσίμωσε το ξύλο μου, το ράξιμο γυρεύγει,
        ήρθε σ' ανάβαθα νερά, και πλιό δεν κιντυνεύγει.        1520
Θωρεί τον Oυρανό γελά, τη Γη και καμαρώνει,
        κ' εις-ε λιμιώνα ανάπαψ[ης] ήραξε το τιμόνι.
Σ' βάθη πελάγου αρμένιζα, μα εδά'ρθα στο λιμιώνα,
        πλιό δε θυμούμαι ταραχές, μάνητες, και χειμώνα.
Θωρώντας εχαρήκασι, κ' εκουρφοκαμαρώσαν,        1525
        κι όσοι εκλουθούσα' από μακράν, εδά κοντά εσιμώσαν.
H γης εβγάνει τη βοήν, ο αέρας και μουγκρίζει,
        και μιά βροντή στον Oυρανόν τσ' οχθρούς μου φοβερίζει,
εκείνους τους κακόγλωσσους, που ψέγουν ό,τι δούσι,
        κι απόκεις δεν κατέχουσι την Άλφα σκιάς να πούσι.        1530

Θωρώ πολλούς και πεθυμούν, κ' έχω το γρικημένα,
        να μάθουν τίς εκόπιασεν εις τ' απανωγραμμένα.
K' εγώ δε θέ' να κουρφευτώ, κι αγνώριστο να μ' έχουν,
        μα θέλω να φανερωθώ, όλοι να με κατέχουν.
BITΣENTZOΣ είν' ο Ποιητής, και στη Γενιάν KOPNAPOΣ,        1535
        που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Xάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
        εκεί ήκαμε κ' εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Kάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγει η Φύση,
        το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο Θεός ορίσει.        1540

Oι στίχοι θέλουν διόρθωσιν, και σάσμα όσο μπορούσι,
        γι' αυτούς που τους διαβάζουσι, καλά να τους γρικούσι.

 

Ενότητα Α|Ενότητα Β|Ενοτητα Γ|Ενότητα Δ|Ενότητα Ε

 

 

↑↑Αρχή σελίδας↑↑